«[…] ΕΚΕΙΝΟ που παρατηρούσα στους γύρω μου, ειδικά όταν μιλούσαν για πολιτική, ήταν η επικράτηση της λέξης «αντίσταση». αυτό μου έφερνε, κάπως, στο νου την Αλβανία. Μας μάθαιναν από τα γεννοφάσκια μας ότι εμείς ήμασταν κατεξοχήν αντιστασιακό έθνος. Aντιστεκόμασταν σε όλους. Στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, στον σοβιετικό και τον κινέζικο ρεβιζιονισμό, στον Τίτο, στις αστικές συνήθειες, στους πειρασμούς. αντιστεκόμασταν όταν ήμασταν ξύπνιοι. Αντιστεκόμασταν και όταν κοιμόμασταν. Εν ολίγοις, είχαμε γεννηθεί για να αντιστεκόμαστε. Η λέξη «αντίσταση» ήταν και στην Ελλάδα μία από τις λέξεις που άκουγα με τη μεγαλύτερη συχνότητα. Κάποια στιγμή, είχα εξομολογηθεί τη σκέψη μου στην Ευρώπη. «Να ξέρεις ότι, αν αποφασίσεις να ζήσεις σε αυτή τη χώρα, πρέπει να γίνεις αντιστασιακός, αντιολυμπιακός, αντιαμερικανός, αντιδεξιός, αντιαριστερός, αντικρατικός, αντιδραστικός, αντιεπαναστάτης, αντιεξουσιαστής, αντιαεροπορικός, αντικομουνιστής, αντιαναπτυξιακός, αντισημίτης, αντίγραφέας, αντίποινα, αντιστροφικός, αντιπροσωπία… αλλά κυρίως να ορέγεσαι μια θέση στο δημόσιο», είπε η Ευρώπη. Η εξήγησή της μου φάνηκε περίεργη και με μπέρδεψε ακόμα περισσότερο. από όλο το κήρυγμά της, μου έμεινε η τελευταία λέξη: «δημόσιο». Νομίζω ότι τον πρώτο καιρό οι τρεις λέξεις που άκουγα με τη μεγαλύτερη συχνότητα ήταν «μα- λάκας», «δημόσιο» και «ολυμπιακός». Όταν η Ευρώπη τελείωσε το κήρυγμά της, άλλαξα κουβέντα, για να μην προδώσω την αμηχανία μου. Έμεινα να σκέφτομαι τη λέξη «αντίσταση» μόνος μου. Και μπερδευόμουν ακόμα περισσότερο όταν δίπλα στη λέξη «αντίσταση» έβρισκα και άκουγα τη λέξη «αλλαγή». Με την ίδια, σχεδόν, συχνότητα. Πώς είναι δυνατό να επιτευχθεί η αλλαγή, αφού όλοι αντιστέκονται σε αυτή; αναρωτιόμουν. Κάποια στιγμή, συγκρίνοντας τα εκεί και τα εδώ, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι τα μικρά και ανασφαλή έθνη συμπυκνώνουν την ανασφάλεια και τις φοβίες τους σε τούτη τη λέξη: «αντίσταση». Και όταν η ανασφάλεια και τα συμπλέγματα του μικρού έθνους συνοδεύονται από μεγάλους μύθους που φτιάχνουν ένα τεράστιο Εγώ, η λέξη «αντίσταση» γίνεται η πεμπτουσία της εθνικής και κοινωνικής αφήγησης. Στην Αλβανία, το καθεστώς είχε αποφασίσει ότι εμείς ήμασταν το μοναδικό αμόλυντο έθνος, κάτι σαν τον περιούσιο λαό της υφηλίου, τον μοναδικό που κατείχε τη μαρξιστική ορθοδοξία, τον μοναδικό ασυμβίβαστο επί της Γης, που όλοι τον εποφθαλμιούσαν, από την έρημο της Αριζόνας μέχρι την έρημο Γκόμπι στην Κίνα και τη Μογγολία. Ζούσαμε πολιορκημένοι και ευτυχισμένοι, μας έλεγαν από τα γεννοφάσκια μας. Σε τέτοιες συνθήκες, πώς να μην είναι πανταχού παρούσα η λέξη «αντίσταση»;
Υπήρχαν επίσης λέξεις και συνθήματα στους τοίχους της Φιλοσοφικής ή της Αθήνας που μου φαίνονταν παράξενα και ακατάληπτα. Όπως το σύνθημα «ΕOΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Το διάβαζα στους τοίχους της Φιλοσοφικής, σε μαντρότοιχους, σε υπόγειες διαβάσεις, σε θρανία, σε ρολά περιπτέρων. Ερχόμουν από μια χώρα όπου τα συνθήματα ενάντια στο ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ ήταν πολύ πιο συχνά από τις διαφημίσεις των iPhone σήμερα. τα έβρισκες παντού. Στις προσόψεις των πολυκατοικιών, στα θρανία, στους τοίχους του σχολείου, στα σχολικά εγχειρίδια, στους στάβλους των αγελάδων, ακόμα και στις πλαγιές των βουνών. Eμείς, οι φτωχοί Βαλκάνιοι, είχαμε έρθει στην Ελλάδα όχι μόνο διότι ήταν η πιο κοντινή χώρα, εδαφικά και πολιτισμικά, αλλά και επειδή για μας ήταν η δύση, η ΕΟΚ, το ΝΑΤΟ των Βαλκανίων. Ήταν τέτοια η σύγχυσή μου, ώστε ρωτούσα τους Έλληνες συμφοιτητές μου εάν η Ελλάδα ήταν πράγματι μέλος της ΕΟΚ και του ΝΑΤΟ. «Ναι, είναι μέλος της ΕΟΚ και του ΝΑΤΟ», μου απαντούσαν. Και τότε γιατί γράφουν αυτά τα συνθήματα που μου θυμίζουν την αλβανία του Χότζα; τους ρωτούσα ξανά, πάντα φοβούμενος μην κάνω καμιά γκάφα ή μην τους θίξω. Κάποιοι με κοιτούσαν με τέτοιο βλέμμα, που με έκαναν να νιώθω σαν βλαμμένος. τέτοιες ερωτήσεις δεν έπρεπε να γίνονται. Κάποιοι άλλοι αδιαφορούσαν. Άλλοι έβρισκαν την ευκαιρία, σαν τη συμφοιτήτριά μου με το ποίημα για τον Μεγαλέξανδρο, να μιλήσουν για τη φαύλη Αμερική, τη διεφθαρμένη δύση και τους βάρβαρους τούρκους. Μου φαινόταν τότε σαν να άκουγα τον καθηγητή του μαρξισμού-λενινισμού να μιλά στα ελληνικά. Υπήρχαν και ορισμένοι, τέλος, που ήταν πιο υπομονετικοί. Προσπαθούσαν να μου εξηγήσουν εν περιλήψει τη μετεμφυλιακή ιστορία της Ελλάδας. Τον αιματηρό και φρικτό ελληνικό Εμφύλιο, στον οποίο οι μαυραγορίτες και οι ταγματασφαλίτες, με τη βοήθεια των Βρετανών και των αμερικανών, νίκησαν τους σταλινικούς. Και την εποχή που ακολούθησε μετά, όταν οι μισοί Έλληνες, εθνικόφρονες, αντικομουνιστές, αμερικανόφιλοι, φακέλωναν, κυνηγούσαν, εξόριζαν, βίαζαν και βασάνιζαν τους άλλους μισούς, κομουνιστές και αριστερούς. Κυνηγημένη από τη δεξιά, στην Ελλάδα συγκροτήθηκε μια συμπλεγματική, παραμορφωμένη, λαϊκίστικη βαλκανική αριστερά, η οποία δεν είχε τις ανέσεις της ευρωπαϊκής αριστεράς, ισχυρίζονταν. Την Αμερική λοιπόν τη μισούμε, μου έλεγαν, γιατί τη φθονούμε και γιατί κανείς δεν αγαπά τον πρώην αφέντη του. «Αλλά μη φοβάσαι», πρόσθεταν, «εάν μας βγάλουν από το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ, οι Έλληνες θα βγουν στους δρόμους να διαμαρτυρηθούν». Εγώ τα άκουγα όλα αυτά και μπερδευόμουν ακόμα περισσότερο. Ειδικά τότε, με τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό, όταν δεξιοί και αριστεροί, άθεοι και παπάδες, μιλούσαν με πάθος ενάντια στην ΕΟΚ και κατήγγελλαν τους «ευρωλιγούρηδες». Κατάλαβα τότε ότι δεν είχα έρθει σε μια εύκολη χώρα. Εδώ που τα λέμε, όλες οι χώρες είναι δύσκολες και γεμάτες αντιφάσεις. Η καθεμιά κουβαλά τους μύθους, τα όνειρα και τους εφιάλτες της. Αλλά αυτή τη γωνιά της Ευρώπης, την οποία είχα επιλέξει για νέα μου πατρίδα, έπρεπε να τη δω και να τη «διαβάσω» αποκλειστικά μέσω της αμφιθυμίας και των κραυγαλέων της αντιφάσεων, από τις οποίες κερδισμένοι έβγαιναν συνήθως οι καιροσκόποι. Από εκεί και πέρα, όσο πιο πολύ περνούσαν τα χρόνια, τόσο πιο πολύ σκεφτόμουν ότι σε μια κοινωνία όπου επικρατούν τα συνθήματα οι λέξεις δεν έχουν ποτέ την ευκαιρία να πουν τα πράγματα με το όνομά τους. Εκεί, οι λέξεις δεν ενηλικιώνονται ποτέ […]»
(απόσπασμα από το βιβλίο του Γκάζμεντ Καπλάνι «Με λένε Ευρώπη», εκδόσεις Λιβάνη)
Πηγή: μπλογκ «Υπάρχουμε… Συνυπάρχουμε;», 8 Ιουνίου 2011
http://gazikapllani.blogspot.com
http://gazikapllani.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου