21.8.11

Πλατεία Ελευθερίας, Θεσσαλονίκη

Άποψη της συγκέντρωσης από τη δυτική πλευρά της πλατείας Ελευθερίας. Μπροστά, δύο Έλληνες χωροφύλακες συνομιλούν, ενώ οι συγκεντρωμένοι προσπαθούν να προστατευθούν από τον ήλιο με μαντίλια. Στην πρώτη σειρά, τέταρτος από δεξιά, ο Φρέντυ Ασσαέλ (ο ψηλός με το μαύρο κουστούμι). Πίσω, διακρίνεται το κτίριο Στάιν με την αρχική σκεπή του.


Φωτογραφίζοντας το «Μαύρο Σάββατο»
Εβδομήντα χρόνια μετά, ο Θεσσαλονικιός Ανδρέας Ασσαέλ ανακαλύπτει σε παζάρι το προσωπικό άλμπουμ ενός Γερμανού στρατιώτη
 
Γιώτα Mυρτσιώτη

Φωτογραφικό υλικό, άγνωστο ώς τώρα, που βρέθηκε στη Γερμανία, έρχεται να ρίξει περισσότερο φως σε μια πτυχή του εβραϊκού δράματος κατά τη γερμανική κατοχή στη Θεσσαλονίκη. Συγκλονιστικές εικόνες από τη συγκέντρωση για την εγγραφή στα καταναγκαστικά έργα της Ελλάδος, που είχαν επιβάλει οι δυνάμεις κατοχής, περιείχε το προσωπικό άλμπουμ ενός Γερμανού στρατιώτη και μάλιστα μουσικού. Σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά, οι εικόνες που τράβηξε ο ίδιος με τη μηχανή του στην πλατεία Ελευθερίας πριν και μετά την εγγραφή, έρχονται να προσθέσουν έναν ακόμη κρίκο σ’ ένα πικρό κεφάλαιο της εβραϊκής ιστορίας πριν από τη φρίκη της εξόντωσης στα στρατόπεδα Αουσβιτς - Μπιρκενάου.
Τις φωτογραφίες από το «Μαύρο Σάββατο», όπως αποκαλείται το Σάββατο της 11ης Ιουλίου του 1942, βρήκε ο Θεσσαλονικιός εβραϊκής καταγωγής Ανδρέας Ασσαέλ, σε γερμανικό παζάρι. Μοιράζοντας τον χρόνο του ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και τη Γερμανία, ως μανιώδης συλλέκτης φωτογραφιών πολέμου, περιπλανιέται συχνά στα flohmarkt. Το ίδιο έκανε και στις αρχές του περασμένου Ιουλίου. Ψάχνοντας για πολύτιμο αρχειακό υλικό, στάθηκε στο νοικοκυριό του πρώην Ανατολικογερμανού μουσικού. Ο παλαιοπώλης που κερδίζει ψίχουλα από τις «ζωές των άλλων», μόλις είχε καθαρίσει το σπίτι του μουσικού στην πόλη Μπούργκστετ, κοντά στο Κέμνιτς της Σαξονίας.
Το πάθος του Ελληνα συλλέκτη ξύπνησε μόλις διαπίστωσε ότι ένα από τα προσωπικά αντικείμενα του Γερμανού μουσικού, που κράτησε ώς τον θάνατό του, ήταν οι φωτογραφίες από τη στρατιωτική ζωή του στην Ελλάδα. Ο ενθουσιασμός έγινε ακόμη μεγαλύτερος όταν ανάμεσα στις φωτογραφίες ανακάλυψε τη σειρά με τα σπάνια ντοκουμέντα. Η χαρά για την απόκτηση μιας ακόμη συλλογής και μάλιστα αδημοσίευτης ήταν μεγάλη, αλλά η συγκίνησή του ανείπωτη τη στιγμή που, ανάμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος στην πλατεία Ελευθερίας, ο Ανδρέας Ασσαέλ διέκρινε τον πατέρα του, Ιωσήφ (Φρέντυ), όρθιο στην πρώτη σειρά.
Αγόρασε τις φωτογραφίες χωρίς δεύτερη σκέψη κι άρχισε να ξετυλίγει το νήμα από την αρχή. Γύρισε το ρολόι πίσω, έβαλε σε τάξη το υλικό και μαζί μ’ αυτό το ημερολόγιο της στρατιωτικής ζωής του Γερμανού μουσικού στην Ελλάδα την περίοδο της Κατοχής.


Καρέ καρέ η συγκέντρωση των Εβραίων

Ο νεαρός στρατιώτης Βέρνερ Ράνγκε, έπαιζε τρομπόνι και ήταν μέλος μπάντας σε μονάδα του Μηχανικού του γερμανικού στρατού. Εφτασε στη Θεσσαλονίκη –έπειτα από διαμονή στην Εδεσσα και την Καβάλα– τον Φεβρουάριο του 1942. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στις τρεις πόλεις της Μακεδονίας, με μια μηχανή (πιθανότατα Leica) απαθανατίζει εικόνες καθημερινής ζωής σε δρόμους και πλατείες.
Στη Θεσσαλονίκη, από το μπαλκόνι του σπιτιού του στην οδό Μητροπόλεως –δίπλα από το σημερινό Ολύμπιον– φωτογραφίζει την πλατεία Αριστοτέλους, την παλιά παραλία, τον Θερμαϊκό. Ποζάρει ο ίδιος στον φακό με τους στρατιώτες φίλους του. Φωτογραφίζει την μπάντα καθώς παιανίζει σε δρόμους, στην πλατεία Αριστοτέλους, σε κλειστές αίθουσες (πιθανότατα στο Βασιλικό), σε παραθαλάσσια ταβέρνα διασκεδάζοντας τον γερμανικό στρατό και στην παλιά παραλία κάτω από το «Μεντιτερανέ» για τα γενέθλια Γερμανού αξιωματικού, ο οποίος δείχνει να το απολαμβάνει από το μπαλκόνι του ιστορικού ξενοδοχείου.
Με τη φωτογραφική μηχανή του, όμως, ο Γερμανός μουσικός έμελλε να γίνει μάρτυρας μιας από τις μαύρες ημέρες της γερμανικής κατοχής και του εβραϊκού πληθυσμού: τη συγκέντρωση στην πλατεία Ελευθερίας –μετά το προσκλητήριο της 7ης Ιουλίου– για την καταγραφή στα καταναγκαστικά έργα της Τοντ και του εργολαβικού γερμανικού οίκου Μίλερ.


Ομάδα περίπου 12 Ισραηλιτών στέκονται και μετά γονατίζουν με το χαρτί της εγγραφής στο χέρι. Δεξιά, ο Γερμανός είναι υπαξιωματικός του Ναυτικού και αριστερά λοχαγός της Βέρμαχτ.

Στην πλατεία Ελευθερίας

Εστιάζει τον φακό του στη γωνία Ιωνος Δραγούμη και Μητροπόλεως, όπου συγκεντρώνονται καλοντυμένοι «άρρενες Ισραηλίται, ηλικίας 18 μέχρι 45 ετών». Κατά διαταγή του Στρατιωτικού Διοικητού Θεσσαλονίκης - Αιγαίου της Βέρμαχτ (Κουρτ φον Κρέντσκι) και με την υπογραφή του δρος Μπάρμπαχ (προκάτοχος του περιβόητου Μαξ Μέρτεν) είχαν κληθεί να προσέλθουν «εις την πλατεία Ελευθερίας την 11-7-42 ώραν 8ην π.μ.». Η φωτογραφία ελήφθη τις πρωινές ώρες πριν από την εγγραφή στην πλατεία Ελευθερίας, όπου οι άρρενες Ισραηλίτες, φορώντας τα καλά σαββατιάτικα ρούχα τους, παρέμειναν από τις 8 το πρωί έως τις 2 το μεσημέρι, έξι ώρες κάτω από τον καυτό ήλιο, χωρίς νερό, υποβαλλόμενοι συχνά σε βασανιστήρια.
Τα γεγονότα της ημέρας αποτυπώθηκαν καρέ καρέ από τον ερασιτέχνη φωτογράφο και αργότερα, μετά τις εγγραφές, επί της Ιωνος Δραγούμη μπροστά στο κτίριο της Ιονικής Τράπεζας (σημερινής Alpha Bank). Οι συγκεντρωθέντες έγιναν πλάνα κοντινά. Ο Γερμανός ζουμάρει τον φακό του στα άγνωστα πρόσωπα. Τους φωτογραφίζει με το χαρτί εγγραφής στα χέρια και σε ανάταση, σε βαθύ κάθισμα και μετά όρθιους, ξανά και ξανά, να ακολουθούν τις εντολές που έδιναν οι Γερμανοί αξιωματικοί μέσω των Ελλήνων χωροφυλάκων, υπεύθυνων για τη φρούρηση των συγκεντρωθέντων που αναγκαστικά υπάκουαν στις διαταγές. Οπως δείχνουν οι λήψεις, οι εντολές για ασκήσεις προκαλούν στην αρχή μειδίαμα. Καθώς τα βασανιστήρια συνεχίζονται κάτω από τον καυτό ήλιο, τα χαμόγελα σβήνουν, τα πρόσωπα σκοτεινιάζουν.
Ο Γερμανός στρατιώτης συνεχίζει τις λήψεις και αργότερα, στις συγκεντρώσεις της πλατείας Αριστοτέλους. Τέσσερις σπάνιες φωτογραφίες δείχνουν περίπου 3.000 εργάτες που κλήθηκαν να αναχωρήσουν για τα έργα. Ηταν προφανώς οι πρώτες αποστολές για τα λατομεία Σέδες, Νάρες (Φιλαδέλφεια Θεσσαλονίκης) και Ολύμπου. Στα χέρια κρατούν τα απαραίτητα προσωπικά αντικείμενα (στοιχειώδη ρουχισμό) για την παραμονή τους στα εργοτάξια.




«Ανάμεσα στο πλήθος αναγνώρισα τον πατέρα μου»

Ξεφυλλίζοντας το φωτογραφικό άλμπουμ με τις μοναδικές αυτές εικόνες, που εμπιστεύτηκε στην «Κ» για την πρώτη τους δημοσίευση, ο Ανδρέας Ασσαέλ μιλάει με ενθουσιασμό για το νέο του απόκτημα και τη συλλεκτική του μανία που απέκτησε στην εφηβική ηλικία. Το άγνωστο υλικό ήρθε αναπάντεχα. Λίγο πριν ολοκληρώσει το βιβλίου του «Καταναγκαστικά έργα στη Βόρεια Ελλάδα το 1942-43». «Αν ψάξεις στο Διαδίκτυο», όπως λέει, «υπάρχουν φωτογραφίες εκείνης της ημέρας. Προέρχονται από το αρχείο του γερμανικού κράτους από τη μονάδα προπαγάνδας που υπήρχε στη Θεσσαλονίκη. Είναι όμως οι ίδιες εδώ και χρόνια που ανακυκλώνονται από το Διαδίκτυο, δημοσιεύονται ξανά και ξανά σε έντυπα, βιβλία και άρθρα. Οι εικόνες του Γερμανού μουσικού αποτελούν σπάνια ντοκουμέντα γιατί δείχνουν τον βασανισμό μετά την εγγραφή στα καταναγκαστικά έργα από τον οποίο δεν υπάρχει καμία φωτογραφία», σημειώνει ο κ. Ασσαέλ.
Εμειναν άγνωστες καθώς –όπως εξηγεί– ο μουσικός ως κάτοικος της πρώην ανατολικής Γερμανίας τις κρατούσε κρυμμένες. Η σειρά της 11ης Ιουλίου ήταν συγκεντρωμένη σ’ ένα μικρό φάκελο πάνω στον οποίο είχε γράψει συμβολικά «φωτογραφίες πολέμου Ελλάδος». Οι υπόλοιπες, στοιβαγμένες μέσα σ’ ένα κουτί παπουτσιών, ξεδιπλώνουν το χρονικό της στρατιωτικής του θητείας· με τους γονείς και τον αδελφό του στη Γερμανία, στην Καβάλα, στην Εδεσσα, στη Θεσσαλονίκη (από τον Φεβρουάριο έως τέλος Ιουλίου), στην Αθήνα (Ακρόπολη) και στο αεροδρόμιο της Εκάλης, απ’ όπου αναχώρησε για την Αφρική τον Αύγουστο του ’42, και στην Αμερική ως αιχμάλωτος πολέμου στο στρατόπεδο «Λίβινγκστον» το 1943.
«Σε αντίθεση με άλλες συλλογές μου –περίπου 100– από τον πόλεμο, οι φωτογραφίες του Βέρνερ, εν μέσω γερμανικής κατοχής, είναι καλλιτεχνικές, τουριστικές», αναφέρει ο κ. Ασσαέλ. Εκτός από τη σειρά της Πλατείας Ελευθερίας. Μολονότι ερασιτεχνικές, είναι τόσο ευκρινείς, τόσο ζωντανές σαν πλάνα ασπρόμαυρης ταινίας. «Ανάμεσα στο πλήθος αναγνώρισα αμέσως τον πατέρα μου για τον οποίο, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, στη συγκέντρωση αυτή οφείλει εν μέρει τη σωτηρία της οικογένειας. Η απαραίτητη παρουσία του στο επιταγμένο εργοστάσιο λαδιού Ξενάκη, τον απάλλαξε από τη συμμετοχή του στα καταναγκαστικά έργα. Η οικογένεια γλίτωσε και το Ολοκαύτωμα χάρη στον Μανόλη Κονιόρδο και την ηρωική γυναίκα, τη Μαρία Βουδούρογλου, που τους έκρυψε στο σπίτι της επί δύο χρόνια».
Στα πρόσωπα που εγκλώβισε με τον φακό του ο Γερμανός μουσικός ίσως κάποιοι αναγνωρίσουν δικούς τους ανθρώπους που κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο του Ιουλίου, εκείνο το «Μαύρο Σάββατο» πριν από 69 χρόνια, βίωναν την αρχή του τέλους της δημιουργικής παρουσίας του εβραϊκού πληθυσμού στη Θεσσαλονίκη.

Πηγή: εφημερίδα «Η Καθημερινή, 7 Αυγούστου 2011
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_07/08/2011_451760

Ο κρυμμένος αντισημιτισμός



ΤΡΙΤΗ ΑΠΟΨΗ
Ο κρυμμένος αντισημιτισμός
Η αυτονόητη αλληλεγγύη στους Παλαιστινίους και η νέα εβραιοφοβία
Κωστής Παπαϊωάννου*


«Γνωρίζετε πως στα θύματα του πατέρα σας, όταν τα μετέφεραν στα στρατόπεδα, χάραζαν στο δέρμα τους νούμερα ως στίγματα της θηριωδίας. Και εσείς φέρετε ένα τέτοιο στίγμα της θηριωδίας, καθώς το κακό που σας έγινε είναι απίστευτα μεγάλο και υπερβαίνει κάθε φαντασία και λογική: το νούμερο ΕΞΙ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΕΝΑ. Το νούμερο αυτό μένει αθέατο, δεν είναι χαραγμένο στο δέρμα σας παρά μονάχα στο πεπρωμένο σας».
Γκ. Αντερς, «Εμείς οι γιοι του Αϊχμαν», Εκδ. Εστία

Η πρόσφατη αμαύρωση με αγκυλωτούς σταυρούς του Μνημείου του Ολοκαυτώματος της Θεσσαλονίκης και η απόπειρα εμπρησμού της Συναγωγής της Κέρκυρας αποτελούν τεκμήρια αδιάψευστα μιας ανοιχτής πληγής, του αντισημιτισμού, που ενδημεί σε μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Στη βάση του βρίσκεται η αποσιώπηση της ίδιας της διαρκούς παρουσίας των Εβραίων στην Ελλάδα για εκατοντάδες χρόνια. Λησμονούμε ότι τη δεκαετία του 1930 υπήρχαν στην Ελλάδα 31 εβραϊκές κοινότητες και περισσότερες από 100 συναγωγές. 45.000 Θεσσαλονικείς αφανίστηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά χρειάστηκαν δεκαετίες για να φτιαχτεί ένα μνημείο στη μνήμη τους. Είναι άγνωστο πόσος ακόμα χρόνος θα χρειαστεί για να αντικρύσουμε με ειλικρίνεια τον ελληνικό αντισημιτισμό, εκείνον που αποκαλύπτουν ο Μαζάουερ ή ο Γιώργος Ιωάννου, όταν γράφουν για την άθλια στάση που κράτησαν πολλοί Θεσσαλονικείς απέναντι στον αφανισμό των Εβραίων της πόλης.
Σήμερα οι αντισημιτικές λεκτικές εξάρσεις αντιμετωπίζονται ως αναμενόμενο μέρος του δημόσιου διαλόγου. Τα λόγια του Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ για «τον Αδόλφο Χίτλερ, όργανο του παγκόσμιου σιωνισμού που χρηματοδοτήθηκε από την οικογένεια Ρότσιλντ» και οι δηλώσεις του Μίκη Θεοδωράκη: «Ναι, είμαι αντισημίτης και αντισιωνιστής. Αγαπώ τον εβραϊκό λαό και έχω ζήσει μαζί του, αλλά οι Αμερικανοεβραίοι κρύβονται πίσω από τα πάντα, τις επιθέσεις στο Ιράκ, τις οικονομικές επιθέσεις στην Ευρώπη, στην Αμερική, στην Ασία, οι Εβραιοαμερικάνοι βρίσκονται πίσω από τον Μπους, τον Κλίντον και πίσω από τις τράπεζες». Τέτοιες δηλώσεις δικαιολογούνται από πολλούς ως προϊόντα γήρατος ή γραφικότητας.
Για άλλους μάλιστα αποτελούν δείγματα παρρησίας. Να γιατί η ευρύτατη πρόσληψη των Εβραίων ως πρωταγωνιστών μιας συλλογικής φαντασίωσης και ως φορέων μιας και μόνο αρνητικής ιδιότητας υπερβαίνει τα όρια μιας ακροδεξιάς γραφικότητας. Εξάλλου, η αντισημιτική ρητορεία στην Ελλάδα δεν είναι περιθωριακό φαινόμενο, φιλοξενείται ακόμα και σε ΜΜΕ εθνικής εμβέλειας. Είναι διάχυτη και σε μεγάλο μέρος της Αριστεράς. «Η νέα εβραιοφοβία αναπτύσσεται στο όνομα του αντιρατσισμού, εγκαθίσταται στο στρατόπεδο του καλού και της δικαιοσύνης, θεωρεί τον εαυτό της ενάρετο» (Π. Α. Ταγκίεφ, «Η νέα εβραιοφοβία», Εκδ. Πόλις). Η καταδίκη της πολιτικής του Ισραήλ έναντι των Παλαιστινίων εκτρέπεται συχνά σε απροκάλυπτη ρητορική μίσους κατά του εβραϊκού έθνους. Ενίοτε, εντέχνως εκφερόμενη, οδηγεί σε έναν αδιανόητο συμψηφισμό με τα θύματα του ναζισμού. Δεν είναι μόνο ελληνικό το φαινόμενο. Από τις εκατοντάδες αντισημιτικές εκδηλώσεις κάθε χρόνο στη Γαλλία, εκτιμάται ότι οι περισσότερες δεν εκπορεύονται πλέον από την Ακρα Δεξιά. Το νέο ανερχόμενο αντισημιτικό τόξο είναι ένα συνονθύλευμα από μουσουλμάνους μετανάστες και φιλοπαλαιστίνιους ακτιβιστές.
Πολλοί απαντούν στα παραπάνω επικαλούμενοι τη συνήθη πρακτική της κυβέρνησης του Ισραήλ να αποδοκιμάζει ως προϊόν αντισημιτισμού κάθε κριτική της πολιτικής της. Εχει όντως πολλούς λόγους να εξοργιστεί κανείς με την τυφλή και βίαιη πολιτική των κυβερνήσεων του Ισραήλ. Ακόμα περισσότερο όταν επιχειρούν να υπαγάγουν το υπέρτατο έγκλημα της Ιστορίας στις ανάγκες αυτής της πολιτικής. Ομως αυτό είναι άσχετο με τον ίδιο τον αντισημιτισμό. Ειδικά δε η σημερινή συγκυρία, καθώς βρίσκονται σε εξέλιξη κινήσεις διεθνούς αλληλεγγύης προς τον λαό της Γάζας, είναι η καλύτερη ευκαιρία να πούμε το αυτονόητο: καμιά σημερινή παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων δεν μπορεί να δικαιολογήσει ή να σχετικοποιήσει το Ολοκαύτωμα. Εντέλει, η αλληλεγγύη στους Παλαιστινίους είναι σχεδόν αυτονόητο καθήκον όλων. Οταν όμως γίνεται όχημα κρυφού ή απροκάλυπτου αντισημιτισμού, όταν συμπορεύεται με επικίνδυνους φονταμενταλισμούς, τότε η αλληλεγγύη βυθίζεται στην απόλυτη αυτοαναίρεση.

*Ο Κωστής Παπαϊωάννου είναι πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Πηγή: εφημερίδα «Τα Νέα», 30 Ιουνίου 2011
http://www.tanea.gr/gnomes/?aid=4638777


Γιατί καταδιώκουν νεκρούς

Μνημείο Ολοκαυτώματος Θεσσαλονικιών Εβραίων. Πλατεία Ελευθερίας, Θεσσαλονίκη


Γιατί καταδιώκουν νεκρούς
Άννα Φραγκουδάκη


Τα ξημερώματα 17 Ιουνίου βεβηλώθηκε το μνημείο του Ολοκαυτώματος στη Θεσσαλονίκη με αγκυλωτούς σταυρούς. Η πράξη ιεροσυλίας εκτός από τα συνήθη της χαρακτηριστικά είχε μια πρόσθετη λεπτομέρεια, οι βέβηλοι δράστες έκαναν επιπλέον τη βαρβαρότητα να διαγράψουν πάνω στο μνημείο τον αριθμό των θυμάτων! Είναι δύσκολο να συλλάβει κανείς πώς σκέφτονται άνθρωποι που θα πρέπει να είναι με πολλούς τρόπους ταπεινωμένοι και ψυχικά διαταραγμένοι, για να κραδαίνουν σβάστικες και να βγαίνουν μέσα στη νύχτα για να καταδιώξουν φαντάσματα νεκρών.
Η διαγραφή του αριθμού πάντως έχει νόημα πολυσήμαντο. Λέει κάτι τραγικό και απάνθρωπο αλλά αμιγώς πολιτικό και ας το ακούσουμε εγκαίρως. Το νόημα είναι να σβήσει η μνήμη των θυμάτων. Αυτό σημαίνει αναγνώριση των ναζιστικών εγκλημάτων. Δεν είναι δηλαδή οι κυνηγοί κεφαλών φαντασμάτων πλανημένοι από την άγνοια και νομίζουν ότι δεν έπραξε ο ναζισμός αυτό που τραγικά σημαίνει Ολοκαύτωμα. Ξέρουν τι έγινε και δηλώνουν ότι επιδιώκουν να λησμονηθεί. Σβήνοντας συμβολικά έναν «αριθμό», ελπίζουν να μπορέσει να ξαναγίνει.
Πράγματι, για να σβήσει η μνήμη των θυμάτων του ναζισμού, θα πρέπει να λησμονηθεί πώς, πότε και από ποιο καθεστώς εξοντώθηκαν 50.000 θεσσαλονικιοί Εβραίοι μαζί με άλλους έξι εκατομμύρια ανθρώπους στην Ευρώπη. Να λησμονηθεί πώς μπόρεσε αυτό να γίνει, ποιοι το διέπραξαν, ποιοι τους βοήθησαν, ποιοι το ανέχτηκαν και γιατί σιώπησαν… Πράγματι, αν σβηστεί η τραγική μνήμη των θυμάτων, ίσως τότε μπορέσει ο βρικόλακας του ναζισμού, σήμερα – αύριο, να ξαναζωντανέψει πολιτικά.
Τα θύματα στο μνημείο της Θεσσαλονίκης δεν είναι ένας αριθμός. Αλλωστε ο αριθμός δεν χωράει στο νου του ανθρώπου. Ενας νεκρός είναι μια οδυνηρή τραγωδία, τρεις νεκροί τρεις τραγωδίες. Χιλιάδες ή εκατομμύρια είναι πια στατιστική. Ξεπερνάει το συναίσθημα και το μυαλό. Τα θύματα στο μνημείο δεν είναι αριθμός, είναι ολόκληρος ο εβραϊκός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης, ολόκληρος. Οι βέβηλοι δράστες καταδιώκουν φαντάσματα νεκρών για να λησμονηθεί «ο αριθμός», δηλαδή για να ξεχάσουμε τι είναι ο ναζισμός, και τότε ένα άλλο ολοκαύτωμα, ποιος ξέρει τίνων, θα είναι ίσως δυνατό να ξαναγίνει.

Πηγή: εφημερίδα «Τα Νέα», 2 Ιουλίου 2011
Αναδημοσιεύεται από το εξαιρετικό μπλογκ «Against antisemitism – Ενάντια στον αντισημιτισμό» http://enantiastonantisimitismo.wordpress.com/
Φωτογραφία: http://salonicanews-poli.blogspot.com/2011/07/blog-post_2005.html

Η «εβραιοφοβία», οι «Αγανακτισμένοι» και η Ακρα Δεξιά στην Ευρώπη



Η Ιστορία δεν μοιάζει με ήσυχο ποτάμι
Ο φιλόσοφος Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ μιλά για την «εβραιοφοβία», τους «Αγανακτισμένους» και την Ακρα Δεξιά στην Ευρώπη
Συνέντευξη στον Ανδρέα Πανταζόπουλο

Ο φιλόσοφος, πολιτειολόγος και ιστορικός των ιδεών Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ (Pierre-Andre Taguieff), γνωστός και στο ελληνικό κοινό για το έργο του, σχετικά με τον ρατσισμό, τον αντισημιτισμό, την Aκρα Δεξιά και τον λαϊκισμό, με την ευκαιρία της έκδοσης αυτές τις ημέρες στα ελληνικά, σε παγκόσμια πρώτη έκδοση, ενός νέου βιβλίου του για τον αντισημιτισμό (Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ, Τι είναι αντισημιτισμός; - μετάφραση: Αναστασία Ηλιαδέλη-Ανδρέας Πανταζόπουλος, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σειρά Εστία Ιδεών, 2011), δέχθηκε να απαντήσει σε ορισμένα ερωτήματά μας για τη μορφή και το περιεχόμενο του νέου αντισημιτισμού. Με αφορμή και την πρόσφατη έκδοση στα γαλλικά ενός νέου του βιβλίου για το ίδιο θέμα (Israel et la Question Juive, Les Provinciales, 2011), ο Ταγκιέφ, στη συνέντευξη που ακολουθεί, συνοψίζει τα χαρακτηριστικά του ρατσιστικού μίσους κατά των Εβραίων και του Ισραήλ και, σχολιάζει τις κινητοποιήσεις των «Αγανακτισμένων» στην Ισπανία και την Ελλάδα, καθώς και τις εκλογικές επιτυχίες της άκρας δεξιάς στην Ευρώπη.

Kάνετε λόγο εδώ και είκοσι χρόνια για ένα νέο αντισημιτισμό που τον αποκαλείτε «εβραιοφοβία». Μπορείτε να μας δώσετε τα βασικά της χαρακτηριστικά;
Το αξίωμα της νέας εβραιοφοβίας είναι το ακόλουθο: οι Εβραίοι αποτελούν έναν περιττό λαό. Από την άποψη αυτή υπάρχει μια συνέχεια στις μορφές εχθρότητας κατά των Εβραίων. Η πρωταρχική διαφορά συνίσταται στην αντικατάσταση της περί «κοσμοπολιτισμού» ή «νομαδισμού» αιτίασης από τον «εθνικισμό» ή την «αποικιοκρατία»: στον παλιό πολιτικό αντισημιτισμό οι Εβραίοι ενσάρκωναν τον αντί-τύπο του «χωρίς-πατρίδα», σήμερα, στο πλαίσιο μιας εβραιοφοβίας με αντισιωνιστική βάση, ενσαρκώνουν τον αρνητικό τύπο του «εθνικιστή» (αποικιοκράτη, ακόμα και «ρατσιστή»). Συνεπάγεται ότι η ένταξη των Εβραίων στην κοινή ανθρωπότητα τίθεται εν αμφιβόλω, και, κατά τον ίδιο τρόπο, για τους ριζοσπάστες αντιεβραίους, αντικείμενο καθαρής άρνησης. Πράγμα το οποίο μπορεί να μεταφρασθεί με την ακόλουθη προσταγή: «Εβραίοι, πάψτε να είσθε Eβραίοι για να γίνετε άνθρωποι!». Οι Εβραίοι, για να γίνουν ανθρωπίνως αποδεκτοί, πρέπει να εξαφανισθούν ως Εβραίοι. Στη νέα όμως αντιεβραϊκή κοσμοαντίληψη, το πρώτο βήμα αυτής της εξαφάνισης δεν είναι άλλο από την καταστροφή του Ισραήλ. Η υλοποίηση αυτού του στόχου αποτελεί τη «λύση» του νέου «εβραϊκού ζητήματος», που είναι αποτέλεσμα του εξισλαμισμού του αντισιωνιστικού λόγου, ο οποίος αναμειγνύει επιχειρήματα εθνικιστικού ή εθνοτικο-εθνικιστικού τύπου με τα πολιτικο-θρησκευτικά θέματα του μουσουλμανικού φονταμενταλισμού. Το «αντισιωνιστικό» πρόγραμμα, στις ριζοσπαστικές εκδοχές του, έχει έναν ρητό στόχο: να «εκκαθαρίσει» ή να «ξεπλύνει» την Παλαιστίνη από τη «σιωνιστική παρουσία», που τη θεωρεί ως «εισβολή» η οποία κηλιδώνει μια παλαιστινιακή ή αραβική (για τους εθνικιστές) γη, ή μια γη του Ισλάμ (για τους ισλαμιστές).


Τεχνικές προπαγάνδας

Τι πρεσβεύει η σημερινή εβραιοφοβία; Ποια είναι η φυσιογνωμία των ριζοσπαστών αντισιωνιστών;
Πέντε γνωρίσματα επιτρέπουν να ορισθεί το ύφος και το περιεχόμενο του λόγου των ριζοσπαστών αντισιωνιστών: α) ο συστηματικός χαρακτήρας της κριτικής του Ισραήλ, μια υπερβολική και διαρκής κριτική που παίρνει τη μορφή της δημόσιας καταγγελίας και προσφεύγει στις τεχνικές της προπαγάνδας (συνθήματα, αμαλγάματα, κλπ.), β) η πρακτική του «δύο μέτρα δύο σταθμά» έναντι του Ισραήλ, δηλαδή η προσφυγή στο «διπλό στάνταρντ». Αυτή η συστηματική πρακτική της κακοπιστίας, όταν πρόκειται για το εβραϊκό κράτος, οδηγεί στη μονομερή καταδίκη του Ισραήλ, ανεξαρτήτως κάθε ανάλυσης των γεγονότων\, γ) η δαιμονοποίηση του εβραϊκού κράτους, που αντιμετωπίζεται ως η ενσάρκωση του κακού, πράγμα που προϋποθέτει μια διαρκή κατηγορία της ισραηλινής πολιτικής. Η δαιμονοποίηση αυτή θεμελιώνεται σε έναν τριπλό αναγωγισμό: τον ρατσισμό/ναζισμό/απαρτχάϊντ, την εγκληματικότητα που επικεντρώνεται στον φόνο Παλαιστίνιων (ή μουσουλμανικών) παιδιών, και τη συνωμοσία, δ) η απονομιμοποίηση του εβραϊκού κράτους, η άρνηση του δικαιώματός του να υπάρχει, άρα, η άρνηση του δικαιώματος του εβραϊκού λαού να ζει όπως κάθε άλλος λαός μέσα σε ένα κυρίαρχο κράτος-έθνος, πράγμα το οποίο προϋποθέτει να απομονώνεται το κράτος του Ισραήλ σε όλα τα επίπεδα, οργανώνοντας κυρίως εναντίον του ένα γενικευμένο μποϋκοτάζ, ε) η επαναλαμβανόμενη κλήση για την καταστροφή του εβραϊκού κράτους, που προϋποθέτει την υλοποίηση ενός προγράμματος ριζικής «αποσιωνιστικοποίησης» ή, απλούστερα, έναν πόλεμο εξόντωσης, στον οποίον το πυρηνικό Ιράν θα έπαιζε τον πρωταρχικό ρόλο.


Η υποκατάσταση

Στις αναλύσεις σας εμμένετε ιδιαιτέρως στην πολύ στενή σχέση του ριζοσπαστικού ισλαμισμού με τη νέα εβραιοφοβία, το επαναλαμβανόμενο θέμα της οποίας είναι η καταστροφή του Ισραήλ. Τίθεται όμως ένα ερώτημα. Πώς μπορεί κάποιος να ασκεί κριτική στο Ισραήλ χωρίς να είναι εβραιόφοβος;
Ο παλιός αντισημιτισμός επιβιώνει μέσω της απλής υποκατάστασης της λέξης «Εβραίος» από τη λέξη «σιωνιστής», κυρίως στους οπαδούς της συνωμοσιολογικής σκέψης: έτσι, η «διεθνής εβραϊκή συνωμοσία» αναβαπτίζεται στην «παγκόσμια σιωνιστική συνωμοσία». Ο εξισλαμισμός των «Πρωτοκόλλων των Σοφών της Σιών», στα οποία αναφέρεται ο Χάρτης της Χαμάς, αποτελεί τον πρωταρχικό της φορέα.
Η διεθνής συνωμοσία ερμηνεύεται με παρανοϊκό τρόπο από τους ριζοσπάστες ισλαμιστές, ως μία μεγάλη συνωμοσία κατά του Ισλάμ και των μουσουλμάνων, η οποία καθοδηγείται από τους Εβραίους. Η ίδια η ύπαρξη του κράτους του Ισραήλ θεωρείται ως η απόδειξη της μεγα-συνωμοσίας. Αν το Ισραήλ πρέπει να καταστραφεί, είναι γιατί αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας επιχείρησης που θεωρείται εγκληματική: της εγκατάστασης των Εβραίων σε μία υποτιθέμενη «γη του Ισλάμ».
Ο εξισλαμισμός της παλαιστινιακής υπόθεσης καθιστά αδύνατη κάθε πραγματική διαπραγμάτευση που θα κατέληγε σε έναν συμβιβασμό. Σε όλο μου το έργο από τη δεκαετία του 1980, διακρίνω με σαφήνεια τον ριζοσπαστικό αντισιωνισμό από τη θεμιτή κριτική, εντός μιας φιλελεύθερης/πλουραλιστικής προοπτικής, προς την πολιτική της μιας ή της άλλης ισραηλινής κυβέρνησης, δεξιάς ή αριστερής. Η δημοκρατική κριτική της πολιτικής μιας κυβέρνησης, υπαγόμενη στη θεμιτή δημόσια αντιπαράθεση, δεν πρέπει να ταυτίζεται με την κλήση για την καταστροφή ενός κράτους-έθνους. Αυτή όμως η κλήση προς εξαφάνιση αποτελεί την καρδιά του προγράμματος του ριζοσπαστικού αντισιωνισμού.


H «αγανάκτηση» έγινε μόδα

Σήμερα, στην Ελλάδα, αλλά και στην Ισπανία, έχει κάνει την αυθόρμητη εμφάνισή του ένα νέο κίνημα, οι «Αγανακτισμένοι». Στρέφεται κατά των «διεφθαρμένων» πολιτικών συστημάτων, κατά της «ολιγαρχίας». Πώς να ερμηνεύσουμε αυτές τις κινητοποιήσεις; Η «αγανάκτηση» είναι το άλλο όνομα ενός αριστερού λαϊκισμού;
Δεν πιστεύω ότι οι κινητοποιήσεις που φέρουν το όνομα «αγανακτισμένοι», στην Ισπανία ή στην Ελλάδα, είναι «αυθόρμητες». Βρήκαν το μοντέλο τους στις μαζικές διαδηλώσεις, οι οποίες, σε ορισμένες χώρες του Μαγκρέμπ ή του Μακρέκ, κατέληξαν σε αυτό που ο μιντιακός κόσμος, σε μια έξαρση λυρικής ψευδαίσθησης, βάφτισε «αραβική άνοιξη». Η μόνη αυθεντικότητά τους ήταν ότι άδραξαν τη μοδάτη λέξη που έθεσε σε κυκλοφορία ο ασήμαντος λίβελος του Στεφάν Εσσέλ, του ψευδο-συντάκτη της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Η λέξη «αγανάκτηση» είναι πανσυλλεκτική. Μπορεί να μπει σε όλες τις σάλτσες. Ποιος δεν είναι «αγανακτισμένος» για τον έναν ή τον άλλο λόγο; Σε κάθε πολιτικό κίνημα πρέπει να διακρίνουμε τη ρητορική διατύπωση από τις βλέψεις ή τις πραγματικές προθέσεις. Η ρητορική διατύπωση των «αραβικών εξεγέρσεων» πρόκρινε τα μοτίβα της «ελευθερίας», της «δημοκρατίας» και της «δικαιοσύνης», καθώς και την καταγγελία της «διαφθοράς». Η πραγματική τους στόχευση ήταν να εκδιώξουν την ιθύνουσα ομάδα («Φύγε»!): το επίπεδο μηδέν του πολιτικού προγράμματος, έκφραση μιας απόρριψης συνοδευόμενης από διακίνηση φημών.
Αυτές οι υποτιθέμενες «επαναστάσεις» δεν ήταν παρά πραξικοπήματα, ακριβέστερα, στρατιωτικά πραξικοπήματα μεταμφιεσμένα σε νίκες του «λαού» ή της «δημοκρατίας». Στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες, για τους «αγανακτισμένους», το διακύβευμα είναι επιπλέον να πάρουν την εξουσία (αρνητικά οριζόμενη: να εκδιώξουν από την εξουσία τους «διεφθαρμένους» ή τους «κλέφτες»), αλλά ο εχθρός δεν ορίζεται με σαφήνεια, ούτε η ομάδα διαμαρτυρίας μπορεί με επάρκεια να ταυτοποιηθεί. Οι ηγέτες δεν είναι πολιτικά αξιόπιστοι. Το πρόγραμμα είναι και σε αυτό το σημείο υπερ-μινιμαλιστικό και πλήρως αρνητικό: ενάντια στους «διεφθαρμένους» κ. λπ.
Ο Γάλλος μαρξο-λαϊκιστής Ζαν-Λυκ Μελανσόν διατύπωσε το σύνθημα: «Να φύγουν όλοι!». Η δαιμονοποίηση του εχθρού αντικαθιστά την ανάλυση της κατάστασης και τον στοχασμό για τους πολιτικούς στόχους. Τίποτα δεν είναι πιο αξιοθρήνητο από την προσφυγή των Ελλήνων «αγανακτισμένων» στα πιο τετριμμένα προπαγανδιστικά αμαλγάματα του τύπου «Ναζί-Ναζί/Μέρκελ-Σαρκοζί». Η ναζιστικοποίηση του αντιπάλου είναι ο νέος σοσιαλισμός των ηλιθίων. Θλίβεται κανείς μπροστά στη διανοητική μιζέρια μιας τέτοιας πολιτικής αμφισβήτησης.
Η αγανάκτηση δεν συνιστά πολιτική, εικονίζει τη σημερινή τάση προς το απολίτικο, που αντικαθιστά τον πολιτικό στοχασμό από έναν χωρίς προοπτικές ηθικισμό, ή από αντικαπιταλιστικά αναθέματα διεπόμενα από το μαγικό φαντασιακό. Οσο για τη στρατηγική, αυτή ανάγεται στην πρωτογενή πολιτική έκφραση που είναι η διαδήλωση. Ακόμα μια φορά, η «οργή» του λαού ή των μαζών ιεροποιείται. Στο βάθος, όμως, πιστεύω ότι αυτές οι κινητοποιήσεις εκφράζουν έναν φόβο του μέλλοντος, που έγινε τελείως αδιαφανές. Το μεγάλο μήνυμα που ακούγεται σε αυτές τις συγκεντρώσεις των θυμάτων της χρηματιστικοποιημένης κρίσης, είναι το αναπάντητο ερώτημα: «τι θα απογίνουμε;». Πρόκειται για ερώτημα που τίθεται όταν κάποιος είναι απολιθωμένος από το αίσθημα ότι ζει την τελική παρακμή. Συνεπώς, δεν πρόκειται τόσο για διεκδικήσεις όσο για θρηνωδίες, ενδεχομένως συνοδευόμενες από βιαιότητες. Για μιζεραμπιλισμό μάλλον, παρά για λαϊκισμό. Για περισσότερο ή λιγότερο οργισμένες οιμωγές των «θυμάτων», παρά για πραγματικές εξεγέρσεις.
Οι απογοητευμένοι του παρόντος εμφανίζονται την ίδια στιγμή ως οι αποκλεισμένοι του μέλλοντος. Η αλήθεια αυτών των κινητοποιήσεων είναι το αίσθημα μιας ολικής αδυναμίας των πολιτικών ιθυνόντων, που έχουν παρασυρθεί από τις ανεξέλεγκτες αναταράξεις μιας χρηματιστικοποιημένης οικονομίας. Αυτό που αποκαλείται παγκοσμιοποίηση, νέα φιγούρα του πεπρωμένου, απρόσωπη και ανελέητη. Καμία απάντηση δεν είναι πλέον αξιόπιστη στην ερώτηση «Τι να κάνουμε;». Αυτό που κερδίζει έδαφος είναι η απελπισία, δηλαδή το κατεξοχήν απολιτικό πάθος. Το μίσος κατά των «σάπιων» ή των «κλεφτών» μπορεί να οδηγήσει οπουδήποτε. Περιλαμβανομένης και μιας νέας μορφής δικτατορίας, μιας μετα-φιλελεύθερης δικτατορίας.


Ο λαϊκισμός και η Ακρα Δεξιά

Τον τελευταίο καιρό ιδιαίτερα, «η Ευρώπη της άκρας δεξιάς» κερδίζει έδαφος, όπως το είδαμε και με την περίπτωση των «Πραγματικών Φινλανδών». Στη Γαλλία, επίσης, η Μαρίν Λεπέν θέλει να καταστήσει σεβαστό το κόμμα της. Ποιες είναι οι αιτίες αυτής της νέας ώθησης;
Στη δεκαετία του 2000, γίναμε μάρτυρες της εξαφάνισης των καταστατικών στοιχείων του πεδίου της άκρας δεξιάς, όπως αυτό αναδιαμορφώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι «νέο-» εξαφανίσθηκαν, αφήνοντας χώρο σε κινήματα ή αναδυόμενα κόμματα που δεν παρουσιάζονται ως κληρονόμοι μιας καλά προσδιορισμένης παράδοσης. «Νεο-ναζί» και «νεο-φασίστες» δεν είναι πλέον παρά φολκλορικές επιβιώσεις, έχοντας μεγαλύτερη σχέση με την «αντεργκράουντ» κουλτούρα των δεκαετιών του εξήντα και του εβδομήντα παρά με το Τρίτο Ράιχ.
Ο, τι σήμερα εξακολουθούμε να αποκαλούμε «άκρα δεξιά», λόγω παλιάς γλωσσικής συνήθειας, συνομαδώνει και αμαλγαμοποιεί με καταχρηστικό τρόπο όλες τις περισσότερο ή λιγότερο ενορμητικές αντιδράσεις κατά της χρηματιστικής παγκοσμιοποίησης και του εξευρωπαϊσμού προς μια μεταεθνική κατεύθυνση. Αυτές όμως οι αντιδράσεις βαίνουν προς κάθε κατεύθυνση: μπορούν να ερμηνευθούν ως «πρόοδοι» ή ως «παλινδρομήσεις», νομιμοποιημένες ή μη «αντιστάσεις», αναδυόμενες μορφές ξενοφοβίας ή ταυτοτικές επιβεβαιώσεις που μένουν στο πλαίσιο του δημοκρατικού πλουραλισμού.
Το συγκινησιακο-φαντασιακό τους φόντο είναι ο φόβος, που εντοπίζεται είτε στο παρόν (φόβος απώλειας κεκτημένων), είτε στο μέλλον (φόβος εθνοτικοποιημένων εμφυλίων πολέμων). Η διανοητική οκνηρία οδηγεί στο να ερμηνεύουμε όλες αυτές τις μαζικές αντιδράσεις αρνητικά, να τις δαιμονοποιούμε ανάγοντάς τες σε εκφράσεις μιας φαντασματικής «άκρας δεξιάς», η οποία είναι καταδικασμένη από το Νόημα της Ιστορίας. Αυτή είναι η μεγάλη ψευδαίσθηση, κληρονομιά του εγελιανο-μαρξιστικού 19ου αιώνα. Γιατί δεν υπάρχει Νόημα της Ιστορίας: η παγκοσμιοποίηση βαίνει προς κάθε κατεύθυνση, και προκαλεί αντιδράσεις που και αυτές οδεύουν προς κάθε κατεύθυνση.
Η ενίσχυση της Ευρώπης δεν είναι περισσότερο πιθανή από την κατάρρευσή της μετά την εξαφάνιση του ευρώ, ακολουθούμενη από γενικευμένες επανεθνοτικοποιήσεις ή ανακερματισμούς, που μπορεί να ωφελήσουν τα παλιά κράτη-έθνη, αλλά που μπορεί και να ευνοήσουν τη διάλυσή τους. Το νέο «Εθνικό Μέτωπο» της Μαρίν Λεπέν εικονίζει καλά τα διφορούμενα των εθνικο-λαϊκιστικών κινημάτων: στον ιδεολογικό τους λόγο βρίσκουμε δάνεια τόσο από την ακροαριστερή αντι-παγκοσμιοποίηση όσο και στοιχεία που προέρχονται από εθνικιστικές παραδόσεις. Κάτι που τα καθιστά ταυτοχρόνως αταξινόμητα και ελκυστικά. Αλλά αυτό, ακριβώς, πρέπει να μας κάνει ώστε να τα ενσωματώσουμε στο «ομαλό» πολιτικό παιγνίδι.

Τι πρέπει να κάνουν οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες;
Οι νέοι ταυτοτικοί λαϊκισμοί ή οι λαϊκισμοί διαμαρτυρίας διαβρώνουν τις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες εκ των έσω. Εκπροσωπούν γι’ αυτές μια πρόκληση που πρέπει να την αντιμετωπίσουν με διαύγεια και κουράγιο. Αν η «εξομάλυνση» των λαϊκιστικών κινημάτων δεν επιχειρηθεί, τα παλιά κόμματα αριστεράς και δεξιάς κινδυνεύουν να χάσουν την ελκτικότητά τους, και να καταλήξουν να ταυτισθούν μέσα σε ένα αδιαφοροποίητο κέντρο έναντι του οποίου θα κατισχύσει το νέο στρατόπεδο της «αλλαγής» (μαγική λέξη σήμερα που προκρίνεται από τους δημαγωγούς), μονοπωλούμενης από τους δημαγωγούς της «αντιπαγκοσμιοποίησης».
Αυτοί οι τελευταίοι θα βρίσκουν εύφορο έδαφος στο να καταγγέλλουν τη διεθνή «πλουτοκρατία» ή τις χρηματιστικές ολιγαρχίες, την ευρωπαϊστική «γραφειοκρατία», κλπ. Εδώ βρίσκονται τα στοιχεία του νέου λόγου της εξέγερσης «της γης των κολασμένων». Η κρίση να γενικευθεί ριζοσπαστικοποιούμενη, και οι νέοι δημαγωγοί που δεν θα αργήσουν να αναδυθούν, η πολιτική φύση εχθρεύεται το κενό, να παρουσιασθούν ως σωτήρες γοητεύοντας τα πελαγωμένα πλήθη. Αυτοί όμως οι δημαγωγοί δεν θα έχουν άλλη νομιμοποίηση από αυτή που θα τους αποδίδει το κυνηγητό των εικαζόμενων υπευθύνων των συμφορών του «λαού» τους, κυνήγι μαγισσών που θα μπορούσε να πάρει τη μορφή κλητεύσεων για εμφύλιο πόλεμο ή εκστρατειών σε περιφερειακούς πολέμους.
Φυγή προς τα μπρος μέσα στο χάος. Τότε, η ειρωνεία της Ιστορίας θα μπορούσε να πάρει το πρόσωπο του τραγικού. Αλλά ποιος μπορεί να πιστεύει ότι η πορεία της Ιστορίας μοιάζει με αυτή ενός ήσυχου ποταμού;


Πηγή: εφημερίδα «Η Καθημερινή, 14 Αυγούστου 2011
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_14/08/2011_452528
Η φωτογραφία του Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ προέρχεται από το εξαιρετικό μπλογκ «Against antisemitism – Ενάντια στον αντισημιτισμό» http://enantiastonantisimitismo.wordpress.com/

Καλλιεργούμε την ανομία ως αντίληψη ελευθερίας


Καλλιεργούμε την ανομία ως αντίληψη ελευθερίας
Αννα Ποταμιάνου, ψυχαναλύτρια
Δεν είναι τωρινά αυτά που μας βρήκαν, τα υφαίναμε εδώ και χρόνια

Της Όλγας Σελλα

Η εγκαρδιότητα και η ευγένεια είναι σύμφυτες με την ψυχαναλύτρια Αννα Ποταμιάνου. Ηταν η δεύτερη φορά που συναντιόμασταν. Τίποτα δεν είχε αλλάξει σ’ αυτό το σπίτι που όλα φαίνονται να έχουν τη δική τους ιστορία και τη δική τους διαδρομή: τα έπιπλα, τα διακοσμητικά αντικείμενα, τα έργα τέχνης. Η συζήτηση ξεκίνησε από το σαλόνι, με θέα τα φυτά της βεράντας της. Μια συζήτηση που δεν αφορά στενά την ψυχανάλυση και τη διαδρομή της, αλλά όσα η ψυχανάλυση καταθέτει για τις σύγχρονες συμπεριφορές των ανθρώπων. Στο τελευταίο της βιβλίο, «Επί ξυρού ακμής», κάνει διαπιστώσεις για τους Νεοέλληνες και τις συμπεριφορές τους που μας εκπλήσσουν, μας τρομάζουν, μας απογοητεύουν. Σε μια εποχή-μεταίχμιο, όπως αυτή που ζούμε, έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς εκείνοι που καταπιάνονται με τα πάθη της ψυχής ερμηνεύουν αλλόκοτες συμπεριφορές των ανθρώπων. Η Αννα Ποταμιάνου, όπως κάθε καλός ψυχαναλυτής, δίνει πάντα την ευκαιρία στον απέναντί του να μιλήσει, για να καταλάβει τη σκέψη του ή τα συναισθήματά του. Κι επειδή ήδη είχαμε αρχίσει να σχολιάζουμε χαλαρά τα σημάδια των καιρών, ξεκίνησε την κουβέντα κάνοντας εκείνη μια ερώτηση: «Αισθάνεσθε ότι με τα δεδομένα τα σημερινά, με τόσα πολλά που λέγονται και γράφονται, αυτός ο μονόλογος -γιατί νομίζω ότι ο καθένας μας κάνει έναν μονόλογο- που δεν φτάνει ποτέ στον διάλογο, από τη δουλειά σας βλέπετε τώρα να υπάρχει μια διάθεση να αλλάξει λίγο η στάση των ανθρώπων επειδή έχουν προβληματιστεί με όλα όσα συμβαίνουν; Ή όχι και κρατάμε την ίδια γραμμή;».

Ηταν ο τρόπος της να σχολιάσει τις αλλόκοτες ή ακόμα και τις βίαιες συμπεριφορές που βλέπουμε το τελευταίο διάστημα γύρω μας από άτομα ή κοινωνικές ομάδες. Και ίσως μόνο οι άνθρωποι που δουλειά τους είναι οι αλλαγές της ψυχής των ανθρώπων και οι συμπεριφορές της μπορούν να ερμηνεύσουν τη σημερινή περίοδο.
 
Πώς ερμηνεύει λοιπόν μια ψυχαναλύτρια τις καταστροφικές διαθέσεις των ανθρώπων;
Νομίζω ότι ερμηνεύονται, αν σκεφτείτε ότι καταστρέφοντας τον άλλον, κάπου απαλλάσσεται ο ψυχισμός σας από τη δική σας καταστροφικότητα. Οσο δηλαδή η καταστροφικότητα μετατρέπεται και γίνεται επιθετικότητα τόσο λιγότερο στρέφομαι εναντίον του εαυτού μου. Κι επειδή η φύση του ανθρώπου ενέχει καταστροφικότητα, παρ’ ότι πολλά μπορούμε να μετατρέψουμε ή να σκεφτούμε. Ομως τίποτα δεν μπορεί να μετατρέψει τη φύση. Και η φύση είναι αυτή. Πιστεύω ότι εδώ στην Ελλάδα δεν έχουμε δώσει καθόλου προσοχή στο τι είμαστε, τι ζητάμε, τι ψάχνουμε, τι θέλουμε αλλά και τι μπορούμε να έχουμε…

Από αυτό το σημείο η συζήτηση θερμαίνεται και εστιάζεται σε όσους έχουν πρόθεση να προσαρμοστούν στις αλλαγές των συνηθειών και όσους αρνούνται. «Εχει σχέση με το γιατί εγώ δεν έχω μάθει να μοχθώ, ούτε να λογαριάζω το πόσο θέλω και γιατί το θέλω, πόσο είμαι αδηφάγος, πόσο μπορώ να έχω αυτά τα τόσα πολλά που θέλω. Είναι θέμα αυτογνωσίας. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αρχίζει κάπου να διαφαίνεται μία δυνατότης τέτοια;».

Γιατί σε άλλες εποχές, πολύ πιο δύσκολες οικονομικά, οι άνθρωποι έδειξαν διαθέσεις προσαρμογής; Τότε δεν λειτούργησε η καταστροφική φύση του ανθρώπου;
Νομίζω ότι μπορώ να σας δώσω κάποιες εξηγήσεις. Πρώτον μεγαλώναμε μέσα σε συνθήκες οι οποίες πιο εύκολα μας έκαναν να διεκδικούμε δικαιώματα, αλλά να ξέρουμε ότι έχουμε υποχρεώσεις. Δηλαδή η δική μου η γενιά έζησε σε οικογένειες που ήταν αρκετά αυστηρές μέχρι στεγνές. Υπήρχε ένα πατριαρχικό σχήμα πολύ στενής οικογένειας και πίσω από αυτό μην ξεχνάτε ότι εκινείτο η μητέρα-κορώνα, της οποίας οι απαιτήσεις δεν φαίνονταν όπως τις επέβαλλε ο πατέρας, αλλά το πλάσιμο του παιδιού μέσα από μια αγάπη που το παιδί αισθανόταν ότι χρωστάει οπωσδήποτε στη μάνα του, έκανε την κυριαρχία της πολύ ισχυρή. Λοιπόν οι διεκδικήσεις ήταν τέτοιες που δεν μας απήλλασσαν από τις υποχρεώσεις μας. Δεύτερον στην Κατοχή είχαμε, θα πω, τύχη να έχομε έναν εξωτερικό εχθρό κι επομένως τα πράγματα να μην είναι μόνο μεταξύ μας και ο ένας εναντίον του άλλου. Το τρίτο πιστεύω είναι ότι ο τρόπος ανατροφής των παιδιών ήταν τέτοιος που οι έννοιες «ανήκω σε μια γη, είναι η χώρα μου, είναι οι άνθρωποί μου» ήταν τόσο πολύ σημαντικό, ώστε τα πράγματα ήταν ιδωμένα μέσα από μιαν άλλη οπτική. Η όλη ατμόσφαιρα που ζούσαμε τότε όλοι ήταν ότι μπορούμε να κάνουμε πράγματα που θα τα ψάξουμε με τις δικές μας τις δυνάμεις, όχι όμως ρίχνοντας κάτω οτιδήποτε προϋπήρχε. Νομίζω αυτό ήταν μια μεγάλη διαφορά.


Οι Ελληνες έχουν κάποιες αυτοκαταστροφικές ιδιότητες

«Σε κάθε ελληνική περίοδο υπάρχουν κάποιες ιδιότητες των Ελλήνων που είναι τρομακτικά αυτοκαταστροφικές. Και επαναλαμβάνονται. Δεν είναι η Ιστορία που επαναλαμβάνεται, είναι οι άνθρωποι που είναι ίδιοι και επαναλαμβάνουν ορισμένες επιλογές. Μέσα στη διαχρονία την ελληνική, νομίζω ότι υπάρχει η επανάληψη περιόδων μεγάλης δυσπραγίας. Κι ότι κατά κάποιο τρόπο είναι περίοδος που ο χειρότερος εαυτός μου παίρνει το πάνω χέρι», λέει η κ. Ποταμιάνου.
 
Δεν ξέρω αν είναι μύθος ή φαντασίωση σύμφωνα με τους δικούς σας όρους, αλλά εσείς δέχεστε ότι θ’ αφήσουμε πίσω μας αυτή τη δυσπραγία κι ότι θ’ αντλήσουμε τα καλά στοιχεία;
Νομίζω ότι αυτό που δεν θέλουμε να παραδεχθούμε είναι ότι η φύση μας είναι με τάσεις αντιθετικές, αυτές τις αντιθετικές τάσεις συνεχώς τις βρίσκουμε μπροστά μας, κι έτσι θα πάει το παραμύθι. Το θέμα είναι πόσο συνειδητοποιούμε. Συχνά με ρωτάνε: «η ανάλυση αλλάζει τους ανθρώπους;» Δεν τους αλλάζει. Δεν είναι αυτό το θέμα. Είναι ότι ο χειρισμός κάποιων πραγμάτων γίνεται αλλιώτικα, και, φυσικά, το βίωμα που έχει κανείς αλλάζει, διότι αλλάζει η οπτική.

Εχουμε ήδη καθήσει στην τραπεζαρία και η συζήτηση έχει όλη τη χαλαρότητα ενός γεύματος, που δεν απομακρύνεται όμως από τις αφορμές της επικαιρότητας. «Ισως έχω λάθος, αλλά θεωρώ ότι αυτό που έθρεψε έναν κακώς νοούμενο αριστερισμό στην Ελλάδα, έχει να κάνει με τον φθόνο. Δεν είναι δηλαδή ότι πραγματικά με ενδιαφέρει η κοινοκτημοσύνη, η ισότητα, κ.λπ. είναι το γιατί έχει κάποιος άλλος αυτό που δεν έχω εγώ».

Ερμηνεύεται αυτό; Πού οφείλεται;
Μεγάλη ιστορία. Μεγάλη, γιατί άπτεται πάρα πολύ με τις πρώτες σχέσεις ενός παιδιού, κυρίως με τη μητέρα του. Γενικά μπορώ να πω ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα να δεχθεί κάποιος πως μπορεί να μοιραστεί κατ’ αρχήν με κάποιον άλλον κάτι. Θεωρεί ότι είναι όλα δικά του, ότι ζει μια παντοδυναμία όπου όλα επιτρέπονται και όλα είναι εφικτά. Η αντίληψη ότι όλα μου οφείλονται με κάνει πάρα πολύ φθονερό, όταν η πραγματικότητα μού δείχνει ότι δεν πορεύονται έτσι. Ο δείνα έχει πιο πολλά χρήματα από μένα, το θέμα μου δεν είναι ούτε πώς τα κέρδισε, ούτε αν επαξίως τα έχει, ούτε πώς τα χρησιμοποιεί. Είναι πώς μπορεί να έχει κάτι που εγώ δεν έχω.

Θα ερμηνεύατε υπ’ αυτό το πρίσμα κάποιες εκφράσεις αγανάκτησης;
Νομίζω ναι. Μόνο που στην Ελλάδα υπάρχει πολλή αδικία, είναι δύσκολο να πείσεις τον κόσμο ότι αν βγαίνεις και διαδηλώνεις για την αδικία δεν στοχεύεις μόνο αυτήν, αλλά και ό,τι εσύ φαντάζεσαι ότι θα έπρεπε εσύ να έχεις κι όχι ο άλλος…


Στην τηλεόραση γίνεται σύγχυση εννοιών, όρων, αξιών…
 
Ποιες ήταν οι αιτίες που διαφοροποίησαν ή ανέτρεψαν αυτήν την οπτική στη αντίληψη της ζωής;
Νομίζω ότι έφτασε μια στιγμή που έγινε σαφώς πιο απτό ότι τα αισθήματα που είχαμε προς την οικογένεια δεν ήταν μόνο αυτά που νομίζαμε, το δεύτερο ήταν εξωτερικοί παράγοντες -η επικοινωνία, οι υπολογιστές- που μας έφεραν σ’ επαφή με διάφορους τρόπους σκέψης κι ότι δεν υπήρχε, νομίζω, εδώ στην Ελλάδα, μια υποδομή παιδείας τέτοιας που να μας επιτρέψει να κάνουμε αξιολογήσεις.

Και εντυπωσιαζόμασταν από κάθε τι καινούργιο…
Εχετε διαβάσει ένα ποίημα του Σουρή, ο οποίος περιγράφει πως οι Ελληνες στο ένα πόδι φοράνε τσαρούχι και στο άλλο λουστρίνι ευρωπαϊκό. Νομίζετε ότι μιλάει για τη σημερινή εποχή!

Θα επιμείνω: πώς έφτασαν όσοι σήμερα διεκδικούν κάτι να μην υπολογίζουν τους διπλανούς τους;
Μην ξεχνάτε ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη από όρια. Ενα μικρό παιδάκι δεν έχει όρια. Αν δεν χτιστεί γύρω του ένα πλαίσιο, δεν θα μπορέσει ποτέ να εσωτερικεύσει αυτό που είναι η έννοια του νόμου. Εμείς έχουμε πάρει έναν τελείως στραβό δρόμο, που έλεγε: θα κάνουμε κράτος το οποίο θα το βαφτίσω προστάτη, θα το βαφτίσω γονιό που θα λύνει όλα τα προβλήματα και προς τον οποίο γονιό εγώ δεν θα έχω καμία υποχρέωση. Και βλέπετε ότι αυτή τη στιγμή οι υποτιθέμενοι κυβερνώντες δεν έχουν την έννοια ότι υπάρχουν πράγματα που επιτρέπονται και πράγματα που απαγορεύονται. Αλλά, δεν το έχουν κι όλοι οι δικοί σας (σ.σ. οι δημοσιογράφοι). Στην τηλεόραση γίνεται τέτοια σύγχυση εννοιών, όρων, αξιών κ.λπ. Πώς θα ξεχωρίσει ο άνθρωπος; Δεν υπάρχει καμία σταθερά.

Είναι η στιγμή που η Αννα Ποταμιάνου αναφέρεται στη μεγάλη τύχη που είχε στη ζωή της ως προς τους φίλους και τους δασκάλους της, και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Και αναφέρεται ξεχωριστά στην τύχη να συναναστραφεί με ανθρώπους σαν τον Δημήτρη Πικιώνη, τον Νίκο Χατζηκυριάκο- Γκίκα, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Νίκο Εγγονόπουλο. «Το λέω αυτό», μου εξηγεί, «γιατί νομίζω ότι τα πρότυπα που προσφέρονται σήμερα στους νέους -ή που επιλέγονται από αυτούς- ίσως να τους στερούν τη δυνατότητα να ανακαλύψουν τι μπορεί πράγματι να καταξιώσει την πορεία μιας ζωής».

Λείπουν όλο και περισσότερο τα παραδείγματα, τα πρότυπα…
Αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσουν και πρότυπα, διότι δεν είναι αποδεκτή η έννοια του προτύπου. Στον χώρο τον δικό μου, που κατά τεκμήριο είναι ορισμένης μορφώσεως, η έννοια της ελευθερίας του λόγου δεν είναι συνυφασμένη με το όριο του σεβασμού του άλλου. Ελευθερία του λόγου σημαίνει, και υποστηρίζεται αυτό, «θα λέω ό,τι θέλω και θα υφίστασαι αυτό που λέω. Δεν σου αρέσει; Θύμωσε και πέταξέ μου στο κεφάλι την καρέκλα». Οπότε δεν υπάρχει δυνατότητα διαλόγου.

Υπάρχει άποψη θεραπευτική που έχει αυτή την αντίληψη;
Οχι μόνο θεραπευτική, αλλά υπαρξιακή. Εχω το δικαίωμα να σας λέω τις απόψεις μου, όχι μόνο γιατί θέλω να σας τις επιβάλλω, αλλά γιατί ο τρόπος με τον οποίο τις λέω πρέπει να σας είναι αποδεκτός έστω κι αν σας βρίζω. Κι εάν εσείς δεν το δέχεστε, χτυπήστε με κι εσείς.

Δηλαδή καλλιεργούν την επιθετικότητα…
Νομίζω ότι καλλιεργούν ανομία. Είναι αντίληψη ελευθερίας. Εάν η ελευθερία του λόγου επεκτείνεται και στην ελευθερία των πράξεων τότε συμβαίνουν όσα συνέβησαν στο Σύνταγμα, στα αεροδρόμια και στα λιμάνια στη διάρκεια της απεργίας των ταξί κ.λπ.

Ο τρόπος που λειτουργούν οι σύγχρονοι πολιτικοί, στην Ελλάδα τουλάχιστον, θυμίζει τους γονείς που δεν ξέρουν πώς να πουν «όχι» στα παιδιά, δεν έχουν ένα πλαίσιο και φέρονται αμήχανα και μπερδεμένα…
Σίγουρα, αλλά αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει δικό τους εσωτερικευμένο όριο. Ξέρετε ότι για πρώτη φορά πριν από λίγες μέρες είδα ένα άρθρο του Μανιτάκη και του Αλιβιζάτου με τίτλο «Χαμηλώστε του τόνους». Και είπα «επιτέλους». Ομως αυτά που γίνονται τώρα ετοιμάζονταν από χρόνια. Κοίταζα πριν από μερικές μέρες σε δύο άρθρα που είχα γράψει πριν από χρόνια, το ένα για την «Καθημερινή» και το άλλο για τη «Μεσημβρινή» και έλεγα «Κράτος για ποιους και από ποιους;». Δεν είναι τωρινά αυτά που μας βρήκαν, είναι πράγματα που τα φτιάξαμε, τα υφάναμε. Αυτό με αγανακτεί εμένα.

Αυτό αφορά το σύνολο των πολιτών ή αναφέρεστε μόνο στους κυβερνήτες όλων αυτών των χρόνων;
Τους κυβερνήτες όμως εμείς τους βγάζουμε… Μπορείτε να φανταστείτε μια εκλογική περίοδο που να μην πάει κανείς να ψηφίσει; Αυτό θα ήταν μια διαμαρτυρία ουσιαστική κι όχι βίαιη. Και θα έλεγε ότι «δεν σας θέλουμε».

Λίγο πριν περάσουμε στην τραπεζαρία, η Αννα Ποταμιάνου μού εξομολογείται ότι όταν ήταν παιδί είχε λατρέψει «Το παραμύθι χωρίς όνομα». «Και κάπου η φαντασία μου είναι πως όταν φτάσουμε σ’ αυτό που ο Παλαμάς έλεγε “το πιο χαμηλό σκαλοπάτι”, κάτι θα κινηθεί».


Oι σταθμοί της
1951: Η Αννα Πιπινέλη-Ποταμιάνου εργάστηκε ως υπεύθυνη της Υπηρεσίας Επιμελητών του Δικαστηρίου Ανηλίκων Αθηνών, έως το 1954.
1956: Επιστημονική διευθύντρια του Κέντρου Ψυχικής Υγιεινής και Ερευνών. Παραιτήθηκε επί δικτατορίας και ανέλαβε ξανά καθήκοντα για την περίοδο 1974-1978.
1958: Παίρνει διδακτορικό δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
1972: Αρχίζει να εργάζεται ιδιωτικά ως ψυχαναλύτρια.
1974: Γίνεται μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Παρισίων, η οποία την εξέλεξε ως διδάσκουσα το 1980.
1998: Μέχρι το 2002 ήταν πρόεδρος της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, της οποίας υπήρξε ιδρυτικό μέλος.
2005: Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ενώσεως, έως το 2009.


Πηγή: εφημερίδα «Η Καθημερινή, 21 Αυγούστου 2011
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_1_21/08/2011_453412

1.8.11

Η χώρα που έχασε το Υπερεγώ της



Η χώρα που έχασε το Υπερεγώ της
Απόστολος Δοξιάδης*


Για να καταλάβουν την κοινωνία, οι αρχαίοι συχνά τη συνέκριναν με τον ανθρώπινο οργανισμό. Μου έρχεται στον νου η σκηνή στον βίο του Κοριολανού, του Πλουτάρχου, όπου ο Μενένιος Αγρίππας λέει στους πολίτες που διαμαρτύρονταν για τα προνόμια της συγκλήτου ετούτη την παραβολή: «Κάποτε τα όργανα του σώματος επαναστάτησαν κατά του στομαχιού, κατηγορώντας το ότι τεμπελιάζει, ενώ τα υπόλοιπα εργάζονται να το θρέφουν. Μα το στομάχι γέλασε με την αφέλειά τους, και εξήγησε ότι την τροφή την παίρνει μονάχα για να τη μοιράσει δίκαια στα υπόλοιπα όργανα». Κατά συνέπεια, καταλήγει ο Αγρίππας, οι συγκλητικοί αδίκως κατηγορούνται ότι δεν παράγουν τίποτε. Εργο τους, όπως του στομαχιού, είναι να φροντίζουν να λειτουργεί εύρυθμα η υπόλοιπη κοινωνία.
Θα ήθελα να τολμήσω κι εγώ μια παρόμοια αναλογία, όχι όμως για να υποστηρίξω τους δικούς μας συγκλητικούς, τους βουλευτές, μα για να καταλάβω την κατάστασή μας γενικότερα. Αντί, όμως, για όργανα σωματικά διαλέγω τα ψυχικά, βάσει του γνωστού διαχωρισμού του Φρόιντ, της ψυχικής λειτουργίας σε τρία μέρη. Βάσει αυτού, απλουστεύοντας κάπως, το πρώτο, που αποδίδεται ελληνικά ως «Αυτό» (το λατινικό id) είναι περίπου ισοδύναμο με τις ενορμήσεις, τα βιολογικά κυρίως ένστικτα· το δεύτερο, το Εγώ, είναι η λειτουργία που αντιμετωπίζει τις απαιτήσεις της πραγματικότητας, ασκώντας προς τούτο και τον απαραίτητο έλεγχο στο «Αυτό». Τούτο όμως γίνεται σύμφωνα και με την τρίτη λειτουργία, το Υπερεγώ, που είναι, ας πούμε, ο «εσωτερικευμένος γονέας», δηλαδή οι κανόνες που αφομοιώνει μεγαλώνοντας ο άνθρωπος -κάποτε το λέγαν «φωνή της συνείδησης»- που διαμορφώνονται με τη σειρά τους από την κοινωνία. Σε τούτο το μοντέλο ψυχικής λειτουργίας, το Εγώ συνταιριάζει τις συχνά αντιθετικές απαιτήσεις που θέτουν Aυτό και Υπερεγώ, το πρώτο των ενστίκτων, που σαν μικρά παιδιά όλο φωνάζουν «θέλω», το άλλο των εντολών που πιέζουν με τα «πρέπει» τους. Οπότε, για να ζει ο άνθρωπος ζωή ισορροπημένη, χωρίς να τον κυβερνούν τόσο τα ένστικτα που να καταλήγει στη φυλακή ή σε άλλης λογής αυτοκαταστροφή, αλλά ούτε και τόσο να τα καταπνίγει ώστε ο βίος να καταντά ανούσιος, μηχανικός, σκέτη υποταγή στις κοινωνικές επιταγές, πρέπει το Εγώ να κάνει καλά τη δουλειά του.
Αντιστοιχώντας την ψυχή με την κοινωνία, το Αυτό είναι οι επιθυμίες των πολιτών, ατόμων ή ομάδων, ενώ κυβέρνηση και κράτος είναι το Εγώ, που πρέπει να ικανοποιεί τις δίκαιες επιθυμίες αλλά να ελέγχει όσες είναι εις βάρος του συνόλου. Ετσι, οφείλει να παρέχει δημόσια εκπαίδευση και υγεία, που ζητούν τα καλά «θέλω», αλλά και αστυνομία και δικαστήρια, ώστε τα αρνητικά να μη δυναστεύουν τους υπόλοιπους. Με αυτή την αντιστοίχιση, το Υπερεγώ είναι το Σύνταγμα κι οι νόμοι, αλλά κυριότερα ακόμη οι κοινωνικές αρχές που τα στηρίζουν, θρησκευτικές, ηθικές ή εθιμικές. Γιατί το Υπερεγώ δεν είναι μόνο μπαμπούλας, να απαγορεύει, αλλά και φορέας αξιών. Δεν είναι ανιστορικό ή παράλογο, μα συσσωρεύει όλα όσα συγκροτούν τον πολιτισμό.
Εφαρμοσμένη στα δικά μας, αυτή η αναλογία ψυχής-κοινωνίας μοιάζει αρχικά να οδηγεί στο συμπέρασμα πως στη σημερινή ελληνική κοινωνία πάσχει το Εγώ, δηλαδή κυβέρνηση και κράτος που δε θέλουν ή δεν μπορούν (μάλλον και τα δύο) να κάνουν τη δουλειά τους. Αυτό όμως, ενώ ισχύει μερικά, δεν αποδίδει το βαθύτερο πρόβλημα, αφού δυστυχώς πάσχουμε πλέον από παθολογία πολύ σοβαρότερη, του Υπερεγώ. Φυσικά, το ότι μας κυβέρνησαν χρόνια κυβερνήσεις λαϊκίστικες, χωρίς αρχές, είναι βασική αιτία της νόσου. Οντας το Υπερεγώ «εσωτερικευμένος γονέας», η παρατεταμένη έλλειψη σωστής εξουσίας όχι απλώς δεν χτίζει εσωτερικό γονεϊκό πρότυπο, μα διαλύει σταδιακά και κάθε ίχνος παλαιού. Ετσι, με κύριους αυτουργούς κόμματα και κυβερνήσεις, τις τελευταίες δεκαετίες έσβησε στην Ελλάδα κάθε κοινωνική αρχή παραπλήσια με όσες διδάσκουν οι καλοί γονείς στα παιδιά τους, αρχές που μας γλυκαίνουν την ψυχή με νοσταλγία όταν τις βλέπουμε να ξεδιπλώνονται στις παλιές ελληνικές ταινίες: η ηθική, η ευθύνη, ο αυτοέλεγχος, το μέτρο, η ευπρέπεια, ο σεβασμός στους άλλους. Πάνε αυτά, μπήκαν στο «χρονοντούλαπο της Ιστορίας».
Τώρα η Ελλάδα είναι άλλο πράμα, η χώρα που την κυβερνά του καθενός το «θέλω», χωρίς αντίσταση από κανένα κοινό «πρέπει», η κοινωνία που τη δυναστεύουν ανεξέλεγκτα κι ατιμώρητα του καθενός τα γούστα: των άτιμων υπουργών και των ανήθικων επιχειρηματιών που ληστεύουν το Δημόσιο, των πρυτάνεων που δηλώνουν ότι δε θα σεβαστούν τους νόμους, των μπαχαλάκηδων που καίνε κτίρια και ανθρώπους, των ταξιτζήδων που κλείνουν αεροδρόμια, των ΠΑΜΕτζήδων που κλείνουν λιμάνια, των φοιτητοπατέρων που κλείνουν πανεπιστήμια, των περιθωριακών που κλείνουν την πλατεία Συντάγματος. Και κανένα κράτος/Εγώ δεν μπορεί -και να ήθελε, που δε θέλει- να αντισταθεί στον ανεξέλεγκτο χείμαρρο των καταστροφικών βουλήσεων, γιατί απλούστατα δεν έχει πουθενά να πατήσει, καμιά πίστη για να στηρίξει τον λόγο και την πράξη του, καμία αρχή ζωής που να τη σεβόμαστε όλοι, κανένα ίχνος συνείδησης που να αντιπροσωπεύει κοινά «πρέπει», όχι μονάχα σαν κανόνες καταπιεστικούς, μα σαν στοιχεία πολιτισμού, παράδοσης, Ιστορίας - εν τέλει σαν στοιχεία ανθρωπιάς και αρχοντιάς.
Ετσι μου φαντάζει εμένα σήμερα η Ελλάδα του 2011, μια παγκόσμια πρωτοτυπία: είμαστε η χώρα που έχασε το Υπερεγώ της.

* Ο κ. Απόστολος Δοξιάδης είναι συγγραφέας.

Πηγή: εφημερίδα «Η Καθημερινή», 31 Ιουλίου 2011
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_31/07/2011_451115

Παρακαλώ, σιγά τις πόρτες



Α.
ΑΠΟΨΕΙΣ
Η «μαγκιά» που προκαλεί
Ελίνα Πάνου


Με αφορμή τον προκλητικό τρόπο αντίδρασης των ιδιοκτητών ταξί στην απόφαση της κυβέρνησης να «ανοίξει» το επάγγελμα τους, ένιωσα την ανάγκη να εκφράσω την άποψη μου μέσα από το site και να γράψω με κεφαλαία γράμματα «ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ».
Φτάνει πια η ταλαιπωρία της κοινωνίας από τις ομάδες των επαγγελματιών και των εργαζομένων που σαν κακομαθημένα παιδιά, στυλώνουν τα πόδια τους και αρνούνται πεισματικά.
Και οι ταξιτζήδες ήταν πάντα τα χαϊδεμένα παιδιά όλων των κυβερνήσεων της Μεταπολίτευσης γιατί κανένα κόμμα εξουσίας δεν ήθελε να τσαλακώσει επικοινωνιακά, το προφίλ του, από τον… άγαρμπο καυγά που ξέρουν να στήνουν οι συγκεκριμένοι επαγγελματίες.
- Γι’ αυτό και πληρώνουν ελάχιστους φόρους στο κράτος,
- Πουλάνε και αγοράζουν τις άδειες ταξί, καθορίζοντας μόνοι τους την «ταρίφα» από 200-300.000 ευρώ η κάθε μία (αλήθεια αν τα έσοδα από τα ταξί είναι τόσα λίγα θα ήταν τόσο ακριβή η άδεια;) και χωρίς να δηλώνονται στην εφορία.
- Ανήκουν στους επαγγελματίες που η ποιότητα των υπηρεσιών τους δεν είναι ό,τι καλύτερο.
Δυστυχώς, κάθε φορά που διακυβεύονται τα κακώς εννοούμενα κεκτημένα, το συνδικάτο τους μετατρέπεται σε φορέα βίας και εκτόξευσης απειλών.
Την βία την κατέγραψαν οι κάμερες στα λιμάνια και στα αεροδρόμια της χώρας, τις απειλές τις ακούσαμε όλοι από τα χείλη συνδικαλιστών που απειλούσαν ότι θα «χυθεί αίμα» αν «ανοίξει» το επάγγελμα τους. (Άραγε η ελληνική Δικαιοσύνη εξακολουθεί να παραμένει τυφλή ή βρίσκεται σε καλοκαιρινές διακοπές;)
Το πιο εξοργιστικό όμως είναι ότι οι συγκεκριμένοι επαγγελματίες επέλεξαν μια μορφή αγώνα που οδηγεί σε οικονομικό μαρασμό δεκάδες επαγγέλματα που ζουν από τον τουρισμό.
Αυτή είναι η λεγόμενη «μαγκιά» του κλάδου που δυστυχώς την έχουν υιοθετήσει και άλλες κατηγορίες επαγγελματιών αλλά και εργαζομένων, όπως της ΔΕΗ, του ΟΣΕ κ.ά. και οι οποίοι ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για το οικονομικό αδιέξοδο της χώρας.
Δεν είναι καιρός να αφυπνιστεί η κοινωνία και να αντιδράσει σε όλους αυτούς που καταλύουν κάθε έννοια Δημοκρατίας και ισονομίας;
Όσο εμείς δεν αντιδρούμε αυτοί θα συνεχίζουν να προκαλούν, μέχρι να πετύχουν το στόχο τους, γιατί απλά έτσι έχουν μάθει, τόσα χρόνια τώρα.

Υ.Γ. Ελπίζω το κείμενο μου να μην τύχει λογοκρισίας και να φιλοξενηθεί στο site, του οποίου έχω γίνει φανατική αναγνώστρια.

Πηγή: Ιστοσελίδα «Κρητών Περιφέρεια», 25 Ιουλίου 2011
http://kritonperiferia.gr/2011/07/25/i-%C2%ABmagkia%C2%BB-pou-prokali/#comment-48
 
 
Β.
Το έλλειμμα της λογικής
Πάσχος Mανδραβέλης


Το κύριο χαρακτηριστικό στη χώρα δεν είναι πλέον η παρανομία. Ούτε καν η κοινωνική αποδοχή της. Το βασικό στοιχείο πλέον είναι ο παραλογισμός. Δηλαδή, δεν πρέπει να υπάρχει χώρα σε ολόκληρο τον πλανήτη όπου το βασικό επιχείρημα μιας επαγγελματικής ομάδας στη διαπραγμάτευση με το κράτος είναι η παρανομία της. Οι κάτοχοι αδειών ταξί ισχυρίζονται ότι το άνοιγμα του επαγγέλματος θα ακυρώσει την «επένδυσή» τους, την οποία άλλοι ανεβάζουν στις 200.000 και άλλοι στις 300.000 ευρώ. Αυτό υποστηρίζουν και πολλοί «ευαίσθητοι» του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι μάλιστα έφτασαν να προτείνουν αποζημίωση των κατόχων αδειών.
Σε μια ευνομούμενη πολιτεία η αποζημίωση για την αξία των αδειών πιθανώς να ήταν θέμα διαβούλευσης. Στην Ελλάδα όμως, όπως ισχυρίζονται οι ίδιοι οι ταξιτζήδες, όλα έγιναν αδιαφανώς και κάτω από το τραπέζι. Μια τέτοια ομολογία, σε μια χώρα όπου όλοι σκούζουν για τη φοροδιαφυγή, θα είχε πυροδοτήσει αντιδράσεις. Το ΣΔΟΕ, η δικαιοσύνη, κάποιος τέλος πάντων, θα ευαισθητοποιείτο για τις αδιαφανείς συναλλαγές που έγιναν, ύψους 6 δισεκατομμυρίων ευρώ! (αν αληθεύει ο ισχυρισμός των ταξιτζήδων ότι η άδεια αξίζει 200.000 ευρώ). Εδώ, στην υπερευαίσθητη για τη φοροδιαφυγή Ελλάδα, όχι μόνο δεν συγκινείται κανείς για την ομολογημένη φοροκλοπή, αλλά υπάρχουν και βουλευτές που ισχυρίζονται ότι πρέπει να δοθεί στους παράνομους και μπόνους, είτε σε ρευστό είτε σε φοροαπαλλαγές.
Προ ημερών, ο πρόεδρος του Σωματείου Οδηγών Ταξί κ. Χρήστος Πέτρου κατήγγειλε τον ξυλοδαρμό του και την απόλυσή του επειδή οι εργαζόμενοι στα ταξί είναι υπέρ της απελευθέρωσης. Μαζί του απολύθηκαν και άλλοι τέσσερις οδηγοί που λογικώς τάσσονται υπέρ της απελευθέρωσης, μιας και στον κλάδο τους επικρατούν μεσαιωνικές συνθήκες εργασίας. Η είδηση αυτή (που θυμίζει εποχές μαφίας στις ΗΠΑ κατά τις αρχές του προηγούμενου αιώνα) πέρασε στα ψιλά. Ουδείς ασχολήθηκε με το θέμα και τίποτε δεν έγινε. Ακόμη και η υπερευαίσθητη για τα εργασιακά δικαιώματα Αριστερά σιώπησε. Υπάρχουν προφανώς εργαζόμενοι πολλών ταχυτήτων. Να συμφωνήσουμε ότι, όπως απέδειξε και η υπόθεση Κούνεβα, σ’ αυτήν τη χώρα νόμος είναι το δίκιο του τραμπούκου (πιθανώς εργοδότη). Αλλά αυτή η έλλειψη ευαισθησίας πρέπει να προβληματίσει. Η ατιμωρησία στη φριχτή υπόθεση Κούνεβα και η σιωπή για τον ξυλοδαρμό του κ. Πέτρου είναι, αν μη τι άλλο, πράσινο φως για περισσότερους τραμπουκισμούς.
Το βασικό έλλειμμα της χώρας δεν είναι οικονομικό. Είναι λογικής. Οι στρεβλώσεις είναι μακροχρόνιες. Τις συνηθίσαμε, έτσι ώστε το παράλογο πλέον μοιάζει λογικό. Εθεωρείτο φυσιολογικό, για παράδειγμα, να απαγορεύεται στην ουσία σε έναν φτωχό νέο να δοκιμάσει την τύχη του ως επαγγελματίας ιδιοκτήτης ταξί. Πρέπει να περάσει από τους «μαντράδες» και τους μεσάζοντες, να δανειστεί υποθηκεύοντας το σπίτι του για να αποκτήσει, όχι το αυτοκίνητο, αλλά την κρατική άδεια· ένα χαρτί φτιαγμένο για να εξυπηρετεί αυτούς που το έχουν και όχι αυτούς που θέλουν να δουλέψουν. Και το χειρότερο είναι ότι αυτός ο περιορισμός θεωρείται φιλολαϊκός και αριστερός. Οι τραμπούκοι των δρόμων έχουν διακομματική πολιτική υποστήριξη. Από τον κ. Αντώνη Σαμαρά («γεια σου Θύμιο»), μέχρι την κ. Τόνια Αντωνίου (και τους συνοδοιπόρους της στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ) και σύμπασα την Αριστερά. Και αν δεν καλυφθεί αυτό το έλλειμμα λογικής, όσες περικοπές κι αν κάνουμε η χώρα δεν έχει ελπίδα.

Πηγή: εφημερίδα «Η Καθημερινή», 31 Ιουλίου 2011
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_31/07/2011_451117
 
 
Γ.
Συμβιβασμός με τον τραμπουκισμό
Στάμος Zούλας


Την καραμέλα για «μικρές μειοψηφίες τραμπούκων», σε προνομιούχες συντεχνίες την πιπιλάνε επί χρόνια τα πολιτικά μας κόμματα και οι στρατευμένοι συνδικαλιστές τους. Το ίδιο κάνουν τις ημέρες αυτές, με αφορμή τα όσα συμβαίνουν στα λιμάνια και τα αεροδρόμια της χώρας από τους «επαναστατημένους» ταξιτζήδες. Στηλιτεύουν τους τραμπουκισμούς και κανακεύουν τη «νομοταγή πλειοψηφία». Ζητούν την παράταση του διαλόγου, την αναστολή της απόφασης και εγκαλούν την κυβέρνηση «γιατί άνοιξε το θέμα μεσούσης της τουριστικής περιόδου». Πρόκειται για πολιτικές ανοησίες, που προσβάλλουν τη νοημοσύνη μας. Διότι αν αυτή η πλειοψηφία υπήρχε θα έσπευδε πρώτη να αποδοκιμάσει και να απομονώσει τους τραμπούκους, οι οποίοι την εκθέτουν, έχοντας στρέψει, με ομόθυμη οργή, σύμπασα την ελληνική κοινωνία εναντίον της. Και επιπλέον. Αν ο τραμπουκισμός προέρχεται από μια «μικρή μειοψηφία», τότε γιατί έχει καταπτοήσει τα κόμματα και τη μισή Κ.Ο. του ΠΑΣΟΚ; Με τα «συμβιβαστικά» μέτρα που εισηγούνται και τις ενστάσεις για τον χρόνο εφαρμογής της απελευθέρωσης, στην ουσία δικαιώνουν τον «αγώνα των ακραίων». Δηλαδή, έμμεσα, αλλά σαφώς, θεωρούν αναμενόμενους ή αναπόφευκτους τους τραμπουκισμούς και τις αθλιότητες, που βιώνει η χώρα την περίοδο αυτή.
Κατά την κοινή λογική όσο ισχυρότερος έχει καταστεί ένας συντεχνιακός κλάδος, λόγω των προνομίων που του έχουν εκχωρήσει κατά καιρούς οι κυβερνήσεις «μας», τόσο βιαιότερες είναι οι αντιδράσεις, όταν απειληθούν «κεκτημένα» του. Ομως, στις περιπτώσεις αυτές η «νομοταγής πλειοψηφία», αν υπάρχει, δεν δικαιούται να παραμένει σιωπηρά και αμέτοχη. Για τον απλούστατο λόγο ότι εύλογα θα της καταλογισθεί «επιτήδεια ουδετερότητα» και καιροσκοπισμός, προκειμένου να καρπωθεί τις τυχόν «επιτυχίες» της «ακραίας μειοψηφίας». Αλλωστε, τις ίδιες αυτές ημέρες με την κατάργηση ή τη συνένωση διαφόρων δημοσίων οργανισμών, που ανακοίνωσε ο κ. Βενιζέλος, απειλούνται με απόλυση ή «εργασιακή εφεδρεία» 7.000 υπάλληλοι. Προφανώς, όμως, πως αυτοί δεν διαθέτουν μια «μειοψηφία τραμπούκων» για να εκβιάσει την πολιτεία και να πτοήσει τα κόμματα. (Για να μην αναφερθούμε στα εκατομμύρια των μισθωτών, των συνταξιούχων και των μικρομεσαίων, οι οποίοι ενώ έχουν υποστεί την πλέον άδικη- κοινωνικώς- αφαίμαξη, παραμένουν «ανεκπροσώπητοι», μη διαθέτοντας «μειοψηφίες τραμπούκων» και τη συνακόλουθη «πολιτική προστασία»).
Πρωτίστως, όμως, όλα αυτά πιστοποιούν την ανεπάρκεια της πλειονότητος του πολιτικού μας κόσμου και την ανικανότητά του να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Κατά ιλαροτραγική λογική σχεδόν όλα τα κόμματά μας συμφωνούν πως τα μέτρα που μας επιβάλλει η τρόικα αποβλέπουν στην αποκατάσταση εκτρωματικών καταστάσεων, οι οποίες είναι αποτέλεσμα της πολιτικής φαυλότητος, με την οποία κυβερνήθηκε η χώρα τις τελευταίες τουλάχιστον τρεις 10ετίες. Προσθέτουν, επίσης, ότι οφείλαμε να τα είχαμε λάβει προ πολλού εμείς και όχι να μας επιβληθούν. Οταν, όμως, φτάσει η στιγμή της εφαρμογής τους η πλειονότητα των πολιτικών μας (κόμματα και βουλευτές) υποτροπιάζουν στη νοοτροπία του παλαιοκομματισμού και της φαυλότητας· ξαναπιάνουν δουλειά στο μικρομάγαζο του απευκταίου πολιτικού κόστους και του αδίστακτου κομματικού κέρδους. Και για να το πούμε πιο απλά. Αν στη μάχη της απελευθέρωσης του επαγγέλματος του ταξιτζή επικρατήσει η «μειοψηφία του τραμπουκισμού», δεν θα έχει ηττηθεί ο κ. Ραγκούσης. Θα έχει ταπεινωθεί –και μάλιστα μέχρι γελοιοποιήσεως– η πλειονότητα των πολιτικών μας ταγών…

Πηγή: εφημερίδα «Η Καθημερινή», 31 Ιουλίου 2011
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_31/07/2011_451110
 
 
Δ.
ΓΝΩΜΕΣ
…δέκα μέρες κοσκινίζει
Μάκης Βοϊτσίδης


Το κίνημα της απραξίας έχει δύο θέσεις, ανάλογα με τις περιστάσεις. Η πρώτη, ότι τίποτε σ’ αυτήν τη χώρα δεν πρέπει ν’ αλλάξει. Η δεύτερη, ότι δεν πρέπει ν’ αλλάξει σήμερα. Για παράδειγμα, οι πρυτάνεις είναι πεπεισμένοι ότι το ελληνικό πανεπιστήμιο δε χρειάζεται αλλαγή. Είναι «δημόσιο» και «δημοκρατικό», άρα τα πράγματα πάνε μια χαρά. Και ακριβώς επειδή τα πράγματα πάνε μια χαρά, οι σύνοδοί τους ξοδεύονται άλλοτε με το πώς θα μείνει άθικτο το ακαδημαϊκό άσυλο –οπότε τα Προπύλαια του πανεπιστημίου της Αθήνας θα είναι γεμάτα από αφγανικά τσαντίρια και αφρικανικά χαϊμαλιά και μέσα θα κυκλοφορούν τα «βαποράκια» των ναρκωτικών– και άλλοτε με το πώς θα αυξηθεί η κρατική χρηματοδότηση. Συγκροτημένη πρόταση για μεταρρυθμίσεις που να προέκυψε από την πανεπιστημιακή κοινότητα και να μιλά για σπουδές, αξιολόγηση, ανάδειξη οργάνων δεν έχει ακουστεί.
Αντίθετα, στην περίπτωση των ταξιτζήδων έχουμε την εκδοχή «ναι μεν, αλλά...». Ναι μεν το επάγγελμα δεν μπορεί να μείνει κλειστό, ναι μεν τα διακοσοχίλιαρα για τις άδειες δεν μπορεί να αλλάζουν χέρια κάτω από το τραπέζι, ναι μεν οι μισθωτοί οδηγοί πρέπει να εκμεταλλεύονται το προϊόν της εργασίας τους (εδώ λίγο μπερδεύτηκε το ΚΚΕ που θέλει να είναι με τους μισθωτούς, αλλά πρέπει οπωσδήποτε να πει «όχι» στην κυβέρνηση, γι’ αυτό τελικά είναι με τους ιδιοκτήτες), ναι μεν ο κοινωνικός τσαμπουκάς δεν είναι ανεκτός, αλλά το λάθος είναι του Ραγκούση που άνοιξε το θέμα καλοκαιριάτικα. Βεβαίως, εάν ο Ραγκούσης άνοιγε το θέμα χειμωνιάτικα, οι οδηγοί ταξί θα καταλάμβαναν την εθνική οδό, οπότε δε θα μπορούσαν να κινηθούν τα βυτιοφόρα, αν το άνοιγε φθινοπωριάτικα, δε θα μπορούσαν να πάνε τα βαμβάκια στα εκκοκκιστήρια, αν το άνοιγε ανοιξιάτικα, θα σάπιζαν οι φράουλες στα καφάσια, και γενικώς, όποιος δε θέλει να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει. Εντέλει, κρίνοντας από τις αντιδράσεις της Δεξιάς, της Αριστεράς, της Αριστεροδεξιάς και του βαθέος ΠΑΣΟΚ, δηλαδή σχεδόν όλου του πολιτικού φάσματος, ζούσαμε στον παράδεισο και δεν το ξέραμε. Ισως η μόνη μεταρρύθμιση που χρειαζόταν η χώρα ήταν αυτή που θέλει η ΓΣΕΕ, να προστεθούν και άλλα επαγγέλματα στη λίστα των βαρέων και ανθυγιεινών, αλλά να μην αφαιρεθεί κανένα. Ενδεχομένως, κι αυτό που ζητούσε η Νέα Δημοκρατία τις πρώτες μέρες του αντιπολιτευτικού παροξυσμού της, να μονιμοποιηθούν τα stage και όποιος πέρασε έξω από δημόσια υπηρεσία. Αλλά τότε, γιατί τόσα χρόνια όλοι γκρίνιαζαν; Αβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.

Πηγή: εφημερίδα «Ο Αγγελιοφόρος της Κυριακής», 31 Ιουλίου 2011
http://www.agelioforos.gr/default.asp?pid=7&ct=36&artid=105047
Φωτογραφία: http://www.themovingarts.com/surprises-in-taxi-driver/

«Η ανημποριά με γεμίζει ελπίδα!»



Η ανημποριά με γεμίζει ελπίδα

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ
Συνέντευξη στον Σταύρο Διοσκουρίδη


H Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ κλείνει 50 χρόνια στον χώρο των γραμμάτων. Το επάγγελμά της είναι μεταφράστρια, το «βίτσιο» της τα ποιήματα. Η πρώτη της δημοσίευση έγινε στα 17 της χρόνια, όταν ο νονός της, Νίκος Καζαντζάκης, έστειλε ένα ποίημά της στο περιοδικό «Καινούρια Εποχή». Το πρώτο της ποιητικό βιβλίο, το Λύκοι και Σύννεφα, το εξέδωσε σε ηλικία 23 ετών, το 1963. Πολλές φορές έχει πει πως, αν είχε γεννηθεί έξι μήνες αργότερα, μπορεί να μην είχε γίνει ποιήτρια. Η πενικιλίνη που «άργησε» έξι μήνες ν’ ανακαλυφθεί θα την είχε σώσει απ’ τη μόνιμη αναπηρία της. Μια αναπηρία που δεν την εμπόδισε σε πάρα πολλά στην πραγματική ζωή και της έμαθε ότι ο πόνος είναι πηγή λογοτεχνικής έμπνευσης. Κι ένα ποίημα μπορεί να επουλώσει τις πληγές. Όχι μόνο τις σωματικές αλλά και αυτές του έρωτα, της έλλειψης και της απώλειας, τα μόνιμα θέματα, δηλαδή, που απασχόλησαν και απασχολούν τα ποιητικά έργα της κυρίας Ρουκ.
Tη συναντήσαμε στην Αίγινα. Στο κόκκινο σπίτι, κοντά στις παλιές φυλακές. Εκεί που τη βάφτισε ο Νίκος Καζαντζάκης. Ένα σπίτι του 1840, που αγόρασαν οι γονείς της για να στεγάσουν τους πρόσφυγες- συγγενείς τους από τη Μικρασιατική Καταστροφή. «Ωφελήθηκα από μια καταστροφή» λέει, δείχνοντας το κάπως εγκαταλελειμμένο κτήμα με τις φιστικιές. Στην Αίγινα παραθέριζε πάντα, σχεδόν όλους τους καλοκαιρινούς μήνες. Όταν έφτασα, άνοιξε την τηλεόραση να δει αν έχει ειδήσεις. «Βλέπω δύο φορές την ημέρα ειδήσεις. Έχω εθιστεί», θα μου πει και με αφετηρία αυτό θα ξεκινήσουμε μια μεγάλη κουβέντα σχετικά με την κρίση, τον ρόλο των ποιητών και την αναζήτηση της αιώνιας ύπαρξης.


Φτάνει εδώ, στην Αίγινα, η βουή της πόλης;
Δυο βήματα είναι το Αθήνα-Αίγινα. Σαν να λέμε Ομόνοια-Πατήσια. Πώς δεν φτάνει; Χαμός γίνεται.

Γίνεται, όντως, τόσο μεγάλος χαμός;
Κοίταξε, όσο υπάρχει επικαιρότητα για ένα θέμα, θα γίνεται χαμός. Είναι μέχρι να περάσει ο πυρετός. Αυτά που συνέβησαν στη Νορβηγία ήταν τραγικά, αν αναλογιστείς ότι επρόκειτο για μια τόσο ειρηνική χώρα. Αλλά στα άλλα, που έχουν σχέση με μας, εκεί βλέπεις ότι τους κάνουν ενέσεις μακροβιότητας. Τέτοια ατμόσφαιρα, όπως η τωρινή, δεν θυμάμαι να ξαναείχαμε. Καταλαβαίνω τι γίνεται. Δεν βρίσκομαι στα σύννεφα. Υπάρχει μια περιφρόνηση του ανθρώπινου είναι. Περιφρονούμε τους εαυτούς μας.

Οι Έλληνες πάντα δεν τρωγόμασταν μεταξύ μας;

Βέβαια. Πάντα ήμαστε του εμφυλίου. Αλλά, η μεγάλη διαφορά τώρα είναι ότι αυτή η κακή συνήθεια που είχαμε σμίγει με τον καινούργιο μονοθεϊσμό, το χρήμα. Και αυτοί που το έχουν δεν κάνουν τίποτ’ άλλο απ’ το να το φροντίζουν κι αυτοί που δεν το έχουν κάνουν τα πάντα για να το αποκτήσουν. Τώρα δεν τα βάζουμε ο ένας με τον άλλον για θέματα γούστου, εγωισμού και ιδεολογιών, αλλά για θέματα επιβίωσης. Για θέματα επιβίωσης θέλουμε να εξοντώσουμε ο ένας τον άλλον.

Τόσες χιλιάδες χρόνια ανθρώπινης προόδου δηλαδή…

Και επιστρέφουμε στο ζωώδες. Βλέπουμε τη μερίδα του φαγητού και τη θέλουμε όλη δική μας.

Εσείς πώς τους αντιμετωπίζετε όλους αυτούς που βρίσκουν νόημα στη ζωή τους μέσω του χρήματος;

Όλη μου τη ζωή είχα μια αλλεργία στο χρήμα. Δεν έκανα καμιά προσπάθεια να το αποκτήσω. Έχω να μπω σε μαγαζιά, δεν ξέρω πόσο. Μια μέρα άνοιξα το ντουλάπι μου και είπα, και να ζήσω και να πάω εκατό, έχω ρούχα να βάλω. Αυτή η αλλεργία που είχα πάντα σε συνδυασμό με αυτή την παγκοσμιότητα της αλλεργίας με τρελαίνει.

Θυμώνετε ή μπορείτε να το καταλάβετε;

Καταθλίβομαι. Και λυπάμαι.

Ταιριάζει αυτό με τη βαθιά κατάθλιψη στην οποία έχει πέσει η χώρα τον τελευταίο χρόνο.

Αυτά που συμβαίνουν ιστορικά συνδέονται πάντα με τη δική μας ζωή. Τη δική μου κατάθλιψη μπορώ να την εξηγήσω. Καμιά φορά ο συνδυασμός είναι ολέθριος. Προσπαθώ να συμφιλιωθώ με την ιδέα του γήρατος και να ζήσω με την ιδέα της απουσίας του μέλλοντός μου. Μπορεί σ’ έναν βαθμό να το πετυχαίνω, αλλά μου αφήνει και μια σκοτεινιά. Αυτό, σε συνδυασμό με όσα συμβαίνουν έξω από μένα, δημιουργεί μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο δικός μου προσωπικός λόγος για κατάθλιψη εντείνεται όταν κοιτάω τις ειδήσεις. Με ρωτάνε όλες οι φίλες μου, «τι κάθεσαι και βλέπεις τις ειδήσεις;». Είναι ένα βίτσιο, ένας εθισμός να βλέπω δύο φορές την ημέρα ειδήσεις.

Βοηθάει η ποίηση να ξεφύγουμε απ’ τις ειδήσεις;

Ε, βέβαια. Και αυτό είναι το μεγάλο ατού της ποίησης. Όταν είσαι σε μια δύσκολη κατάσταση, πρέπει να διαβάζεις ποίηση.

Τα περιγράφετε όλα, όμως, μελανά και στο ποίημά σας «Εποχή Αντιπάθειας».

Ξαφνικά, σου έρχεται και αντιπαθείς όλο το ένστικτο της ζωής. Αυτό το βλέπω και εγώ και άλλοι συνάδελφοί μου. Οι ποιητές είναι και πιο διορατικοί, βλέπεις.

Τι μπορούμε να πάρουμε απ’ τους ποιητές σήμερα;

Είμαστε όλοι λιανικής πωλήσεως. Λαβαίνω πολλά ποιητικά βιβλία την εβδομάδα και βλέπω μια ωριμότητα στην έκφραση που εκπροσωπεί όλο αυτό το κλίμα που περιγράψαμε. Μέσα μου, όμως, νιώθω στιγμές μεγάλης αισιοδοξίας. Δεν συμβαίνει σε όλα τα μέρη του κόσμου αυτό. Παλιά, όταν λάβαινες ένα πρωτόλειο, έβλεπες μια ανωριμότητα. Τώρα οι ποιητές εισπράττουν όλη αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και την περιγράφουν με ακρίβεια.

Και με οικονομία στις λέξεις.

Δεν είναι μόνο η οικονομία, αλλά η ακρίβεια στην περιγραφή, στο τι του συμβαίνει του ποιητή. Το ταλέντο είναι μια άλλη ιστορία. Αυτήν τη στιγμή δεν μ’ ενδιαφέρει τόσο το ταλέντο, αλλά το πόσο ακριβής είναι στην περιγραφή της ατμόσφαιρας. Τι βιώνει ένας νέος με τα ωραία του ζουμιά και ξαφνικά κοιτάει γύρω του και φωνάζει βοήθεια. Ποιος θα του δώσει βοήθεια;

Οι άλλοι ποιητές;

Αυτή η αίσθηση της ανημποριάς που εκφράζει τον ίδιο τον ποιητή εμένα με γεμίζει ελπίδα.

Οπότε, είναι λανθασμένη η έκφραση «εδώ καταστρεφόμαστε, οπότε πού καιρός για ποιήματα;»

Καταστρεφόμαστε, καταστρεφόμαστε, αλλά όλοι κοιτάνε να πάρουν το Αρμάνι, επειδή το έχει ο διπλανός τους. Δεν ζουν πια οι ποιητές στα σύννεφα. Τώρα είναι μέσα στη ζωή, αγωνίζονται, φτύνουν αίμα και κάποια στιγμή γράφουν κι ένα ποίημα.

Το επάγγελμά σας ποιο είναι: μεταφράστρια ή ποιήτρια;

Ποιήτρια δεν είναι επάγγελμα, είναι «βίτσιο». Το επάγγελμά μου είναι μεταφράστρια.

Δηλαδή, οι μεγάλοι ποιητές δεν ήταν επαγγελματίες;

Αυτό δεν το ξέρω. Όταν πάω να τους συναντήσω, θα τους ρωτήσω.

Το να γράφετε είναι ένα διάλειμμα στη μέρα ή η μέρα είναι ένα διάλειμμα στο γράψιμο;

Δεν υπάρχουν κανόνες. Ο καθένας έχεις τους προσωπικούς του ρυθμούς. Όταν είσαι νέος, φουσκώνεις με σκέψεις πιο συχνά κι έχεις τον μεγάλο οδηγό της ποίησης, που είναι ο έρωτας.

Ο χρόνος, ο πόνος και ο έρωτας είναι από τις κύριες πηγές έμπνευσης για την ποίηση. Τώρα, ενώ έχουμε τόσο πόνο, γιατί ασχολούμαστε λιγότερο με την ποίηση;

Η ποίηση θέλει και μια ελευθερία πνεύματος που δεν έχεις όταν είσαι κατακεραυνωμένος απ’ την επικαιρότητα και όταν υπάρχει τόσο μεγάλη αγωνία για την επιβίωση. Όταν ήμουν νέα, θεωρούνταν φυσικό ο ποιητής να είναι φτωχός. Η έννοια τού δεν έχω υλικά αγαθά ήταν μέσα στη ζωή. Σήμερα, το υλικό αγαθό είναι το Α και το Ω της ύπαρξης σε όλα τα στάδια. Είναι βαθύτατες οι πληγές που ανοίγει το να μην έχεις χρήματα. Εμένα δεν με πολυαπασχολούν πλέον αυτά, γιατί είμαι στην αποχαιρετιστήρια φάση και το θεωρώ θαύμα ότι ακόμα γράφω. Μάλιστα, έχω εδώ μερικά ποιήματα καινούργια που λέω να τα ονομάσω «Τα μετανεανικά ποιήματα». Η ποίηση είναι της νιότης η αδερφή και γι’ αυτό οι πολύ μεγάλοι ποιητές εξακολούθησαν να γράφουν και σε πολύ μεγάλη ηλικία.

Πάντως, και στην τελευταία συλλογή σας, από ποίημα σε ποίημα αλλάζετε διάθεση.
Αυτό μου συνέβαινε πάντα. Το ποίημα γεννιέται πάντα από μια πληγή και το ίδιο το ποίημα είναι η ουλή. Σε μια περίπτωση σαν και τη δική μου, που πάντοτε έγραφα, δεν θυμάμαι ποτέ να έπιανα το μολύβι και το χαρτί μέσα στην τρελή χαρά. Η αφορμή ήταν μια θλίψη, μια λύπη, μια έλλειψη. Η φύση δεν είναι παράλογη: όταν είσαι καλά, χορεύεις και τραγουδάς, δεν κάθεσαι να γράψεις ποιήματα.

Eσείς με ποιους «πόνους» καταπιαστήκατε πιο πολύ;

Ο θεμέλιος λίθος του οικοδομήματος του πόνου είναι ο έρωτας. Βεβαίως, για μένα υπήρξε και ο πόνος της απώλειας, όταν έχασα τη μάνα μου και τον πατέρα μου σε πολύ μικρή ηλικία.

Έχετε υμνήσει τόσο πολύ, όμως, και την απώλεια και την έχετε κάνει βίωμα. Έχετε καταφέρει να τη βγάλετε από τα συναισθήματα σας;

Η απώλεια, όταν γίνεται βίωμα, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Απλώς, παίρνει μια άλλη μορφή. Όπως όταν μεγαλώνει ένας άνθρωπος. Το συναίσθημα εμπλουτίζεται, όταν γίνεται εμπειρία. Το συναίσθημα παραμένει, από την εμπειρία περιμένουμε μόνο να το δικαιώσει.

Τώρα σας ενδιαφέρει πολύ περισσότερο τι αισθάνεστε εσείς ή οι δίπλα σας;

Τα δικά μου όχι και τόσο. Το έχω δει το έργο. Μ’ ενδιαφέρει από μια άλλη άποψη. Για μένα είναι μια τελείως καινούρ- για εμπειρία. Πιάνω τον εαυτό μου ν’ αναρωτιέται τι μπορεί να θέλει ο άλλος από εμένα. Ακόμα και συ κάτι θες να κερδίσεις από μένα με αυτήν τη συνέντευξη. Τον μισώ τον εαυτό μου γι’ αυτό.

Κι εσείς, καλλιτέχνης άνθρωπος, σκέφτεστε έτσι;

Τι σχέση έχει αυτό; Είμαι ένας άνθρωπος με καρ- διά και ψυχή και θέλω, όταν έρθεις να με δεις, να σ’ ενδιαφέρω ως άτομο και όχι μόνο για τη συνέντευξη. Να υπάρχει αυτό που λέγεται συμπάθεια, φιλία, ανεξάρτητα απ’ το τι προσφέρω και τι δεν προσφέρω. Ε, αυτή είναι η καχυποψία τώρα, όχι μόνο στο δικό μας επάγγελμα. Όταν συλλαμβάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται έτσι, θέλω ν’ αυτοκτονήσω.

Μήπως είναι το πνεύμα της εποχής; Μήπως είμαστε καλοί κατά βάθος;

Βεβαίως είμαστε και καλοί και ελπίζω να υπάρχουν άνθρωποι που δεν σε κυνηγάνε χρησιμοθηρικά. Είναι, όμως, τέτοιο το πνεύμα, που σου έρχεται ως αντίδραση το «τι θέλει αυτός από μένα;»

Ενώ έχετε ασχοληθεί τόσο στα ποιήματά σας με την έλλειψη, τον πόνο και την απουσία, ως άνθρωπος φαίνεστε υπερβολικά cool;

Έχω ένα κέφι. Αυτό που αισθάνομαι καμιά φορά είναι ο τίτλος του βιβλίου Η ανορεξία της Ύπαρξης. Ξυπνάω το πρωί και δεν έχω όρεξη για τίποτα. Ακόμα και η ίδια η ύπαρξη, που την είχα σαν θεά, ούτε αυτή μ’ ενδιαφέρει πια.

Τελικά, όλα αυτά τα θέματα περί ύπαρξης είναι μάταιο να τα σκεφτόμαστε; Ούτε από πού ήρθαμε, ούτε πού θα πάμε θα μάθουμε ποτέ…

Δεν είναι μάταιο. Είναι μέσα στη φύση του ανθρώπου. Όπως όταν κάποιος διψάει και θέλει να πιει νερό. Γεννιόμαστε με το ερώτημα της ύπαρξης. Μορφωμένοι και αμόρφωτοι ξυπνάνε το πρωί και αναρωτιούνται πώς βρέθηκαν εδώ.

Οι θρησκείες δεν έδωσαν κάποιες απαντήσεις;

Εγώ είμαι της επιστήμης. Δεν ήμουν ποτέ θρήσκα. Δεν ξέρω κατά πόσο δρα η θρησκεία ακόμα. Αλλά βλέπω τις εκκλησίες γεμάτες από ανθρώπους που έχουν απελπιστεί απ’ όλα τ’ άλλα. Σαν ένα νοσοκομείο.

Σ’ ένα ποίημά σας, πάντως, γράφετε πως πρέπει να παραμεριστεί ο θάνατος γιατί η ηδονή είναι στα φθαρτά πράγματα.

Η επιτυχία είναι να καταφέρνεις να ισορροπείς στην τραμπάλα. Δεν ζούμε σε κάποιο αστυνομικό κράτος. Αλλάζουν τα πράγματα. Και οι ποιητές είναι εξαιρετικά ευαισθητοποιημένοι στις αλλαγές.

Nτραπήκατε ποτέ να δημοσιεύσετε ένα ποίημα;

Όχι, ποτέ. Ντρέπομαι μόνο αν καταλαβαίνω μετά πως δεν είναι καλό. Καμιά φορά νίωθω αμηχανία προς άλλα πρόσωπα.

Η συστολή είναι χαρακτηριστικό των ποιητών;

Όχι όλων. Εγώ ήμουν κανονικός άνθρωπος. Ούτε πάνω κάτω. Ούτε νόμιζα ότι ήμουν σκόνη, ούτε, όμως, και ο Παρθενώνας. Επειδή οι ποιητές δεν έχουμε πολλές απολαβές, ούτε υλικές, ούτε δημοσιογραφικές, μας ανεβαίνει το εγώ και νομίζουμε ότι είμαστε οι προφήτες επί της γης. Δεν είναι, όμως, έτσι τα πράγματα, πουλάκι μου.

Τώρα οι συγγραφείς την έχουν «ψωνίσει»;

Ναι, ειδικά των αστυνομικών μυθιστορημάτων.

Εσείς πώς δεν δοκιμάσατε να γράψετε πεζογραφήματα;

Όχι μόνο δεν έγραψα, αλλά δεν μπορώ να διαβάσω πρόζα πλέον. Αυτή την καθημερινότητα που βαφτίζεται τέχνη. Δεν υπάρχει συχνά πραγματικό ταλέντο για να κάνει τα βιώματα τέχνη.

Τι σας λείπει απ’ τα παλιά χρόνια;

Η παρέα. Αυτό που πηγαίναμε στου Λουμίδη, πηγαίναμε στο Μπραζίλιαν. Εγώ ήμουνα κολλητή με τον Καρούζο και άλλους πολλούς. Κάποιοι πήγαιναν στο ένα και κάποιοι πήγαιναν στο άλλο μαγαζί. Εγώ και στα δύο. Στο Μπραζίλιαν, επειδή καθόντουσαν όρθιοι, τους λέγαμε η «ορθή διανόηση», στου Λουμίδη, η «καθιστή». Αλλά αυτή η αίσθηση της παρέας ήταν εκπληκτική. Παίρναμε απ’ τους πιο μεγάλους, ρουφάγαμε.

Τώρα, έχετε πάρει εσείς τον ρόλο του μεγαλύτερου;

Μου τον έχουν δώσει αναγκαστικά. Όταν έρχονται και με παρακαλάνε να γράψω γι’ αυτούς. Τώρα, έχω αποφασίσει να λέω όχι. Δεν έχω αντοχές. Αν μου μένει ακόμα κανένας στίχος να γράψω, θα τον γράψω να τελειώνουμε.

Όλες οι ποιητικές συλλογές της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ κυκλοφορούν απ’ τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η τελευταία, «Η ανορεξία της Ύπαρξης», εκδόθηκε το 2011.

Πηγή: Lifo, τ. 259, Αύγουστος 2011
http://www.lifo.gr/mag/features/2794

…Ε, όχι βέβαια!

 
 
ΑΠΟΨΕΙΣ
Τα κόμπλεξ των Ελλήνων
Εύα Κοράλλη


Ως Νεοέλληνες, δεν έχουμε δυστυχώς να επιδείξουμε κανένα σημαντικό επίτευγμα. Όλος μας ο ζηλευτός πολιτισμός συνίσταται στο απώτερο παρελθόν. Ίσως αυτό να είναι η βαθύτερη αιτία όλων των ανασφαλειών και των συμπλεγματικών συμπεριφορών που διαμορφώνουν την καθημερινότητα και εν τέλει τη ζωή μας.
Ο Νεοέλληνας, ως γνήσιος Ευρωπαίος και Δυτικός, επικεντρώνεται περισσότερο στο Δικαίωμά του, σ’ αυτό που οι υπόλοιποι του χρωστούν, σε αντίθεση με τον άνθρωπο της Ανατολής που περιστρέφει τη ζήση του κυρίως γύρω από το Χρέος του, αυτό που ο ίδιος οφείλει.
Η γαλούχηση στο μόνιμο δικαίωμα δημιουργεί στον Έλληνα έναν ανομολόγητο και καταπιεσμένο θυμό. Γιατί η ζωή, που οι περισσότεροι διάγουν, διαφέρει παρασάγγας απ’ το πρότυπο της ζωής των σταρ και των πλουσίων, που με περισσή λεπτομέρεια προβάλλουν οι καθημερινές λάιφ στάιλ εκπομπές. Αυτό το ύφος ζωής, κατά την ακριβή μετάφραση του αγγλικού όρου, οδηγεί στη ματαιόδοξη αυτοπαγίδευση της παραέξω καλής εικόνας.
Το αποκορύφωμα της κοινωνικής καταξίωσης και οικογενειακής δικαίωσης του Έλληνα είναι η αναγνώριση, ο θαυμασμός και η ζήλεια των άλλων στο πρόσωπό του και στα μοναδικά του προσόντα. Όταν αυτό δε συμβαίνει άμεσα απορεί, δυσφορεί, ενοχλείται. Σε καμία των περιπτώσεων δε γδέρνει τη σκέψη του το αγκαθάκι της αμφιβολίας και της αυτοκριτικής: Μήπως τα εξαιρετικά του χαρίσματα δεν είναι και τόσο σπάνια και μήπως η εξωτερική του εικόνα δεν είναι τίποτα περισσότερο από το καθρέφτισμα του εσωτερικού, ενίοτε ρηχού εαυτού; Όχι βέβαια. Αξίζει πάρα πολλά. Όμως η κακή του μοίρα χρόνια τώρα συνεχίζει ξεδιάντροπα να του τα στερεί και οι άλλοι είναι τόσο άθλιοι, άδικοι και μνησίκακοι που από καθαρό εγωισμό δεν αναγνωρίζουν τα ταλέντα του. Η πιο ευέλικτη, άνετη και αποδεκτή εξήγηση που καμουφλάρει κάθε αδυναμία, απραξία, ανικανότητα, αδράνεια.
Βέβαια, η αλήθεια είναι πως ο Έλληνας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μνησίκακος και κακεντρεχής. Αρέσκεται και αγαλλιάζει στην καταστροφή του άλλου, που τη βαφτίζει Θεία Δίκη, γιατί έτσι μετριάζει τη δική του μιζέρια. Η θέση του θεατή της συμφοράς του άλλου αποτελεί για τον Έλληνα μοναδική απόλαυση.
Η δεύτερη μεγάλη του απόλαυση είναι οι έξοδοι, η παρέα, το κουτσομπολιό. Ζωή χωρίς τα παραπάνω είναι παράξενη και κατά συνέπεια μη αποδεκτή. Η παρέα συνδυάζεται τις περισσότερες φορές με το καλό φαγητό, γιατί πως να το κάνουμε ο Έλληνας είναι και καλοφαγάς. Απολαμβάνει ηδονικά το φαγητό του και το ανάγει σε ακρογωνιαίο λίθο της διασκέδασης και της ευημερίας. Άλλωστε και το πρότυπο της ελληνίδας μάνας είναι συνυφασμένο με την εικόνα της πασίχαρης μητέρας που καμαρώνει επιδεικτικά το στρουμπουλό της καμάρι, γιατί έφαγε όλο του το φαγητό …«το χρυσό μου». Το ίδιο «χρυσό μου» και η συνομήλικη παρέα του είναι ικανό να αναστατώσει οποιαδήποτε γειτονιά, παραλία, εκδήλωση με τα φωνητικά προσόντα των υπερβολικών ντεσιμπέλ, που κληρονομικά διαθέτει.
Κληρονομικά επίσης, ο Έλληνας έχει την απειθαρχία στο αίμα του και όπως λέει και το ρητό: «του Έλληνα ο τράχηλος, ζυγό δεν υποφέρει». Γι αυτό είναι υπεράνω νόμων και εξουσίας. Κανείς εξάλλου δεν είναι πιο άξιος, έξυπνος, ικανός, καταρτισμένος, ώστε να του υποδείξει τι πρέπει να κάνει.
Πάνω απ’ όλα ο Έλληνας είναι πατριώτης. Μπορεί να αποδημά την κουλτούρα του στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αλλά στα δικά του εδάφη δε δέχεται εξωγενείς αλλοιώσεις. Μπορεί να αγοράζει και να δημιουργεί περιουσία στο εξωτερικό, αλλά καταριέται και τιμωρεί τον ξένο, που κάνει χρήση του δικαιώματος της αγοράς και της δημιουργίας σε ελληνικά χωρικά.
Έτσι είναι ο Νεοέλληνας: βαθύτατα οργισμένος, μοιρολάτρης, φωνακλάς, φλύαρος, λάτρης του καλού φαγητού και της διασκέδασης, απείθαρχος σωβινιστής. Έτσι είμαι κι εγώ και καθόλου, μα καθόλου, δεν διαφέρω. Το μόνο που μου – μας εύχομαι: Καλή φώτιση και καλές διακοπές… αφού ως Νεοέλληνες θα μεταναστεύσουμε και πάλι μαζικά τον Αύγουστο.

Πηγή: Ιστοσελίδα «Κρητών Περιφέρεια», 20 Ιουλίου 2011
http://kritonperiferia.gr/2011/07/20/ta-komplex-ton-ellinon/#comment-46
Φωτογραφία: Γκράφιτι στα Λαδάδικα της Θεσσαλονίκης, Ιούνιος 2011