1.8.11

«Η ανημποριά με γεμίζει ελπίδα!»



Η ανημποριά με γεμίζει ελπίδα

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ
Συνέντευξη στον Σταύρο Διοσκουρίδη


H Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ κλείνει 50 χρόνια στον χώρο των γραμμάτων. Το επάγγελμά της είναι μεταφράστρια, το «βίτσιο» της τα ποιήματα. Η πρώτη της δημοσίευση έγινε στα 17 της χρόνια, όταν ο νονός της, Νίκος Καζαντζάκης, έστειλε ένα ποίημά της στο περιοδικό «Καινούρια Εποχή». Το πρώτο της ποιητικό βιβλίο, το Λύκοι και Σύννεφα, το εξέδωσε σε ηλικία 23 ετών, το 1963. Πολλές φορές έχει πει πως, αν είχε γεννηθεί έξι μήνες αργότερα, μπορεί να μην είχε γίνει ποιήτρια. Η πενικιλίνη που «άργησε» έξι μήνες ν’ ανακαλυφθεί θα την είχε σώσει απ’ τη μόνιμη αναπηρία της. Μια αναπηρία που δεν την εμπόδισε σε πάρα πολλά στην πραγματική ζωή και της έμαθε ότι ο πόνος είναι πηγή λογοτεχνικής έμπνευσης. Κι ένα ποίημα μπορεί να επουλώσει τις πληγές. Όχι μόνο τις σωματικές αλλά και αυτές του έρωτα, της έλλειψης και της απώλειας, τα μόνιμα θέματα, δηλαδή, που απασχόλησαν και απασχολούν τα ποιητικά έργα της κυρίας Ρουκ.
Tη συναντήσαμε στην Αίγινα. Στο κόκκινο σπίτι, κοντά στις παλιές φυλακές. Εκεί που τη βάφτισε ο Νίκος Καζαντζάκης. Ένα σπίτι του 1840, που αγόρασαν οι γονείς της για να στεγάσουν τους πρόσφυγες- συγγενείς τους από τη Μικρασιατική Καταστροφή. «Ωφελήθηκα από μια καταστροφή» λέει, δείχνοντας το κάπως εγκαταλελειμμένο κτήμα με τις φιστικιές. Στην Αίγινα παραθέριζε πάντα, σχεδόν όλους τους καλοκαιρινούς μήνες. Όταν έφτασα, άνοιξε την τηλεόραση να δει αν έχει ειδήσεις. «Βλέπω δύο φορές την ημέρα ειδήσεις. Έχω εθιστεί», θα μου πει και με αφετηρία αυτό θα ξεκινήσουμε μια μεγάλη κουβέντα σχετικά με την κρίση, τον ρόλο των ποιητών και την αναζήτηση της αιώνιας ύπαρξης.


Φτάνει εδώ, στην Αίγινα, η βουή της πόλης;
Δυο βήματα είναι το Αθήνα-Αίγινα. Σαν να λέμε Ομόνοια-Πατήσια. Πώς δεν φτάνει; Χαμός γίνεται.

Γίνεται, όντως, τόσο μεγάλος χαμός;
Κοίταξε, όσο υπάρχει επικαιρότητα για ένα θέμα, θα γίνεται χαμός. Είναι μέχρι να περάσει ο πυρετός. Αυτά που συνέβησαν στη Νορβηγία ήταν τραγικά, αν αναλογιστείς ότι επρόκειτο για μια τόσο ειρηνική χώρα. Αλλά στα άλλα, που έχουν σχέση με μας, εκεί βλέπεις ότι τους κάνουν ενέσεις μακροβιότητας. Τέτοια ατμόσφαιρα, όπως η τωρινή, δεν θυμάμαι να ξαναείχαμε. Καταλαβαίνω τι γίνεται. Δεν βρίσκομαι στα σύννεφα. Υπάρχει μια περιφρόνηση του ανθρώπινου είναι. Περιφρονούμε τους εαυτούς μας.

Οι Έλληνες πάντα δεν τρωγόμασταν μεταξύ μας;

Βέβαια. Πάντα ήμαστε του εμφυλίου. Αλλά, η μεγάλη διαφορά τώρα είναι ότι αυτή η κακή συνήθεια που είχαμε σμίγει με τον καινούργιο μονοθεϊσμό, το χρήμα. Και αυτοί που το έχουν δεν κάνουν τίποτ’ άλλο απ’ το να το φροντίζουν κι αυτοί που δεν το έχουν κάνουν τα πάντα για να το αποκτήσουν. Τώρα δεν τα βάζουμε ο ένας με τον άλλον για θέματα γούστου, εγωισμού και ιδεολογιών, αλλά για θέματα επιβίωσης. Για θέματα επιβίωσης θέλουμε να εξοντώσουμε ο ένας τον άλλον.

Τόσες χιλιάδες χρόνια ανθρώπινης προόδου δηλαδή…

Και επιστρέφουμε στο ζωώδες. Βλέπουμε τη μερίδα του φαγητού και τη θέλουμε όλη δική μας.

Εσείς πώς τους αντιμετωπίζετε όλους αυτούς που βρίσκουν νόημα στη ζωή τους μέσω του χρήματος;

Όλη μου τη ζωή είχα μια αλλεργία στο χρήμα. Δεν έκανα καμιά προσπάθεια να το αποκτήσω. Έχω να μπω σε μαγαζιά, δεν ξέρω πόσο. Μια μέρα άνοιξα το ντουλάπι μου και είπα, και να ζήσω και να πάω εκατό, έχω ρούχα να βάλω. Αυτή η αλλεργία που είχα πάντα σε συνδυασμό με αυτή την παγκοσμιότητα της αλλεργίας με τρελαίνει.

Θυμώνετε ή μπορείτε να το καταλάβετε;

Καταθλίβομαι. Και λυπάμαι.

Ταιριάζει αυτό με τη βαθιά κατάθλιψη στην οποία έχει πέσει η χώρα τον τελευταίο χρόνο.

Αυτά που συμβαίνουν ιστορικά συνδέονται πάντα με τη δική μας ζωή. Τη δική μου κατάθλιψη μπορώ να την εξηγήσω. Καμιά φορά ο συνδυασμός είναι ολέθριος. Προσπαθώ να συμφιλιωθώ με την ιδέα του γήρατος και να ζήσω με την ιδέα της απουσίας του μέλλοντός μου. Μπορεί σ’ έναν βαθμό να το πετυχαίνω, αλλά μου αφήνει και μια σκοτεινιά. Αυτό, σε συνδυασμό με όσα συμβαίνουν έξω από μένα, δημιουργεί μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο δικός μου προσωπικός λόγος για κατάθλιψη εντείνεται όταν κοιτάω τις ειδήσεις. Με ρωτάνε όλες οι φίλες μου, «τι κάθεσαι και βλέπεις τις ειδήσεις;». Είναι ένα βίτσιο, ένας εθισμός να βλέπω δύο φορές την ημέρα ειδήσεις.

Βοηθάει η ποίηση να ξεφύγουμε απ’ τις ειδήσεις;

Ε, βέβαια. Και αυτό είναι το μεγάλο ατού της ποίησης. Όταν είσαι σε μια δύσκολη κατάσταση, πρέπει να διαβάζεις ποίηση.

Τα περιγράφετε όλα, όμως, μελανά και στο ποίημά σας «Εποχή Αντιπάθειας».

Ξαφνικά, σου έρχεται και αντιπαθείς όλο το ένστικτο της ζωής. Αυτό το βλέπω και εγώ και άλλοι συνάδελφοί μου. Οι ποιητές είναι και πιο διορατικοί, βλέπεις.

Τι μπορούμε να πάρουμε απ’ τους ποιητές σήμερα;

Είμαστε όλοι λιανικής πωλήσεως. Λαβαίνω πολλά ποιητικά βιβλία την εβδομάδα και βλέπω μια ωριμότητα στην έκφραση που εκπροσωπεί όλο αυτό το κλίμα που περιγράψαμε. Μέσα μου, όμως, νιώθω στιγμές μεγάλης αισιοδοξίας. Δεν συμβαίνει σε όλα τα μέρη του κόσμου αυτό. Παλιά, όταν λάβαινες ένα πρωτόλειο, έβλεπες μια ανωριμότητα. Τώρα οι ποιητές εισπράττουν όλη αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και την περιγράφουν με ακρίβεια.

Και με οικονομία στις λέξεις.

Δεν είναι μόνο η οικονομία, αλλά η ακρίβεια στην περιγραφή, στο τι του συμβαίνει του ποιητή. Το ταλέντο είναι μια άλλη ιστορία. Αυτήν τη στιγμή δεν μ’ ενδιαφέρει τόσο το ταλέντο, αλλά το πόσο ακριβής είναι στην περιγραφή της ατμόσφαιρας. Τι βιώνει ένας νέος με τα ωραία του ζουμιά και ξαφνικά κοιτάει γύρω του και φωνάζει βοήθεια. Ποιος θα του δώσει βοήθεια;

Οι άλλοι ποιητές;

Αυτή η αίσθηση της ανημποριάς που εκφράζει τον ίδιο τον ποιητή εμένα με γεμίζει ελπίδα.

Οπότε, είναι λανθασμένη η έκφραση «εδώ καταστρεφόμαστε, οπότε πού καιρός για ποιήματα;»

Καταστρεφόμαστε, καταστρεφόμαστε, αλλά όλοι κοιτάνε να πάρουν το Αρμάνι, επειδή το έχει ο διπλανός τους. Δεν ζουν πια οι ποιητές στα σύννεφα. Τώρα είναι μέσα στη ζωή, αγωνίζονται, φτύνουν αίμα και κάποια στιγμή γράφουν κι ένα ποίημα.

Το επάγγελμά σας ποιο είναι: μεταφράστρια ή ποιήτρια;

Ποιήτρια δεν είναι επάγγελμα, είναι «βίτσιο». Το επάγγελμά μου είναι μεταφράστρια.

Δηλαδή, οι μεγάλοι ποιητές δεν ήταν επαγγελματίες;

Αυτό δεν το ξέρω. Όταν πάω να τους συναντήσω, θα τους ρωτήσω.

Το να γράφετε είναι ένα διάλειμμα στη μέρα ή η μέρα είναι ένα διάλειμμα στο γράψιμο;

Δεν υπάρχουν κανόνες. Ο καθένας έχεις τους προσωπικούς του ρυθμούς. Όταν είσαι νέος, φουσκώνεις με σκέψεις πιο συχνά κι έχεις τον μεγάλο οδηγό της ποίησης, που είναι ο έρωτας.

Ο χρόνος, ο πόνος και ο έρωτας είναι από τις κύριες πηγές έμπνευσης για την ποίηση. Τώρα, ενώ έχουμε τόσο πόνο, γιατί ασχολούμαστε λιγότερο με την ποίηση;

Η ποίηση θέλει και μια ελευθερία πνεύματος που δεν έχεις όταν είσαι κατακεραυνωμένος απ’ την επικαιρότητα και όταν υπάρχει τόσο μεγάλη αγωνία για την επιβίωση. Όταν ήμουν νέα, θεωρούνταν φυσικό ο ποιητής να είναι φτωχός. Η έννοια τού δεν έχω υλικά αγαθά ήταν μέσα στη ζωή. Σήμερα, το υλικό αγαθό είναι το Α και το Ω της ύπαρξης σε όλα τα στάδια. Είναι βαθύτατες οι πληγές που ανοίγει το να μην έχεις χρήματα. Εμένα δεν με πολυαπασχολούν πλέον αυτά, γιατί είμαι στην αποχαιρετιστήρια φάση και το θεωρώ θαύμα ότι ακόμα γράφω. Μάλιστα, έχω εδώ μερικά ποιήματα καινούργια που λέω να τα ονομάσω «Τα μετανεανικά ποιήματα». Η ποίηση είναι της νιότης η αδερφή και γι’ αυτό οι πολύ μεγάλοι ποιητές εξακολούθησαν να γράφουν και σε πολύ μεγάλη ηλικία.

Πάντως, και στην τελευταία συλλογή σας, από ποίημα σε ποίημα αλλάζετε διάθεση.
Αυτό μου συνέβαινε πάντα. Το ποίημα γεννιέται πάντα από μια πληγή και το ίδιο το ποίημα είναι η ουλή. Σε μια περίπτωση σαν και τη δική μου, που πάντοτε έγραφα, δεν θυμάμαι ποτέ να έπιανα το μολύβι και το χαρτί μέσα στην τρελή χαρά. Η αφορμή ήταν μια θλίψη, μια λύπη, μια έλλειψη. Η φύση δεν είναι παράλογη: όταν είσαι καλά, χορεύεις και τραγουδάς, δεν κάθεσαι να γράψεις ποιήματα.

Eσείς με ποιους «πόνους» καταπιαστήκατε πιο πολύ;

Ο θεμέλιος λίθος του οικοδομήματος του πόνου είναι ο έρωτας. Βεβαίως, για μένα υπήρξε και ο πόνος της απώλειας, όταν έχασα τη μάνα μου και τον πατέρα μου σε πολύ μικρή ηλικία.

Έχετε υμνήσει τόσο πολύ, όμως, και την απώλεια και την έχετε κάνει βίωμα. Έχετε καταφέρει να τη βγάλετε από τα συναισθήματα σας;

Η απώλεια, όταν γίνεται βίωμα, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Απλώς, παίρνει μια άλλη μορφή. Όπως όταν μεγαλώνει ένας άνθρωπος. Το συναίσθημα εμπλουτίζεται, όταν γίνεται εμπειρία. Το συναίσθημα παραμένει, από την εμπειρία περιμένουμε μόνο να το δικαιώσει.

Τώρα σας ενδιαφέρει πολύ περισσότερο τι αισθάνεστε εσείς ή οι δίπλα σας;

Τα δικά μου όχι και τόσο. Το έχω δει το έργο. Μ’ ενδιαφέρει από μια άλλη άποψη. Για μένα είναι μια τελείως καινούρ- για εμπειρία. Πιάνω τον εαυτό μου ν’ αναρωτιέται τι μπορεί να θέλει ο άλλος από εμένα. Ακόμα και συ κάτι θες να κερδίσεις από μένα με αυτήν τη συνέντευξη. Τον μισώ τον εαυτό μου γι’ αυτό.

Κι εσείς, καλλιτέχνης άνθρωπος, σκέφτεστε έτσι;

Τι σχέση έχει αυτό; Είμαι ένας άνθρωπος με καρ- διά και ψυχή και θέλω, όταν έρθεις να με δεις, να σ’ ενδιαφέρω ως άτομο και όχι μόνο για τη συνέντευξη. Να υπάρχει αυτό που λέγεται συμπάθεια, φιλία, ανεξάρτητα απ’ το τι προσφέρω και τι δεν προσφέρω. Ε, αυτή είναι η καχυποψία τώρα, όχι μόνο στο δικό μας επάγγελμα. Όταν συλλαμβάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται έτσι, θέλω ν’ αυτοκτονήσω.

Μήπως είναι το πνεύμα της εποχής; Μήπως είμαστε καλοί κατά βάθος;

Βεβαίως είμαστε και καλοί και ελπίζω να υπάρχουν άνθρωποι που δεν σε κυνηγάνε χρησιμοθηρικά. Είναι, όμως, τέτοιο το πνεύμα, που σου έρχεται ως αντίδραση το «τι θέλει αυτός από μένα;»

Ενώ έχετε ασχοληθεί τόσο στα ποιήματά σας με την έλλειψη, τον πόνο και την απουσία, ως άνθρωπος φαίνεστε υπερβολικά cool;

Έχω ένα κέφι. Αυτό που αισθάνομαι καμιά φορά είναι ο τίτλος του βιβλίου Η ανορεξία της Ύπαρξης. Ξυπνάω το πρωί και δεν έχω όρεξη για τίποτα. Ακόμα και η ίδια η ύπαρξη, που την είχα σαν θεά, ούτε αυτή μ’ ενδιαφέρει πια.

Τελικά, όλα αυτά τα θέματα περί ύπαρξης είναι μάταιο να τα σκεφτόμαστε; Ούτε από πού ήρθαμε, ούτε πού θα πάμε θα μάθουμε ποτέ…

Δεν είναι μάταιο. Είναι μέσα στη φύση του ανθρώπου. Όπως όταν κάποιος διψάει και θέλει να πιει νερό. Γεννιόμαστε με το ερώτημα της ύπαρξης. Μορφωμένοι και αμόρφωτοι ξυπνάνε το πρωί και αναρωτιούνται πώς βρέθηκαν εδώ.

Οι θρησκείες δεν έδωσαν κάποιες απαντήσεις;

Εγώ είμαι της επιστήμης. Δεν ήμουν ποτέ θρήσκα. Δεν ξέρω κατά πόσο δρα η θρησκεία ακόμα. Αλλά βλέπω τις εκκλησίες γεμάτες από ανθρώπους που έχουν απελπιστεί απ’ όλα τ’ άλλα. Σαν ένα νοσοκομείο.

Σ’ ένα ποίημά σας, πάντως, γράφετε πως πρέπει να παραμεριστεί ο θάνατος γιατί η ηδονή είναι στα φθαρτά πράγματα.

Η επιτυχία είναι να καταφέρνεις να ισορροπείς στην τραμπάλα. Δεν ζούμε σε κάποιο αστυνομικό κράτος. Αλλάζουν τα πράγματα. Και οι ποιητές είναι εξαιρετικά ευαισθητοποιημένοι στις αλλαγές.

Nτραπήκατε ποτέ να δημοσιεύσετε ένα ποίημα;

Όχι, ποτέ. Ντρέπομαι μόνο αν καταλαβαίνω μετά πως δεν είναι καλό. Καμιά φορά νίωθω αμηχανία προς άλλα πρόσωπα.

Η συστολή είναι χαρακτηριστικό των ποιητών;

Όχι όλων. Εγώ ήμουν κανονικός άνθρωπος. Ούτε πάνω κάτω. Ούτε νόμιζα ότι ήμουν σκόνη, ούτε, όμως, και ο Παρθενώνας. Επειδή οι ποιητές δεν έχουμε πολλές απολαβές, ούτε υλικές, ούτε δημοσιογραφικές, μας ανεβαίνει το εγώ και νομίζουμε ότι είμαστε οι προφήτες επί της γης. Δεν είναι, όμως, έτσι τα πράγματα, πουλάκι μου.

Τώρα οι συγγραφείς την έχουν «ψωνίσει»;

Ναι, ειδικά των αστυνομικών μυθιστορημάτων.

Εσείς πώς δεν δοκιμάσατε να γράψετε πεζογραφήματα;

Όχι μόνο δεν έγραψα, αλλά δεν μπορώ να διαβάσω πρόζα πλέον. Αυτή την καθημερινότητα που βαφτίζεται τέχνη. Δεν υπάρχει συχνά πραγματικό ταλέντο για να κάνει τα βιώματα τέχνη.

Τι σας λείπει απ’ τα παλιά χρόνια;

Η παρέα. Αυτό που πηγαίναμε στου Λουμίδη, πηγαίναμε στο Μπραζίλιαν. Εγώ ήμουνα κολλητή με τον Καρούζο και άλλους πολλούς. Κάποιοι πήγαιναν στο ένα και κάποιοι πήγαιναν στο άλλο μαγαζί. Εγώ και στα δύο. Στο Μπραζίλιαν, επειδή καθόντουσαν όρθιοι, τους λέγαμε η «ορθή διανόηση», στου Λουμίδη, η «καθιστή». Αλλά αυτή η αίσθηση της παρέας ήταν εκπληκτική. Παίρναμε απ’ τους πιο μεγάλους, ρουφάγαμε.

Τώρα, έχετε πάρει εσείς τον ρόλο του μεγαλύτερου;

Μου τον έχουν δώσει αναγκαστικά. Όταν έρχονται και με παρακαλάνε να γράψω γι’ αυτούς. Τώρα, έχω αποφασίσει να λέω όχι. Δεν έχω αντοχές. Αν μου μένει ακόμα κανένας στίχος να γράψω, θα τον γράψω να τελειώνουμε.

Όλες οι ποιητικές συλλογές της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ κυκλοφορούν απ’ τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η τελευταία, «Η ανορεξία της Ύπαρξης», εκδόθηκε το 2011.

Πηγή: Lifo, τ. 259, Αύγουστος 2011
http://www.lifo.gr/mag/features/2794

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου