Α.
Β.
Έκρηξη λαϊκισμού
Γιάννης Πρετεντέρης
Την Ελλάδα απειλεί σήμερα κάτι χειρότερο από τη χρεοκοπία· την απειλεί μια πρωτοφανής έκρηξη λαϊκισμού. Μια έκρηξη που χρησιμοποιώντας το εύφλεκτο υλικό της συσσωρευμένης αγανάκτησης μπορεί να οδηγήσει με μαθηματική βεβαιότητα και στην οικονομική χρεοκοπία, αλλά και σε πολύ πιο ανεξέλεγκτες και επικίνδυνες καταστάσεις.
Τα στοιχεία του παζλ συγκεντρώνονται καθημερινά. Από τον ηθοποιό-δήμαρχο Στυλίδας που παίρνει τον νόμο (και την κυκλοφορία…) στα χέρια του έως την «κατάργηση των διοδίων», από τον πολλαπλασιασμό των εκδηλώσεων καθημερινής βίας έως την ηθική νομιμοποίησή τους από εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας και από την ισοπεδωτική απόρριψη του πολιτικού συστήματος έως την παροιμιώδη ανικανότητά του να χειριστεί την κρίση, όλα τείνουν να διαμορφώσουν ένα σκηνικό όπου δεν θα προέχει το δημόσιο συμφέρον, αλλά το λαϊκό αίσθημα.
Περιέργως, κανένας δεν δείχνει διάθεση να αντιταχθεί σε αυτό το σκηνικό, ούτε καν εκείνοι που θα πληρώσουν πρώτοι τον λογαριασμό.
Η κυβερνητική παράταξη, για παράδειγμα, όχι μόνο δεν βάζει φραγμό στην πλειοδοσία λαϊκού αισθήματος, αλλά επιχειρεί με έναν όλο και πιο άτεχνο τρόπο να δείξει ότι το εκφράζει.
Δεν είναι τυχαίο ότι η περίφημη θεωρία τού «κάποιος πρέπει να πάει φυλακή» διακινήθηκε πολύ περισσότερο από κυβερνητικά χείλη παρά από τους συνήθεις αβανταδόρους της «λαϊκής αγανάκτησης» -την ίδια στιγμή, όμως, που τα πραγματικά οικονομικά προβλήματα των λαϊκών στρωμάτων αντιμετωπίζονται με συμπεριφορές στα όρια της κοινωνικής σκληρότητας.
Συμπεριφέρονται, δηλαδή, λες και η κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα είναι απότοκος παραβατικών συμπεριφορών και ζήτημα ποινικής δικονομίας. Μα, αν είναι έτσι, τι το θέλουν το μνημόνιο; Αρκεί ο Ποινικός Κώδικας και 10-15 δικαστές!
Πρώτο φάουλ, λοιπόν. Οι ίδιοι που διαχειρίζονται την κρίση επιλέγουν ένα αφήγημα της κρίσης που τους ακυρώνει. Αντί να αναδείξουν τις ευθύνες ολόκληρης της κοινωνίας στη δημιουργία του προβλήματος (άρα και την ανάγκη συμμετοχής ολόκληρης της κοινωνίας στην αντιμετώπισή του…), αντί να προτάξουν τη σοφή λογική της αποτελεσματικής διαχείρισης, προτιμούν είτε να τα φορτώνουν σε κάποιους προηγούμενους είτε να ενοχοποιούν διάφορους ακατονόμαστους «που έφαγαν τα λεφτά». Ευλόγως τους φωνάζουν μετά στις διαδηλώσεις ότι πρέπει «να πληρώσουν εκείνοι που τα έφαγαν».
Αλλά δεν είναι μόνο η κυβέρνηση. Διότι η ερμηνεία της κρίσης που διακινεί το πολιτικό σύστημα, από τον Καρατζαφέρη έως την Παπαρήγα, χωρίς να εξαιρείται ο Παπανδρέου, είναι εντυπωσιακά κοινή: φταίνε οι λίγοι, φταίνε οι κλέφτες, φταίνε οι πλούσιοι. Και, πάντως, δεν φταίνε σίγουρα οι φτωχότεροι, οι περισσότεροι και ο λαός. Ασχετο τώρα αν το 60% των Ελλήνων δεν πλήρωσε το 2009 ούτε ένα ευρώ φόρο εισοδήματος!
Αυτή ακριβώς η οικουμενική ρητορική εμπεδώνει σε όσους κρίνονται αθώοι του αίματος και οι οποίοι (ούτως ή άλλως) περνούν δύσκολα μια αίσθηση βαθιάς αδικίας. Θεωρούν, δηλαδή, ότι πληρώνουν τον λογαριασμό ενός πάρτι στο οποίο δεν συμμετείχαν, ενώ δεν βάζουν το χέρι στην τσέπη εκείνοι που πραγματικά το γλέντησαν. Σε τέτοιες περιπτώσεις η αίσθηση μετράει περισσότερο από τη βασιμότητα. Και οδηγεί σε θυμό.
Το πρόβλημα είναι ότι τον θυμό που συσσωρεύεται μέσα από τέτοιες διαδρομές κανένας συμβατικός πολιτικός δεν μπορεί να τον εκφράσει ή να τον εκπροσωπήσει- ούτε καν οι επαγγελματίες της αμφισβήτησης! Γι΄ αυτό και όλες οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν μια γενική κατάρρευση των συγκροτημένων πολιτικών συσχετισμών: οι μεγάλοι πέφτουν, οι μικροί δεν ανεβαίνουν, πολλοί χάνουν, κανένας δεν κερδίζει. Οι σχέσεις εκπροσώπησης της κοινωνίας από την πολιτική τάξη δοκιμάζονται επικίνδυνα, όταν δεν καταλύονται πλήρως.
Ετσι το λαϊκό θυμικό επενδύεται ανεμπόδιστα στον κάθε αγωνιστή δήμαρχο ή στον κάθε σαλτιμπάγκο που δηλώνει ότι εκπροσωπεί «τους πολλούς εναντίον όλων». Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα τα λαϊκίστικα κινήματα στην Ιστορία, με τελευταίο κρούσμα το κίνημα «Τea Ρarty» στην Αμερική.
Και κάπως έτσι κατέληξαν, όπως κατέληξαν. Στην Αμερική της Σάρα Πέιλιν, για παράδειγμα, αποδείχθηκε ήδη ότι όποιος σπέρνει μίσος θερίζει αίμα. Εδώ να δούμε…
Πηγή: εφημερίδα «Το Βήμα» 16 Ιανουαρίου 2011
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=378478
jpretenteris@dolnet.gr
Γιάννης Πρετεντέρης
Την Ελλάδα απειλεί σήμερα κάτι χειρότερο από τη χρεοκοπία· την απειλεί μια πρωτοφανής έκρηξη λαϊκισμού. Μια έκρηξη που χρησιμοποιώντας το εύφλεκτο υλικό της συσσωρευμένης αγανάκτησης μπορεί να οδηγήσει με μαθηματική βεβαιότητα και στην οικονομική χρεοκοπία, αλλά και σε πολύ πιο ανεξέλεγκτες και επικίνδυνες καταστάσεις.
Τα στοιχεία του παζλ συγκεντρώνονται καθημερινά. Από τον ηθοποιό-δήμαρχο Στυλίδας που παίρνει τον νόμο (και την κυκλοφορία…) στα χέρια του έως την «κατάργηση των διοδίων», από τον πολλαπλασιασμό των εκδηλώσεων καθημερινής βίας έως την ηθική νομιμοποίησή τους από εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας και από την ισοπεδωτική απόρριψη του πολιτικού συστήματος έως την παροιμιώδη ανικανότητά του να χειριστεί την κρίση, όλα τείνουν να διαμορφώσουν ένα σκηνικό όπου δεν θα προέχει το δημόσιο συμφέρον, αλλά το λαϊκό αίσθημα.
Περιέργως, κανένας δεν δείχνει διάθεση να αντιταχθεί σε αυτό το σκηνικό, ούτε καν εκείνοι που θα πληρώσουν πρώτοι τον λογαριασμό.
Η κυβερνητική παράταξη, για παράδειγμα, όχι μόνο δεν βάζει φραγμό στην πλειοδοσία λαϊκού αισθήματος, αλλά επιχειρεί με έναν όλο και πιο άτεχνο τρόπο να δείξει ότι το εκφράζει.
Δεν είναι τυχαίο ότι η περίφημη θεωρία τού «κάποιος πρέπει να πάει φυλακή» διακινήθηκε πολύ περισσότερο από κυβερνητικά χείλη παρά από τους συνήθεις αβανταδόρους της «λαϊκής αγανάκτησης» -την ίδια στιγμή, όμως, που τα πραγματικά οικονομικά προβλήματα των λαϊκών στρωμάτων αντιμετωπίζονται με συμπεριφορές στα όρια της κοινωνικής σκληρότητας.
Συμπεριφέρονται, δηλαδή, λες και η κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα είναι απότοκος παραβατικών συμπεριφορών και ζήτημα ποινικής δικονομίας. Μα, αν είναι έτσι, τι το θέλουν το μνημόνιο; Αρκεί ο Ποινικός Κώδικας και 10-15 δικαστές!
Πρώτο φάουλ, λοιπόν. Οι ίδιοι που διαχειρίζονται την κρίση επιλέγουν ένα αφήγημα της κρίσης που τους ακυρώνει. Αντί να αναδείξουν τις ευθύνες ολόκληρης της κοινωνίας στη δημιουργία του προβλήματος (άρα και την ανάγκη συμμετοχής ολόκληρης της κοινωνίας στην αντιμετώπισή του…), αντί να προτάξουν τη σοφή λογική της αποτελεσματικής διαχείρισης, προτιμούν είτε να τα φορτώνουν σε κάποιους προηγούμενους είτε να ενοχοποιούν διάφορους ακατονόμαστους «που έφαγαν τα λεφτά». Ευλόγως τους φωνάζουν μετά στις διαδηλώσεις ότι πρέπει «να πληρώσουν εκείνοι που τα έφαγαν».
Αλλά δεν είναι μόνο η κυβέρνηση. Διότι η ερμηνεία της κρίσης που διακινεί το πολιτικό σύστημα, από τον Καρατζαφέρη έως την Παπαρήγα, χωρίς να εξαιρείται ο Παπανδρέου, είναι εντυπωσιακά κοινή: φταίνε οι λίγοι, φταίνε οι κλέφτες, φταίνε οι πλούσιοι. Και, πάντως, δεν φταίνε σίγουρα οι φτωχότεροι, οι περισσότεροι και ο λαός. Ασχετο τώρα αν το 60% των Ελλήνων δεν πλήρωσε το 2009 ούτε ένα ευρώ φόρο εισοδήματος!
Αυτή ακριβώς η οικουμενική ρητορική εμπεδώνει σε όσους κρίνονται αθώοι του αίματος και οι οποίοι (ούτως ή άλλως) περνούν δύσκολα μια αίσθηση βαθιάς αδικίας. Θεωρούν, δηλαδή, ότι πληρώνουν τον λογαριασμό ενός πάρτι στο οποίο δεν συμμετείχαν, ενώ δεν βάζουν το χέρι στην τσέπη εκείνοι που πραγματικά το γλέντησαν. Σε τέτοιες περιπτώσεις η αίσθηση μετράει περισσότερο από τη βασιμότητα. Και οδηγεί σε θυμό.
Το πρόβλημα είναι ότι τον θυμό που συσσωρεύεται μέσα από τέτοιες διαδρομές κανένας συμβατικός πολιτικός δεν μπορεί να τον εκφράσει ή να τον εκπροσωπήσει- ούτε καν οι επαγγελματίες της αμφισβήτησης! Γι΄ αυτό και όλες οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν μια γενική κατάρρευση των συγκροτημένων πολιτικών συσχετισμών: οι μεγάλοι πέφτουν, οι μικροί δεν ανεβαίνουν, πολλοί χάνουν, κανένας δεν κερδίζει. Οι σχέσεις εκπροσώπησης της κοινωνίας από την πολιτική τάξη δοκιμάζονται επικίνδυνα, όταν δεν καταλύονται πλήρως.
Ετσι το λαϊκό θυμικό επενδύεται ανεμπόδιστα στον κάθε αγωνιστή δήμαρχο ή στον κάθε σαλτιμπάγκο που δηλώνει ότι εκπροσωπεί «τους πολλούς εναντίον όλων». Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα τα λαϊκίστικα κινήματα στην Ιστορία, με τελευταίο κρούσμα το κίνημα «Τea Ρarty» στην Αμερική.
Και κάπως έτσι κατέληξαν, όπως κατέληξαν. Στην Αμερική της Σάρα Πέιλιν, για παράδειγμα, αποδείχθηκε ήδη ότι όποιος σπέρνει μίσος θερίζει αίμα. Εδώ να δούμε…
Πηγή: εφημερίδα «Το Βήμα» 16 Ιανουαρίου 2011
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=378478
jpretenteris@dolnet.gr
Β.
Μόνιμες Στήλες
Λαϊκισμός «και άλλα Δαιμόνια»
Νίκος Xρυσολωράς
Παρά την ευρεία χρήση –και κατάχρηση– του όρου «λαϊκισμός» στον δημόσιο λόγο, το ακριβές περιεχόμενό του παραμένει ασαφές. Στην καθομιλουμένη, ο απαξιωτικός χαρακτηρισμός «λαϊκιστής» περιγράφει ενίοτε τους καιροσκόπους πολιτικούς, άλλοτε τους αιθεροβάμονες, μερικές φορές τους ψεύτες που μοιράζουν αφειδώς υποσχέσεις, ή εκείνους που απαιτούν την ικανοποίηση ανέφικτων αιτημάτων, σε πείσμα των αντικειμενικών συνθηκών. Για τον Ερνέστο Λακλάου, ομότιμο καθηγητή Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο του Εσεξ και κορυφαίο μελετητή του λαϊκισμού παγκοσμίως, «η λαϊκιστική λογική, είτε προέρχεται από τα αριστερά είτε από τα δεξιά, έχει ένα και μόνο βασικό χαρακτηριστικό: τη διχοτόμηση του κοινωνικού πεδίου ανάμεσα στους “προνομιούχους” και τους “μη προνομιούχους”. Ο λαϊκιστής απευθύνεται στους τελευταίους –παρακάμπτοντας το θεσμικό πλαίσιο της κοινωνίας– και ζητάει την υποστήριξή τους, ώστε να ανατραπεί το υπάρχον κατεστημένο».
Το πλέον οικείο παράδειγμα που φέρνει κανείς στο νου με τον παραπάνω ορισμό είναι η περίοδος της διακυβέρνησης της Ελλάδας από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Για τον Λακλάου όμως, ο λαϊκισμός και η ρεαλιστική–διαχειριστική λογική πάντοτε συνυπάρχουν στις δημοκρατικές κοινωνίες, υπό διαφορετικό συσχετισμό δυνάμεων όμως. «Αλλες φορές επικρατούν ηγέτες όπως ο Αντρέας, άλλες φορές πολιτικοί όπως ο Σημίτης. Ο πρώτος αποτελεί έναν λαϊκιστικό πόλο και ο δεύτερος έναν θεσμικό πόλο. Η επικράτηση του ενός προσανατολισμού όμως δεν εξαφανίζει τον άλλον», τονίζει χαρακτηριστικά ο Αργεντινός διανοητής. Το ερώτημα που ανακύπτει, βεβαίως, είναι πότε επικρατούν οι λαϊκιστές και πότε οι θεσμικοί. Η ιστορική έρευνα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο λαϊκισμός αναπτύσσεται «όταν συσσωρεύεται ένας μεγάλος όγκος κοινωνικών και οικονομικών αιτημάτων, τα οποία δεν μπορούν να ικανοποιηθούν στο πλαίσιο του υφιστάμενου θεσμικού συστήματος». Εντέλει, εμφανίζεται κάποιος στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, ο οποίος απορρίπτει τους μεσάζοντες, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στον ηγέτη και τους πολίτες και αυτοπαρουσιάζεται ως άμεσος εκπρόσωπος του «λαού». Πέραν της Ελλάδας του 1980, ο Λακλάου παραθέτει και το παράδειγμα του Περονισμού στην Αργεντινή, αλλά και των ΗΠΑ στα τέλη του 19ου αιώνα.
Σε αντίθεση με τις εδραιωμένες πεποιθήσεις, ο Λακλάου δεν αποδίδει αρνητικό περιεχόμενο στην έννοια του λαϊκισμού, ούτε θεωρεί απαραίτητα τους χαρισματικούς ηγέτες επικίνδυνους και λαοπλάνους: «Ο πιο χαρισματικός ηγέτης του 20ού αιώνα ήταν ο Ντε Γκωλ και δεν θυμάμαι κανέναν να τον χαρακτήρισε απειλή για τη δημοκρατία», σημειώνει. Προσθέτει μάλιστα πως ο Μπαράκ Ομπάμα κατάφερε να κινητοποιήσει ομάδες του αμερικανικού πληθυσμού που δεν είχαν μέχρι σήμερα συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα και να κερδίσει τις εκλογές, χάρη ακριβώς στη λαϊκιστική του ρητορική. Πέραν αυτού, ο απόλυτος τεχνοκρατισμός θα οδηγούσε σε μία κατάσταση κατά την οποία δεν θα παρατηρούνταν ουδεμία κοινωνική κινητικότητα. Εν ολίγοις, στις κοινωνίες των ειδικών και των τεχνοκρατών, δεν υπάρχει χώρος ούτε για πολιτική ούτε για δημοκρατία, ενώ οι κοινωνίες του ακραίου λαϊκισμού και της πλήρους απαξίωσης των θεσμών οδηγούν στη θηριωδία, όπως άλλωστε συνέβη στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πάντως, η ιδέα της διακυβέρνησης από τεχνοκράτες, ή έστω τεχνοκρατικής νοοτροπίας πολιτικούς, φαίνεται σε πολλούς ελκυστική, ιδιαίτερα σε χώρες, όπου η αναποτελεσματικότητα του κράτους έχει λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, όπως η Ελλάδα. Η εν λόγω άποψη έχει υιοθετηθεί και από αρκετούς Αμερικανούς πολιτικούς επιστήμονες, όπως ο Σάμιουελ Χάντιγκτον, ο οποίος υποστηρίζει ότι μόνο οι κεντρικές πολιτικές επιλογές πρέπει να επαφίενται στην κρίση των πολιτών, ενώ οι υποθέσεις της καθημερινότητας θα διεκπεραιώνονται από τους τεχνοκράτες. Ο Λακλάου δηλώνει ιδιαίτερα επιφυλακτικός απέναντι σε αυτήν τη θέση: «Πρόκειται για μια βαθιά αντιδημοκρατική αντίληψη των πραγμάτων, που έχει τις ρίζες της στην Πολιτεία του Πλάτωνα και πρεσβεύει ότι μόνο οι γνωρίζοντες μπορούν να έχουν πολιτική άποψη. Αυτό ήταν και το όραμα του Μαρξ για την κομμουνιστική ουτοπία, όπου τη διακυβέρνηση των ανθρώπων θα αντικαθιστούσε η διαχείριση των πραγμάτων. Καλό θα είναι όμως να είμαστε καχύποπτοι απέναντι σε τέτοιες απόψεις, αφού καταργούν τον πολιτικό ανταγωνισμό, την ουσία της ίδιας της πολιτικής. Από την άλλη πλευρά, ο απόλυτος λαϊκισμός, μια κοινωνία δηλαδή σε συνεχή κινητοποίηση, χωρίς καμία θεσμική σταθερότητα δεν αποτελεί τίποτε λιγότερο από μία συνταγή χάους».
Η Ευρωπαϊκή Ενωση
Η ανισορροπία μεταξύ λαϊκισμού και θεσμικής σταθερότητας στην Ε. Ε. θα μπορούσε να θεωρηθεί και βασική αιτία της απάθειας των πολιτών απέναντι στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και της κρίσης της Κεντροαριστεράς. Η πλάστιγγα έχει γείρει υπέρ των τεχνοκρατών σε τέτοιο βαθμό που οι πολίτες θεωρούν ότι η προσέλευση στις κάλπες, η ένταξη σε συνδικάτα, η οποιαδήποτε συμμετοχή στις δημοκρατικές διαδικασίες έχει ελάχιστη σημασία. Εδραιώνεται σταδιακά η πεποίθηση ότι υπάρχει μόνο ένας τρόπος να κυβερνηθεί η Ε. Ε. (αλλά και τα κράτη–μέλη της) και αυτός ο τρόπος είναι γνωστός μόνο στους τεχνοκράτες. Οι Βρυξέλλες μετατρέπονται σε ένα μικρόκοσμο «ειδικών», όπου ελάχιστοι έχουν πρόσβαση. Οσες κοινωνικές ομάδες έχουν ανικανοποίητα αιτήματα –δίκαια ή άδικα– και οι απογοητευμένοι στρέφονται εν τέλει σε κόμματα που απαξιώνουν πλήρως τους θεσμούς και μοιάζουν επικίνδυνα σε εκείνο που κατέλυσε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Η Κεντροαριστερά δεν πείθει ακόμη κι όταν είναι αντιπολίτευση, αφού έχει ενστερνιστεί πλήρως την ιδέα του «μονόδρομου». Ο μόνος τρόπος να ανακάμψει, καταλήγει ο Λακλάου, είναι να ανακαλύψει τον δικό της Ομπάμα.
Πηγή: εφημερίδα «Η Καθημερινή», 12 Ιουλίου 2009
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_12/07/2009_321942
Γ.
Λαϊκισμός «και άλλα Δαιμόνια»
Νίκος Xρυσολωράς
Παρά την ευρεία χρήση –και κατάχρηση– του όρου «λαϊκισμός» στον δημόσιο λόγο, το ακριβές περιεχόμενό του παραμένει ασαφές. Στην καθομιλουμένη, ο απαξιωτικός χαρακτηρισμός «λαϊκιστής» περιγράφει ενίοτε τους καιροσκόπους πολιτικούς, άλλοτε τους αιθεροβάμονες, μερικές φορές τους ψεύτες που μοιράζουν αφειδώς υποσχέσεις, ή εκείνους που απαιτούν την ικανοποίηση ανέφικτων αιτημάτων, σε πείσμα των αντικειμενικών συνθηκών. Για τον Ερνέστο Λακλάου, ομότιμο καθηγητή Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο του Εσεξ και κορυφαίο μελετητή του λαϊκισμού παγκοσμίως, «η λαϊκιστική λογική, είτε προέρχεται από τα αριστερά είτε από τα δεξιά, έχει ένα και μόνο βασικό χαρακτηριστικό: τη διχοτόμηση του κοινωνικού πεδίου ανάμεσα στους “προνομιούχους” και τους “μη προνομιούχους”. Ο λαϊκιστής απευθύνεται στους τελευταίους –παρακάμπτοντας το θεσμικό πλαίσιο της κοινωνίας– και ζητάει την υποστήριξή τους, ώστε να ανατραπεί το υπάρχον κατεστημένο».
Το πλέον οικείο παράδειγμα που φέρνει κανείς στο νου με τον παραπάνω ορισμό είναι η περίοδος της διακυβέρνησης της Ελλάδας από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Για τον Λακλάου όμως, ο λαϊκισμός και η ρεαλιστική–διαχειριστική λογική πάντοτε συνυπάρχουν στις δημοκρατικές κοινωνίες, υπό διαφορετικό συσχετισμό δυνάμεων όμως. «Αλλες φορές επικρατούν ηγέτες όπως ο Αντρέας, άλλες φορές πολιτικοί όπως ο Σημίτης. Ο πρώτος αποτελεί έναν λαϊκιστικό πόλο και ο δεύτερος έναν θεσμικό πόλο. Η επικράτηση του ενός προσανατολισμού όμως δεν εξαφανίζει τον άλλον», τονίζει χαρακτηριστικά ο Αργεντινός διανοητής. Το ερώτημα που ανακύπτει, βεβαίως, είναι πότε επικρατούν οι λαϊκιστές και πότε οι θεσμικοί. Η ιστορική έρευνα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο λαϊκισμός αναπτύσσεται «όταν συσσωρεύεται ένας μεγάλος όγκος κοινωνικών και οικονομικών αιτημάτων, τα οποία δεν μπορούν να ικανοποιηθούν στο πλαίσιο του υφιστάμενου θεσμικού συστήματος». Εντέλει, εμφανίζεται κάποιος στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, ο οποίος απορρίπτει τους μεσάζοντες, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στον ηγέτη και τους πολίτες και αυτοπαρουσιάζεται ως άμεσος εκπρόσωπος του «λαού». Πέραν της Ελλάδας του 1980, ο Λακλάου παραθέτει και το παράδειγμα του Περονισμού στην Αργεντινή, αλλά και των ΗΠΑ στα τέλη του 19ου αιώνα.
Σε αντίθεση με τις εδραιωμένες πεποιθήσεις, ο Λακλάου δεν αποδίδει αρνητικό περιεχόμενο στην έννοια του λαϊκισμού, ούτε θεωρεί απαραίτητα τους χαρισματικούς ηγέτες επικίνδυνους και λαοπλάνους: «Ο πιο χαρισματικός ηγέτης του 20ού αιώνα ήταν ο Ντε Γκωλ και δεν θυμάμαι κανέναν να τον χαρακτήρισε απειλή για τη δημοκρατία», σημειώνει. Προσθέτει μάλιστα πως ο Μπαράκ Ομπάμα κατάφερε να κινητοποιήσει ομάδες του αμερικανικού πληθυσμού που δεν είχαν μέχρι σήμερα συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα και να κερδίσει τις εκλογές, χάρη ακριβώς στη λαϊκιστική του ρητορική. Πέραν αυτού, ο απόλυτος τεχνοκρατισμός θα οδηγούσε σε μία κατάσταση κατά την οποία δεν θα παρατηρούνταν ουδεμία κοινωνική κινητικότητα. Εν ολίγοις, στις κοινωνίες των ειδικών και των τεχνοκρατών, δεν υπάρχει χώρος ούτε για πολιτική ούτε για δημοκρατία, ενώ οι κοινωνίες του ακραίου λαϊκισμού και της πλήρους απαξίωσης των θεσμών οδηγούν στη θηριωδία, όπως άλλωστε συνέβη στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πάντως, η ιδέα της διακυβέρνησης από τεχνοκράτες, ή έστω τεχνοκρατικής νοοτροπίας πολιτικούς, φαίνεται σε πολλούς ελκυστική, ιδιαίτερα σε χώρες, όπου η αναποτελεσματικότητα του κράτους έχει λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, όπως η Ελλάδα. Η εν λόγω άποψη έχει υιοθετηθεί και από αρκετούς Αμερικανούς πολιτικούς επιστήμονες, όπως ο Σάμιουελ Χάντιγκτον, ο οποίος υποστηρίζει ότι μόνο οι κεντρικές πολιτικές επιλογές πρέπει να επαφίενται στην κρίση των πολιτών, ενώ οι υποθέσεις της καθημερινότητας θα διεκπεραιώνονται από τους τεχνοκράτες. Ο Λακλάου δηλώνει ιδιαίτερα επιφυλακτικός απέναντι σε αυτήν τη θέση: «Πρόκειται για μια βαθιά αντιδημοκρατική αντίληψη των πραγμάτων, που έχει τις ρίζες της στην Πολιτεία του Πλάτωνα και πρεσβεύει ότι μόνο οι γνωρίζοντες μπορούν να έχουν πολιτική άποψη. Αυτό ήταν και το όραμα του Μαρξ για την κομμουνιστική ουτοπία, όπου τη διακυβέρνηση των ανθρώπων θα αντικαθιστούσε η διαχείριση των πραγμάτων. Καλό θα είναι όμως να είμαστε καχύποπτοι απέναντι σε τέτοιες απόψεις, αφού καταργούν τον πολιτικό ανταγωνισμό, την ουσία της ίδιας της πολιτικής. Από την άλλη πλευρά, ο απόλυτος λαϊκισμός, μια κοινωνία δηλαδή σε συνεχή κινητοποίηση, χωρίς καμία θεσμική σταθερότητα δεν αποτελεί τίποτε λιγότερο από μία συνταγή χάους».
Η Ευρωπαϊκή Ενωση
Η ανισορροπία μεταξύ λαϊκισμού και θεσμικής σταθερότητας στην Ε. Ε. θα μπορούσε να θεωρηθεί και βασική αιτία της απάθειας των πολιτών απέναντι στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και της κρίσης της Κεντροαριστεράς. Η πλάστιγγα έχει γείρει υπέρ των τεχνοκρατών σε τέτοιο βαθμό που οι πολίτες θεωρούν ότι η προσέλευση στις κάλπες, η ένταξη σε συνδικάτα, η οποιαδήποτε συμμετοχή στις δημοκρατικές διαδικασίες έχει ελάχιστη σημασία. Εδραιώνεται σταδιακά η πεποίθηση ότι υπάρχει μόνο ένας τρόπος να κυβερνηθεί η Ε. Ε. (αλλά και τα κράτη–μέλη της) και αυτός ο τρόπος είναι γνωστός μόνο στους τεχνοκράτες. Οι Βρυξέλλες μετατρέπονται σε ένα μικρόκοσμο «ειδικών», όπου ελάχιστοι έχουν πρόσβαση. Οσες κοινωνικές ομάδες έχουν ανικανοποίητα αιτήματα –δίκαια ή άδικα– και οι απογοητευμένοι στρέφονται εν τέλει σε κόμματα που απαξιώνουν πλήρως τους θεσμούς και μοιάζουν επικίνδυνα σε εκείνο που κατέλυσε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Η Κεντροαριστερά δεν πείθει ακόμη κι όταν είναι αντιπολίτευση, αφού έχει ενστερνιστεί πλήρως την ιδέα του «μονόδρομου». Ο μόνος τρόπος να ανακάμψει, καταλήγει ο Λακλάου, είναι να ανακαλύψει τον δικό της Ομπάμα.
Πηγή: εφημερίδα «Η Καθημερινή», 12 Ιουλίου 2009
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_12/07/2009_321942
Γ.
Ενθέματα
Λαϊκισμός: έγκλημα ή διέξοδος;
Γιώργος Κατσαμπέκης και Γιάννης Σταυρακάκης
«Όμως μέσα στο κομματικό σύστημα ελλόχευε μία ωρολογιακή βόμβα: O λαϊκισμός»
Γιάννης Λούλης («Ημερησία», 6 Νοεμβρίου 2010)
Λαϊκισμός: έγκλημα ή διέξοδος;
Γιώργος Κατσαμπέκης και Γιάννης Σταυρακάκης
«Όμως μέσα στο κομματικό σύστημα ελλόχευε μία ωρολογιακή βόμβα: O λαϊκισμός»
Γιάννης Λούλης («Ημερησία», 6 Νοεμβρίου 2010)
«Αν ο λαϊκισμός ήταν θρησκεία, η Ελλάδα θα ήταν Πακιστάν»
Στέφανος Κασιμάτης («Η Καθημερινή», 22 Σεπτεμβίου 2010)
«Λαϊκισμός: 1. α. Πολιτική φιλοσοφία που υποστηρίζει τα δικαιώματα και την εξουσία του λαού στην πάλη του ενάντια στην προνομιούχο ελίτ. β. Το κίνημα που οργανώνεται γύρω από αυτή τη φιλοσοφία. […]»
American Heritage Dictionary
Κάτι τρέχει με τον λαϊκισμό. Γιατί τροφοδοτεί άραγε συνεχώς ανησυχητικές διατυπώσεις, όπως οι δύο πρώτες παραπάνω; Φαίνεται πως δεν περνά ούτε μέρα που να μην διαβάσουμε κάτι γι’ αυτήν την τρομερή αρρώστια της πολιτικής που κατατρώει τη δημοκρατία μας και απειλεί να εκραγεί ως βόμβα στα χέρια του πολιτικού συστήματος που τον ανέθρεψε, οδηγώντας μας όλους στο χάος. Ιδού λοιπόν ο εχθρός! Ο λαϊκισμός! Αυτός υποτίθεται πως φταίει διαχρονικά για όλα τα δεινά μας και σίγουρα για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει σήμερα η χώρα. Δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο βεβαίως. Ως γνωστόν, οι πολιτικοί –τόσο της χώρας μας όσο και οι ομόλογοί τους σε πολλές δημοκρατίες της Ευρώπης– δε χάνουν ευκαιρία να μιλήσουν για τον εγκληματικό λαϊκισμό του αντιπάλου (προσοχή εδώ: πάντα του αντιπάλου) σε αντίθεση με τη δική τους «υπεύθυνη» στάση που συνήθως παραπέμπει σε μια αγιοποιημένη πια έννοια της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης στο πολιτικό κέντρο. Δεν ήταν τυχαίο το δίλημμα προ του οποίου μας έθετε, πριν από λίγο μόνον καιρό και συγκεκριμένα στις ευρωεκλογές του 2009, η Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή και το οποίο αξίζει να θυμηθούμε: «Λαϊκισμός ή Υπευθυνότητα». Το εν λόγω δίλημμα αποτέλεσε την αποκρυστάλλωση αυτής ακριβώς της λογικής. Και η ειρωνεία είναι πως, ακόμα και αν δεν τέθηκε ρητά, προ αυτού του διλήμματος μας έθεσε πολύ πρόσφατα και η σημερινή κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές: «είτε υποκύπτετε (εσείς, ο λαός) στον λαϊκισμό του αντι-μνημονιακού μπλοκ, είτε τηρείτε μια υπεύθυνη πατριωτική στάση και ανανεώνετε την εμπιστοσύνη σας στην κυβέρνηση». Αυτό δεν ειπώθηκε με λίγα λόγια;
Δεδομένης της προνομιακής θέσης που κατέχει ο όρος στο λεξιλόγιό μας, πώς οριοθετείται σήμερα το νοηματικό εύρος του «λαϊκισμού»; Στον εγχώριο πολιτικό και δημοσιογραφικό λόγο, ο λαϊκιστής έχει ταυτιστεί σε μεγάλο βαθμό (αν όχι απόλυτα) με τον«δημαγωγό» ή τον «δημοκόπο». Για να το θέσουμε με όσο το δυνατόν απλούστερους όρους, αποδίδεται σε εκείνους τους πολιτικούς (αν και όχι μόνον σε πολιτικούς) που κολακεύουν αφειδώς το λαό, υποσχόμενοι πράγματα τα οποία δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν. Σε εκείνους που καθορίζουν ακόμα και τις μεσοπρόθεσμες πολιτικές τους με βάση τη λογική της εξασφάλισης μερικών ψήφων παραπάνω σε κάποιες επερχόμενες εκλογές (σχετική εδώ και η περιβόητη «παροχολογία», σχεδόν συνώνυμη –όσον αφορά τα εγχώρια– του λαϊκισμού, όπως και η συζήτηση περί «πολιτικού κόστους»). Κανείς φυσικά δεν μπορεί να νομιμοποιεί αυτά τα φαινόμενα. Γιατί, όμως, οι διάφοροι πολιτικοί και δημοσιολόγοι δεν χρησιμοποιούν άλλους, πιο ταιριαστούς ίσως για την περιγραφή τους, όρους, όπως «δημαγωγός», «λαοπλάνος» ή και «λαοκόλακας»;
Μήπως, τελικά, η αποκλειστική ταύτιση του «λαϊκισμού» με αυτές τις (υπαρκτές) παθογένειες της δημοκρατίας μάς κάνει να παραβλέπουμε κάποιες άλλες ουσιώδειςπτυχές του; Μήπως περιορίζει ασφυκτικά το νοηματικό εύρος μιας πολύσημης πολιτικής κατηγορίας; Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η συντριπτική πλειοψηφία πολιτικών, δημοσιογράφων και λοιπών αρθρογράφων, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις πως ο λαϊκισμός, στην ευρύτερη έννοια του, δε φέρει κανένα «πρόσημο» εκ των προτέρων, δεν είναι απαραίτητα ούτε καλός ούτε κακός. Όπως ακριβώς δε μπορούμε να φανταστούμε τον δήμο της δημοκρατίας χωρίς λαό, κάπως έτσι φαίνεται εξίσου δύσκολο να μιλήσουμε για δημοκρατική πολιτική χωρίς λαϊκισμό, χωρίς δηλαδή μορφές πολιτικού λόγου που επικαλούνται και θέτουν τον «λαό» ως σημείο αναφοράς, ως προνομιακό υποκείμενο, ως βάση νομιμοποίησης και συμβολικό μοχλό διεκδικήσεων. Εξάλλου, στο όνομα του λαού δεν γράφονται τα συντάγματα; Στο όνομα του λαού δεν ασκείται η πολιτική εξουσία; Στη νομιμοποίηση του λαού δεν «πατάνε» οι δημοκρατίες; Κοινότοπα, απλουστευτικά, ίσως και ρομαντικά όλα αυτά, θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς, αλλά αξίζει να υπενθυμιστούν, γιατί αυτό που συμβαίνει παράλληλα είναι ακριβώς η κυριαρχία μιας ,τρόπον τινά, αντι-λαϊκιστικής λογικής, που –συνειδητά ή ασυνείδητα, από πρόθεση ή από σπόντα– θέτει τον λαό στο περιθώριο. Μιας υπερβολικά τεχνοκρατικής αντίληψης για την πολιτική, που την υποβιβάζει σε απλή διαχειριστική υποχρέωση, γυμνή από τα στοιχεία της διαφορικής επιλογής, της ανοιχτής δημοκρατικής απόφασης, έρμαιο «αντικειμενικών» γνωματεύσεων και υποδείξεων των κάθε λογής «ειδικών» και «τεχνοκρατών», από τους επικοινωνιολόγους μέχρι τους «ανεξάρτητους» κεντρικούς τραπεζίτες, που πάντα ξέρουν καλύτερα, πριν από μάς για μάς. Δεν καταλήγουμε, όμως, έτσι σε μια απο-πολιτικοποιημένη δημοκρατία –μια μεταδημοκρατία θα πει ο Colin Crouch [1]–, μια δημοκρατία που προσιδιάζει απλώς σε ταξινομική συνθήκη, σε αστυνομική (με την έννοια που χρησιμοποιεί τον όρο ο Jacques Rancière [2]) λειτουργία ή διοικητική υποχρέωση; Μια μεταδημοκρατία όπου ο πολίτης και το λαϊκό-δημοκρατικό υποκείμενο αντικαθίστανται από τον «πελάτη» μιας στοχευμένηςπολιτικής εκστρατείας, τον παθητικό καταναλωτή ενός πολιτικού «προϊόντος» ή ακόμα και τον (δια της αποχής πλέον εκφραζόμενο) εκλογικό «όμηρο» μιας ανοιχτά πια διακηρυγμένης «κατάστασης εκτάκτου ανάγκης»;
Ως διχοτομική θεώρηση του κοινωνικού (ως χάραξη ενός ορίου και οριοθέτηση διακριτών πολιτικών επιλογών) και άρα ως διαδικασία γέννησης (ρηματικής κατασκευής και συναισθηματικής επένδυσης) ενός συλλογικού «εμείς» απέναντι σε ένα «αυτοί», ο λαϊκισμός αποτελεί πυρηνικό στοιχείο της διάστασης του πολιτικού. Εντοπίζεται δηλαδή στο επίκεντρο των οντολογικών προϋποθέσεων της πολιτικής στην δημοκρατική της προοπτική (διαφορά, αντίθεση, ανταγωνισμός, αγωνισμός). Οι ιδιαίτερες μορφές στις οποίες ενδέχεται να εκβάλει ένας λαϊκιστικός λόγος είναι, βέβαια, ένα άλλο ζήτημα˙ μπορεί να εμφανιστεί δηλαδή με διάφορα και ετερόκλητα περιεχόμενα, ανάλογα πάντα με τα οικονομικά και κοινωνικοπολιτικά συγκείμενα της ανάδυσής του και από αυτά επομένως εξαρτάται και το ιδιαίτερο ιστορικό φορτίο του εκάστοτε λαϊκισμού (π.χ. ένας ακροδεξιός λαϊκισμός της εθνικής καθαρότητας και περιχαράκωσης δε θα μπορούσε να αποτιμηθεί το ίδιο με έναν λαϊκισμό που συνδέεται με ένα εξισωτικό, χειραφετητικό πρόγραμμα και την είσοδο ευρύτερων αποκλεισμένων μαζών και στρωμάτων στην πολιτική). Υπάρχουν έτσι, στην διεθνή εμπειρία, λαϊκισμοί αντι-θεσμικοί (αρχηγικοί, αυταρχικοί) και θεσμικοί (που παράγουν νέους θεσμούς δημοκρατικής συμμετοχής και εκπροσώπησης και λειτουργούν ως δίαυλοι διεκδίκησης δικαιωμάτων από αποκλεισμένους τομείς της κοινωνίας πολιτών), βίαια ανταγωνιστικοί και αγωνιστικοί (για να αναφερθούμε στην σημαντική έννοια της Chantal Mouffe [3]), αντιδραστικοί και προοδευτικοί, χοντροκομμένοι και σοφιστικέ, «χυδαίοι» και «ευγενείς»· «λαϊκισμοί στους δρόμους» και «λαϊκισμοί στην εξουσία» [4], λαϊκισμοί «από τα πάνω» και λαϊκισμοί «από τα κάτω»[5]. Έτσι, επίδικο αντικείμενο δεν θα πρέπει να είναι η ίδια η ύπαρξη του λαϊκισμού. Επίδικο αντικείμενο είναι το συγκεκριμένο (δημοκρατικό ή αντιδημοκρατικό) φορτίο του εκάστοτε λαϊκισμού, το οποίο δεν πρέπει να προδικάζεται εκ των προτέρων ως αρνητικό (ούτε βέβαια και ως απαραίτητα θετικό). Οφείλουμε, με άλλα λόγια, να ξεπεράσουμε ηθικιστικές καταδίκες και εξιδανικευτικές συνηγορίες. Όσο υπάρχει δημοκρατία και συγκροτείται λαός, τόσο θα υπάρχει και πολιτικός λόγος συναρθρωμένος με αναφορά στον λαό αυτό και στις διάφορες συμβολικέςεκφάνσεις του – και αντίστροφα. Κι αυτό, κάποιες φορές, όχι μόνο δεν αποτελεί κίνδυνο γιατη δημοκρατία, αλλά μπορεί να συνιστά και όρο αναζωογόνησής της [6]. Σίγουρα όχι επαρκή, αλλά συχνά αναγκαίο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, σε πρόσφατο κείμενό του για την οικονομική κρίση και την Ευρώπη, ο Étienne Balibar δεν βλέπει άλλη διέξοδο για μια προοδευτική αναζωογόνηση της ευρωπαϊκής δημο-κρατικής πολιτικής, από την άρθρωση μιας ευρείας συμμαχίας: ενός πανευρωπαϊκού λαϊκισμού[7].
[1] Βλ. Κόλιν Κράουτς, «Μεταδημοκρατία», μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Εκκρεμές, Αθήνα 2006.
[2] Βλ. Jacques Rancière, «Το μίσος για τη δημοκρατία», μτφρ. Βίκυ Ιακώβου, Πεδίο, Αθήνα 2009.
[3] Για την έννοια του «αγωνισμού» βλ. Chantal Mouffe, «Το δημοκρατικό παράδοξο», μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Πόλις, Αθήνα 2004, σ. 183-191, και της ιδίας, «Επί του πολιτικού», μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Εκκρεμές, Αθήνα 2010, σ. 28-30.
[4] Francisco Panizza, “Neopopulism and its Limits in Collor’s Brazil” Bulletin of Latin American Research, τόμ. 19, τεύχ. 2, 2000, σελ. 190.
[5] Susanne Gratius, “The ‘Third Wave of Populism’ in Latin America”, Working Paper αρ. 45, FRIDE, Μαδρίτη 2007, σελ. 20.
[6] Προς αυτή την κατεύθυνση, της κριτικής αποτίμησης και κατανόησης της οπωσδήποτε αμφίσημης, αλλά και ίσως κρίσιμης, σχέσης λαϊκισμού και δημοκρατίας, κινείται και ο φάκελος που αφιερώνει στο θέμα αυτό το τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Σύγχρονα Θέματα» που μόλις κυκλοφόρησε (τεύχος 110) και όπου μεταφράζονται πρόσφατα κείμενα των πιο σημαντικών στη διεθνή βιβλιογραφία μελετητών του λαϊκιστικού φαινομένου, του Ernesto Laclau και της Margaret Canovan (είναι μάλιστα η πρώτη φορά που μεταφράζεται στα ελληνικά κείμενο της αγγλίδας θεωρητικού). Κείμενα που ίσως αξίζει να διαβαστούν και να εμπλουτίσουν την συζήτηση και στην εγχώρια δημόσια σφαίρα.
[7] Βλ. σχετικά Étienne Balibar, «Κρίση της Ευρώπης, τέλος της Ευρώπης; Έξι θέσεις», Κυριακάτικη Αυγή (Ενθέματα), 13/6/2010.
Πηγή: εφημερίδα «Κυριακάτικη Αυγή», 19 Δεκεμβρίου 2010
http://www.scribd.com/doc/45784745/%CE%9B%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CE%AD%CE%B3%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CE%AE-%CE%B4%CE%B9%CE%AD%CE%BE%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%82-%CE%9A%CE%B1%CF%84%CF%83%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%AD%CE%BA%CE%B7%CF%82-%CE%A3%CF%84%CE%B1%CF%85%CF%81%CE%B1%CE%BA%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82-2010-Populism-crime-or-resource-Katsambekis-Stavrakakis-2010
Δ.
Στέφανος Κασιμάτης («Η Καθημερινή», 22 Σεπτεμβίου 2010)
«Λαϊκισμός: 1. α. Πολιτική φιλοσοφία που υποστηρίζει τα δικαιώματα και την εξουσία του λαού στην πάλη του ενάντια στην προνομιούχο ελίτ. β. Το κίνημα που οργανώνεται γύρω από αυτή τη φιλοσοφία. […]»
American Heritage Dictionary
Κάτι τρέχει με τον λαϊκισμό. Γιατί τροφοδοτεί άραγε συνεχώς ανησυχητικές διατυπώσεις, όπως οι δύο πρώτες παραπάνω; Φαίνεται πως δεν περνά ούτε μέρα που να μην διαβάσουμε κάτι γι’ αυτήν την τρομερή αρρώστια της πολιτικής που κατατρώει τη δημοκρατία μας και απειλεί να εκραγεί ως βόμβα στα χέρια του πολιτικού συστήματος που τον ανέθρεψε, οδηγώντας μας όλους στο χάος. Ιδού λοιπόν ο εχθρός! Ο λαϊκισμός! Αυτός υποτίθεται πως φταίει διαχρονικά για όλα τα δεινά μας και σίγουρα για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει σήμερα η χώρα. Δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο βεβαίως. Ως γνωστόν, οι πολιτικοί –τόσο της χώρας μας όσο και οι ομόλογοί τους σε πολλές δημοκρατίες της Ευρώπης– δε χάνουν ευκαιρία να μιλήσουν για τον εγκληματικό λαϊκισμό του αντιπάλου (προσοχή εδώ: πάντα του αντιπάλου) σε αντίθεση με τη δική τους «υπεύθυνη» στάση που συνήθως παραπέμπει σε μια αγιοποιημένη πια έννοια της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης στο πολιτικό κέντρο. Δεν ήταν τυχαίο το δίλημμα προ του οποίου μας έθετε, πριν από λίγο μόνον καιρό και συγκεκριμένα στις ευρωεκλογές του 2009, η Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή και το οποίο αξίζει να θυμηθούμε: «Λαϊκισμός ή Υπευθυνότητα». Το εν λόγω δίλημμα αποτέλεσε την αποκρυστάλλωση αυτής ακριβώς της λογικής. Και η ειρωνεία είναι πως, ακόμα και αν δεν τέθηκε ρητά, προ αυτού του διλήμματος μας έθεσε πολύ πρόσφατα και η σημερινή κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές: «είτε υποκύπτετε (εσείς, ο λαός) στον λαϊκισμό του αντι-μνημονιακού μπλοκ, είτε τηρείτε μια υπεύθυνη πατριωτική στάση και ανανεώνετε την εμπιστοσύνη σας στην κυβέρνηση». Αυτό δεν ειπώθηκε με λίγα λόγια;
Δεδομένης της προνομιακής θέσης που κατέχει ο όρος στο λεξιλόγιό μας, πώς οριοθετείται σήμερα το νοηματικό εύρος του «λαϊκισμού»; Στον εγχώριο πολιτικό και δημοσιογραφικό λόγο, ο λαϊκιστής έχει ταυτιστεί σε μεγάλο βαθμό (αν όχι απόλυτα) με τον«δημαγωγό» ή τον «δημοκόπο». Για να το θέσουμε με όσο το δυνατόν απλούστερους όρους, αποδίδεται σε εκείνους τους πολιτικούς (αν και όχι μόνον σε πολιτικούς) που κολακεύουν αφειδώς το λαό, υποσχόμενοι πράγματα τα οποία δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν. Σε εκείνους που καθορίζουν ακόμα και τις μεσοπρόθεσμες πολιτικές τους με βάση τη λογική της εξασφάλισης μερικών ψήφων παραπάνω σε κάποιες επερχόμενες εκλογές (σχετική εδώ και η περιβόητη «παροχολογία», σχεδόν συνώνυμη –όσον αφορά τα εγχώρια– του λαϊκισμού, όπως και η συζήτηση περί «πολιτικού κόστους»). Κανείς φυσικά δεν μπορεί να νομιμοποιεί αυτά τα φαινόμενα. Γιατί, όμως, οι διάφοροι πολιτικοί και δημοσιολόγοι δεν χρησιμοποιούν άλλους, πιο ταιριαστούς ίσως για την περιγραφή τους, όρους, όπως «δημαγωγός», «λαοπλάνος» ή και «λαοκόλακας»;
Μήπως, τελικά, η αποκλειστική ταύτιση του «λαϊκισμού» με αυτές τις (υπαρκτές) παθογένειες της δημοκρατίας μάς κάνει να παραβλέπουμε κάποιες άλλες ουσιώδειςπτυχές του; Μήπως περιορίζει ασφυκτικά το νοηματικό εύρος μιας πολύσημης πολιτικής κατηγορίας; Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η συντριπτική πλειοψηφία πολιτικών, δημοσιογράφων και λοιπών αρθρογράφων, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις πως ο λαϊκισμός, στην ευρύτερη έννοια του, δε φέρει κανένα «πρόσημο» εκ των προτέρων, δεν είναι απαραίτητα ούτε καλός ούτε κακός. Όπως ακριβώς δε μπορούμε να φανταστούμε τον δήμο της δημοκρατίας χωρίς λαό, κάπως έτσι φαίνεται εξίσου δύσκολο να μιλήσουμε για δημοκρατική πολιτική χωρίς λαϊκισμό, χωρίς δηλαδή μορφές πολιτικού λόγου που επικαλούνται και θέτουν τον «λαό» ως σημείο αναφοράς, ως προνομιακό υποκείμενο, ως βάση νομιμοποίησης και συμβολικό μοχλό διεκδικήσεων. Εξάλλου, στο όνομα του λαού δεν γράφονται τα συντάγματα; Στο όνομα του λαού δεν ασκείται η πολιτική εξουσία; Στη νομιμοποίηση του λαού δεν «πατάνε» οι δημοκρατίες; Κοινότοπα, απλουστευτικά, ίσως και ρομαντικά όλα αυτά, θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς, αλλά αξίζει να υπενθυμιστούν, γιατί αυτό που συμβαίνει παράλληλα είναι ακριβώς η κυριαρχία μιας ,τρόπον τινά, αντι-λαϊκιστικής λογικής, που –συνειδητά ή ασυνείδητα, από πρόθεση ή από σπόντα– θέτει τον λαό στο περιθώριο. Μιας υπερβολικά τεχνοκρατικής αντίληψης για την πολιτική, που την υποβιβάζει σε απλή διαχειριστική υποχρέωση, γυμνή από τα στοιχεία της διαφορικής επιλογής, της ανοιχτής δημοκρατικής απόφασης, έρμαιο «αντικειμενικών» γνωματεύσεων και υποδείξεων των κάθε λογής «ειδικών» και «τεχνοκρατών», από τους επικοινωνιολόγους μέχρι τους «ανεξάρτητους» κεντρικούς τραπεζίτες, που πάντα ξέρουν καλύτερα, πριν από μάς για μάς. Δεν καταλήγουμε, όμως, έτσι σε μια απο-πολιτικοποιημένη δημοκρατία –μια μεταδημοκρατία θα πει ο Colin Crouch [1]–, μια δημοκρατία που προσιδιάζει απλώς σε ταξινομική συνθήκη, σε αστυνομική (με την έννοια που χρησιμοποιεί τον όρο ο Jacques Rancière [2]) λειτουργία ή διοικητική υποχρέωση; Μια μεταδημοκρατία όπου ο πολίτης και το λαϊκό-δημοκρατικό υποκείμενο αντικαθίστανται από τον «πελάτη» μιας στοχευμένηςπολιτικής εκστρατείας, τον παθητικό καταναλωτή ενός πολιτικού «προϊόντος» ή ακόμα και τον (δια της αποχής πλέον εκφραζόμενο) εκλογικό «όμηρο» μιας ανοιχτά πια διακηρυγμένης «κατάστασης εκτάκτου ανάγκης»;
Ως διχοτομική θεώρηση του κοινωνικού (ως χάραξη ενός ορίου και οριοθέτηση διακριτών πολιτικών επιλογών) και άρα ως διαδικασία γέννησης (ρηματικής κατασκευής και συναισθηματικής επένδυσης) ενός συλλογικού «εμείς» απέναντι σε ένα «αυτοί», ο λαϊκισμός αποτελεί πυρηνικό στοιχείο της διάστασης του πολιτικού. Εντοπίζεται δηλαδή στο επίκεντρο των οντολογικών προϋποθέσεων της πολιτικής στην δημοκρατική της προοπτική (διαφορά, αντίθεση, ανταγωνισμός, αγωνισμός). Οι ιδιαίτερες μορφές στις οποίες ενδέχεται να εκβάλει ένας λαϊκιστικός λόγος είναι, βέβαια, ένα άλλο ζήτημα˙ μπορεί να εμφανιστεί δηλαδή με διάφορα και ετερόκλητα περιεχόμενα, ανάλογα πάντα με τα οικονομικά και κοινωνικοπολιτικά συγκείμενα της ανάδυσής του και από αυτά επομένως εξαρτάται και το ιδιαίτερο ιστορικό φορτίο του εκάστοτε λαϊκισμού (π.χ. ένας ακροδεξιός λαϊκισμός της εθνικής καθαρότητας και περιχαράκωσης δε θα μπορούσε να αποτιμηθεί το ίδιο με έναν λαϊκισμό που συνδέεται με ένα εξισωτικό, χειραφετητικό πρόγραμμα και την είσοδο ευρύτερων αποκλεισμένων μαζών και στρωμάτων στην πολιτική). Υπάρχουν έτσι, στην διεθνή εμπειρία, λαϊκισμοί αντι-θεσμικοί (αρχηγικοί, αυταρχικοί) και θεσμικοί (που παράγουν νέους θεσμούς δημοκρατικής συμμετοχής και εκπροσώπησης και λειτουργούν ως δίαυλοι διεκδίκησης δικαιωμάτων από αποκλεισμένους τομείς της κοινωνίας πολιτών), βίαια ανταγωνιστικοί και αγωνιστικοί (για να αναφερθούμε στην σημαντική έννοια της Chantal Mouffe [3]), αντιδραστικοί και προοδευτικοί, χοντροκομμένοι και σοφιστικέ, «χυδαίοι» και «ευγενείς»· «λαϊκισμοί στους δρόμους» και «λαϊκισμοί στην εξουσία» [4], λαϊκισμοί «από τα πάνω» και λαϊκισμοί «από τα κάτω»[5]. Έτσι, επίδικο αντικείμενο δεν θα πρέπει να είναι η ίδια η ύπαρξη του λαϊκισμού. Επίδικο αντικείμενο είναι το συγκεκριμένο (δημοκρατικό ή αντιδημοκρατικό) φορτίο του εκάστοτε λαϊκισμού, το οποίο δεν πρέπει να προδικάζεται εκ των προτέρων ως αρνητικό (ούτε βέβαια και ως απαραίτητα θετικό). Οφείλουμε, με άλλα λόγια, να ξεπεράσουμε ηθικιστικές καταδίκες και εξιδανικευτικές συνηγορίες. Όσο υπάρχει δημοκρατία και συγκροτείται λαός, τόσο θα υπάρχει και πολιτικός λόγος συναρθρωμένος με αναφορά στον λαό αυτό και στις διάφορες συμβολικέςεκφάνσεις του – και αντίστροφα. Κι αυτό, κάποιες φορές, όχι μόνο δεν αποτελεί κίνδυνο γιατη δημοκρατία, αλλά μπορεί να συνιστά και όρο αναζωογόνησής της [6]. Σίγουρα όχι επαρκή, αλλά συχνά αναγκαίο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, σε πρόσφατο κείμενό του για την οικονομική κρίση και την Ευρώπη, ο Étienne Balibar δεν βλέπει άλλη διέξοδο για μια προοδευτική αναζωογόνηση της ευρωπαϊκής δημο-κρατικής πολιτικής, από την άρθρωση μιας ευρείας συμμαχίας: ενός πανευρωπαϊκού λαϊκισμού[7].
[1] Βλ. Κόλιν Κράουτς, «Μεταδημοκρατία», μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Εκκρεμές, Αθήνα 2006.
[2] Βλ. Jacques Rancière, «Το μίσος για τη δημοκρατία», μτφρ. Βίκυ Ιακώβου, Πεδίο, Αθήνα 2009.
[3] Για την έννοια του «αγωνισμού» βλ. Chantal Mouffe, «Το δημοκρατικό παράδοξο», μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Πόλις, Αθήνα 2004, σ. 183-191, και της ιδίας, «Επί του πολιτικού», μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Εκκρεμές, Αθήνα 2010, σ. 28-30.
[4] Francisco Panizza, “Neopopulism and its Limits in Collor’s Brazil” Bulletin of Latin American Research, τόμ. 19, τεύχ. 2, 2000, σελ. 190.
[5] Susanne Gratius, “The ‘Third Wave of Populism’ in Latin America”, Working Paper αρ. 45, FRIDE, Μαδρίτη 2007, σελ. 20.
[6] Προς αυτή την κατεύθυνση, της κριτικής αποτίμησης και κατανόησης της οπωσδήποτε αμφίσημης, αλλά και ίσως κρίσιμης, σχέσης λαϊκισμού και δημοκρατίας, κινείται και ο φάκελος που αφιερώνει στο θέμα αυτό το τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Σύγχρονα Θέματα» που μόλις κυκλοφόρησε (τεύχος 110) και όπου μεταφράζονται πρόσφατα κείμενα των πιο σημαντικών στη διεθνή βιβλιογραφία μελετητών του λαϊκιστικού φαινομένου, του Ernesto Laclau και της Margaret Canovan (είναι μάλιστα η πρώτη φορά που μεταφράζεται στα ελληνικά κείμενο της αγγλίδας θεωρητικού). Κείμενα που ίσως αξίζει να διαβαστούν και να εμπλουτίσουν την συζήτηση και στην εγχώρια δημόσια σφαίρα.
[7] Βλ. σχετικά Étienne Balibar, «Κρίση της Ευρώπης, τέλος της Ευρώπης; Έξι θέσεις», Κυριακάτικη Αυγή (Ενθέματα), 13/6/2010.
Πηγή: εφημερίδα «Κυριακάτικη Αυγή», 19 Δεκεμβρίου 2010
http://www.scribd.com/doc/45784745/%CE%9B%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CE%AD%CE%B3%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CE%AE-%CE%B4%CE%B9%CE%AD%CE%BE%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%82-%CE%9A%CE%B1%CF%84%CF%83%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%AD%CE%BA%CE%B7%CF%82-%CE%A3%CF%84%CE%B1%CF%85%CF%81%CE%B1%CE%BA%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82-2010-Populism-crime-or-resource-Katsambekis-Stavrakakis-2010
Δ.
Ο αναγκαίος λαϊκισμός
Συνέντευξη με τον Ernesto Laclau
Η συνέντευξη που ακολουθεί δόθηκε τον Ιούνιο του 2008 στον Νίκο Χρυσολωρά, αλλά η σημερινή ευρωπαϊκή συγκυρία της χρηματοπιστωτικής κρίσης την καθιστά και πάλι επίκαιρη. Τι είναι και τι δεν είναι «λαϊκισμός»; Πόση αξία έχει ο κυρίαρχος απαξιωτικός για κάθε διεκδίκηση λόγος της εξουσίας; Τη συνέντευξη αναδημοσιεύουμε από το τελευταίο τεύχος (τ. 110) των «Σύγχρονων Θεμάτων», που περιλαμβάνει σχετικό αφιέρωμα στο λαϊκισμό με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα κείμενα.
Πότε ασχοληθήκατε για πρώτη φορά με το θέμα του λαϊκισμού και τι σας έκανε να επιστρέψετε σ’ αυτό στην πρόσφατη δουλειά σας;
Το πρώτο μου κείμενο για το λαϊκισμό δημοσιεύθηκε το 1977. Πρόκειται για τη μονογραφία Πολιτική και ιδεολογία στη μαρξιστική θεωρία [1]. Από τότε, βέβαια, ποτέ δεν εγκατέλειψα τη θεματική αυτή, η οποία θίγεται συχνά στα γραπτά μου. Στην ουσία, το βασικό ερευνητικό μου ενδιαφέρον υπήρξε πάντοτε η κατασκευή του λαού ως συλλογικού δρώντος. Τα κεντρικά παραδείγματα που χρησιμοποίησα προέρχονται από τη Λατινική Αμερική, αν και έχω αναφερθεί και σε μερικές περιπτώσεις από τη Δυτική Ευρώπη.
Πώς εξηγείται η δυναμική των λαϊκιστικών κομμάτων στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια;
Μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα, το επίκεντρο των κινητοποιήσεων εναντίον τού συστήματος εντοπιζόταν σε οργανώσεις της εργατικής τάξης. Στη συνέχεια, όμως, αυτός ο «κόσμος» άρχισε να αποσυντίθεται εξαιτίας της τάσης προς «τριτογενοποίηση» της ευρωπαϊκής οικονομίας (καθώς ο πλούτος παράγεται πλέον κυρίως από τον τομέα των υπηρεσιών). Οι «θύλακες» της εργατικής τάξης στις πόλεις έπαψαν να είναι αποτελεσματικοί στην αναπαραγωγή μιας «προλεταριακής» κουλτούρας. Έτσι, οι κοινωνικές συμμαχίες των μη προνομιούχων έλαβαν νέα μορφή, πολύ πιο ρευστή, αφού το ιδεολογικό της περιεχόμενο κινείται ενίοτε προς τα αριστερά και άλλοτε προς τα δεξιά. Οι επικλήσεις προς το «προλεταριάτο» δεν βρίσκουν πλέον ανταπόκριση, γιατί οι βιομηχανικοί εργάτες αποτελούν πολύ μικρό μέρος του εργατικού δυναμικού. Εν ολίγοις, η πολυδιάστατη έννοια του λαού αντικατέστησε εκείνη του προλεταριάτου στο επίκεντρο του αντισυστημικού/αντιπολιτευτικού πολιτικού λόγου.
Δηλαδή, η άνθηση του λαϊκισμού οφείλεται στην κρίση που διήλθαν παραδοσιακές μορφές κινητοποίησης της εργατικής τάξης;
Ναι. Για παράδειγμα, στη Γαλλία, μέχρι τη δεκαετία του 1960, υπήρχε κάτι που ονομαζόταν «ο κόσμος της αριστεράς». Ο όρος αναφέρεται σε εκείνο το πλέγμα των συνδικάτων, των θεσμών και των πολιτιστικών μορφών που προσέδιδε μια συγκεκριμένη ταυτότητα στην εργατική τάξη. Αυτό δεν υπάρχει πλέον.
Ο λαϊκισμός εντοπίζεται, όμως, σε αμφότερες τις πλευρές του ιδεολογικού φάσματος. Υπάρχουν ειδοποιοί διαφορές ανάμεσα στον «αριστερό» και τον «δεξιό» λαϊκισμό;
Υπάρχουν διαφορές ως προς το περιεχόμενο. Ωστόσο, η δομή του λαϊκιστικού λόγου και οι συνθήκες που γεννούν τον λαϊκισμό είναι κοινές. Για παράδειγμα, όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας αποφάσισε να συμμετάσχει στον κυβερνητικό συνασπισμό, η ψήφος διαμαρτυρίας μετακινήθηκε στα δεξιά. Πολλοί από τους σημερινούς ψηφοφόρους του Λε Πεν υπήρξαν στο παρελθόν υποστηρικτές του Κομμουνιστικού Κόμματος. Στη γαλλική πολιτική αργκό, το φαινόμενο αυτό ονομάζεται «αριστερός Λεπενισμός» (gauche lepenism).
Με δύο λόγια, τι ακριβώς σημαίνει λαϊκισμός;
Η λαϊκιστική λογική, είτε προέρχεται από τα αριστερά, είτε από τα δεξιά, έχει ένα και μόνο βασικό χαρακτηριστικό: τη διχοτόμηση του κοινωνικού πεδίου ανάμεσα στους «προνομιούχους» και τους «μη προνομιούχους». Ο λαϊκιστής απευθύνεται στους τελευταίους –παρακάμπτοντας το θεσμικό πλαίσιο της κοινωνίας– και ζητά την υποστήριξή τους, ώστε να ανατραπεί το υπάρχον «κατεστημένο». Αυτή είναι κλασική μορφή του λαϊκισμού.
Για παράδειγμα, στην Αργεντινή, πριν από την εμφάνιση του περονισμού, το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα βασιζόταν στις πελατειακές σχέσεις. Υπήρχαν τρία επίπεδα μεσαζόντων: στη βάση, υπήρχαν οι «puteros» [«νταβαντζήδες»], οι άνθρωποι του υποκόσμου που ήλεγχαν συγκεκριμένα σημεία της πόλης και δωροδοκούσαν τις αρχές όποτε ήθελαν κάποια εξυπηρέτηση. Αν ήθελες να προσληφθείς στο δημόσιο, να βρεις κρεβάτι στο νοσοκομείο, ή να ξεμπλέξεις με την αστυνομία, έπρεπε να απευθυνθείς σε αυτούς. Εσείς στην Ελλάδα, ξέρετε τι εννοώ. Στο δεύτερο επίπεδο υπήρχαν οι «caudillos» [«αξιωματικοί»], τα αφεντικά των puteros. Και στο τρίτο, οι «doctores» [«γιατροί»], η αστική τάξη των γιατρών, των δικηγόρων και των εμπόρων, οι οποίοι συνήθως εκλέγονταν σε θέσεις εξουσίας (π.χ. στη Γερουσία), με τη βοήθεια των caudillos. Σε αντάλλαγμα, μετά την εκλογή τους όφειλαν να ικανοποιούν τα αιτήματα των caudillos και των puteros. Έτσι, η πυραμίδα αναπαραγόταν επ’ αόριστον.
Με την οικονομική κρίση του 1930, όμως, τα αιτήματα της βάσης δεν μπορούσαν πλέον να ικανοποιηθούν από την κορυφή της πυραμίδας. Όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, ο λαϊκισμός αναπτύσσεται όταν συσσωρεύεται ένας μεγάλος όγκος κοινωνικών και οικονομικών αιτημάτων, τα οποία δεν μπορούν να ικανοποιηθούν στο πλαίσιο του υφιστάμενου πελατειακού θεσμικού συστήματος. Εντέλει, εμφανίζεται κάποιος στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, ο οποίος απορρίπτει τους μεσάζοντες, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στον ηγέτη και τους πολίτες, και αυτοπαρουσιάζεται ως άμεσος εκπρόσωπος του «λαού».
Αυτό συνέβη και με τον Περόν. Ανέβηκε στην εξουσία με την υπόσχεση ότι οι μεσάζοντες δεν θα είναι πλέον αναγκαίοι. Στην ουσία, αμφισβητήθηκε έτσι συνολικά η λογική του πελατειακού συστήματος εξουσίας.
Αντιδραστικός και προοδευτικός λαϊκισμός
Είπατε ότι ο λαϊκισμός απευθύνεται πάντα στους μη προνομιούχους. Αυτό σημαίνει και ότι κάθε πολιτικό πρόγραμμα που στοχεύει στη χειραφέτηση περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων είναι απαραιτήτως και λαϊκιστικό;
Σε ένα βαθμό, ναι. Υπάρχουν δύο ειδών πολιτικές διαδικασίες: στην πρώτη, παρατηρείται ευρεία κινητοποίηση των μαζών στη βάση εκείνου που έχουμε (μαζί με την Chantal Mouffe) ονομάσει «λογική της ισοδυναμίας», στο πλαίσιο της οποίας εμφανίζεται και ο λαϊκισμός. Στη δεύτερη, κυριαρχούν επιμέρους αιτήματα συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, τα οποία ικανοποιούνται από διαχειριστές πολιτικούς, στη βάση αυτού που αποκαλούμε «λογική της διαφοράς». Σε κάθε πολιτικό σύστημα οι δύο αυτές διαδικασίες συνυπάρχουν, σε διαφορετικές όμως αναλογίες. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα από την Ελλάδα, άλλες φορές επικρατούν ηγέτες όπως ο Αντρέας, άλλες φορές πολιτικοί όπως ο Σημίτης. Ο πρώτος αποτελεί ένα λαϊκιστικό πόλο και ο δεύτερος ένα θεσμικό πόλο. Η επικράτηση του ενός προσανατολισμού όμως δεν εξαφανίζει τον άλλον.
Επομένως, για εσάς ο λαϊκισμός δεν είναι έννοια με αρνητική σημασία.
Όχι, είναι ένας ουδέτερος όρος. Το κατά πόσον ο λαϊκισμός είναι αντιδραστικός ή προοδευτικός, εξαρτάται από το περιεχόμενο των αιτημάτων του και όχι από τη δομή του.
Πάντως, πολλοί φιλελεύθεροι και νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί στην Ελλάδα συχνά απορρίπτουν αιτήματα της αριστεράς με το επιχείρημα ότι είναι λαϊκιστικά.
Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Το ίδιο γίνεται και στη Λατινική Αμερική. Η Δεξιά δεν καταδικάζει ποτέ τα αυταρχικά λαϊκιστικά καθεστώτα, όταν αυτά εξυπηρετούν τους σκοπούς της. Από την άλλη πλευρά, σπεύδει να κατακεραυνώσει τον λαϊκισμό των προοδευτικών διακυβερνήσεων. Ωστόσο, η ιστορία της Λατινικής Αμερικής έχει αποδείξει ότι η δημοκρατία δεν κινδυνεύει από τους λαϊκιστές, αλλά από τους νεοφιλελεύθερους, οι οποίοι επέβαλαν δικτατορίες, προκειμένου να διασφαλίσουν την εφαρμογή ακραίων μονεταριστικών πολιτικών. Η Χιλή αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Το αντεπιχείρημα είναι ότι ο δεσμός που δημιουργείται ανάμεσα στον χαρισματικό λαϊκιστή ηγέτη και το λαό του είναι εγγενώς επικίνδυνος για τη δημοκρατία και τους θεσμούς της.
Όχι απαραίτητα. Ο πιο χαρισματικός ηγέτης του 20ού αιώνα ήταν ο Ντε Γκολ και δεν θυμάμαι κανέναν να τον χαρακτήρισε απειλή για τη δημοκρατία. Ο λαός αποκτά πάντα συναισθηματικό δέσιμο με τους ηγέτες του, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες όπου το κράτος και οι θεσμοί λειτουργούν τόσο παντοδύναμα που κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο. Αυτό όμως συμβαίνει σπάνια και συνήθως προϋποθέτει ότι η εξουσία βρίσκεται στα χέρια μιας απρόσωπης ολιγαρχίας γραφειοκρατών. Όταν κυβερνούν αυτοί οι τεχνοκράτες, τότε η πολιτική και η δημοκρατία καταργούνται. Εξίσου επικίνδυνη, από την άλλη πλευρά, είναι και η πλήρης απαξίωση των θεσμών, κάτι που συνέβη στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ταύτιση με τον ηγέτη είναι τόσο απόλυτη, που οδηγεί στη θηριωδία, όπως στην περίπτωση του Χίτλερ. Ο Φρόιντ περιγράφει με πολύ έξυπνο τρόπο τη διαφορά ανάμεσα στα δύο άκρα, στην Ψυχολογία των μαζών[2].
Η αναποτελεσματικότητα του κράτους στην Ελλάδα είναι παροιμιώδης, σε σημείο που κάποιοι θα εύχονταν να περάσει μέρος της καθημερινής διακυβέρνησης σε τεχνοκράτες…
Είμαι ιδιαίτερα καχύποπτος απέναντι σε αυτήν τη θέση. Η εν λόγω άποψη έχει υιοθετηθεί από αρκετούς Αμερικανούς πολιτικούς επιστήμονες, όπως ο Σάμιουελ Χάντιγκτον, ο οποίος υποστηρίζει ότι μόνον οι κεντρικές πολιτικές επιλογές πρέπει να επαφίενται στην κρίση των πολιτών, ενώ οι υποθέσεις της καθημερινότητας θα διεκπεραιώνονται από τους τεχνοκράτες. Πρόκειται για μια βαθιά αντιδημοκρατική αντίληψη των πραγμάτων, που έχει τις ρίζες της στην Πολιτεία του Πλάτωνα και πρεσβεύει ότι μόνο οι επαΐοντες μπορούν να έχουν πολιτική άποψη. Αυτό ήταν και το όραμα του Μαρξ για την κομμουνιστική ουτοπία, όπου τη διακυβέρνηση των ανθρώπων θα αντικαθιστούσε η διαχείριση των πραγμάτων. Καλό θα είναι όμως να είμαστε καχύποπτοι απέναντι σε τέτοιες απόψεις, αφού καταργούν τον πολιτικό ανταγωνισμό, την ουσία της ίδιας της πολιτικής. Από την άλλη πλευρά βέβαια, ο απόλυτος λαϊκισμός, μια κοινωνία δηλαδή σε συνεχή κινητοποίηση, χωρίς καμία θεσμική σταθερότητα, δεν αποτελεί τίποτε λιγότερο από μία συνταγή χάους.
Λατινική Αμερική, ΗΠΑ και Ευρώπη
Εντούτοις, ακόμη και κάποιοι στην ευρωπαϊκή αριστερά κατηγορούν τις σοσιαλιστικές κυβερνήσεις που πρόσφατα εξελέγησαν στην Λατινική Αμερική ως «λαϊκιστικές».
Αυτά είναι ανοησίες. Η Λατινική Αμερική πέρασε δύο μεγάλες κρίσεις. Οι στρατιωτικές δικτατορίες της ψυχροπολεμικής περιόδου κατέστρεψαν τον κοινωνικό ιστό, ενώ τα νεοφιλελεύθερα καθεστώτα της δεκαετίας του 1990 ολοκλήρωσαν το έργο των στρατηγών. Για να αναταχθεί λοιπόν το πολιτικό σύστημα, χρειαζόταν ευρεία κινητοποίηση των μαζών. Όπως εξήγησα και προηγουμένως, η κινητοποίηση αυτή επιτυγχάνεται μόνο μέσω του λαϊκισμού. Οι κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής συγκροτούν έναν κεντροαριστερό, κατ’ ουσίαν, λαϊκισμό.
Ένας άλλος πολιτικός που κατηγορείται για λαϊκισμό, είναι ο υποψήφιος Αμερικανός πρόεδρος, Μπαράκ Ομπάμα…
Αναμφισβήτητα, το λαϊκιστικό στοιχείο είναι εμφανές στη ρητορική του. Ήταν όμως αναγκαίο, προκειμένου να κινητοποιήσει ομάδες του πληθυσμού που δεν είχαν μέχρι σήμερα συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα.
Ταυτόχρονα, όμως, κατηγορήθηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας και για «ελιτισμό».
Δεν είναι περίεργο για τα αμερικανικά δεδομένα. Το κομβικό στοιχείο άλλωστε του δεξιού λαϊκισμού στις ΗΠΑ είναι ο «αντι-ελιτισμός». Αρχικά, βέβαια, στο τέλος του 19ου αιώνα, ο αμερικανικός λαϊκισμός αναπτύχθηκε στους κόλπους της αριστεράς. Επρόκειτο για έναν πολιτικό λόγο που υπογράμμιζε την αντίθεση ανάμεσα στον «ανθρωπάκο» και το «κεφάλαιο». Εντέλει ο λαϊκισμός της αριστεράς ηττήθηκε από την «Αμερική των Επιχειρήσεων» στις εκλογές του 1896, κάτι που καθόρισε την πορεία της χώρας για τις επόμενες δεκαετίες και μέχρι το New Deal. Ωστόσο, η θεματολογία του λαϊκισμού επιβίωσε στο συλλογικό φαντασιακό των ΗΠΑ. Από τη δεκαετία του 1950, παρατηρούμε μια σημαντική αλλαγή. Ο Μακάρθι, ο Γουάλας και αργότερα ο Νίξον και ο Ρέιγκαν απευθύνονται εκ νέου στον «ανθρωπάκο», αλλά δεν παρουσιάζουν ως εχθρό του το «κεφάλαιο», αλλά την προοδευτική φιλελεύθερη ελίτ της Ανατολικής Ακτής. Επί της ουσίας, όμως, το διακύβευμα των εκλογών του 2008 για την Αμερική είναι παρόμοιο με εκείνο των εκλογών του 1896.
Η Ευρωπαϊκή Αριστερά χρειάζεται να βρει τον δικό της Ομπάμα, προκειμένου να ανακτήσει την πολιτική ηγεμονία;
Κάποια στιγμή, θα αναγκαστούν να το κάνουν. Με τα σημερινά δεδομένα, τα κόμματα του λεγόμενου Τρίτου Δρόμου και του «ριζοσπαστικού κέντρου», τα οποία αποτελούνται από τεχνοκράτες, ελάχιστα διαφέρουν από τα νεοφιλελεύθερα κόμματα που κυβερνούν. Με αυτό το στελεχιακό δυναμικό, δεν νομίζω ότι μπορούν να πείσουν κανέναν για τις προθέσεις τους ως προς την καταπολέμηση της ανισότητας. Προς το παρόν όμως, δεν βλέπω κάποιον που να μπορεί να αναλάβει τον ρόλο της ανάταξης της αριστεράς, ούτε παρουσιάζονται συμπτώματα που θα μας έκαναν να αναμένουμε την ανάδειξη ενός επιτυχημένου προοδευτικού λαϊκισμού. Ο Πρόντι αποκλείεται, η Σεγκολέν προσπαθεί ανεπιτυχώς. Χρειάζεται μια πιο ριζοσπαστική λύση.
Θεωρείτε ότι η εν εξέλιξει πιστωτική κρίση αποτελεί σύμπτωμα μιας ριζοσπαστικοποίησης του καπιταλισμού, ο οποίος γίνεται όλο και πιο «βάρβαρος», ακόμη και στην Ευρώπη;
Αυτό που σίγουρα παρατηρούμε, είναι μια διάβρωση της θεσμικής τάξης των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Σε κάποιο σημείο, η διάβρωση αυτή θα φτάσει σε σημείο τήξης, όπου θα χρειαστεί η ριζοσπαστική ανασύνθεση της κοινωνίας. Ποιος θα επωμιστεί αυτήν την ανασύνθεση δεν είναι ακόμη σαφές.
Τελικώς, μήπως η Ευρωπαϊκή Αριστερά θα πρέπει να επανεξετάσει τις μαρξιστικές της ρίζες;
Αυτό που θα πρέπει να κρατήσουμε από τον Μαρξ είναι η κριτική απέναντι στην ανισότητα. Εντούτοις, οι κοινωνικές ανισότητες δεν περιορίζονται στις ταξικές διαφορές. Υπάρχουν και σε άλλα πεδία. Ο Μαρξ είναι λοιπόν ένας από τους προγόνους μας, δεν είναι ο πατέρας μας.
Σημειώσεις:
1. Ernesto Laclau, «Πολιτική και ιδεολογία στη μαρξιστική θεωρία», μτφ. Γρηγόρης Ανανιάδης, εκδ. Σύγχρονα Θέματα, Θεσσαλονίκη 1983.
2. Σ. Φρόιντ, «Ψυχολογία των μαζών», μτφ. Κλαίρη Τρικεριώτη, εκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1994.
Πηγή: Η Εποχή on line, Κυριακή, 05 Δεκεμβρίου 2010 19:21
http://www.epohi.gr/portal/theoria/8424-%CE%A3%CE%A5%CE%9D%CE%95%CE%9D%CE%A4%CE%95%CE%A5%CE%9E%CE%97-%CE%9C%CE%95-%CE%A4%CE%9F%CE%9D-%CE%95%CE%A1%CE%9D%CE%95%CE%A3%CE%A4%CE%9F-%CE%9B%CE%91%CE%9A%CE%9B%CE%91%CE%9F%CE%A5
Συνέντευξη με τον Ernesto Laclau
Η συνέντευξη που ακολουθεί δόθηκε τον Ιούνιο του 2008 στον Νίκο Χρυσολωρά, αλλά η σημερινή ευρωπαϊκή συγκυρία της χρηματοπιστωτικής κρίσης την καθιστά και πάλι επίκαιρη. Τι είναι και τι δεν είναι «λαϊκισμός»; Πόση αξία έχει ο κυρίαρχος απαξιωτικός για κάθε διεκδίκηση λόγος της εξουσίας; Τη συνέντευξη αναδημοσιεύουμε από το τελευταίο τεύχος (τ. 110) των «Σύγχρονων Θεμάτων», που περιλαμβάνει σχετικό αφιέρωμα στο λαϊκισμό με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα κείμενα.
Πότε ασχοληθήκατε για πρώτη φορά με το θέμα του λαϊκισμού και τι σας έκανε να επιστρέψετε σ’ αυτό στην πρόσφατη δουλειά σας;
Το πρώτο μου κείμενο για το λαϊκισμό δημοσιεύθηκε το 1977. Πρόκειται για τη μονογραφία Πολιτική και ιδεολογία στη μαρξιστική θεωρία [1]. Από τότε, βέβαια, ποτέ δεν εγκατέλειψα τη θεματική αυτή, η οποία θίγεται συχνά στα γραπτά μου. Στην ουσία, το βασικό ερευνητικό μου ενδιαφέρον υπήρξε πάντοτε η κατασκευή του λαού ως συλλογικού δρώντος. Τα κεντρικά παραδείγματα που χρησιμοποίησα προέρχονται από τη Λατινική Αμερική, αν και έχω αναφερθεί και σε μερικές περιπτώσεις από τη Δυτική Ευρώπη.
Πώς εξηγείται η δυναμική των λαϊκιστικών κομμάτων στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια;
Μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα, το επίκεντρο των κινητοποιήσεων εναντίον τού συστήματος εντοπιζόταν σε οργανώσεις της εργατικής τάξης. Στη συνέχεια, όμως, αυτός ο «κόσμος» άρχισε να αποσυντίθεται εξαιτίας της τάσης προς «τριτογενοποίηση» της ευρωπαϊκής οικονομίας (καθώς ο πλούτος παράγεται πλέον κυρίως από τον τομέα των υπηρεσιών). Οι «θύλακες» της εργατικής τάξης στις πόλεις έπαψαν να είναι αποτελεσματικοί στην αναπαραγωγή μιας «προλεταριακής» κουλτούρας. Έτσι, οι κοινωνικές συμμαχίες των μη προνομιούχων έλαβαν νέα μορφή, πολύ πιο ρευστή, αφού το ιδεολογικό της περιεχόμενο κινείται ενίοτε προς τα αριστερά και άλλοτε προς τα δεξιά. Οι επικλήσεις προς το «προλεταριάτο» δεν βρίσκουν πλέον ανταπόκριση, γιατί οι βιομηχανικοί εργάτες αποτελούν πολύ μικρό μέρος του εργατικού δυναμικού. Εν ολίγοις, η πολυδιάστατη έννοια του λαού αντικατέστησε εκείνη του προλεταριάτου στο επίκεντρο του αντισυστημικού/αντιπολιτευτικού πολιτικού λόγου.
Δηλαδή, η άνθηση του λαϊκισμού οφείλεται στην κρίση που διήλθαν παραδοσιακές μορφές κινητοποίησης της εργατικής τάξης;
Ναι. Για παράδειγμα, στη Γαλλία, μέχρι τη δεκαετία του 1960, υπήρχε κάτι που ονομαζόταν «ο κόσμος της αριστεράς». Ο όρος αναφέρεται σε εκείνο το πλέγμα των συνδικάτων, των θεσμών και των πολιτιστικών μορφών που προσέδιδε μια συγκεκριμένη ταυτότητα στην εργατική τάξη. Αυτό δεν υπάρχει πλέον.
Ο λαϊκισμός εντοπίζεται, όμως, σε αμφότερες τις πλευρές του ιδεολογικού φάσματος. Υπάρχουν ειδοποιοί διαφορές ανάμεσα στον «αριστερό» και τον «δεξιό» λαϊκισμό;
Υπάρχουν διαφορές ως προς το περιεχόμενο. Ωστόσο, η δομή του λαϊκιστικού λόγου και οι συνθήκες που γεννούν τον λαϊκισμό είναι κοινές. Για παράδειγμα, όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας αποφάσισε να συμμετάσχει στον κυβερνητικό συνασπισμό, η ψήφος διαμαρτυρίας μετακινήθηκε στα δεξιά. Πολλοί από τους σημερινούς ψηφοφόρους του Λε Πεν υπήρξαν στο παρελθόν υποστηρικτές του Κομμουνιστικού Κόμματος. Στη γαλλική πολιτική αργκό, το φαινόμενο αυτό ονομάζεται «αριστερός Λεπενισμός» (gauche lepenism).
Με δύο λόγια, τι ακριβώς σημαίνει λαϊκισμός;
Η λαϊκιστική λογική, είτε προέρχεται από τα αριστερά, είτε από τα δεξιά, έχει ένα και μόνο βασικό χαρακτηριστικό: τη διχοτόμηση του κοινωνικού πεδίου ανάμεσα στους «προνομιούχους» και τους «μη προνομιούχους». Ο λαϊκιστής απευθύνεται στους τελευταίους –παρακάμπτοντας το θεσμικό πλαίσιο της κοινωνίας– και ζητά την υποστήριξή τους, ώστε να ανατραπεί το υπάρχον «κατεστημένο». Αυτή είναι κλασική μορφή του λαϊκισμού.
Για παράδειγμα, στην Αργεντινή, πριν από την εμφάνιση του περονισμού, το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα βασιζόταν στις πελατειακές σχέσεις. Υπήρχαν τρία επίπεδα μεσαζόντων: στη βάση, υπήρχαν οι «puteros» [«νταβαντζήδες»], οι άνθρωποι του υποκόσμου που ήλεγχαν συγκεκριμένα σημεία της πόλης και δωροδοκούσαν τις αρχές όποτε ήθελαν κάποια εξυπηρέτηση. Αν ήθελες να προσληφθείς στο δημόσιο, να βρεις κρεβάτι στο νοσοκομείο, ή να ξεμπλέξεις με την αστυνομία, έπρεπε να απευθυνθείς σε αυτούς. Εσείς στην Ελλάδα, ξέρετε τι εννοώ. Στο δεύτερο επίπεδο υπήρχαν οι «caudillos» [«αξιωματικοί»], τα αφεντικά των puteros. Και στο τρίτο, οι «doctores» [«γιατροί»], η αστική τάξη των γιατρών, των δικηγόρων και των εμπόρων, οι οποίοι συνήθως εκλέγονταν σε θέσεις εξουσίας (π.χ. στη Γερουσία), με τη βοήθεια των caudillos. Σε αντάλλαγμα, μετά την εκλογή τους όφειλαν να ικανοποιούν τα αιτήματα των caudillos και των puteros. Έτσι, η πυραμίδα αναπαραγόταν επ’ αόριστον.
Με την οικονομική κρίση του 1930, όμως, τα αιτήματα της βάσης δεν μπορούσαν πλέον να ικανοποιηθούν από την κορυφή της πυραμίδας. Όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, ο λαϊκισμός αναπτύσσεται όταν συσσωρεύεται ένας μεγάλος όγκος κοινωνικών και οικονομικών αιτημάτων, τα οποία δεν μπορούν να ικανοποιηθούν στο πλαίσιο του υφιστάμενου πελατειακού θεσμικού συστήματος. Εντέλει, εμφανίζεται κάποιος στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, ο οποίος απορρίπτει τους μεσάζοντες, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στον ηγέτη και τους πολίτες, και αυτοπαρουσιάζεται ως άμεσος εκπρόσωπος του «λαού».
Αυτό συνέβη και με τον Περόν. Ανέβηκε στην εξουσία με την υπόσχεση ότι οι μεσάζοντες δεν θα είναι πλέον αναγκαίοι. Στην ουσία, αμφισβητήθηκε έτσι συνολικά η λογική του πελατειακού συστήματος εξουσίας.
Αντιδραστικός και προοδευτικός λαϊκισμός
Είπατε ότι ο λαϊκισμός απευθύνεται πάντα στους μη προνομιούχους. Αυτό σημαίνει και ότι κάθε πολιτικό πρόγραμμα που στοχεύει στη χειραφέτηση περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων είναι απαραιτήτως και λαϊκιστικό;
Σε ένα βαθμό, ναι. Υπάρχουν δύο ειδών πολιτικές διαδικασίες: στην πρώτη, παρατηρείται ευρεία κινητοποίηση των μαζών στη βάση εκείνου που έχουμε (μαζί με την Chantal Mouffe) ονομάσει «λογική της ισοδυναμίας», στο πλαίσιο της οποίας εμφανίζεται και ο λαϊκισμός. Στη δεύτερη, κυριαρχούν επιμέρους αιτήματα συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, τα οποία ικανοποιούνται από διαχειριστές πολιτικούς, στη βάση αυτού που αποκαλούμε «λογική της διαφοράς». Σε κάθε πολιτικό σύστημα οι δύο αυτές διαδικασίες συνυπάρχουν, σε διαφορετικές όμως αναλογίες. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα από την Ελλάδα, άλλες φορές επικρατούν ηγέτες όπως ο Αντρέας, άλλες φορές πολιτικοί όπως ο Σημίτης. Ο πρώτος αποτελεί ένα λαϊκιστικό πόλο και ο δεύτερος ένα θεσμικό πόλο. Η επικράτηση του ενός προσανατολισμού όμως δεν εξαφανίζει τον άλλον.
Επομένως, για εσάς ο λαϊκισμός δεν είναι έννοια με αρνητική σημασία.
Όχι, είναι ένας ουδέτερος όρος. Το κατά πόσον ο λαϊκισμός είναι αντιδραστικός ή προοδευτικός, εξαρτάται από το περιεχόμενο των αιτημάτων του και όχι από τη δομή του.
Πάντως, πολλοί φιλελεύθεροι και νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί στην Ελλάδα συχνά απορρίπτουν αιτήματα της αριστεράς με το επιχείρημα ότι είναι λαϊκιστικά.
Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Το ίδιο γίνεται και στη Λατινική Αμερική. Η Δεξιά δεν καταδικάζει ποτέ τα αυταρχικά λαϊκιστικά καθεστώτα, όταν αυτά εξυπηρετούν τους σκοπούς της. Από την άλλη πλευρά, σπεύδει να κατακεραυνώσει τον λαϊκισμό των προοδευτικών διακυβερνήσεων. Ωστόσο, η ιστορία της Λατινικής Αμερικής έχει αποδείξει ότι η δημοκρατία δεν κινδυνεύει από τους λαϊκιστές, αλλά από τους νεοφιλελεύθερους, οι οποίοι επέβαλαν δικτατορίες, προκειμένου να διασφαλίσουν την εφαρμογή ακραίων μονεταριστικών πολιτικών. Η Χιλή αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Το αντεπιχείρημα είναι ότι ο δεσμός που δημιουργείται ανάμεσα στον χαρισματικό λαϊκιστή ηγέτη και το λαό του είναι εγγενώς επικίνδυνος για τη δημοκρατία και τους θεσμούς της.
Όχι απαραίτητα. Ο πιο χαρισματικός ηγέτης του 20ού αιώνα ήταν ο Ντε Γκολ και δεν θυμάμαι κανέναν να τον χαρακτήρισε απειλή για τη δημοκρατία. Ο λαός αποκτά πάντα συναισθηματικό δέσιμο με τους ηγέτες του, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες όπου το κράτος και οι θεσμοί λειτουργούν τόσο παντοδύναμα που κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο. Αυτό όμως συμβαίνει σπάνια και συνήθως προϋποθέτει ότι η εξουσία βρίσκεται στα χέρια μιας απρόσωπης ολιγαρχίας γραφειοκρατών. Όταν κυβερνούν αυτοί οι τεχνοκράτες, τότε η πολιτική και η δημοκρατία καταργούνται. Εξίσου επικίνδυνη, από την άλλη πλευρά, είναι και η πλήρης απαξίωση των θεσμών, κάτι που συνέβη στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ταύτιση με τον ηγέτη είναι τόσο απόλυτη, που οδηγεί στη θηριωδία, όπως στην περίπτωση του Χίτλερ. Ο Φρόιντ περιγράφει με πολύ έξυπνο τρόπο τη διαφορά ανάμεσα στα δύο άκρα, στην Ψυχολογία των μαζών[2].
Η αναποτελεσματικότητα του κράτους στην Ελλάδα είναι παροιμιώδης, σε σημείο που κάποιοι θα εύχονταν να περάσει μέρος της καθημερινής διακυβέρνησης σε τεχνοκράτες…
Είμαι ιδιαίτερα καχύποπτος απέναντι σε αυτήν τη θέση. Η εν λόγω άποψη έχει υιοθετηθεί από αρκετούς Αμερικανούς πολιτικούς επιστήμονες, όπως ο Σάμιουελ Χάντιγκτον, ο οποίος υποστηρίζει ότι μόνον οι κεντρικές πολιτικές επιλογές πρέπει να επαφίενται στην κρίση των πολιτών, ενώ οι υποθέσεις της καθημερινότητας θα διεκπεραιώνονται από τους τεχνοκράτες. Πρόκειται για μια βαθιά αντιδημοκρατική αντίληψη των πραγμάτων, που έχει τις ρίζες της στην Πολιτεία του Πλάτωνα και πρεσβεύει ότι μόνο οι επαΐοντες μπορούν να έχουν πολιτική άποψη. Αυτό ήταν και το όραμα του Μαρξ για την κομμουνιστική ουτοπία, όπου τη διακυβέρνηση των ανθρώπων θα αντικαθιστούσε η διαχείριση των πραγμάτων. Καλό θα είναι όμως να είμαστε καχύποπτοι απέναντι σε τέτοιες απόψεις, αφού καταργούν τον πολιτικό ανταγωνισμό, την ουσία της ίδιας της πολιτικής. Από την άλλη πλευρά βέβαια, ο απόλυτος λαϊκισμός, μια κοινωνία δηλαδή σε συνεχή κινητοποίηση, χωρίς καμία θεσμική σταθερότητα, δεν αποτελεί τίποτε λιγότερο από μία συνταγή χάους.
Λατινική Αμερική, ΗΠΑ και Ευρώπη
Εντούτοις, ακόμη και κάποιοι στην ευρωπαϊκή αριστερά κατηγορούν τις σοσιαλιστικές κυβερνήσεις που πρόσφατα εξελέγησαν στην Λατινική Αμερική ως «λαϊκιστικές».
Αυτά είναι ανοησίες. Η Λατινική Αμερική πέρασε δύο μεγάλες κρίσεις. Οι στρατιωτικές δικτατορίες της ψυχροπολεμικής περιόδου κατέστρεψαν τον κοινωνικό ιστό, ενώ τα νεοφιλελεύθερα καθεστώτα της δεκαετίας του 1990 ολοκλήρωσαν το έργο των στρατηγών. Για να αναταχθεί λοιπόν το πολιτικό σύστημα, χρειαζόταν ευρεία κινητοποίηση των μαζών. Όπως εξήγησα και προηγουμένως, η κινητοποίηση αυτή επιτυγχάνεται μόνο μέσω του λαϊκισμού. Οι κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής συγκροτούν έναν κεντροαριστερό, κατ’ ουσίαν, λαϊκισμό.
Ένας άλλος πολιτικός που κατηγορείται για λαϊκισμό, είναι ο υποψήφιος Αμερικανός πρόεδρος, Μπαράκ Ομπάμα…
Αναμφισβήτητα, το λαϊκιστικό στοιχείο είναι εμφανές στη ρητορική του. Ήταν όμως αναγκαίο, προκειμένου να κινητοποιήσει ομάδες του πληθυσμού που δεν είχαν μέχρι σήμερα συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα.
Ταυτόχρονα, όμως, κατηγορήθηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας και για «ελιτισμό».
Δεν είναι περίεργο για τα αμερικανικά δεδομένα. Το κομβικό στοιχείο άλλωστε του δεξιού λαϊκισμού στις ΗΠΑ είναι ο «αντι-ελιτισμός». Αρχικά, βέβαια, στο τέλος του 19ου αιώνα, ο αμερικανικός λαϊκισμός αναπτύχθηκε στους κόλπους της αριστεράς. Επρόκειτο για έναν πολιτικό λόγο που υπογράμμιζε την αντίθεση ανάμεσα στον «ανθρωπάκο» και το «κεφάλαιο». Εντέλει ο λαϊκισμός της αριστεράς ηττήθηκε από την «Αμερική των Επιχειρήσεων» στις εκλογές του 1896, κάτι που καθόρισε την πορεία της χώρας για τις επόμενες δεκαετίες και μέχρι το New Deal. Ωστόσο, η θεματολογία του λαϊκισμού επιβίωσε στο συλλογικό φαντασιακό των ΗΠΑ. Από τη δεκαετία του 1950, παρατηρούμε μια σημαντική αλλαγή. Ο Μακάρθι, ο Γουάλας και αργότερα ο Νίξον και ο Ρέιγκαν απευθύνονται εκ νέου στον «ανθρωπάκο», αλλά δεν παρουσιάζουν ως εχθρό του το «κεφάλαιο», αλλά την προοδευτική φιλελεύθερη ελίτ της Ανατολικής Ακτής. Επί της ουσίας, όμως, το διακύβευμα των εκλογών του 2008 για την Αμερική είναι παρόμοιο με εκείνο των εκλογών του 1896.
Η Ευρωπαϊκή Αριστερά χρειάζεται να βρει τον δικό της Ομπάμα, προκειμένου να ανακτήσει την πολιτική ηγεμονία;
Κάποια στιγμή, θα αναγκαστούν να το κάνουν. Με τα σημερινά δεδομένα, τα κόμματα του λεγόμενου Τρίτου Δρόμου και του «ριζοσπαστικού κέντρου», τα οποία αποτελούνται από τεχνοκράτες, ελάχιστα διαφέρουν από τα νεοφιλελεύθερα κόμματα που κυβερνούν. Με αυτό το στελεχιακό δυναμικό, δεν νομίζω ότι μπορούν να πείσουν κανέναν για τις προθέσεις τους ως προς την καταπολέμηση της ανισότητας. Προς το παρόν όμως, δεν βλέπω κάποιον που να μπορεί να αναλάβει τον ρόλο της ανάταξης της αριστεράς, ούτε παρουσιάζονται συμπτώματα που θα μας έκαναν να αναμένουμε την ανάδειξη ενός επιτυχημένου προοδευτικού λαϊκισμού. Ο Πρόντι αποκλείεται, η Σεγκολέν προσπαθεί ανεπιτυχώς. Χρειάζεται μια πιο ριζοσπαστική λύση.
Θεωρείτε ότι η εν εξέλιξει πιστωτική κρίση αποτελεί σύμπτωμα μιας ριζοσπαστικοποίησης του καπιταλισμού, ο οποίος γίνεται όλο και πιο «βάρβαρος», ακόμη και στην Ευρώπη;
Αυτό που σίγουρα παρατηρούμε, είναι μια διάβρωση της θεσμικής τάξης των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Σε κάποιο σημείο, η διάβρωση αυτή θα φτάσει σε σημείο τήξης, όπου θα χρειαστεί η ριζοσπαστική ανασύνθεση της κοινωνίας. Ποιος θα επωμιστεί αυτήν την ανασύνθεση δεν είναι ακόμη σαφές.
Τελικώς, μήπως η Ευρωπαϊκή Αριστερά θα πρέπει να επανεξετάσει τις μαρξιστικές της ρίζες;
Αυτό που θα πρέπει να κρατήσουμε από τον Μαρξ είναι η κριτική απέναντι στην ανισότητα. Εντούτοις, οι κοινωνικές ανισότητες δεν περιορίζονται στις ταξικές διαφορές. Υπάρχουν και σε άλλα πεδία. Ο Μαρξ είναι λοιπόν ένας από τους προγόνους μας, δεν είναι ο πατέρας μας.
Σημειώσεις:
1. Ernesto Laclau, «Πολιτική και ιδεολογία στη μαρξιστική θεωρία», μτφ. Γρηγόρης Ανανιάδης, εκδ. Σύγχρονα Θέματα, Θεσσαλονίκη 1983.
2. Σ. Φρόιντ, «Ψυχολογία των μαζών», μτφ. Κλαίρη Τρικεριώτη, εκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1994.
Πηγή: Η Εποχή on line, Κυριακή, 05 Δεκεμβρίου 2010 19:21
http://www.epohi.gr/portal/theoria/8424-%CE%A3%CE%A5%CE%9D%CE%95%CE%9D%CE%A4%CE%95%CE%A5%CE%9E%CE%97-%CE%9C%CE%95-%CE%A4%CE%9F%CE%9D-%CE%95%CE%A1%CE%9D%CE%95%CE%A3%CE%A4%CE%9F-%CE%9B%CE%91%CE%9A%CE%9B%CE%91%CE%9F%CE%A5
Ε.
Λαϊκισμός
Λαϊκισμός είναι στάση που συναντάται στην πολιτική και στην τέχνη και που χαρακτηρίζεται από υπερβολική και μη αυθεντική λαϊκότητα.
Το επίθετο “λαϊκός” αναφέρεται σε αυτόν που προέρχεται από το λαό. Η “λαϊκότητα” στο χώρο της πολιτικής αναφέρεται στη συμμετοχή, την παρουσία του λαού στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας και ανύψωση του σε καθοριστικό παράγοντα της ιστορίας. Λαϊκισμός είναι η κατ’ επίφαση λαϊκότητα, δηλαδή αυτό που δείχνει λαϊκό ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι.
Λαϊκισμός, δημαγωγία και προπαγάνδα
Ο λαϊκισμός στηρίζεται στην εσκεμμένη ανειλικρίνεια (π.χ. στη διάδοση κάποιου θέματος που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα). Επίσης, ο λαϊκιστής πολιτευτής θέτει σκοπίμως ψευτοδιλήμματα, όπως “εχθροί ή φίλοι”, “ταραξίες ή φιλήσυχοι”, “αλλογενείς ή γηγενείς”, με απώτερο σκοπό την καλλιέργεια ανασφάλειας στο λαό, και την αυτοπροβολή του ίδιου σαν προστάτη και σωτήρα.
Κοντινές έννοιες είναι η δημαγωγία, η κολακεία των αδυναμιών και ελαττωμάτων του λαού και η υιοθέτηση θέσεων και τάσεων που τον ευχαριστούν και απαντούν στο συναίσθημά του χωρίς να τον ωφελούν ή που να τον βλάπτουν μακροπρόθεσμα, με μοναδικό πάντα σκοπό την εξασφάλιση της εύνοιάς του.
Μορφή λαϊκισμού αποτελεί και η προπαγάνδα.
Το επίθετο “λαϊκός” αναφέρεται σε αυτόν που προέρχεται από το λαό. Η “λαϊκότητα” στο χώρο της πολιτικής αναφέρεται στη συμμετοχή, την παρουσία του λαού στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας και ανύψωση του σε καθοριστικό παράγοντα της ιστορίας. Λαϊκισμός είναι η κατ’ επίφαση λαϊκότητα, δηλαδή αυτό που δείχνει λαϊκό ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι.
Λαϊκισμός, δημαγωγία και προπαγάνδα
Ο λαϊκισμός στηρίζεται στην εσκεμμένη ανειλικρίνεια (π.χ. στη διάδοση κάποιου θέματος που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα). Επίσης, ο λαϊκιστής πολιτευτής θέτει σκοπίμως ψευτοδιλήμματα, όπως “εχθροί ή φίλοι”, “ταραξίες ή φιλήσυχοι”, “αλλογενείς ή γηγενείς”, με απώτερο σκοπό την καλλιέργεια ανασφάλειας στο λαό, και την αυτοπροβολή του ίδιου σαν προστάτη και σωτήρα.
Κοντινές έννοιες είναι η δημαγωγία, η κολακεία των αδυναμιών και ελαττωμάτων του λαού και η υιοθέτηση θέσεων και τάσεων που τον ευχαριστούν και απαντούν στο συναίσθημά του χωρίς να τον ωφελούν ή που να τον βλάπτουν μακροπρόθεσμα, με μοναδικό πάντα σκοπό την εξασφάλιση της εύνοιάς του.
Μορφή λαϊκισμού αποτελεί και η προπαγάνδα.
Λαϊκισμός στην τέχνη
Ο λαϊκισμός παρατηρείται όχι μόνο στην πολιτική και τα ΜΜΕ. Παραδείγματος χάριν, συναντάται συχνά στη λογοτεχνία και τις τέχνες γενικότερα. Παρότι δε είναι συνήθως kitsch, μελοδραματικός και αγράμματος, ο λαϊκισμός είναι “αταξικός”, υπό την έννοια ότι διαπερνάει μορφωτικά, κοινωνικά και οικονομικά στρώματα.
Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια: Wikipedia
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82
Ο λαϊκισμός παρατηρείται όχι μόνο στην πολιτική και τα ΜΜΕ. Παραδείγματος χάριν, συναντάται συχνά στη λογοτεχνία και τις τέχνες γενικότερα. Παρότι δε είναι συνήθως kitsch, μελοδραματικός και αγράμματος, ο λαϊκισμός είναι “αταξικός”, υπό την έννοια ότι διαπερνάει μορφωτικά, κοινωνικά και οικονομικά στρώματα.
Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια: Wikipedia
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82
ΣΤ.
Λαϊκισμόςλαϊκισμός ο [laikizmós] Ο17: ιδεολογία ή στάση που εκφράζεται κυρίως στην πολιτική και στην τέχνη και που χαρακτηρίζεται από υπερβολική και μη αυθεντική λαϊκότητα: H πολιτική της κυβέρνησης / της αντιπολίτευσης κυριαρχείται από φτηνό λαϊκισμό. Ο ~ στην τέχνη πήρε τη μορφή της στείρας και συντηρητικής προσκόλλησης στη μεσαιωνική παράδοση.
[λόγ. λαϊκ(ός) -ισμός μτφρδ. αγγλ. populism]
Πηγή: Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%BB%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82&dq=
[λόγ. λαϊκ(ός) -ισμός μτφρδ. αγγλ. populism]
Πηγή: Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%BB%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82&dq=
Σκίτσο:"Populism, Participation & Electoral Politics"
http://www.ru.nl/politicologie/research/distributional-0/populism
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου