Φωτογραφίζοντας το «Μαύρο Σάββατο»
Εβδομήντα χρόνια μετά, ο Θεσσαλονικιός Ανδρέας Ασσαέλ ανακαλύπτει σε παζάρι το προσωπικό άλμπουμ ενός Γερμανού στρατιώτη
Γιώτα Mυρτσιώτη
Φωτογραφικό υλικό, άγνωστο ώς τώρα, που βρέθηκε στη Γερμανία, έρχεται να ρίξει περισσότερο φως σε μια πτυχή του εβραϊκού δράματος κατά τη γερμανική κατοχή στη Θεσσαλονίκη. Συγκλονιστικές εικόνες από τη συγκέντρωση για την εγγραφή στα καταναγκαστικά έργα της Ελλάδος, που είχαν επιβάλει οι δυνάμεις κατοχής, περιείχε το προσωπικό άλμπουμ ενός Γερμανού στρατιώτη και μάλιστα μουσικού. Σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά, οι εικόνες που τράβηξε ο ίδιος με τη μηχανή του στην πλατεία Ελευθερίας πριν και μετά την εγγραφή, έρχονται να προσθέσουν έναν ακόμη κρίκο σ’ ένα πικρό κεφάλαιο της εβραϊκής ιστορίας πριν από τη φρίκη της εξόντωσης στα στρατόπεδα Αουσβιτς - Μπιρκενάου.
Τις φωτογραφίες από το «Μαύρο Σάββατο», όπως αποκαλείται το Σάββατο της 11ης Ιουλίου του 1942, βρήκε ο Θεσσαλονικιός εβραϊκής καταγωγής Ανδρέας Ασσαέλ, σε γερμανικό παζάρι. Μοιράζοντας τον χρόνο του ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και τη Γερμανία, ως μανιώδης συλλέκτης φωτογραφιών πολέμου, περιπλανιέται συχνά στα flohmarkt. Το ίδιο έκανε και στις αρχές του περασμένου Ιουλίου. Ψάχνοντας για πολύτιμο αρχειακό υλικό, στάθηκε στο νοικοκυριό του πρώην Ανατολικογερμανού μουσικού. Ο παλαιοπώλης που κερδίζει ψίχουλα από τις «ζωές των άλλων», μόλις είχε καθαρίσει το σπίτι του μουσικού στην πόλη Μπούργκστετ, κοντά στο Κέμνιτς της Σαξονίας.
Το πάθος του Ελληνα συλλέκτη ξύπνησε μόλις διαπίστωσε ότι ένα από τα προσωπικά αντικείμενα του Γερμανού μουσικού, που κράτησε ώς τον θάνατό του, ήταν οι φωτογραφίες από τη στρατιωτική ζωή του στην Ελλάδα. Ο ενθουσιασμός έγινε ακόμη μεγαλύτερος όταν ανάμεσα στις φωτογραφίες ανακάλυψε τη σειρά με τα σπάνια ντοκουμέντα. Η χαρά για την απόκτηση μιας ακόμη συλλογής και μάλιστα αδημοσίευτης ήταν μεγάλη, αλλά η συγκίνησή του ανείπωτη τη στιγμή που, ανάμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος στην πλατεία Ελευθερίας, ο Ανδρέας Ασσαέλ διέκρινε τον πατέρα του, Ιωσήφ (Φρέντυ), όρθιο στην πρώτη σειρά.
Αγόρασε τις φωτογραφίες χωρίς δεύτερη σκέψη κι άρχισε να ξετυλίγει το νήμα από την αρχή. Γύρισε το ρολόι πίσω, έβαλε σε τάξη το υλικό και μαζί μ’ αυτό το ημερολόγιο της στρατιωτικής ζωής του Γερμανού μουσικού στην Ελλάδα την περίοδο της Κατοχής.
Καρέ καρέ η συγκέντρωση των Εβραίων
Ο νεαρός στρατιώτης Βέρνερ Ράνγκε, έπαιζε τρομπόνι και ήταν μέλος μπάντας σε μονάδα του Μηχανικού του γερμανικού στρατού. Εφτασε στη Θεσσαλονίκη –έπειτα από διαμονή στην Εδεσσα και την Καβάλα– τον Φεβρουάριο του 1942. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στις τρεις πόλεις της Μακεδονίας, με μια μηχανή (πιθανότατα Leica) απαθανατίζει εικόνες καθημερινής ζωής σε δρόμους και πλατείες.
Στη Θεσσαλονίκη, από το μπαλκόνι του σπιτιού του στην οδό Μητροπόλεως –δίπλα από το σημερινό Ολύμπιον– φωτογραφίζει την πλατεία Αριστοτέλους, την παλιά παραλία, τον Θερμαϊκό. Ποζάρει ο ίδιος στον φακό με τους στρατιώτες φίλους του. Φωτογραφίζει την μπάντα καθώς παιανίζει σε δρόμους, στην πλατεία Αριστοτέλους, σε κλειστές αίθουσες (πιθανότατα στο Βασιλικό), σε παραθαλάσσια ταβέρνα διασκεδάζοντας τον γερμανικό στρατό και στην παλιά παραλία κάτω από το «Μεντιτερανέ» για τα γενέθλια Γερμανού αξιωματικού, ο οποίος δείχνει να το απολαμβάνει από το μπαλκόνι του ιστορικού ξενοδοχείου.
Με τη φωτογραφική μηχανή του, όμως, ο Γερμανός μουσικός έμελλε να γίνει μάρτυρας μιας από τις μαύρες ημέρες της γερμανικής κατοχής και του εβραϊκού πληθυσμού: τη συγκέντρωση στην πλατεία Ελευθερίας –μετά το προσκλητήριο της 7ης Ιουλίου– για την καταγραφή στα καταναγκαστικά έργα της Τοντ και του εργολαβικού γερμανικού οίκου Μίλερ.
Ομάδα περίπου 12 Ισραηλιτών στέκονται και μετά γονατίζουν με το χαρτί της εγγραφής στο χέρι. Δεξιά, ο Γερμανός είναι υπαξιωματικός του Ναυτικού και αριστερά λοχαγός της Βέρμαχτ. |
Στην πλατεία Ελευθερίας
Εστιάζει τον φακό του στη γωνία Ιωνος Δραγούμη και Μητροπόλεως, όπου συγκεντρώνονται καλοντυμένοι «άρρενες Ισραηλίται, ηλικίας 18 μέχρι 45 ετών». Κατά διαταγή του Στρατιωτικού Διοικητού Θεσσαλονίκης - Αιγαίου της Βέρμαχτ (Κουρτ φον Κρέντσκι) και με την υπογραφή του δρος Μπάρμπαχ (προκάτοχος του περιβόητου Μαξ Μέρτεν) είχαν κληθεί να προσέλθουν «εις την πλατεία Ελευθερίας την 11-7-42 ώραν 8ην π.μ.». Η φωτογραφία ελήφθη τις πρωινές ώρες πριν από την εγγραφή στην πλατεία Ελευθερίας, όπου οι άρρενες Ισραηλίτες, φορώντας τα καλά σαββατιάτικα ρούχα τους, παρέμειναν από τις 8 το πρωί έως τις 2 το μεσημέρι, έξι ώρες κάτω από τον καυτό ήλιο, χωρίς νερό, υποβαλλόμενοι συχνά σε βασανιστήρια.
Τα γεγονότα της ημέρας αποτυπώθηκαν καρέ καρέ από τον ερασιτέχνη φωτογράφο και αργότερα, μετά τις εγγραφές, επί της Ιωνος Δραγούμη μπροστά στο κτίριο της Ιονικής Τράπεζας (σημερινής Alpha Bank). Οι συγκεντρωθέντες έγιναν πλάνα κοντινά. Ο Γερμανός ζουμάρει τον φακό του στα άγνωστα πρόσωπα. Τους φωτογραφίζει με το χαρτί εγγραφής στα χέρια και σε ανάταση, σε βαθύ κάθισμα και μετά όρθιους, ξανά και ξανά, να ακολουθούν τις εντολές που έδιναν οι Γερμανοί αξιωματικοί μέσω των Ελλήνων χωροφυλάκων, υπεύθυνων για τη φρούρηση των συγκεντρωθέντων που αναγκαστικά υπάκουαν στις διαταγές. Οπως δείχνουν οι λήψεις, οι εντολές για ασκήσεις προκαλούν στην αρχή μειδίαμα. Καθώς τα βασανιστήρια συνεχίζονται κάτω από τον καυτό ήλιο, τα χαμόγελα σβήνουν, τα πρόσωπα σκοτεινιάζουν.
Ο Γερμανός στρατιώτης συνεχίζει τις λήψεις και αργότερα, στις συγκεντρώσεις της πλατείας Αριστοτέλους. Τέσσερις σπάνιες φωτογραφίες δείχνουν περίπου 3.000 εργάτες που κλήθηκαν να αναχωρήσουν για τα έργα. Ηταν προφανώς οι πρώτες αποστολές για τα λατομεία Σέδες, Νάρες (Φιλαδέλφεια Θεσσαλονίκης) και Ολύμπου. Στα χέρια κρατούν τα απαραίτητα προσωπικά αντικείμενα (στοιχειώδη ρουχισμό) για την παραμονή τους στα εργοτάξια.
«Ανάμεσα στο πλήθος αναγνώρισα τον πατέρα μου»
Ξεφυλλίζοντας το φωτογραφικό άλμπουμ με τις μοναδικές αυτές εικόνες, που εμπιστεύτηκε στην «Κ» για την πρώτη τους δημοσίευση, ο Ανδρέας Ασσαέλ μιλάει με ενθουσιασμό για το νέο του απόκτημα και τη συλλεκτική του μανία που απέκτησε στην εφηβική ηλικία. Το άγνωστο υλικό ήρθε αναπάντεχα. Λίγο πριν ολοκληρώσει το βιβλίου του «Καταναγκαστικά έργα στη Βόρεια Ελλάδα το 1942-43». «Αν ψάξεις στο Διαδίκτυο», όπως λέει, «υπάρχουν φωτογραφίες εκείνης της ημέρας. Προέρχονται από το αρχείο του γερμανικού κράτους από τη μονάδα προπαγάνδας που υπήρχε στη Θεσσαλονίκη. Είναι όμως οι ίδιες εδώ και χρόνια που ανακυκλώνονται από το Διαδίκτυο, δημοσιεύονται ξανά και ξανά σε έντυπα, βιβλία και άρθρα. Οι εικόνες του Γερμανού μουσικού αποτελούν σπάνια ντοκουμέντα γιατί δείχνουν τον βασανισμό μετά την εγγραφή στα καταναγκαστικά έργα από τον οποίο δεν υπάρχει καμία φωτογραφία», σημειώνει ο κ. Ασσαέλ.
Εμειναν άγνωστες καθώς –όπως εξηγεί– ο μουσικός ως κάτοικος της πρώην ανατολικής Γερμανίας τις κρατούσε κρυμμένες. Η σειρά της 11ης Ιουλίου ήταν συγκεντρωμένη σ’ ένα μικρό φάκελο πάνω στον οποίο είχε γράψει συμβολικά «φωτογραφίες πολέμου Ελλάδος». Οι υπόλοιπες, στοιβαγμένες μέσα σ’ ένα κουτί παπουτσιών, ξεδιπλώνουν το χρονικό της στρατιωτικής του θητείας· με τους γονείς και τον αδελφό του στη Γερμανία, στην Καβάλα, στην Εδεσσα, στη Θεσσαλονίκη (από τον Φεβρουάριο έως τέλος Ιουλίου), στην Αθήνα (Ακρόπολη) και στο αεροδρόμιο της Εκάλης, απ’ όπου αναχώρησε για την Αφρική τον Αύγουστο του ’42, και στην Αμερική ως αιχμάλωτος πολέμου στο στρατόπεδο «Λίβινγκστον» το 1943.
«Σε αντίθεση με άλλες συλλογές μου –περίπου 100– από τον πόλεμο, οι φωτογραφίες του Βέρνερ, εν μέσω γερμανικής κατοχής, είναι καλλιτεχνικές, τουριστικές», αναφέρει ο κ. Ασσαέλ. Εκτός από τη σειρά της Πλατείας Ελευθερίας. Μολονότι ερασιτεχνικές, είναι τόσο ευκρινείς, τόσο ζωντανές σαν πλάνα ασπρόμαυρης ταινίας. «Ανάμεσα στο πλήθος αναγνώρισα αμέσως τον πατέρα μου για τον οποίο, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, στη συγκέντρωση αυτή οφείλει εν μέρει τη σωτηρία της οικογένειας. Η απαραίτητη παρουσία του στο επιταγμένο εργοστάσιο λαδιού Ξενάκη, τον απάλλαξε από τη συμμετοχή του στα καταναγκαστικά έργα. Η οικογένεια γλίτωσε και το Ολοκαύτωμα χάρη στον Μανόλη Κονιόρδο και την ηρωική γυναίκα, τη Μαρία Βουδούρογλου, που τους έκρυψε στο σπίτι της επί δύο χρόνια».
Στα πρόσωπα που εγκλώβισε με τον φακό του ο Γερμανός μουσικός ίσως κάποιοι αναγνωρίσουν δικούς τους ανθρώπους που κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο του Ιουλίου, εκείνο το «Μαύρο Σάββατο» πριν από 69 χρόνια, βίωναν την αρχή του τέλους της δημιουργικής παρουσίας του εβραϊκού πληθυσμού στη Θεσσαλονίκη.
Πηγή: εφημερίδα «Η Καθημερινή, 7 Αυγούστου 2011
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_07/08/2011_451760