25.9.13

Nα είσαι και να φαίνεσαι



Nα είσαι και να φαίνεσαι.
Τα καλά στοιχεία της κοινωνίας μετριούνται από τη γλώσσα και το ύφος τους
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος


Μια φορά κι έναν καιρό (το 2007 δηλαδή), πριν η Χρυσή Αυγή γίνει ο κεντρικός εφιάλτης της νύχτας μας, είχα γράψει ένα κομμάτι σε αυτή την εφημερίδα με αφορμή την παρουσία των νεοναζιστών στην Έκθεση Βιβλίου. Είχα φρικάρει που κάτω από την Ακρόπολη εξετίθεντο φάτσα κάρτα βιβλία για την εξολόθρευση των Εβραίων και των κίναιδων.
Έλεγα, άκρες μέσες, ότι η ανοχή της δημοκρατίας και οι πολιτικά ορθές αγκυλώσεις μας είναι η κερκόπορτα, μέσα από την οποία τα πιο δολοφονικά και ανελεύθερα πνεύματα θα μπουν στην κοινωνία για να τη μαγαρίσουν. Κι ότι σε τέτοια πρόσωπα πρέπει να κλείνεις τα μικρόφωνα. Τέτοια ελευθερία του λόγου –έλεγα– είναι φλώρικος μεταμοντερνισμός, που την ώρα μιας σφαγής κοιτάει την ωραία καμπύλη που διαγράφει το μαχαίρι --και του βρίσκει αισθητικές αρετές.
Έξι χρόνια μετά, δεν πιστεύω πια αυτό το πράγμα. Δεν μπορούσες να κλείσεις τα μικρόφωνα, τρόπος του λέγειν, ούτε την εποχή του τηλέγραφου. Πόσο μάλλον στην εποχή του Ίντερνετ. Όταν κάτι εμφορείται από τη Δύναμη του Κακού (ή του Καλού, το ίδιο κάνει) μεταδίδεται σαν ιός, φτάνει σαν κλέφτης στο προετοιμασμένο αυτί. Ειδικά τώρα. Και οι απαγορεύσεις δίνουν μεγαλύτερη αίγλη σε αυτό που απαγορεύουν.
Όχι, ο νεοναζισμός δεν θα σβήσει μέσω των απαγορεύσεων – και στο γκάλοπ του LIFO.gr απάντησα αρνητικά. Η Χρυσή Αυγή πρέπει να καταδειχτεί σε όλη τη δολοφονική της βλακεία (εκθέσεις ιδεών και συμβολισμοί μογγολικής διαβολικότητας στα walls τους) και ακολούθως να ταραχτεί στη νομιμότητα. Να απογυμνωθεί από κάθε επιχείρημα, να απομαγευθεί από κάθε «αιρετική» ιδιότητα. Το ήθος των αντιπάλων ορίζεται από τα όπλα που χρησιμοποιούν. Τα κτήνη χρησιμοποιούν φαλτσέτες, οι σοβαροί άνθρωποι το πνεύμα τους και την απόφασή τους να προχωρήσει η ζωή.
Και ναι, ακόμα και η γλώσσα (που κόκαλα τσακίζει), με την οποία γίνεται κριτική στη Χρυσή Αυγή, ΔΕΝ πρέπει να έχει τη φασίζουσα αμετροέπεια και τη στρεψοδικία του μίσους που χαρακτηρίζουν το νεοναζιστικό μόρφωμα. Η Γλώσσα (όπως και η φάτσα) τα λέει όλα. Οι λέξεις, οι εκφράσεις, η στίξη – αρκούν για να καταλάβεις το ποιόν και τις προθέσεις εκείνου που μιλά.
Και δυστυχώς, ίσως και χάρη στην ανεξέλεγκτη θερμότητα των σόσιαλ μίντια, πολλοί (οι περισσότεροι) κρίνουν τη Χ.Α. με γλώσσα και επιχειρήματα σφαγείου: ακριβέστερα, με κατάρες, χυδαιολογίες και απειλές. Γνήσια παιδιά ενός εκτροχιασμένου Ίντερνετ, το οποίο με τον μανδύα της αιρετικότητας τραμπουκίζει φύρδην μίγδην τους πάντες. Πόσο μάλλον τις φαιδρές ή εγκληματικές μορφές της Χρυσής Αυγής.
Γι’ αυτό και ήταν τόσο εξαιρετική και καίρια η στάση του Αγγελάκα στη συναυλία του. Σε κάποιους που φώναξαν «Φασίστες, κουφάλες, έρχονται κρεμάλες» είπε: «Η απάντηση στον φασισμό δεν είναι αυτή. Η απάντηση είναι η ψύχραιμη σκέψη. Να προσέξουμε τον φασισμό που κρύβουμε όλοι μέσα μας».
Με καλύπτει απολύτως.
Μέχρι να αποδειχτεί, μια μέρα, αργότερα, πολύ αργότερα, ότι τα χέρια της γιαγιάς μας έχουν τρίχες, η φωνή της είναι χοντρή και έχει δόντια κοφτερά κάτω από το δαντελωτό (πολιτικά ορθό) σκουφί της.

Πηγή: www.lifo.gr, 25 Σεπτεμβρίου 2013
http://www.lifo.gr/mag/columns/5909

«Φασίστες, κουφάλες…»





Ναι! Μπορεί, πραγματικά, τα φασιστικά μορφώματα (και όχι μόνο) να πολεμούν τη Δημοκρατία με τα ίδια της τα όπλα, αυτό όμως δε σημαίνει σε καμμία περίπτωση ότι πρέπει να απαντάει κανείς με τον ίδιο τρόπο.
Ας είμαστε προσεκτικοί και, το κυριότερο, ψύχραιμοι. Κι ας αναλογιστούμε ποιο έλλειμμα παιδείας έφερε ως εδώ τα πράγματα!


22.9.13

Παύλος Φύσσας. 18 Σεπτεμβρίου 2013


Κείμενο έτοιμο από καιρό
Νίκος Γ. Ξυδάκης


Την Τετάρτη ξύπνησα ασυνήθιστα νωρίς. Λίγο πριν από τις επτά, είδα την πρώτη καταγραφή στο twitter. Νεκρός ο 34χρονος Παύλος Φύσσας, αντιφασίστας ράπερ, από μαχαίρι, που το κρατούσαν πιθανότατα χρυσαυγίτες. Στην Αμφιάλη, λίγο μετά το ματς του Ολυμπιακού. Το twitter είναι σιωπηλό πριν από τις επτά, και οι έγκυρες πηγές ειδησεογραφίας λιγοστές τόσο νωρίς. Στις 06.54 αναμετέδωσα την είδηση, και λίγο μετά έβλεπα στο YouTube τον Κillah P – Παύλο Φύσσα να τραγουδά «Σιγά μη φοβηθώ» και «Ο Πειραιάς στην πλάτη μου». Στις 10, με όσα στοιχεία υπήρχαν διαθέσιμα, έστειλα στον διευθυντή της εφημερίδας το εν θερμώ σχόλιο που μου ζήτησε.
«H 18η Σεπτεμβρίου 2013 πρέπει να λειτουργήσει αφυπνιστικά για την Ελληνική Δημοκρατία, για τους θεσμούς και τους πολίτες. Η δολοφονία του 34χρονου μουσικού Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι από ακραία στοιχεία είναι η κορύφωση σε ένα κύμα βίαιων εκδηλώσεων των τελευταίων ημερών, που άρχισαν με τον τραυματισμό μελών του ΚΚΕ στο Πέραμα από φερόμενους ως οπαδούς της Χρυσής Αυγής. Δεν πρόκειται απλώς για επίδειξη ισχύος και κυριαρχίας στον δρόμο, στις συμβολικές γειτονιές της εργατιάς, δεν είναι πόλεμος χουλιγκάνων· πρόκειται για αποσταθεροποίηση του κράτους δικαίου, για έμπρακτη άρνηση της δημοκρατίας, για λογική προέκταση των πολιτικών πρακτικών των αρνητών του Ολοκαυτώματος και των νεκρών του Πολυτεχνείου. Ο φασισμός μπορεί να υπάρχει μόνο παράγοντας βία και σύγκρουση, επιδιώκοντας την ολοσχερή εξόντωση του Εχθρού, του Αλλου· η φυσική απόληξη αυτής της ενδιάθετης ροπής είναι η εξόντωση της δημοκρατίας και η Τελική Λύση. Οι δυνάμεις του συνταγματικού τόξου οφείλουν να εκτιμήσουν αυτή την ιστορική απειλή και να απαντήσουν πολιτικά, απερίφραστα, χωρίς αναγωγές, η δε Ελληνική Δημοκρατία, διά των θεσμικών οργάνων της, οφείλει να δράσει ακαριαία και λυσιτελώς, με κάθε πρόσφορο νόμιμο μέσον. Εχει και η κρίση τις κόκκινες γραμμές της».
Το κείμενο ήταν έτοιμο από καιρό. Δυστυχώς. Και, δυστυχέστατα, ο ελλείπων κρίκος ήταν το νεκρό παλικάρι, ο ράπερ του Πειραιά και σωληνουργός του Περάματος.
Ηταν αναμενόμενο. Για όποιον παρακολουθούσε με στοιχειώδη προσοχή τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια την περιθωριακή Χρυσή Αυγή να ανθεί μες στα ερείπια της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και να αναδύεται από τα υπόγεια των νεοναζιστικών συμμοριών στις πλατείες μικροαστικών συνοικιών, και από εκεί στο δημοτικό συμβούλιο Αθηνών και στο Κοινοβούλιο, ο φόνος της 18ης Σεπτεμβρίου ήταν αναμενόμενος. Διότι η βία, η μισαλλοδοξία, το εθνοφυλετικό μίσος, η βαναυσότητα, η περιφρόνηση της ανθρώπινης ζωής παντός ετέρου, είναι χαρακτήρες εγγενείς και αυτοτροφοτοδούμενοι στα νεοναζιστικά μορφώματα. Μιλούν για αίμα, κηρύττουν το αίμα, τρέφονται με αίμα.
Θυμήθηκα τον σπουδαίο ιστορικό και φιλόσοφο Μαρσέλ Γκωσέ, τι λέει στο έργο του «Η δημοκρατία υπό τη δοκιμασία των ολοκληρωτισμών, 1914-1974» (εκδ. Πόλις), όταν προσπαθεί να εξηγήσει γιατί ο Μουσολίνι εντείνει τη βίαιη συγκρουσιακή του πορεία, παρότι είναι πλέον απόλυτος κυρίαρχος, και καταλήγει στην καταστροφή του: Διότι ο φασισμός πρέπει διαρκώς να κινείται με βία, δεν μπορεί να σταματήσει. Ενας άλλος μελετητής του φασισμού, ο Εμίλιο Τζεντίλε, ονομάζει αυτή την τάση «μύθο της αναζωογονητικής βίας» («Φασισμός, ιστορία και ερμηνεία», εκδ. Ασίνη). Και οι δύο μελετητές βλέπουν στον φασισμό χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας, τη λατρεία της προόδου, της ταχύτητας, της δύναμης, της ορμητικής εισόδου στη μεγάλη ιστορία.
Η Χ.Α. παπαγαλίζει συνθήματα και λόγια παρμένα από προπαγανδιστικές φυλλάδες, ελάχιστοι έχουν διαβάσει κάτι παραπάνω, και κανείς προβεβλημένος μέχρι τώρα δεν έχει μπορέσει να εκφέρει ολοκληρωμένο λόγο. Δεν στερούνται τακτικής ωστόσο, στο μέτρο που αντιγράφουν τα χιτλερικά ινδάλματά τους: τη χρήση της δημοκρατικής ανοχής, την παραστρατιωτική οργάνωση, τον αφιονισμό εξαθλιωμένων μαζών και την υπόσχεση μιας μυθικής ταυτότητας λαού.
Τα στελέχη της Χ.Α. εμπιστεύονται περισσότερο τους μυς των αναβολικών, τα τατουάζ, τις στολές, τις σιδηρογροθιές και τα μαχαίρια. Αυτό δεν τους καθιστά ακίνδυνους: ο machismo και η βαναυσότητα που εκπέμπουν βιώνονται και ως λαϊφστάιλ, οι οπαδοί τους αισθάνονται σαν να είναι πίτμπουλ σε ένα πλήθος προβάτων. Σαν πίτμπουλ μπορεί να τους βλέπει και μέρος του πολιτικού συστήματος και να τους χρησιμοποιεί σαν χρήσιμο φόβητρο. Ομως, στην Αμφιάλη το πίτμπουλ αμολήθηκε ανεξέλεγκτο και κατασπαράζει όλα τα χέρια που το τάϊζαν.

Πηγή: εφημερίδα «Η Καθημερινή», 22 Σεπτεμβρίου 2013
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_22/09/2013_534291
 
 
 
Ο «ένας στους δέκα» και οι υπόλοιποι εννιά
Παντελής Μπουκάλας


Θυμώνουμε. Πικραινόμαστε. Ντρεπόμαστε. Και φοβόμαστε. Χωρίς να το κρύβουμε πια. Κοκαλώσαμε μετά το καρτέρι των χρυσαυγιτών στο Πέραμα, εναντίον μελών του ΚΚΕ, και τη δολοφονία του αριστερού, αντιφασίστα μουσικού της χιπ χοπ Παύλου Φύσσα, που έπεσε μαχαιρωμένος στην καρδιά από δεδηλωμένο οπαδό της νεοναζιστικής αγέλης, σε άλλο καρτέρι στο Κερατσίνι. Και πια φοβόμαστε περισσότερο. Για τον κίνδυνο που απειλεί τη ζωή όσων αντιδρούν λόγω ή έργω στη δράση ενός μορφώματος που αποκτά όλο και σαφέστερα γνωρίσματα συμμορίας, στα πρότυπα των προπολεμικών ναζιστών της Γερμανίας, και επιπλέον βρίσκει μιμητές που δεν είναι ανάγκη να είναι μέλη της Χ.Α., απλώς αναγνωρίζονται σε αυτήν και ακολουθούν το παράδειγμά της - περίπου όπως συμβαίνει με την Αλ Κάιντα.
Φοβόμαστε για τις μαχαιριές στο σώμα της ήδη στενεμένης δημοκρατίας. Για τον πολιτισμό της καθημερινότητάς μας, που τον απειλεί το ερπετό του μίσους για οτιδήποτε ξένο ή διαφορετικό: στο χρώμα, τη γλώσσα, το ντύσιμο, τη θρησκεία. Γέμισε ο τόπος τρομαγμένους. Γιατί πρώτα αφέθηκε να γεμίσει μελανοχίτωνες τρομοκράτες από τις συνένοχα ραθυμούσες διωκτικές αρχές, από την αργοπορούσα Δικαιοσύνη και από μεγάλη μερίδα του πολιτικού κόσμου, που περισσότερο νοιάζεται πώς θα κερδίσει οπαδούς κλείνοντας το μάτι στους θιασώτες της Χ.Α., όπως γείτονας σε γείτονα, παρά για την ανάσχεση του νεοφασισμού και του ρατσισμού. Και δεν πρέπει να αποσιωπήσουμε ή να υποβαθμίσουμε τη σοβαρή ευθύνη μερίδας (μεγάλης και πάλι) του έντυπου και του ηλεκτρονικού Τύπου στη σχετική νομιμοποίηση της φιλοναζιστικής ακρο-ακροδεξιάς, μέσα από την ανάδειξη της ατζέντας της και την προβολή των στελεχών της ως καλών καγαθών ηρώων του λάιφ στάιλ. Ενα κόμμα που αλαζονεύεται ότι τυγχάνει αντισυστημικό ευνοείται στα όρια της πρόκλησης από πολλούς και ποικίλους μηχανισμούς του συστήματος. Κι αυτά δεν γίνονται βέβαια «από καλή καρδιά» αλλά βάσει του νόμου της αντιπαροχής. Πού να χρωστάει άραγε η Χ.Α. τη φανερή οικονομική της άνεση και έναντι ποίων υπεσχημένων εκδουλεύσεων την απέκτησε;
Μαυρίζει η ψυχή μας στη σκέψη πως ένα τμήμα του κράτους ενδέχεται να κατασκεύασε και να επέβαλε σαν επικράτος τα τάγματα εφόδου. Μαυρίζει με την εκπόρθηση του κέντρου της πολιτικής ζωής από ό,τι χυδαιότερο, σκαιότερο, περισσότερο απαίδευτο και εντέλει ανθελληνικότερο (με τους όρους που το ίδιο το υπό κατασυκοφάντηση και σφετερισμό ελληνικό πνεύμα μάς υπαγορεύει) εμφανίστηκε σαν κομματικό σχήμα στα μεταπολιτευτικά χρόνια· το ΛΑΟΣ, η ΕΠΕΝ και τα ομοειδή φαίνονται πια καρικατούρες, παρότι ακριβώς η νομιμοποίηση της ακροδεξιάς με την προσφορά κυβερνητικών θέσεων σε στελέχη του ΛΑΟΣ οδήγησε στη χαλάρωση των κριτηρίων, στην ύπνωση του δημοκρατικού ενστίκτου και στην εξοικείωση με το αδιανόητο. Και ματώνει ο νους προσπαθώντας να καταλάβει πώς αυτό το χυδαιότερο και πλέον ανάγωγο βρήκε τέτοια ανταπόκριση στο κοινωνικό σώμα.
Για να ψευτοπαρηγορηθούμε, λέμε ο ένας στον άλλον πως δεν μπορεί, κάπου λαθεύουν οι δημοσκοπήσεις. Μόνο που και πολλές είναι πια, και από διαφορετικές εταιρείες (ώστε να αποκλείεται η «επεξεργασία» που υποθέτουμε όχι από καχυποψία αλλά χάριν αυτοπαραμυθίας), και μεγάλο διάστημα καλύπτουν - πάνω από χρόνο πια. Αν όμως τις πιστέψουμε θα πρέπει να δεχτούμε ως γεγονός πως είναι χρυσαυγίτης ο ένας στους δέκα γύρω μας - στη γειτονιά, στο χωριό, στη δουλειά, στον κινηματογράφο, στο γήπεδο, στο λεωφορείο, στην ταβέρνα, στο στοιχηματατζίδικο, στην καφετέρια. Οχι καλά και σώνει ενταγμένος. Οχι μέλος αυτοφενακιζόμενο με τη στρατιωτική του στολή, τάχα νέος και ενδυματολογικά εκσυγχρονισμένος Λεωνίδας. Οχι στρατιωτάκι σε τάγματα εφόδου, υπό τας διαταγάς των λοχαγίσκων-βουλευτών που, αφιονιζόμενοι με την ίδια τους τη θορυβοποιό εικόνα στην τηλεόραση, ανταγωνίζονται ποιος θα αναδειχθεί υβριστικότερος, βιαιότερος, αντιδημοκρατικότερος. Οχι μαυροντυμένος, κοντοκουρεμένος και μουσκουλάκιας, που έχει κουράσει τον ίδιο του τον καθρέφτη με τις ηρωικές πόζες που παίρνει ολοένα μπροστά του. Τίποτ’ απ’ όλα αυτά. Απλώς φίλος της Χ.Α. Οπαδός εξ αποστάσεως. Που μπορεί και να μη συμφωνεί με όλα όσα διαπράττουν οι χρυσαυγίτες, μολαταύτα, στις δημοσκοπήσεις, και δήθεν «για να ταρακουνήσει το σύστημα», ρίχνει υπέρ τους το εικονικό ψηφαλάκι του. Που εντέλει δεν είναι καθόλου εικονικό. Επειδή γράφει. Προκαλεί βαθιά εντύπωση. Επιδρά. Επηρεάζει. Νομιμοποιεί. Πολλαπλασιάζει.
Ενας στους δέκα λοιπόν. Μπορεί και παραπάνω. Και καμιά σημασία δεν έχει αν τάχα «συμμερίζεται κριτικά», αν «εγκρίνει εν μέρει» και όχι εν όλω την ιδεολογία και την πρακτική της Χ.Α., αν, ας πούμε, αποδέχεται τα υπέρ ξενηλασίας φανατικά κηρύγματά της, αλλά πιστεύει σαν καλός χριστιανός και γονιδιοφιλόξενος Ελληνας ότι αρκούν πεντέξι σφαλιάρες στους σκούρους «υπανθρώπους», δεν χρειάζονται μαχαιρώματα. Αλλά σ’ αυτά τα πράγματα, και σε τέτοιους σκοτεινιασμένους καιρούς, τα «εν μέρει» και τα «υπό όρους» δεν χωράνε, άλλωστε πολιτικά μεταφράζονται σε «απολύτως» και σε «ανυπερθέτως». Μπορεί να μην είναι φασίστες, ή να λένε πως δεν είναι φασίστες, όσοι πρώτα σε δύο εκλογές και ύστερα σε δεκάδες δημοσκοπήσεις υπερψήφισαν τη Χ.Α. Μπορεί να μη θέλουν να καταντήσουν φιλοναζιστές, γιατί και στην οικογένειά τους ή στο χωριό τους μέτρησαν θύματα των ναζιστικών και φασιστικών στρατευμάτων και των προθυμότατων ημεδαπών υπηρετών τους, που μεταπολεμικά αριθμήθηκαν και αυτοί στους εθνικόφρονες νικητές. Μπορεί να μην πιστεύουν πως η τωρινή Ελλάδα είναι μια Ελλαδίτσα (ή ένα ελληνώνυμο κρατίδιο σε δήθεν φιλοσοφικότερη και πάντως μεγαλοϊδεάτικη ορολογία), που για να ολοκληρωθεί ως έθνος και ως γένος πρέπει να «ανακαταλάβει» περίπου όσα εδάφη είχε υπό τον έλεγχό του ο Μεγαλέξανδρος και οι επίγονοί του ή οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες. Μπορεί να ανατριχιάζουν μπροστά στη βιαιότητα και την ωμότητα των πρωτοκλήτων του κ. Μιχαλολιάκου (που μένει συστηματικά σε κάποια απόσταση από τις δημόσιες σκαιότητες, ίσως για να επιτρέψει στους καιροσκόπους να ποντάρουν κάποια στιγμή πάνω του σαν να ποντάρουν σε μετριοπαθή, υπεύθυνο και σοβαρό, αλά Καρατζαφέρη). Μπορεί να κρύβονται και από τον εαυτό τους ή να του λένε ψέματα. Μολαταύτα, έστω με τη δημοσκοπική υποστήριξή τους, ευνοούν τους σχεδιασμούς του χρυσαυγιτισμού και νομιμοποιούν την αγελαία δράση του εις βάρος μεταναστών, εν γένει αδύναμων αλλά και πολιτικών αντιπάλων του. Αλλη μια φορά, η ανοχή είναι συνενοχή.

Πηγή: εφημερίδα «Η Καθημερινή», 22 Σεπτεμβρίου 2013
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_22/09/2013_534292

 
 
 
Κυριακή, κοντή γιορτή! Για ποιους;
Σπύρος Δανέλλης


Το να αναφέρεται κανείς στα αποκρουστικά συμβάντα στην εκπομπή του Γ. Παπαδάκη στον ANT1, με την κοινοτυπία περί «εκκόλαψης του αυγού του φιδιού», προφανώς κομίζει γλαύκας εις Αθήνας. Το ότι η βία αποτελεί ειδοποιό στοιχείο ενσωματωμένο στον υποδόριο ιστό των απολυταρχικών ιδεολογιών και καθεστώτων, θα ’πρεπε να το γνωρίζουμε πολύ καλά.
Είναι βέβαιο πως όσοι ψήφισαν με ιδεολογικά κριτήρια Χρυσή Αυγή στις 6 Μαΐου, επιχειρούσαν την έξοδο από το σκοτάδι στο φως του οπλισμένου με λοστάρι μπράτσου του κτήνους. Οι υπόλοιποι που την ψήφισαν, συμμετέχοντας στην ιερή έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, την έστελναν στη Βουλή των Ελλήνων (δίνοντάς της μάλιστα το μεγαλύτερο στην Ευρώπη ποσοστό νεοναζιστικού κόμματος), με την ομολογούμενη ή ανομολόγητη προσδοκία να «τακτοποιήσουν» επιτέλους «όπως τους πρέπει» τους πολιτικούς που «μας έφεραν ως εδώ».
Προφανώς, δεν πρέπει να προσπεράσουμε την πρωτοφανή ανανδρία και ασέβεια, αφού τα θύματα της βίας ήταν γυναίκες. Όχι βέβαια ότι αν ο θλιβερός φασίστας στρεφόταν κατά ανδρών θα ήταν ανδρείος. Υπενθυμίζω όμως ότι ακόμη και στην απεχθή παράδοση της κρητικής βεντέτας θεωρείται ιεροσυλία η άσκηση βίας κατά γυναικών, ούτε καν της πιθανής «πέτρας του σκανδάλου». Και το ότι οι δύο κυρίες αποτελούν τις πλέον προκλητικές και αναιδείς πολιτικές τηλεπερσόνες (φαντάζομαι ότι μ’ αυτό το κριτήριο συνέθεσε το πάνελ του ο κ. Παπαδάκης), δεν δικαιολογεί τους απαράδεκτους χαιρέκακους σχολιασμούς που κατέκλυσαν το διαδίκτυο.
Νομίζω, όμως, πως ήρθε η ώρα να αφυπνιστούμε άμεσα όλοι μας, πολιτικά κόμματα, δημοσιογράφοι, κοινωνία αλλά και θεσμοί, όπως η Δικαιοσύνη και η Αστυνομία. Ν΄ αφήσουμε κατά μέρος τη βολική υποκρισία, να συναποδεχθούμε το αυτονόητο, πως η βία σ’ όλες της τις μορφές, από οποιονδήποτε κι αν ασκείται, αποτελεί θανάσιμο εχθρό της δημοκρατίας και του πολιτισμού.
Πίστευα πάντα πως το μεγαλύτερο αμάρτημα της Αριστεράς στον τόπο μας ήταν η χαλαρή της σχέση με την έννοια της νομιμότητας. Οι ιδεοληψίες και τα στερεότυπα που βασίστηκαν στον αυταρχισμό και τη βία του μετεμφυλιακού κράτους και αναζωογονήθηκαν στη Χούντα, τής έδιναν το άλλοθι της αμφισβήτησής της κατά το δοκούν.
Έτσι, η Αριστερά δίδαξε πολλές γενιές νέων ότι η περιφρόνηση των νόμων μπορεί να έχει και χαρακτήρα αριστερής ανατροπής. Παραγνωρίζοντας ότι ο νόμος και οι θεσμοί αποτελούν το όπλο των αδύναμων, και η χαλαρή τους αμφισβήτηση κάνει ασύδοτους τους ισχυρούς.
Τα ακραία δημαγωγικά και ψευδεπίγραφα σοφίσματα «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» και «Δεν υπάρχει θεσμός ανώτερος του λαού», οδήγησαν στην εμπέδωση της αντίληψης του α λα καρτ σεβασμού της νομιμότητας. Δηλαδή μόνο όταν εξυπηρετεί και προστατεύει τα προσωπικά ή συντεχνιακά συμφέροντά μας.
Τα τάχα κινήματα πολιτικής ανυπακοής, τα «δεν πληρώνω» την παροχή των υπηρεσιών δημοσίου οφέλους και τα σπάω, κλείνω λιμάνια και αεροδρόμια κι ας καταρρέει έτσι ο τουρισμός -ο μόνος τομέας που εισφέρει στη νεκρωμένη εθνική οικονομία- το τάχα δικαίωμα να καταπατώ και να χτίζω αυθαίρετα στη δημόσια περιουσία, αλλά και να καταγγέλω ως «ξεπούλημα ασημικών» και προδοσία κάθε προσπάθεια αξιοποίησής της, η πρωτοφανής κατάλυση του κράτους στην Κερατέα -υιοθετήθηκε μάλιστα ως παράδειγμα υπερήφανης λαϊκής εξέγερσης- όλα καλύπτονται από την ομπρέλα προστασίας της Αριστεράς.
Κι όταν στις πλατείες πλην των πραγματικά απεγνωσμένων, συρρέουν οι «προδομένοι πελάτες» του συστήματος, νιώθοντας πως η πελατειακή σχέση έγινε ετεροβαρής, αφού δεν μπορούσε πια να τους εξασφαλίσει τα μικρά ή μεγάλα ανταλλάγματα που η νομή του Δημοσίου προσέφερε, η ιερή οργή και αγανάκτηση εκφράζεται με κάθε είδους προπηλακισμούς και βία κατά των πολιτικών, κυρίως του ΠΑΣΟΚ.
Οι ύβρεις, οι ξυλοδαρμοί, τα γιαουρτώματα, οι βανδαλισμοί των γραφείων, οι απειλές θεωρούνται απολύτως θεμιτές πράξεις. Σε επίπεδο συμβολισμού, η αναβίωση της μούντζας συνοδευόμενη από την άλλη τριτοκοσμική μας συνήθεια που νομίζαμε πως είχαμε αφήσει μακριά πίσω μας, εκείνη που οι ταμπελίτσες «απαγορεύεται το πτύειν» προσπαθούσαν να μας αποτρέψουν στα λεωφορεία ή στους δημόσιους χώρους, μας δείχνει το δρόμο προς την υποσαχάριο Αφρική.
Κι αν ο λαός απαιτεί «να καεί το μπ… η Βουλή», τότε γιατί είναι αθέμιτο οι νεοναζί… εκπρόσωποί του να το επιχειρήσουν;
Γιατί οι μαθητές, που υπό την καθοδήγηση εκπαιδευτικών τους μουντζώνουν «ηρωικά» τους εκπροσώπους των θεσμών της δημοκρατίας, αύριο ως πολίτες να σέβονται ή να απαιτούν από τους άλλους νομιμότητα;
Τι σόι παιδαγωγικό έργο προσφέρει η πνευματική ελίτ του τόπου διακηρύσσοντας πως δεν εφαρμόζει το νόμο για τα ΑΕΙ και ασκώντας χέρι-χέρι με τις κομματικές νεολαίες βία κατά όποιου τολμήσει να θίξει τα συμφέροντα της συντεχνίας; Και διεκδικεί δικαστική ασυλία στη συνέχεια!
Αρκεί η αριστερή ταυτότητα του νεόκοπου πολιτευτή κ. Π. Τατσόπουλου να δικαιολογήσει τις εκρήξεις βίας κατά των τηλεοπτικών συνομιλητών του; Και άραγε η πολλά υποσχόμενη κα Ζ. Κωνσταντοπούλου εξακολουθεί να χαρακτηρίζει «ήπια», άρα αποδεκτή, την επίθεση της Χρυσής Αυγής στον Π. Ευθυμίου;
Αν όλα τα παραπάνω θλιβερά φαινόμενα δεν περιγράφουν το γρήγορο δρόμο προς τον εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας, τότε πως θα μπορούσαν να αξιολογηθούν;
Δεν μας έχει απασχολήσει όμως ο ρόλος των μέσων ενημέρωσης στη διαμόρφωση της στρεβλής συλλογικής αντίληψης της πραγματικότητας αλλά και της εθνικής ψυχολογίας.
Η σχολή του λαϊκισμού, της δημαγωγίας και του καταγγελτισμού στη μιντιακή μας δημοκρατία, μετατρέποντας τις εκπομπές πολιτικού λόγου αλλά και τα δελτία ειδήσεων σε ριάλιτι σόου, προάγοντας τους καβγάδες, τη χάβρα, τους εξυπνακισμούς και τη μαγκιά, προς χάριν της τηλεθέασης και άρα του κασέ τους, προβάλλει συνεπικουρούμενη από τους πολιτικούς που εργολαβικά φιλοξενεί, πρότυπα συμπεριφορών αλλά και παραπληροφόρηση, εντείνοντας τη σύγχυση της ήδη παραζαλισμένης κοινωνίας.
Έστω και τώρα, η Αριστερά -αντισυστημική, κινηματική, ριζοσπαστική ή όπως αλλιώς θέλει να αυτοπροσδιορίζεται- πρέπει να αντιληφθεί πως η ανοχή στην «αριστερή» βία αποενοχοποιεί τη δεξιά βία.
Και η ιστορία μάς λέει πως η διάχυση της βίας στην κοινωνία και ο μιθριδατισμός της ωφελεί πάντα την ακροδεξιά.
Το σοκ που προκάλεσε ο Κασιδιάρης αποτελεί άραγε την απαρχή της αφύπνισης πολιτικών και κοινωνίας ή απλώς προσθέτει άλλο ένα επεισόδιο στο μακρύ κατάλογο της εθνικής μας τύφλωσης και υποκρισίας;
Κυριακή κοντή γιορτή!

Ο Σπύρος Δανέλλης είναι ευρωβουλευτής.
Πηγή: Protagon.gr, 17 Ιουνίου 20123
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.article&id=16034

22.8.13

Θανάσης Καναούτης



Σκέφτομαι τους γονείς
Νίκος Γ. Ξυδάκης


Ο τραγικός θάνατος του 19χρονου στο τρόλεϊ πυροδότησε μια αντιπαράθεση, η οποία δείχνει πολλά πράγματα και αποκρύπτει άλλα τόσα. Η απώλεια μιας ζωής, πολύ περισσότερο ενός παιδιού και υπό τέτοιες συνθήκες, είναι ικανή να παγώσει το αίμα κάθε ανθρώπου, ιδίως κάθε ανθρώπου που έχει παιδιά. Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν η μάνα και ο πατέρας, που έχασαν το παλικάρι τους για 1 ευρώ και 20 λεπτά. Αναλογίστηκα τη φρίκη και τον πόνο τους, και πάγωσα· ένιωσα τυχερός και ένοχος μαζί, που τα δικά μου παιδιά ζουν πλάι μου.
    Αναλογίστηκα ότι ακόμη και υπό την επαχθέστερη πενία, η ζωή παραμένει το υπέρτατο αγαθό, μάλιστα συνυφασμένη με αξιοπρέπεια. Αυτή η αξιοπρέπεια αφαιρέθηκε πρώτα από το παλικάρι: γυμνώθηκε η ζωή του, κι ύστερα θόλωσε ο κόσμος όλος.
    Αναλογίστηκα ταυτόχρονα αν ο ελεγκτής είχε παιδί, ας πούμε έναν έφηβο γιο, εσωστρεφή ή ατίθασο, στα δεκαεννιά, που βγαίνει για βόλτα χωρίς χαρτζιλίκι. Τι θα ’λεγε στον γιο του αν τον έπιανε να καπνίζει στο μπαλκόνι, ή να μπαίνει στο τρόλεϊ για δυο στάσεις χωρίς εισιτήριο; Πώς θα τον φρονημάτιζε για το πταίσμα; Θα τον χαστούκιζε ή θα τον απειλούσε; Στη δουλειά του θα έχει δει πολλά παράξενα, πτυχές ανθρώπινης αδυναμίας, ντροπής, ίσως πονηριάς, σίγουρα στιγμιαίες γυμνώσεις της ζωής. Θα ’λεγε λοιπόν, ηρέμησε τώρα, δεν είναι και προς θάνατον, πάμε στο σταθμαρχείο και θα τα ξεκαθαρίσουμε, το πολύ να πληρώσεις 40 ευρώ πρόστιμο. Προσπαθώ να μπω στη θέση του ελεγκτή.
    Την κακιά ώρα ακολούθησε ένα κακό σχόλιο. Η γυμνή ζωή χαρακτηρίστηκε τζαμπατζίδικη. Δεν ήταν ατυχής διατύπωση· οι συγγραφείς ξέρουν τι γράφουν – ή δεν είναι συγγραφείς. Κι έτσι η ζωή των 19 χρόνων αφού γυμνώθηκε, χάθηκε μες στην επιτίμηση και την έριδα. Σκέφτομαι μόνο τους γονείς.

Πηγή: εφημερίδα «Η Καθημερινή», 17 Αυγούστου 2013
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_17/08/2013_530318

 


Η προπαγάνδα της συγκίνησης
Πάσχος Μανδραβέλης


Κατ’ αρχάς, υπάρχουν οι πολιτικοί αγκιτάτορες που χρειάζονται έναν νεκρό, οποιονδήποτε νεκρό (αν είναι νέος ακόμη καλύτερα), για να πουλήσουν συγκινησιακή φόρτιση ως αντιστάθμισμα στις θέσεις που δεν έχουν. Ετσι φτιάχνονται οι ιμιτασιόν επαναστάσεις, με πρότυπο την Αραβική Ανοιξη (κάποιοι ήθελαν την πλατεία Συντάγματος να γίνει Ταχρίρ), είτε τα γαλλικά προάστια του 2005 είτε τα δικά μας Δεκεμβριανά του 2008.
    Δεύτερον, είναι όλοι εκείνοι οι συγγραφείς, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι κ.ά., που πλειοδοτούν στη συγκίνηση για τους ίδιους λόγους κι έναν παραπάνω: βγάζουν στην αγορά την ευαισθησία τους με απύθμενο λυρισμό για «οικογένειες που δεν έχουν να φάνε» με χρωματιστές λέξεις περί «κατήφορου μνημονίων» – λες και πριν από τα Μνημόνια δεν υπήρχαν ελεγκτές ούτε εισιτήρια στα τρόλεϊ. Υπάρχει πιο ανέξοδη διαφήμιση από το να εκφράζεις την «οργή» σου για «ένα σύστημα που σκοτώνει παιδάκια για 1,4 ευρώ»; (Ή 1,20, ή 1,40· γράφτηκαν και τα τρία νούμερα.)
    Τρίτον, υπάρχουν και τα ψέματα, που κάνουν τραγικότερη την ιστορία, όπως είναι τα περί ανεργίας της οικογένειας του 19χρονου που σκοτώθηκε στο Περιστέρι. «Ο νεαρός Αθανάσιος Καναούτης δεν ήταν ένα “κακό” παιδί, ήταν άνεργος αυτός και η οικογένειά του, δεν είχε να πληρώσει το εισιτήριο στο τρόλεϊ και δολοφονήθηκε από το αδηφάγο και άσπλαχνο σύστημα», έγραφε η ανακοίνωση-κάλεσμα κάποιων οργανώσεων σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο. «Δουλεύω κι εγώ και η γυναίκα μου», διέψευσε ο τραγικός πατέρας του 19χρονου.

Μεγαλοστομίες

Βεβαίως, υπάρχουν και τα γεγονότα, τα οποία στην Ελλάδα είναι απλώς λεπτομέρεια στον ωκεανό των επιθέτων που εξαπολύονται. «Φόνος» ήταν για τον κ. Γιάννη Μηλιό το –πραγματικά– τραγικό γεγονός πληθωρίζοντας ακόμη περισσότερο τις έννοιες και λειαίνοντας το έδαφος για ακόμη πιο «αγωνιστικές» μεγαλοστομίες σαν εκείνες της Antifa, που προπαγανδίζει με αφίσες: «Να τους τσακίσουμε. Μπουνιές και κλωτσιές στους φασίστες, μπάτσους κι ελεγκτές». Τραγελαφικό: η αφίσα αναδημοσιεύεται σε μια διαδικτυακή κοινότητα με τον τίτλο «Η Αναρχία δεν είναι βία».
    Στο πλαίσιο αυτής της καλλιεργούμενης οργής, ομάδες διαδηλωτών ακινητοποίησαν ένα τρόλεϊ στο Περιστέρι και ανάγκασαν τους επιβάτες να το εγκαταλείψουν και να περπατήσουν στο υπόλοιπο της διαδρομής. Κι εδώ μπαίνει ένα ερώτημα: ανεξαρτήτως των πραγματικών περιστατικών που οδήγησαν στον θάνατο του 19χρονου, το τρόλεϊ και οι επιβάτες τι έφταιγαν;
    Αυτό είναι ένα υποπροϊόν της καλλιέργειας του θυμού, που μασκαρεύεται «πολιτική πρόταση»: δημιουργείς όχλο που άκριτα επιτίθεται επί δικαίων. Οι άδικοι –αν υπάρχουν άδικοι στο τραγικό περιστατικό της Τετάρτης– φυσικά δεν βρίσκονταν στο τρόλεϊ. Εδώ να κάνουμε μια πρόβλεψη: με την άκριτη στοχοποίηση των αστυνομικών από αριστερά, πολλά νεαρά παιδιά, πολιτικά απαίδευτα, ψηφίζουν μαζικά Χρυσή Αυγή διότι νιώθουν το ναζιστικό αυτό μόρφωμα ως μόνο συμπαραστάτη τους. Το ίδιο θα γίνει και με τους εργαζομένους στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Οι «αποφάνσεις» περί φόνου και οι προτροπές για «μπουνιές και κλωτσιές» θα τους οδηγήσουν να ζητήσουν προστασία, και ξέρουμε ποιοι πουλάνε προστασία με την οκά στο πολιτικό σύστημα. Δεν είναι απλώς η ετερογονία των σκοπών· αυτοί που ταράσσουν τα θολά νερά της οργής, στο τέλος πνίγονται από αυτά.
    Τέλος, υπάρχει και το κυνήγι των «αντιφρονούντων», όπως της πανεπιστημιακού και συγγραφέως Λένας Διβάνη, η οποία έγραψε ένα tweet: «Συμπέρασμα: οι ελεγκτές δεν πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους γιατί κάποιος τζαμπατζής μπορεί να πηδήξει έξω από το όχημα. Λογικό». Ακολούθησε οχετός ύβρεων, κοπετός, και λυρικές αναλύσεις για την «ελίτ» που ζει σε γυάλινους πύργους και δεν καταλαβαίνει τους απλούς ανθρώπους. Η δημοσιογράφος Ελενα Ακρίτα απεφάνθη: «Να συγχαρούμε θερμά όλους εσάς που λέτε “ο 18χρονος ας πλήρωνε εισιτήριο”. Είστε οι ίδιοι νομοταγείς πολίτες που παίρνετε και δίνετε πάντα απόδειξη. Είστε οι ίδιοι νομοταγείς πολίτες που δεν παρκάρατε ποτέ παράνομα. Είστε οι ίδιοι νομοταγείς πολίτες που δεν ρίξατε ποτέ σκουπίδι έξω από κάδο. Είστε οι ίδιοι νομοταγείς πολίτες που δεν μπορείτε να καταλάβετε τον τρόμο ενός παιδιού που δεν έχει ένα ευρώ στην τσέπη. Είστε οι ίδιοι νομοταγείς πολίτες που αποκαλείτε τους άνεργους “τζαμπατζήδες”. Είστε οι ίδιοι νομοταγείς πολίτες που πιστεύετε πως από τα οχήματα πηδάνε “τα παιδιά των άλλων”... Γιατί αυτές είναι “οι ζωές των άλλων”... Κι αυτοί είναι οι “θάνατοι των άλλων”... Για ένα κωλοεισιτήριο... Ντροπή!». Στην πυρά ρίχθηκε και ο συγγραφέας και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Πέτρος Τατσόπουλος, αν και επέκρινε το tweet της κ. Διβάνη («η Λένα Διβάνη χρησιμοποίησε μια λάθος λέξη τη λάθος στιγμή. Οι αγαπημένοι μας συμπολίτες, που δεν κάνουν ποτέ λάθος, άτεγκτοι και αψεγάδιαστοι, έσπευσαν να τη λιντσάρουν. Εδώ και μερικές ώρες δεν είναι ούτε συγγραφέας, ούτε πανεπιστημιακός, ούτε τίποτε. Είναι η Λάθος Λέξη. Ελλάδα 2013. Το πανηγύρι της μοχθηρίας»), ο όχλος δεν συμβιβάστηκε με τη λέξη «λάθος»· απαιτεί βιτριολικές επιθέσεις στην αρένα.
    Σε όλο αυτό το πανηγύρι του λυρισμού, της οργής, των χαρακτηρισμών και της ανέξοδης διαφήμισης της ευαισθησίας, ακούστηκαν μόνο δύο προτάσεις. Η πρώτη εκείνων που ισχυρίζονται ότι «Η αναρχία δεν είναι βία» και λέει: «Μη χτυπάτε εισιτήριο, χτυπήστε τους ελεγκτές». Η δεύτερη προήλθε από τα αριστερά νεφελώματα που έκαναν τις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, η οποία προκρίνει: «Η μετακίνηση με τα ΜΜΜ είναι δικαίωμα – να σταματήσουν οι έλεγχοι. Οποιος έχει πληρώνει – κανένας δεν μετακινείται για πλάκα».
    Η πρόταση αυτή έχει μια λογική· δεν είναι δηλαδή η επικολυρική «επιχειρηματολογία» ότι «μια ζωή ισούται με ένα ευρώ». Σ’ αυτήν τη βάση μπορεί να συζητήσει κανείς και να θέσει το ερώτημα: μόνο το πρώτο δεκάμηνο του 2012 ο ΟΑΣΑ είχε λειτουργικά έξοδα 375 εκατομμύρια ευρώ. Αυτά ποιος θα τα καλύψει και πώς; Η πρόταση «να σταματήσουν οι έλεγχοι. Οποιος έχει πληρώνει», για να είναι ολοκληρωμένη, πρέπει να συμπληρωθεί είτε με το «να μπει κι ένα ακόμη μίνι “χαράτσι” στη ΔΕΗ» ή «να πέσουν λεφτά από τον ουρανό». Μετά, μπορούμε να συνεχίσουμε τη συζήτηση. Τζάμπα επαναστάσεις –δυστυχώς– δεν υπάρχουν, μόνο ανέξοδη επαναστατικότητα. Στο τέλος, κάποιος πληρώνει τον λογαριασμό για εκείνα τα «κωλοεισιτήρια» που θα ’λεγε και η κ. Ακρίτα.

Πηγή: εφημερίδα «Η Καθημερινή», 18 Αυγούστου 2013
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_18/08/2013_530391

 

Το κοινωνικό μας καρκίνωμα
Κώστας Λογαράς


Ο τραγικός θάνατος του Θανάση Καναούτη κι ο σάλος που ’χει ξεσπάσει εναντίον της Διβάνη (αναθεματισμοί, κατάρες και βρισιές ανθρώπων που ζητούν την κεφαλή της επί πίνακι, βλέπε εδώ), αποδεικνύει ότι ως κοινωνία δεν έχουμε απαντήσει στο απλό ερώτημα: Πρέπει να ελέγχεται η παραβατικότητα ή όχι; Έχει ευθύνη όποιος παρανομεί, ναι ή ου;
    Αν ζητάμε διακαώς την τιμωρία του Δημόσιου Υπάλληλου γιατί κλέβει το Ταμείο, ή του πολιτικού γιατί σφετερίζεται το δημόσιο χρήμα, πρέπει να θεωρούμε αυτονόητο να λογοδοτεί ο οιοσδήποτε διότι κλέβει τις δημόσιες συγκοινωνίες.
    «Μα, είναι το ίδιο;» ακούω πολλούς να φωνάζουν εξαγριωμένοι. Ναι, η ενέργεια είναι ίδια ακριβώς, το ποσό της κλοπής διαφέρει κατά μερικά εκατομμύρια. Όμως, για την παραβατική του συμπεριφορά κρίνεται κάποιος, για την πράξη της κλοπής κι όχι για το ύψος του ποσού. Έκνομη είναι η πράξη. Για την οποία, κάποια αρμόδια αρχή θ’ αποφανθεί και ή θ’ απαλλάξει τον δράστη ή θα τον καταδικάσει. Όλα τα άλλα αποτελούν συναισθηματική εμπλοκή. Με αποτέλεσμα να γινόμαστε κάθε φορά κουλουβάχατα.
    Γιατί η συναισθηματική μας οπτική εμπεριέχει, αναπόφευκτα, μια προσωπική ηθική, έναν θολό υποκειμενισμό. Που μας κάνει άλλοτε να εκθειάζουμε άκριτα, κι άλλοτε να ελεεινολογούμε με τρόπο απόλυτο· πότε να δαιμονοποιούμε (τώρα τη Διβάνη, παλιότερα τη Δημουλά) και πότε να αθωώνουμε. Κατά το δοκούν. Απ’ τη μια να δίνουμε εύκολα συγχωροχάρτι, κι απ’ την άλλη να πατάμε επί πτωμάτων για το προσωπικό συμφέρον μας.
    Κι ενώ στην ιδιωτική ζωή μπορεί κανείς να είναι όσο θέλει συναισθηματικός -η απόφαση ν’ αυτοκτονήσει κάποιος από ερωτική απογοήτευση είναι θλιβερή, αλλά αποτελεί ανεμπόδιστη προσωπική του επιλογή- όμως στον κοινωνικό μας βίο είναι απείρως προτιμότερο να ισχύει ο (δημοκρατικός) νόμος και η λογική του. Αυτό σημαίνει ευνομούμενη κοινωνία: ο νόμος είναι κοινός για όλους κι οι πράξεις των ανθρώπων, αρχής γενομένης απ’ την εξουσία, πρέπει να κρίνονται με τα ίδια μέτρα και σταθμά. Ή μήπως κάνω λάθος;
    Αντίθετα, η συναισθηματική προσέγγιση των πραγμάτων ελάχιστες φορές είναι σύμβουλος καλός (περιπτώσεις φιλανθρωπίας, ίσως, ή κοινωνικής αλληλεγγύης). Τις πιο πολλές φορές το νοσηρό συναίσθημα αποτελεί καρκίνωμα – ακριβώς διότι κρίνουμε με διαφορετικά μέτρα και σταθμά, καταστάσεις ίδιες. Το συναίσθημα που δεν περνάει από μια «κρησάρα λογικής», μπορεί να εκθρέψει την πιο απάνθρωπη ιδιοτέλεια, τις πιο διαβρωτικές και άδικες κοινωνικές συμπεριφορές.
    Ας αναλογιστούμε πόσες φορές ψηφίσαμε με κριτήρια συναισθηματικά
λόγω ονόματος και τον έναν και τον άλλον· τους οποίους ιδού, αναθεματίζουμε εκ των υστέρων. Και τώρα πάλι, με στόχο την τυφλή εκδίκηση, στρέφονται πολλοί προς τη Χρυσή Αυγή (που γι’ αυτή τους την επιλογή κάποτε, πιθανότατα, θα νιώθουνε ντροπή). Τον ίδιο νοσηρό συναισθηματισμό κρύβουν άλλωστε τα λόγια μας: «Μια συνταξούλα ψεύτικη έβγαλε ο ανθρωπάκος, δε σκότωσε κανένα»· ή, «βάλ’ του έναν βαθμό να πάρει το απολυτήριο», «βρες του μια δουλίτσα στο Δημόσιο, να φάει ψωμί»· κι ακόμα, «το Δημόσιο κλέβει ο τάδε, δεν κλέβει εσένα». Όλοι οι λαϊκιστές που μας κατέστρεψαν, στο συναίσθημα στηρίχτηκαν, ποτέ στη λογική. Μ’ αυτό μας χάιδεψαν τ’ αυτιά, μας εκμαύλισαν και μας χειραγώγησαν.
    Ενώ, όσοι μας μίλησαν νωρίς-νωρίς με τη φωνή της λογικής (κάτι Γιαννίτσηδες, Παπαδόπουλοι και τίνες άλλοι), ή εξακολουθούν να μας μιλάνε με τον ίδιο τρόπο, τους αναθεματίζουμε και τους ρίχνουμε στο περιθώριο. Κι ούτε που ξέρω αν το συνειδητοποιούμε, ως λαός. Μακάρι, αλλά δεν το βλέπω.

Πηγή: Protagon.gr, 19 Αυγούστου 2013
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.society&id=26928

Φωτογραφία: http://www.koutipandoras.gr/tag/%CE%BA%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%BF%CF%8D%CF%84%CE%B7%CF%82
 

30.7.13

Μακροβούτι


ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΔΩΜΑΤΙΟΥ
Μακροβούτι
Μάριος Μάζαρης



Τις περισσότερες φορές κολυμπούσα δειλά. Χωρίς να ανοίγομαι πολύ, χωρίς να ξέρω αν η θάλασσα έχει κάποια σιγουριά να μου προσφέρει ή κάποια αγκαλιά να μου ανοίξει. Κολυμπούσα μέχρι εκεί που δε φοβόταν η μάνα μου πως θα πνιγώ, μέχρι εκεί που την ορατότητά της ικανοποιούσα και τη δική μου αυτοπεποίθηση έπνιγα. Το πνίξιμο είναι το μόνο εύκολο στις ζωές των ανθρώπων: άλλος πνίγει τα θέλω του, άλλος τα πρέπει του, άλλος τον εγωισμό, τα λάθη, τα συγγνώμη του. Με τα δυο χέρια κάτω απ’ το νερό, που δεν αφήνει αποτυπώματα και ίχνη από το έγκλημα. Αυτό που ζούμε είναι ό,τι περισσεύει από το πνίξιμο. Και το λέμε καθημερινότητα και τύψεις πού και πού. Οι καθημερινότητές μας μοιάζουν αρκετά. Όλοι έχουμε μια ορατότητα να ικανοποιήσουμε, μια θάλασσα να βουτήξουμε και μια δειλία να κρυφτούμε. Τις περισσότερες φορές κολυμπούσα δειλά. Γιατί έτσι είχα μάθει, γιατί με φόβιζαν με ιστορίες για ανθρώπους που ένα κύμα τους πήρε και δεν έμαθα ποτέ πού τους πήγε κι εγώ αυτός που έκλαιγα, ένας ανύπαρκτός τους συγγενής.

Η συγγένεια για μένα δεν ήταν ποτέ κληρονομική, μόνο τις παθήσεις μπορώ έτσι να χαρακτηρίζω. Η συγγένεια ήταν και είναι επίκτητη. Με όσα αγαπάς και δε σε πνίγουν. Με όσα δεν κουράζεσαι να συναντάς. Η θάλασσα είναι μια τέτοια συγγενής μου. Κι ας έχω πάντα τρακ απέναντί της. Είναι το τρακ του σεβασμού απέναντι σ’ αυτόν που υπολογίζεις. Αυτή η συγγένεια με δένει με τόσους άλλους ανθρώπους και το τρακ πολλαπλασιάζεται. Προτιμώ να πηγαίνω σε θάλασσες απόμερες, άδειες αν είναι δυνατόν, να κολυμπώ. Δίχως να πρέπει στα μάτια να δω πολλούς ανθρώπους, να πρέπει να αιτιολογήσω γιατί την αγαπώ. Ή να μη δω άλλον κανέναν, από μένα περισσότερο να το κάνει. Κι αυτό να είναι η κόντρα στην ανασφάλειά μου, το γεγονός ότι μόνος στην παραλία δε θα ΄χω κάποιον να φωνάξω για βοήθεια, αν χρειαστώ. Τις περισσότερες φορές πια που κολυμπώ, αναρωτιέμαι αν θα γίνω κι εγώ ιστορία στα χείλη κάποιου. Για τότε που κάπως με πήρε η θάλασσα και κάπου με παράτησε. Με αόριστες περιγραφές, για να μη λυθεί ποτέ το αίνιγμα αν αφέθηκα.

Πολλοί είναι πια οι άνθρωποι γύρω μου που έχουν αφεθεί. Σε μια στρεβλή πραγματικότητα, δίχως μια χαραμάδα φωτός, χαμόγελου ή αισιοδοξίας. Πολλοί που πνίγονται σε κουταλιές νερού και κουταλιές θαλάσσης. Ή θέλουν να πνίγονται, για να μπορούν να αιτιολογούν αυτή τους την απαισιοδοξία ή τη γκρίνια τους, για να μπορούν να ζητούν βοήθεια, όταν σε συνθήκες ξηράς κανείς δε θα πίστευε ότι την αξίζουν. Δεν είμαι σε θέση να ξεχωρίσω ποιοι είναι ποιοι, θα ήμουν κι εγώ αυστηρός και άδικος, όπως δε θα ήθελα και σε μένα εύκολα να φοράνε ταμπέλες. Ένα στοιχείο ακόμα που μου αρέσει στη θάλασσα είναι αυτό: ότι σε δέχεται δίχως ταμπέλες. Είτε λευκός, είτε ψηλός, είτε μπακάλης ή λεπρός, η θάλασσα δεν είναι εκεί για να σε κατηγοριοποιήσει. Οι κατηγορίες είναι των ανθρώπων προνόμιο. Όπως και το να χωρίζουν τη θάλασσα σε πλαζ επισήμων, σε ιδιωτική και δημόσια, σ’αυτή που θες εισιτήριο για το νερό που σε ξεπλένει και σε καταπίνει, που θες πορτοφόλι για να βαπτιστείς, να ποτιστείς, να ελευθερωθείς, χαρτονομίσματα για να ξαπλώσεις, όχι πάνω στην άμμο, αυτό από μόνο του θα έδειχνε υποταγή στη φύση και στο ελαφρύ χώμα της άμμου που μας σκεπάζει.

Πριν κάμποσα χρόνια, κατά τη διάρκεια διακοπών σε ένα πολυσύχναστο νησί, συνάντησα ένα γεροντάκι, που είχε ένα σπιτάκι χτισμένο πάνω σε έναν λόφο. Το σπιτάκι θα το έλεγα καλύτερα καλύβα και τον λόφο θα τον έλεγα γκρεμό. Έμαθα πως έχτισε μόνο του το σπίτι του, με όσα υλικά μπορούσε να συγκεντρώσει, και ξεκίνησε να μένει εκεί, πρώτα τους μήνες του καλοκαιριού, ύστερα προστέθηκαν της άνοιξης και του φθινοπώρου, και τέλος μπήκαν και του χειμώνα μέσα. Το σπίτι αυτό δεν είχε υδροδότηση και φυσικά ούτε ηλεκτροδότηση. Κι όμως το γεροντάκι το περιέγραφε σαν παλάτι. Δεν είχε ποτέ πια περάσει από τον νου του σκέψη να το εγκαταλείψει και να μείνει με άλλους συγγενείς, να έχει το νοιάξιμο, τη φροντίδα της άμεσης ανάγκης. Και δεν μπορούσες να λυπηθείς αυτόν τον άνθρωπο, γιατί η φωνή του έσταζε χαρά. Γιατί το βλέμμα του σε χόρταινε. Κι αν τον ακολουθούσες, σου έδειχνε το καμάρι του: τη θέα από την πίσω του αυλή. Η θάλασσα στα πόδια του. Όταν ήταν νεώτερος, μου είπε, έπεφτε για μπάνιο από 'κείνο ακριβώς το σημείο. Ένα μακροβούτι από ύψος τουλάχιστον 6-7 μέτρων. Τον ρώτησα αν φοβήθηκε ποτέ αυτές τις βουτιές. Τι να φοβηθώ, μου απάντησε. Η ίδια η ζωή με φοβίζει περισσότερο. Από κείνη τη συνάντησή μας έμαθα κι εγώ να φοβάμαι λιγότερο τη θάλασσα.

Δεν κολυμπούσα πια δειλά ή δεν το καταλάβαινα. Άρχισα να μπαίνω όλο και πιο μέσα στα νερά της και να πλάθω διαλόγους μαζί της. Δεν έδινε εύκολες απαντήσεις, ούτε είχα ποτέ την ψυχραιμία να δεχτώ τα δικά μου φταιξίματα. Ναι, η ζωή ήταν απείρως πιο δύσκολη. Ναι, η θάλασσα είναι απείρως πιο παρούσα απ’ ό, τι νομίζουμε. Συνεχίζοντας να μας παρατηρεί να πνιγόμαστε σε κουταλιές, σε δάκρυα, σε αναφιλητά, σε αυτοκτονίες, σε χρεωκοπίες, είναι εκεί και περιμένει. Να την αγκαλιάσουμε δε θα μπορέσουμε ποτέ, γιατί δεν έχουμε χέρια ούτε τον εαυτό μας ακόμα να αγκαλιάσουμε, γιατί δεν είμαστε σφουγγάρια ούτε για των διπλανών μας δάκρυα. Κάποιοι ενήλικες μας φόβισαν και σ’αυτό, να μη δενόμαστε. Το μόνο που θα μπορούσαμε να κάνουμε, θα ήταν να αφήσουμε να πλύνει από πάνω μας την πόλη. Κι αν θα το κάνουμε, να το κάνουμε αθόρυβα. Όπως αθόρυβα τα γεροντάκια του παρελθόντος φοβούνται τη ζωή που ζούμε εμείς οι επαναστάτες του καναπέ, του διαδικτύου και της 3G υπομονής.

υ.γ. η βάρκα της φωτογραφίας είναι αυτό που θέλει η θάλασσα τόσα χρόνια να μου πει. η ομορφιά είναι πάντα κάτι που φαίνεται απλό κι όμως αρχοντικό.


Από το εξαιρετικά ενδιαφέροντα τστότοπο intellectum, 30 Ιουλίου 2013
Κατηγορία: «Ανθρώπινες Σχέσεις, Διακοπές στην Πραγματικότητα, Θερμοκρασία Δωματίου»
http://www. intellectum. org/2013/07/30/room-temperature-swimming/

Μια απλή ζωή χωρίς κάτι περιττό

Σκηνή απο το ντοκιμαντέρ «Ο Μανάβης»



NEVERMIND
Μια απλή ζωή χωρίς κάτι περιττό.
Κάποιοι βιώνουν αυτό που προσποιούμαστε ότι ζούμε
Βαγγέλης Μακρής


Ακούω συχνά για τους «απλούς ανθρώπους της ελληνικής επαρχίας» και για τους Αθηναίους που άφησαν την πόλη για «έναν πιο απλό τρόπο ζωής» και από μέσα μου κουνάω το κεφάλι. Έχοντας ζήσει τα περισσότερα χρόνια της ζωή μου στην επαρχία και δουλεύοντας μάλιστα 6 χρόνια σε ένα ορεινό μέρος κατέληξα στο εξής: Ο απλός τρόπος ζωής των σημερινών ανθρώπων της επαρχίας είναι ένας μύθος. Ωραίος μύθος για να πουλάς γιαούρτια και γάλατα με ντεκόρ το (πραγματικά υπέροχο) φυσικό τοπίο. Όμως μύθος. Οι σημερινοί άνθρωποι της επαρχίας που γνώρισα εγώ (γιατί ο καθένας από εμάς μιλάει μέσα από την εμπειρία του και σίγουρα μπορεί εσύ που διαβάζεις κάτι άλλο να έχεις συναντήσει)είναι γεμάτοι με όλες τις νευρώσεις, όλα τα απωθημένα, όλες τις επιθυμίες, όλα τα υλιστικά θέλω που συνήθως τα αποδίδουν στους ανθρώπους των πόλεων.

Και όταν το μέρος είναι μικρό το κακό το βλέπεις στην μεγέθυνση του.

Τα τελευταία χρόνια μάλιστα ο «απλός τρόπος ζωής και η επιστροφή στις πραγματικές αξίες» έγινε ακόμα και μέσα στις πόλεις, κάτι σαν μόδα που πρέπει να ακολουθήσουν οι πάντες. Είναι ένα θέαμα λίγο αστείο και λίγο θλιβερό με την σωστή πάντα μουσική υπόκρουση. Σαγιονάρα και μούσι. Οικολογία και ανταλλαγή ρούχων. Εξορμήσεις στην φύση και αμπελοφιλοσοφίες. Μια μάσκα απλότητας που διαλύεται μέσα σε ένα λεπτό αν ξεχάσεις τον φορτιστή σου ή «πέσει» το instagram όπου γίνεται η καταγραφή αυτού του απλού τρόπου ζωής. Γελάω με αυτά όπως γελάω και με τον στιχουργό των σουξέ που προφασίζεται ότι κάνει ποίηση.

Ελάχιστες φορές μου έχει συμβεί να συναντήσω ανθρώπους που να έχουν ζήσει την ζωή τους με μια εντελώς διαφορετική φιλοσοφία. Είναι πάντα άνθρωποι μεγάλης ηλικίας που βρίσκονται προς το τέλος της ζωής τους. Πέρσι το καλοκαίρι, σε ένα πανηγύρι της Αμοργού, είχα συναντήσει έναν τέτοιο άνθρωπο. Είχε ζήσει όλη του την ζωή στο νησί. Θυμάμαι ακόμα τα λόγια αγάπης για την πεθαμένη γυναίκα του και την ηρεμία που έβγαζε το πρόσωπο του. Τέτοιοι άνθρωποι έρχονται ξαφνικά, από εκεί που δεν τους περιμένεις. Αισθάνεσαι ένα μικρό τσίμπημα όταν τους συναντάς. Σαν να διαπερνάει το κορμί σου για λίγα δευτερόλεπτα ηλεκτρικό ρεύμα.

Περίπου το ίδιο αισθάνθηκα πριν λίγο καιρό βλέποντας τους κατοίκους των απομονωμένων χωριών της Πίνδου στο «Μανάβη» του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου. Αυτή την απλότητα που δεν είναι προσποιητή, την ανοιχτή καρδιά μέσα σε ένα απομονωμένο μέρος, την αγάπη για τους ανθρώπους ακόμα και όταν είσαι αποκλεισμένος από αυτούς, την απουσία του περιττού στις ζωές τους και την καθαρή ματιά που βλέπουν τον κόσμο. Αυτοί ήταν και η αφορμή για το ποστ.

Πηγή: www.lifo.gr, 29 Ιουλίου 2013
http://www.lifo.gr/team/u653/40290

28.7.13

Πίσω από ένα Μικρό Σπίτι



Πίσω από ένα Μικρό Σπίτι
 
Η φωτογραφική σειρά του Ιταλού φωτογράφου Manuel Kosentino, με τίτλο “Behind a Little House” (ελλ: Πίσω από ένα Μικρό Σπίτι), αποτελείται από πολλές πανομοιότυπες φωτογραφίες του ίδιου σπιτιού. Ωστόσο, παραλλαγές στον χρόνο, τον καιρό και το φως δημιουργούν μεγάλη ποικιλομορφία, παράγοντας ένα πολύ όμορφο αποτέλεσμα.
Πηγή: www.lifo.gr, 27 Ιουλίου 2013
http://www.lifo.gr/team/u12124/40226



Behind a Little House Project: Dramatic Changes in Landscape Behind a Tiny House:
For his Behind a Little House Project Italian photographer Manuel Cosentino found an unsuspecting muse: a tiny nondescript house on an unexceptional hill. He returned to photograph the small building from the exact same location for nearly two years in order to capture the dramatic changes in weather and light that utterly changed the scenery just beyond the horizon. As part of a traveling exhibition the photos are mounted on a wall behind a book containing copies of a photo of the house against a white sky. Viewers are then invited to draw their own interpretation of what appears behind the little house. Via his artist statement:

The first photograph starts the series with a Big-Bang-like explosion and sets everything into motion, the last is a new beginning – it represents that piece of “carte blanche” that we are all given with our lives. By drawing in the book anyone is at the same time breathing life into it, keeping it alive page after page, and is also responsible for his or her contribution within a wider context.
 
The entire project is currently on view at Klompching Gallery in New York as part of their Annual Summer Show through August 10th.

http://imgur.com/a/MP6bQ