25.9.13

Nα είσαι και να φαίνεσαι



Nα είσαι και να φαίνεσαι.
Τα καλά στοιχεία της κοινωνίας μετριούνται από τη γλώσσα και το ύφος τους
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος


Μια φορά κι έναν καιρό (το 2007 δηλαδή), πριν η Χρυσή Αυγή γίνει ο κεντρικός εφιάλτης της νύχτας μας, είχα γράψει ένα κομμάτι σε αυτή την εφημερίδα με αφορμή την παρουσία των νεοναζιστών στην Έκθεση Βιβλίου. Είχα φρικάρει που κάτω από την Ακρόπολη εξετίθεντο φάτσα κάρτα βιβλία για την εξολόθρευση των Εβραίων και των κίναιδων.
Έλεγα, άκρες μέσες, ότι η ανοχή της δημοκρατίας και οι πολιτικά ορθές αγκυλώσεις μας είναι η κερκόπορτα, μέσα από την οποία τα πιο δολοφονικά και ανελεύθερα πνεύματα θα μπουν στην κοινωνία για να τη μαγαρίσουν. Κι ότι σε τέτοια πρόσωπα πρέπει να κλείνεις τα μικρόφωνα. Τέτοια ελευθερία του λόγου –έλεγα– είναι φλώρικος μεταμοντερνισμός, που την ώρα μιας σφαγής κοιτάει την ωραία καμπύλη που διαγράφει το μαχαίρι --και του βρίσκει αισθητικές αρετές.
Έξι χρόνια μετά, δεν πιστεύω πια αυτό το πράγμα. Δεν μπορούσες να κλείσεις τα μικρόφωνα, τρόπος του λέγειν, ούτε την εποχή του τηλέγραφου. Πόσο μάλλον στην εποχή του Ίντερνετ. Όταν κάτι εμφορείται από τη Δύναμη του Κακού (ή του Καλού, το ίδιο κάνει) μεταδίδεται σαν ιός, φτάνει σαν κλέφτης στο προετοιμασμένο αυτί. Ειδικά τώρα. Και οι απαγορεύσεις δίνουν μεγαλύτερη αίγλη σε αυτό που απαγορεύουν.
Όχι, ο νεοναζισμός δεν θα σβήσει μέσω των απαγορεύσεων – και στο γκάλοπ του LIFO.gr απάντησα αρνητικά. Η Χρυσή Αυγή πρέπει να καταδειχτεί σε όλη τη δολοφονική της βλακεία (εκθέσεις ιδεών και συμβολισμοί μογγολικής διαβολικότητας στα walls τους) και ακολούθως να ταραχτεί στη νομιμότητα. Να απογυμνωθεί από κάθε επιχείρημα, να απομαγευθεί από κάθε «αιρετική» ιδιότητα. Το ήθος των αντιπάλων ορίζεται από τα όπλα που χρησιμοποιούν. Τα κτήνη χρησιμοποιούν φαλτσέτες, οι σοβαροί άνθρωποι το πνεύμα τους και την απόφασή τους να προχωρήσει η ζωή.
Και ναι, ακόμα και η γλώσσα (που κόκαλα τσακίζει), με την οποία γίνεται κριτική στη Χρυσή Αυγή, ΔΕΝ πρέπει να έχει τη φασίζουσα αμετροέπεια και τη στρεψοδικία του μίσους που χαρακτηρίζουν το νεοναζιστικό μόρφωμα. Η Γλώσσα (όπως και η φάτσα) τα λέει όλα. Οι λέξεις, οι εκφράσεις, η στίξη – αρκούν για να καταλάβεις το ποιόν και τις προθέσεις εκείνου που μιλά.
Και δυστυχώς, ίσως και χάρη στην ανεξέλεγκτη θερμότητα των σόσιαλ μίντια, πολλοί (οι περισσότεροι) κρίνουν τη Χ.Α. με γλώσσα και επιχειρήματα σφαγείου: ακριβέστερα, με κατάρες, χυδαιολογίες και απειλές. Γνήσια παιδιά ενός εκτροχιασμένου Ίντερνετ, το οποίο με τον μανδύα της αιρετικότητας τραμπουκίζει φύρδην μίγδην τους πάντες. Πόσο μάλλον τις φαιδρές ή εγκληματικές μορφές της Χρυσής Αυγής.
Γι’ αυτό και ήταν τόσο εξαιρετική και καίρια η στάση του Αγγελάκα στη συναυλία του. Σε κάποιους που φώναξαν «Φασίστες, κουφάλες, έρχονται κρεμάλες» είπε: «Η απάντηση στον φασισμό δεν είναι αυτή. Η απάντηση είναι η ψύχραιμη σκέψη. Να προσέξουμε τον φασισμό που κρύβουμε όλοι μέσα μας».
Με καλύπτει απολύτως.
Μέχρι να αποδειχτεί, μια μέρα, αργότερα, πολύ αργότερα, ότι τα χέρια της γιαγιάς μας έχουν τρίχες, η φωνή της είναι χοντρή και έχει δόντια κοφτερά κάτω από το δαντελωτό (πολιτικά ορθό) σκουφί της.

Πηγή: www.lifo.gr, 25 Σεπτεμβρίου 2013
http://www.lifo.gr/mag/columns/5909

«Φασίστες, κουφάλες…»





Ναι! Μπορεί, πραγματικά, τα φασιστικά μορφώματα (και όχι μόνο) να πολεμούν τη Δημοκρατία με τα ίδια της τα όπλα, αυτό όμως δε σημαίνει σε καμμία περίπτωση ότι πρέπει να απαντάει κανείς με τον ίδιο τρόπο.
Ας είμαστε προσεκτικοί και, το κυριότερο, ψύχραιμοι. Κι ας αναλογιστούμε ποιο έλλειμμα παιδείας έφερε ως εδώ τα πράγματα!


22.9.13

Παύλος Φύσσας. 18 Σεπτεμβρίου 2013


Κείμενο έτοιμο από καιρό
Νίκος Γ. Ξυδάκης


Την Τετάρτη ξύπνησα ασυνήθιστα νωρίς. Λίγο πριν από τις επτά, είδα την πρώτη καταγραφή στο twitter. Νεκρός ο 34χρονος Παύλος Φύσσας, αντιφασίστας ράπερ, από μαχαίρι, που το κρατούσαν πιθανότατα χρυσαυγίτες. Στην Αμφιάλη, λίγο μετά το ματς του Ολυμπιακού. Το twitter είναι σιωπηλό πριν από τις επτά, και οι έγκυρες πηγές ειδησεογραφίας λιγοστές τόσο νωρίς. Στις 06.54 αναμετέδωσα την είδηση, και λίγο μετά έβλεπα στο YouTube τον Κillah P – Παύλο Φύσσα να τραγουδά «Σιγά μη φοβηθώ» και «Ο Πειραιάς στην πλάτη μου». Στις 10, με όσα στοιχεία υπήρχαν διαθέσιμα, έστειλα στον διευθυντή της εφημερίδας το εν θερμώ σχόλιο που μου ζήτησε.
«H 18η Σεπτεμβρίου 2013 πρέπει να λειτουργήσει αφυπνιστικά για την Ελληνική Δημοκρατία, για τους θεσμούς και τους πολίτες. Η δολοφονία του 34χρονου μουσικού Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι από ακραία στοιχεία είναι η κορύφωση σε ένα κύμα βίαιων εκδηλώσεων των τελευταίων ημερών, που άρχισαν με τον τραυματισμό μελών του ΚΚΕ στο Πέραμα από φερόμενους ως οπαδούς της Χρυσής Αυγής. Δεν πρόκειται απλώς για επίδειξη ισχύος και κυριαρχίας στον δρόμο, στις συμβολικές γειτονιές της εργατιάς, δεν είναι πόλεμος χουλιγκάνων· πρόκειται για αποσταθεροποίηση του κράτους δικαίου, για έμπρακτη άρνηση της δημοκρατίας, για λογική προέκταση των πολιτικών πρακτικών των αρνητών του Ολοκαυτώματος και των νεκρών του Πολυτεχνείου. Ο φασισμός μπορεί να υπάρχει μόνο παράγοντας βία και σύγκρουση, επιδιώκοντας την ολοσχερή εξόντωση του Εχθρού, του Αλλου· η φυσική απόληξη αυτής της ενδιάθετης ροπής είναι η εξόντωση της δημοκρατίας και η Τελική Λύση. Οι δυνάμεις του συνταγματικού τόξου οφείλουν να εκτιμήσουν αυτή την ιστορική απειλή και να απαντήσουν πολιτικά, απερίφραστα, χωρίς αναγωγές, η δε Ελληνική Δημοκρατία, διά των θεσμικών οργάνων της, οφείλει να δράσει ακαριαία και λυσιτελώς, με κάθε πρόσφορο νόμιμο μέσον. Εχει και η κρίση τις κόκκινες γραμμές της».
Το κείμενο ήταν έτοιμο από καιρό. Δυστυχώς. Και, δυστυχέστατα, ο ελλείπων κρίκος ήταν το νεκρό παλικάρι, ο ράπερ του Πειραιά και σωληνουργός του Περάματος.
Ηταν αναμενόμενο. Για όποιον παρακολουθούσε με στοιχειώδη προσοχή τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια την περιθωριακή Χρυσή Αυγή να ανθεί μες στα ερείπια της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και να αναδύεται από τα υπόγεια των νεοναζιστικών συμμοριών στις πλατείες μικροαστικών συνοικιών, και από εκεί στο δημοτικό συμβούλιο Αθηνών και στο Κοινοβούλιο, ο φόνος της 18ης Σεπτεμβρίου ήταν αναμενόμενος. Διότι η βία, η μισαλλοδοξία, το εθνοφυλετικό μίσος, η βαναυσότητα, η περιφρόνηση της ανθρώπινης ζωής παντός ετέρου, είναι χαρακτήρες εγγενείς και αυτοτροφοτοδούμενοι στα νεοναζιστικά μορφώματα. Μιλούν για αίμα, κηρύττουν το αίμα, τρέφονται με αίμα.
Θυμήθηκα τον σπουδαίο ιστορικό και φιλόσοφο Μαρσέλ Γκωσέ, τι λέει στο έργο του «Η δημοκρατία υπό τη δοκιμασία των ολοκληρωτισμών, 1914-1974» (εκδ. Πόλις), όταν προσπαθεί να εξηγήσει γιατί ο Μουσολίνι εντείνει τη βίαιη συγκρουσιακή του πορεία, παρότι είναι πλέον απόλυτος κυρίαρχος, και καταλήγει στην καταστροφή του: Διότι ο φασισμός πρέπει διαρκώς να κινείται με βία, δεν μπορεί να σταματήσει. Ενας άλλος μελετητής του φασισμού, ο Εμίλιο Τζεντίλε, ονομάζει αυτή την τάση «μύθο της αναζωογονητικής βίας» («Φασισμός, ιστορία και ερμηνεία», εκδ. Ασίνη). Και οι δύο μελετητές βλέπουν στον φασισμό χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας, τη λατρεία της προόδου, της ταχύτητας, της δύναμης, της ορμητικής εισόδου στη μεγάλη ιστορία.
Η Χ.Α. παπαγαλίζει συνθήματα και λόγια παρμένα από προπαγανδιστικές φυλλάδες, ελάχιστοι έχουν διαβάσει κάτι παραπάνω, και κανείς προβεβλημένος μέχρι τώρα δεν έχει μπορέσει να εκφέρει ολοκληρωμένο λόγο. Δεν στερούνται τακτικής ωστόσο, στο μέτρο που αντιγράφουν τα χιτλερικά ινδάλματά τους: τη χρήση της δημοκρατικής ανοχής, την παραστρατιωτική οργάνωση, τον αφιονισμό εξαθλιωμένων μαζών και την υπόσχεση μιας μυθικής ταυτότητας λαού.
Τα στελέχη της Χ.Α. εμπιστεύονται περισσότερο τους μυς των αναβολικών, τα τατουάζ, τις στολές, τις σιδηρογροθιές και τα μαχαίρια. Αυτό δεν τους καθιστά ακίνδυνους: ο machismo και η βαναυσότητα που εκπέμπουν βιώνονται και ως λαϊφστάιλ, οι οπαδοί τους αισθάνονται σαν να είναι πίτμπουλ σε ένα πλήθος προβάτων. Σαν πίτμπουλ μπορεί να τους βλέπει και μέρος του πολιτικού συστήματος και να τους χρησιμοποιεί σαν χρήσιμο φόβητρο. Ομως, στην Αμφιάλη το πίτμπουλ αμολήθηκε ανεξέλεγκτο και κατασπαράζει όλα τα χέρια που το τάϊζαν.

Πηγή: εφημερίδα «Η Καθημερινή», 22 Σεπτεμβρίου 2013
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_22/09/2013_534291
 
 
 
Ο «ένας στους δέκα» και οι υπόλοιποι εννιά
Παντελής Μπουκάλας


Θυμώνουμε. Πικραινόμαστε. Ντρεπόμαστε. Και φοβόμαστε. Χωρίς να το κρύβουμε πια. Κοκαλώσαμε μετά το καρτέρι των χρυσαυγιτών στο Πέραμα, εναντίον μελών του ΚΚΕ, και τη δολοφονία του αριστερού, αντιφασίστα μουσικού της χιπ χοπ Παύλου Φύσσα, που έπεσε μαχαιρωμένος στην καρδιά από δεδηλωμένο οπαδό της νεοναζιστικής αγέλης, σε άλλο καρτέρι στο Κερατσίνι. Και πια φοβόμαστε περισσότερο. Για τον κίνδυνο που απειλεί τη ζωή όσων αντιδρούν λόγω ή έργω στη δράση ενός μορφώματος που αποκτά όλο και σαφέστερα γνωρίσματα συμμορίας, στα πρότυπα των προπολεμικών ναζιστών της Γερμανίας, και επιπλέον βρίσκει μιμητές που δεν είναι ανάγκη να είναι μέλη της Χ.Α., απλώς αναγνωρίζονται σε αυτήν και ακολουθούν το παράδειγμά της - περίπου όπως συμβαίνει με την Αλ Κάιντα.
Φοβόμαστε για τις μαχαιριές στο σώμα της ήδη στενεμένης δημοκρατίας. Για τον πολιτισμό της καθημερινότητάς μας, που τον απειλεί το ερπετό του μίσους για οτιδήποτε ξένο ή διαφορετικό: στο χρώμα, τη γλώσσα, το ντύσιμο, τη θρησκεία. Γέμισε ο τόπος τρομαγμένους. Γιατί πρώτα αφέθηκε να γεμίσει μελανοχίτωνες τρομοκράτες από τις συνένοχα ραθυμούσες διωκτικές αρχές, από την αργοπορούσα Δικαιοσύνη και από μεγάλη μερίδα του πολιτικού κόσμου, που περισσότερο νοιάζεται πώς θα κερδίσει οπαδούς κλείνοντας το μάτι στους θιασώτες της Χ.Α., όπως γείτονας σε γείτονα, παρά για την ανάσχεση του νεοφασισμού και του ρατσισμού. Και δεν πρέπει να αποσιωπήσουμε ή να υποβαθμίσουμε τη σοβαρή ευθύνη μερίδας (μεγάλης και πάλι) του έντυπου και του ηλεκτρονικού Τύπου στη σχετική νομιμοποίηση της φιλοναζιστικής ακρο-ακροδεξιάς, μέσα από την ανάδειξη της ατζέντας της και την προβολή των στελεχών της ως καλών καγαθών ηρώων του λάιφ στάιλ. Ενα κόμμα που αλαζονεύεται ότι τυγχάνει αντισυστημικό ευνοείται στα όρια της πρόκλησης από πολλούς και ποικίλους μηχανισμούς του συστήματος. Κι αυτά δεν γίνονται βέβαια «από καλή καρδιά» αλλά βάσει του νόμου της αντιπαροχής. Πού να χρωστάει άραγε η Χ.Α. τη φανερή οικονομική της άνεση και έναντι ποίων υπεσχημένων εκδουλεύσεων την απέκτησε;
Μαυρίζει η ψυχή μας στη σκέψη πως ένα τμήμα του κράτους ενδέχεται να κατασκεύασε και να επέβαλε σαν επικράτος τα τάγματα εφόδου. Μαυρίζει με την εκπόρθηση του κέντρου της πολιτικής ζωής από ό,τι χυδαιότερο, σκαιότερο, περισσότερο απαίδευτο και εντέλει ανθελληνικότερο (με τους όρους που το ίδιο το υπό κατασυκοφάντηση και σφετερισμό ελληνικό πνεύμα μάς υπαγορεύει) εμφανίστηκε σαν κομματικό σχήμα στα μεταπολιτευτικά χρόνια· το ΛΑΟΣ, η ΕΠΕΝ και τα ομοειδή φαίνονται πια καρικατούρες, παρότι ακριβώς η νομιμοποίηση της ακροδεξιάς με την προσφορά κυβερνητικών θέσεων σε στελέχη του ΛΑΟΣ οδήγησε στη χαλάρωση των κριτηρίων, στην ύπνωση του δημοκρατικού ενστίκτου και στην εξοικείωση με το αδιανόητο. Και ματώνει ο νους προσπαθώντας να καταλάβει πώς αυτό το χυδαιότερο και πλέον ανάγωγο βρήκε τέτοια ανταπόκριση στο κοινωνικό σώμα.
Για να ψευτοπαρηγορηθούμε, λέμε ο ένας στον άλλον πως δεν μπορεί, κάπου λαθεύουν οι δημοσκοπήσεις. Μόνο που και πολλές είναι πια, και από διαφορετικές εταιρείες (ώστε να αποκλείεται η «επεξεργασία» που υποθέτουμε όχι από καχυποψία αλλά χάριν αυτοπαραμυθίας), και μεγάλο διάστημα καλύπτουν - πάνω από χρόνο πια. Αν όμως τις πιστέψουμε θα πρέπει να δεχτούμε ως γεγονός πως είναι χρυσαυγίτης ο ένας στους δέκα γύρω μας - στη γειτονιά, στο χωριό, στη δουλειά, στον κινηματογράφο, στο γήπεδο, στο λεωφορείο, στην ταβέρνα, στο στοιχηματατζίδικο, στην καφετέρια. Οχι καλά και σώνει ενταγμένος. Οχι μέλος αυτοφενακιζόμενο με τη στρατιωτική του στολή, τάχα νέος και ενδυματολογικά εκσυγχρονισμένος Λεωνίδας. Οχι στρατιωτάκι σε τάγματα εφόδου, υπό τας διαταγάς των λοχαγίσκων-βουλευτών που, αφιονιζόμενοι με την ίδια τους τη θορυβοποιό εικόνα στην τηλεόραση, ανταγωνίζονται ποιος θα αναδειχθεί υβριστικότερος, βιαιότερος, αντιδημοκρατικότερος. Οχι μαυροντυμένος, κοντοκουρεμένος και μουσκουλάκιας, που έχει κουράσει τον ίδιο του τον καθρέφτη με τις ηρωικές πόζες που παίρνει ολοένα μπροστά του. Τίποτ’ απ’ όλα αυτά. Απλώς φίλος της Χ.Α. Οπαδός εξ αποστάσεως. Που μπορεί και να μη συμφωνεί με όλα όσα διαπράττουν οι χρυσαυγίτες, μολαταύτα, στις δημοσκοπήσεις, και δήθεν «για να ταρακουνήσει το σύστημα», ρίχνει υπέρ τους το εικονικό ψηφαλάκι του. Που εντέλει δεν είναι καθόλου εικονικό. Επειδή γράφει. Προκαλεί βαθιά εντύπωση. Επιδρά. Επηρεάζει. Νομιμοποιεί. Πολλαπλασιάζει.
Ενας στους δέκα λοιπόν. Μπορεί και παραπάνω. Και καμιά σημασία δεν έχει αν τάχα «συμμερίζεται κριτικά», αν «εγκρίνει εν μέρει» και όχι εν όλω την ιδεολογία και την πρακτική της Χ.Α., αν, ας πούμε, αποδέχεται τα υπέρ ξενηλασίας φανατικά κηρύγματά της, αλλά πιστεύει σαν καλός χριστιανός και γονιδιοφιλόξενος Ελληνας ότι αρκούν πεντέξι σφαλιάρες στους σκούρους «υπανθρώπους», δεν χρειάζονται μαχαιρώματα. Αλλά σ’ αυτά τα πράγματα, και σε τέτοιους σκοτεινιασμένους καιρούς, τα «εν μέρει» και τα «υπό όρους» δεν χωράνε, άλλωστε πολιτικά μεταφράζονται σε «απολύτως» και σε «ανυπερθέτως». Μπορεί να μην είναι φασίστες, ή να λένε πως δεν είναι φασίστες, όσοι πρώτα σε δύο εκλογές και ύστερα σε δεκάδες δημοσκοπήσεις υπερψήφισαν τη Χ.Α. Μπορεί να μη θέλουν να καταντήσουν φιλοναζιστές, γιατί και στην οικογένειά τους ή στο χωριό τους μέτρησαν θύματα των ναζιστικών και φασιστικών στρατευμάτων και των προθυμότατων ημεδαπών υπηρετών τους, που μεταπολεμικά αριθμήθηκαν και αυτοί στους εθνικόφρονες νικητές. Μπορεί να μην πιστεύουν πως η τωρινή Ελλάδα είναι μια Ελλαδίτσα (ή ένα ελληνώνυμο κρατίδιο σε δήθεν φιλοσοφικότερη και πάντως μεγαλοϊδεάτικη ορολογία), που για να ολοκληρωθεί ως έθνος και ως γένος πρέπει να «ανακαταλάβει» περίπου όσα εδάφη είχε υπό τον έλεγχό του ο Μεγαλέξανδρος και οι επίγονοί του ή οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες. Μπορεί να ανατριχιάζουν μπροστά στη βιαιότητα και την ωμότητα των πρωτοκλήτων του κ. Μιχαλολιάκου (που μένει συστηματικά σε κάποια απόσταση από τις δημόσιες σκαιότητες, ίσως για να επιτρέψει στους καιροσκόπους να ποντάρουν κάποια στιγμή πάνω του σαν να ποντάρουν σε μετριοπαθή, υπεύθυνο και σοβαρό, αλά Καρατζαφέρη). Μπορεί να κρύβονται και από τον εαυτό τους ή να του λένε ψέματα. Μολαταύτα, έστω με τη δημοσκοπική υποστήριξή τους, ευνοούν τους σχεδιασμούς του χρυσαυγιτισμού και νομιμοποιούν την αγελαία δράση του εις βάρος μεταναστών, εν γένει αδύναμων αλλά και πολιτικών αντιπάλων του. Αλλη μια φορά, η ανοχή είναι συνενοχή.

Πηγή: εφημερίδα «Η Καθημερινή», 22 Σεπτεμβρίου 2013
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_22/09/2013_534292

 
 
 
Κυριακή, κοντή γιορτή! Για ποιους;
Σπύρος Δανέλλης


Το να αναφέρεται κανείς στα αποκρουστικά συμβάντα στην εκπομπή του Γ. Παπαδάκη στον ANT1, με την κοινοτυπία περί «εκκόλαψης του αυγού του φιδιού», προφανώς κομίζει γλαύκας εις Αθήνας. Το ότι η βία αποτελεί ειδοποιό στοιχείο ενσωματωμένο στον υποδόριο ιστό των απολυταρχικών ιδεολογιών και καθεστώτων, θα ’πρεπε να το γνωρίζουμε πολύ καλά.
Είναι βέβαιο πως όσοι ψήφισαν με ιδεολογικά κριτήρια Χρυσή Αυγή στις 6 Μαΐου, επιχειρούσαν την έξοδο από το σκοτάδι στο φως του οπλισμένου με λοστάρι μπράτσου του κτήνους. Οι υπόλοιποι που την ψήφισαν, συμμετέχοντας στην ιερή έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, την έστελναν στη Βουλή των Ελλήνων (δίνοντάς της μάλιστα το μεγαλύτερο στην Ευρώπη ποσοστό νεοναζιστικού κόμματος), με την ομολογούμενη ή ανομολόγητη προσδοκία να «τακτοποιήσουν» επιτέλους «όπως τους πρέπει» τους πολιτικούς που «μας έφεραν ως εδώ».
Προφανώς, δεν πρέπει να προσπεράσουμε την πρωτοφανή ανανδρία και ασέβεια, αφού τα θύματα της βίας ήταν γυναίκες. Όχι βέβαια ότι αν ο θλιβερός φασίστας στρεφόταν κατά ανδρών θα ήταν ανδρείος. Υπενθυμίζω όμως ότι ακόμη και στην απεχθή παράδοση της κρητικής βεντέτας θεωρείται ιεροσυλία η άσκηση βίας κατά γυναικών, ούτε καν της πιθανής «πέτρας του σκανδάλου». Και το ότι οι δύο κυρίες αποτελούν τις πλέον προκλητικές και αναιδείς πολιτικές τηλεπερσόνες (φαντάζομαι ότι μ’ αυτό το κριτήριο συνέθεσε το πάνελ του ο κ. Παπαδάκης), δεν δικαιολογεί τους απαράδεκτους χαιρέκακους σχολιασμούς που κατέκλυσαν το διαδίκτυο.
Νομίζω, όμως, πως ήρθε η ώρα να αφυπνιστούμε άμεσα όλοι μας, πολιτικά κόμματα, δημοσιογράφοι, κοινωνία αλλά και θεσμοί, όπως η Δικαιοσύνη και η Αστυνομία. Ν΄ αφήσουμε κατά μέρος τη βολική υποκρισία, να συναποδεχθούμε το αυτονόητο, πως η βία σ’ όλες της τις μορφές, από οποιονδήποτε κι αν ασκείται, αποτελεί θανάσιμο εχθρό της δημοκρατίας και του πολιτισμού.
Πίστευα πάντα πως το μεγαλύτερο αμάρτημα της Αριστεράς στον τόπο μας ήταν η χαλαρή της σχέση με την έννοια της νομιμότητας. Οι ιδεοληψίες και τα στερεότυπα που βασίστηκαν στον αυταρχισμό και τη βία του μετεμφυλιακού κράτους και αναζωογονήθηκαν στη Χούντα, τής έδιναν το άλλοθι της αμφισβήτησής της κατά το δοκούν.
Έτσι, η Αριστερά δίδαξε πολλές γενιές νέων ότι η περιφρόνηση των νόμων μπορεί να έχει και χαρακτήρα αριστερής ανατροπής. Παραγνωρίζοντας ότι ο νόμος και οι θεσμοί αποτελούν το όπλο των αδύναμων, και η χαλαρή τους αμφισβήτηση κάνει ασύδοτους τους ισχυρούς.
Τα ακραία δημαγωγικά και ψευδεπίγραφα σοφίσματα «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» και «Δεν υπάρχει θεσμός ανώτερος του λαού», οδήγησαν στην εμπέδωση της αντίληψης του α λα καρτ σεβασμού της νομιμότητας. Δηλαδή μόνο όταν εξυπηρετεί και προστατεύει τα προσωπικά ή συντεχνιακά συμφέροντά μας.
Τα τάχα κινήματα πολιτικής ανυπακοής, τα «δεν πληρώνω» την παροχή των υπηρεσιών δημοσίου οφέλους και τα σπάω, κλείνω λιμάνια και αεροδρόμια κι ας καταρρέει έτσι ο τουρισμός -ο μόνος τομέας που εισφέρει στη νεκρωμένη εθνική οικονομία- το τάχα δικαίωμα να καταπατώ και να χτίζω αυθαίρετα στη δημόσια περιουσία, αλλά και να καταγγέλω ως «ξεπούλημα ασημικών» και προδοσία κάθε προσπάθεια αξιοποίησής της, η πρωτοφανής κατάλυση του κράτους στην Κερατέα -υιοθετήθηκε μάλιστα ως παράδειγμα υπερήφανης λαϊκής εξέγερσης- όλα καλύπτονται από την ομπρέλα προστασίας της Αριστεράς.
Κι όταν στις πλατείες πλην των πραγματικά απεγνωσμένων, συρρέουν οι «προδομένοι πελάτες» του συστήματος, νιώθοντας πως η πελατειακή σχέση έγινε ετεροβαρής, αφού δεν μπορούσε πια να τους εξασφαλίσει τα μικρά ή μεγάλα ανταλλάγματα που η νομή του Δημοσίου προσέφερε, η ιερή οργή και αγανάκτηση εκφράζεται με κάθε είδους προπηλακισμούς και βία κατά των πολιτικών, κυρίως του ΠΑΣΟΚ.
Οι ύβρεις, οι ξυλοδαρμοί, τα γιαουρτώματα, οι βανδαλισμοί των γραφείων, οι απειλές θεωρούνται απολύτως θεμιτές πράξεις. Σε επίπεδο συμβολισμού, η αναβίωση της μούντζας συνοδευόμενη από την άλλη τριτοκοσμική μας συνήθεια που νομίζαμε πως είχαμε αφήσει μακριά πίσω μας, εκείνη που οι ταμπελίτσες «απαγορεύεται το πτύειν» προσπαθούσαν να μας αποτρέψουν στα λεωφορεία ή στους δημόσιους χώρους, μας δείχνει το δρόμο προς την υποσαχάριο Αφρική.
Κι αν ο λαός απαιτεί «να καεί το μπ… η Βουλή», τότε γιατί είναι αθέμιτο οι νεοναζί… εκπρόσωποί του να το επιχειρήσουν;
Γιατί οι μαθητές, που υπό την καθοδήγηση εκπαιδευτικών τους μουντζώνουν «ηρωικά» τους εκπροσώπους των θεσμών της δημοκρατίας, αύριο ως πολίτες να σέβονται ή να απαιτούν από τους άλλους νομιμότητα;
Τι σόι παιδαγωγικό έργο προσφέρει η πνευματική ελίτ του τόπου διακηρύσσοντας πως δεν εφαρμόζει το νόμο για τα ΑΕΙ και ασκώντας χέρι-χέρι με τις κομματικές νεολαίες βία κατά όποιου τολμήσει να θίξει τα συμφέροντα της συντεχνίας; Και διεκδικεί δικαστική ασυλία στη συνέχεια!
Αρκεί η αριστερή ταυτότητα του νεόκοπου πολιτευτή κ. Π. Τατσόπουλου να δικαιολογήσει τις εκρήξεις βίας κατά των τηλεοπτικών συνομιλητών του; Και άραγε η πολλά υποσχόμενη κα Ζ. Κωνσταντοπούλου εξακολουθεί να χαρακτηρίζει «ήπια», άρα αποδεκτή, την επίθεση της Χρυσής Αυγής στον Π. Ευθυμίου;
Αν όλα τα παραπάνω θλιβερά φαινόμενα δεν περιγράφουν το γρήγορο δρόμο προς τον εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας, τότε πως θα μπορούσαν να αξιολογηθούν;
Δεν μας έχει απασχολήσει όμως ο ρόλος των μέσων ενημέρωσης στη διαμόρφωση της στρεβλής συλλογικής αντίληψης της πραγματικότητας αλλά και της εθνικής ψυχολογίας.
Η σχολή του λαϊκισμού, της δημαγωγίας και του καταγγελτισμού στη μιντιακή μας δημοκρατία, μετατρέποντας τις εκπομπές πολιτικού λόγου αλλά και τα δελτία ειδήσεων σε ριάλιτι σόου, προάγοντας τους καβγάδες, τη χάβρα, τους εξυπνακισμούς και τη μαγκιά, προς χάριν της τηλεθέασης και άρα του κασέ τους, προβάλλει συνεπικουρούμενη από τους πολιτικούς που εργολαβικά φιλοξενεί, πρότυπα συμπεριφορών αλλά και παραπληροφόρηση, εντείνοντας τη σύγχυση της ήδη παραζαλισμένης κοινωνίας.
Έστω και τώρα, η Αριστερά -αντισυστημική, κινηματική, ριζοσπαστική ή όπως αλλιώς θέλει να αυτοπροσδιορίζεται- πρέπει να αντιληφθεί πως η ανοχή στην «αριστερή» βία αποενοχοποιεί τη δεξιά βία.
Και η ιστορία μάς λέει πως η διάχυση της βίας στην κοινωνία και ο μιθριδατισμός της ωφελεί πάντα την ακροδεξιά.
Το σοκ που προκάλεσε ο Κασιδιάρης αποτελεί άραγε την απαρχή της αφύπνισης πολιτικών και κοινωνίας ή απλώς προσθέτει άλλο ένα επεισόδιο στο μακρύ κατάλογο της εθνικής μας τύφλωσης και υποκρισίας;
Κυριακή κοντή γιορτή!

Ο Σπύρος Δανέλλης είναι ευρωβουλευτής.
Πηγή: Protagon.gr, 17 Ιουνίου 20123
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.article&id=16034