24.3.12

Ζούμε. Ακόμα!



ΜΙΚΡΟΠΡΑΓΜΑΤΑ
Άρης Δημοκίδης
«Φύγετε κύριε, η εταιρεία μας δικαιολογεί κάποια δωρεάν καλάθια».
Μια συγκλονιστική σκηνή αλληλεγγύης, σήμερα σε σούπερ μάρκετ της Αθήνας

Η Βίβιαν Ευθυμιοπούλου περιέγραψε στο Facebook της την παρακάτω σκηνή:

Πριν από λίγο σε σούπερ μάρκετ της Αγίας Παρασκευής, στο ταμείο είναι ένα γηραιός ρακένδυτος με 3-4 κονσέρβες κι ένα γκαζάκι.
Η νεαρή ταμίας τον κοιτάει και του λέει «Φύγετε κύριε, η εταιρεία μας δικαιολογεί κάποια δωρεάν καλάθια». Της δίνει 1000 ευχές.
Μόλις εκείνος απομακρύνεται, η ταμίας ανοίγει την τσάντα της και βάζει τα χρήματα στο ταμείο από το πορτοφόλι της.
Πεταγόμαστε 2-3 που έχουμε μείνει κάγκελο και της λέμε να τα πληρώσουμε εμείς.
Μας κοιτάζει αυστηρά: «Εγώ το αποφάσισα, εγώ θα τα πληρώσω. Ελάτε, παρακαλώ, μην δημιουργείτε ουρά».
Ένα κοριτσάκι τόσο δα. Πόσα να παίρνει; 500Ε; Πολλά λέω. Αλληλεγγύη, ρε.

Πηγή: Lifo.gr, 22 Μαρτίου 2012
http://www.lifo.gr/team/bitsandpieces/29506

Για όλα φταίνε οι Γερμανοί (και ίσως ο διεθνής Σιωνισμός)!



ΥΠΕΡΚΕΙΜΕΝΑ
Βόθρος!
Νίκος Δήμου

Μου γράφει ένας αναγνώστης:
«Την περίοδο 2000-2004 εργαζόμουν ως ωρομίσθιος καθηγητής σε κολυμβητήριο μεγάλου δήμου του Λεκανοπεδίου. Το κολυμβητήριο αυτό είναι το μοναδικό της περιοχής. Ήταν δε η πρώτη φορά που εργαζόμουν ως καθηγητής.
Αφού ξεκίνησα να εργάζομαι, ανακάλυψα με έκπληξη τα κάτωθι: το κολυμβητήριο διέθετε μόνο έναν γυμναστή (εμένα) για τα 600 και πλέον άτομα που είχαν γραφτεί σε αυτό. Όλα αυτά με μισθό ωρομισθίου 5,75 ευρώ την ώρα.
Ο “υπεύθυνός μου”, που ήταν γυμναστής, όπως εγώ (καθηγητής Φυσικής Αγωγής), έκανε δουλειά γραφείου, διότι ήταν… μόνιμος!
Ο ίδιος, επίσης, μου είχε εκμυστηρευτεί ότι έγινε μόνιμος, κάνοντας αυτός και άλλα 2-3 άτομα “διαδήλωση” στο κέντρο της Αθήνας! Την άλλη μέρα ήμασταν μόνιμοι, μου είπε.
Την ίδια περίοδο που το κολυμβητήριο διέθετε μόνο έναν ωρομίσθιο καθηγητή (εμένα), διέθετε επίσης ως προσωπικό 10 κηπουρούς. Τα δέντρα του κολυμβητηρίου ήταν εφτά μετρημένα! Διέθετε, επίσης, 20 φύλακες και 10 καθαρίστριες».
Αυτά ο αναγνώστης. Τίποτα καινούργιο. Τα ίδια συμβαίνουν σε όλους τους ΟΤΑ -π.χ. στον Οργανισμό Νεότητας και Άθλησης του Δήμου Αθηναίων (ΟΝΑ), όπου οι μόνιμοι δεν πατάνε καν (ούτε στα γραφεία) και οι συμβασιούχοι σκοτώνονται- αλλά και στα απορρίμματα (μαφία εκεί!).
Για όλα αυτά, βέβαια, φταίει η Μέρκελ.
Όπως ευθύνεται και για τους μιζαδόρους του υπουργείου Ανάπτυξης, για τους κομπιναδόρους του ΙΚΑ Καλλιθέας, για τους υπεύθυνους προμηθειών των νοσοκομείων που είχαν στις αποθήκες υλικό αρκετό για να μας βάλουν όλους στον γύψο (πού είσαι, Παπαδόπουλε!), για τους χιλιάδες άνδρες που πήραν επίδομα τοκετού, για τους απέθαντους συνταξιούχους που εισπράττουν 30 χρόνια μετά θάνατον, τους πεντακόσιους τυφλούς ανοιχτομάτηδες της Ζακύνθου κ.λπ.
Αλλά για τα επιδόματα, τις «μαϊμού» αναπηρικές και τους φοροφυγάδες, φταίει αποκλειστικά ο Σόιμπλε.
Η χώρα αυτή είναι βόθρος!
Μια χαβούζα με βοθρολύματα, που ζέχνει εκατοντάδες χιλιόμετρα γύρω και μολύνει όλη την Ευρώπη. Κι έχουμε το θράσος να τα βάζουμε με την τρόικα, τη Μέρκελ, τον Ράιχενμπαχ (τους νεοναζί του Στάθη), όταν επί χρόνια δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να κλέβουμε ο ένας τον άλλο κι όλοι μαζί το κράτος (δηλαδή, πάλι εμάς). Αναρωτιέμαι: εκείνοι που βρίζουν το μνημόνιο (και είναι η πλειονότητα) συνειδητοποιούν, άραγε, τη δική μας συμβολή που του άνοιξε την πόρτα; Αν δεν κλέβαμε, δεν εξαπατούσαμε και πληρώναμε τους φόρους μας, θα χρειαζότανε;

Πηγή: Lifo.gr, 21 Μαρτίου 2012
http://www.lifo.gr/mag/columns/4725

Οι ξεχασμένες αξίες του ελληνικού συντηρητισμού



Οι ξεχασμένες αξίες του ελληνικού συντηρητισμού
Νίκος Mαραντζίδης*


Τώρα, που η κρίση υπονόμευσε το βιοτικό μας επίπεδο, εμείς, η καταχρεωμένη σε τράπεζες και πιστωτικές κάρτες μεσαία τάξη, παρατηρούμε τους ηλικιωμένους γονείς μας, οι οποίοι κατάφεραν με κόπους χρόνων να δημιουργήσουν μια κάποια περιουσία, να αντιμετωπίζουν την κατάσταση, αρκετές φορές, με σαφώς καλύτερους όρους από τους δικούς μας. Οι γονείς μας, είτε ήταν υπάλληλοι, είτε επαγγελματίες και επιχειρηματίες, είτε αγρότες, ήταν συνήθως άνθρωποι μετρημένοι. Ζούσαν λιτά, απεχθάνονταν τα δάνεια και τα δανεικά και προγραμμάτιζαν προσεκτικά τη ζωή τους χωρίς σπατάλες. Εχοντας εμπειρίες πολέμων και οικονομικών καταστροφών, αντιμετώπιζαν το μέλλον με συστολή και συγκρατημένη απαισιοδοξία. Ηταν, με άλλα λόγια, συντηρητικοί άνθρωποι.
Αυτός ο συντηρητισμός είχε αναγορεύσει σε θεμέλια της κοινωνικής οργάνωσης, συμπεριφορές όπως η εργατικότητα, η αποταμίευση, η πειθαρχία, ο σεβασμός στους νόμους, η εγκράτεια. Ιδιαίτερα, η ελληνική εκπαίδευση ήταν γεμάτη από τέτοιες αξίες, που σήμερα τις θεωρούμε παλιομοδίτικες και συχνά αντιδραστικές. Γελάμε, όταν σκεφτόμαστε πως τα παλιά βιβλία του δημοτικού είχαν ως πρότυπα καριέρας τον τσαγκάρη, τον καστανά, τον ξυλουργό, τον αγρότη. Ταπεινά επαγγέλματα και κόσμοι που αποτύπωναν τις αξίες του ελληνικού συντηρητισμού.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι παραπάνω αξίες έπαιρναν συχνά στην πράξη μορφή καρικατούρας. Ο σεβασμός στους κανόνες γινόταν άκριτη πειθαρχία, η αποδοχή των ιεραρχιών υποτέλεια στους ισχυρούς, η ηθική μετατρεπόταν σε υποκρισία, η αποταμίευση σε μιζέρια, οι οικογενειακοί δεσμοί καταντούσαν νεποτισμός, η αγάπη για την πατρίδα εθνικισμός, η αίσθηση του να έχει κανείς ρίζες κλειστοφοβικός επαρχιωτισμός.
Μας αρέσει ή όχι, πάντως, αυτός ο συντηρητικός κόσμος άφησε το στίγμα του στη χώρα. Συγκρότησε έναν συνεκτικό κώδικα αξιών και συμπεριφοράς, που κοινωνικοποίησε γενιές ολόκληρες προς συγκεκριμένα πρότυπα ζωής.
Η δεκαετία του 1970 παρέσυρε πολύ σύντομα τον συντηρητισμό και κυρίως τις αξίες του. Μια νέα γενιά αισιόδοξων ανθρώπων γεννημένη μετά τον Εμφύλιο, που δεν βίωσε πόλεμο, αναζητούσε να ξεφύγει από το κλειστό και περιοριστικό πλαίσιο της προηγούμενης περιόδου, διψούσε για νέες εμπειρίες και γρήγορη κοινωνική άνοδο. Αυτή η γενιά οικοδόμησε το δικό της αξιακό σύστημα, που επιβλήθηκε εύκολα στις πολιτικές συνθήκες της μεταπολίτευσης.
Μαζί με τα απόνερα, όμως, πετάχτηκε και το μωρό. Σύντομα, τη θέση της αποταμίευσης πήρε ο αχαλίνωτος καταναλωτισμός και ο υπερδανεισμός. Τη θέση πως ο πλούτος δεν φέρνει την ευτυχία διαδέχθηκε η ακόρεστη δίψα για πλούσια ζωή και πολυτελή διαβίωση. Χάρη στα νέα ήθη, η καριέρα έπρεπε να οδηγεί στον γρήγορο πλουτισμό. Το ελληνικό κράτος αποικήθηκε από νεόπλουτες φιλοδοξίες. Ετσι άνθησαν «αεριτζίδικα» επαγγέλματα, ξεφύτρωσε η μανία του χρηματιστηρίου και πολλοί οδηγήθηκαν προς τη διαφθορά και τη λεηλασία δημοσίων πόρων με την απλή, και φθηνή, αιτιολογία πως «μόνο με τον μισθό δεν βγαίνεις».
Μέσα σε όλα αυτά, η αφοσίωση στην ιεραρχία αντικαταστάθηκε από την αντίληψη πως η αναίδεια και η αγένεια απελευθερώνουν. Ενώ η πίστη για την αξία της τήρησης των νόμων κλονίστηκε από την αίσθηση της ατιμωρησίας και την πεποίθηση πως δεν υπάρχουν σαφή όρια πέραν από αυτά που ορίζει το εγώ και η ισχύς του καθενός.
Δυστυχώς, ο παλιομοδίτικος συντηρητισμός, που δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες, δεν έδωσε τη θέση του σε έναν προοδευτικό φιλελευθερισμό που διατηρώντας αξίες, όπως ο σεβασμός στον νόμο και η επιχειρηματικότητα, θα έφερνε μαζί του την αξιοκρατία, την ατομική ευθύνη, τον κοσμοπολιτισμό, τον ορθολογισμό και την ανεκτικότητα. Ούτε αντικαταστάθηκε, έστω, από μια σοσιαλδημοκρατική, σκανδιναβικής προέλευσης, κουλτούρα κοινωνικής συνοχής που θα καλλιεργούσε μεν τον εξισωτισμό και τον κρατισμό, αλλά τουλάχιστον θα τα συνδύαζε με μια φιλοσοφία ατομικής εγκράτειας, λιτής διαβίωσης εναρμονισμένης με τις αρχές υποτίθεται του σοσιαλισμού.
Αυτό που επικράτησε στη μεταπολίτευση, συνιστά ένα ιδεολογικό υβρίδιο, που μπορεί να αποκληθεί: «Καταναλωτικός σοσιαλ-λαϊκισμός». Πρόκειται για ένα ιδεολογικό αμάλγαμα που προέκυψε από τη φιλοδοξία κοινωνικής ανόδου και τις καταναλωτικές προσδοκίες της μεταπολεμικής γενιάς σε συνδυασμό με την υιοθέτηση σοσιαλιστικών ιδεολογικών προταγμάτων. Επρόκειτο, στην πραγματικότητα, για την ιδεολογία των εξεγερμένων μικροαστών: τα ήθελαν όλα εδώ και τώρα.
Στην παραγωγή αυτού του κράματος συνετέλεσαν αναμφίβολα δύο παράγοντες:
α) Η δικτατορία του 1967, που καταρράκωσε και γελοιοποίησε τις αξίες του ελληνικού συντηρητισμού καθιστώντας τες ανενεργούς, αν όχι γραφικές.
β) Η έλευση στην εξουσία του ΠΑΣΟΚ, το 1981, που είχε εξέχουσα συμβολή στην επικράτηση αυτού του καταναλωτικού σοσιαλ-λαϊκισμού.
Σήμερα, που πρέπει να ξαναχτίσουμε τη χώρα, ας θυμηθούμε, πως, στο παρελθόν, μερικές από τις αξίες του συντηρητικού κόσμου συνέβαλαν να ορθοποδήσει η Ελλάδα σε δύσκολες στιγμές. Αυτό ας το έχουν κυρίως στον νου τους οι Ελληνες συντηρητικοί πολιτικοί, που, έως σήμερα, στην αγωνία τους να δείξουν σύγχρονοι, αποποιήθηκαν τον βασικό πυρήνα της ιδεολογίας τους και μιμήθηκαν, δυστυχώς, τα πιο αρνητικά στοιχεία των αντιπάλων τους προκειμένου να γίνουν αρεστοί. Στο τέλος, και οι μεν και οι δε, συντηρητικοί και σοσιαλιστές, έφτασαν να μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερό.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Πηγή: Εφημερίδα «Καθημερινή», 18 Μαρτίου 2012
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_18/03/2012_476277

1.3.12

Ένας περιγεγραμμένος κύκλος, με χιλιάδες εγγεγραμένες μνήμες…



Ένας περιγεγραμμένος κύκλος,
με χιλιάδες εγγεγραμένες μνήμες…

Κωστής Μαυρικάκης


Κάποτε σε μέρες δόξας του, ο κύκλος που σχημάτιζαν οι ταιριασμένες πέτρες και πλάκες τ’ αλωνιού, συγκρατούσαν μέσα του τα σπαρτά που θέριζαν τα εργατικά και ροζιασμένα χέρια των προγόνων μας, για να τ’ αλωνίσουν στην ακούραστη κυκλική τροχιά των πιστών βοδιών που έσερναν το «βολόσυρο». Κάπου εκεί στα δεκάδες μνημειακά μετόχια στο «Νησί» της Ελούντας, στη χερσόνησο της Σπιναλόγκας για τους χάρτες, στην αλίκλυστο, ηλιοψημένη, άγονη και άνυδρη γη του παράλιου Μεραμπέλλου. Αυτές οι πέτρες γνώρισαν απλόχερα τη ιεροτελεστία της γέννησης του ψωμιού, της κρίθινης κρητικής κουλούρας, που έθρεψε γενιές και γενιές. Έζησαν και την ιερουργία του ανθρώπινου μόχθου που κάτω απ’ τον ανελέητο καλοκαιρινό ήλιο μετουσίωνε το στάχυ σε άρτο για το βιός και τη φαμελιά τους. Ήταν οι καιροί που τα “δοξαστικά” και τα “κύριε ελέησον” ήταν αναπόσπαστο μέρος της ζωής των ευσεβών προγόνων μας. Κάποτε, ήρθαν καιροί που ο κόπος έγινε ρίψασπις και αναπόφευκτα έμειναν οι μνήμες να φυγοδικούν με το τοπίο. Έμεινε μονάχα η αντίσταση της μνημοσύνης, της θύμησης των αλλοτινών, να κάνει παρέα και να ροζονάρει στις ίδιες πέτρες και στα ίδια χώματα, που μάταια ελπίζουν στην επάνοδο αυτών που χάθηκαν για πάντα…
Ήρθε όμως ο κέδρος, ανηφόρισε απ’ τους γκρίζους βράχους και τις αλατόπετρες της παρακείμενης παραλίας στην κοντινή φορτέτσα της Σπιναλόγκας, φιλεύτηκε με τις ορφανές πέτρες και συγκατοίκησε πια μόνιμα, ριζώνοντας ανάμεσα στις πλάκες τ’ αλωνιού. Κι έγιναν και για τον κέδρο, οι πέτρες αυτές, ο περιγεγραμμένος κύκλος του. Ο κύκλος που μαζί οριοθετεί το χρόνο, τις μνήμες, την ιστορία, τους προγόνους.
Τώρα πια, προσφυγική η ανάμνηση και ο καημός περνούν, σαν σκιές και αερικά ανάμεσα στα κλαδιά του κέδρου, και στις πιστές ακόμη στη θέση τους πέτρες του κύκλου του, για να πιστοποιήσουν μονάχα ότι ο κύκλος αυτός, αλώθηκε από ένα νέο «ιστορικό κύκλο»: Εκείνον της πλήρους εγκατάλειψης και απαξίωσης της γης, που την μετέτρεψε σ’ ένα απέραντο κοιμητήριο, που οδήγησε στη σημερινή τραγωδία μιας κοινωνίας ειδόλων...
Αλλά κι εκείνον, της λήθης των πολλών προς την Ιστορία.
Υπάρχουν όμως και οι λίγοι: Εκείνοι, που το λίγο αναζήτησαν και τιμωρήθηκαν με το πολύ. Το πολύ της μνήμης και της Ιστορίας. Αυτοί που κυνηγούν τις χίμαιρες και συνομιλούν με τη μνημοσύνη και τ’ αερικά. Εκείνοι που μόλις τα συναντούν νοιώθουν να περνούν ανάμεσά τους, και να τους σκουντουφλούν. Και τότε θυμούνται μονάχα τον Ελύτη στο Άξιον Εστί: «Έσκυψε πάνω απ’ το λίκνο μου, ίδια η μνήμη γιναμένη παρόν»…

Πηγή: http://librodoro.blogspot.com
© MERABELLO LIBRO D’ ORO
Τετάρτη, 29 Φεβρουαρίου 2012