Τὰ νησιά, αὐτοὶ οἱ ἐφιάλτες
Θανάση Ν. Παπαθανασίου
Λένε ὅτι οἱ πόλεμοι ποὺ ἔρχονται θὰ εἶναι διαφορετικοὶ ἀπ᾿ ὅσους γνωρίσαμε μέχρι τώρα. Ὄχι ἁπλῶς ἐπειδὴ ἡ πολεμικὴ τεχνολογία ἀλλάζει, ἀλλὰ ἐπειδή –μὲ τὴν ἐπέκταση τῆς ἐρημοποίησης– τὸ πιὸ πολύτιμο πάνω στὴ γῆ κάποια στιγμὴ θὰ εἶναι τὸ καλὸ νερό.
Τὸ νερὸ δὲν «βρίσκεται» ἁπλῶς σὲ κάποια σημεῖα τῆς γῆς. Στὴν πραγματικότητα, αὐτὸ εἶναι ὁ οἰκοδεσπότης τῆς γῆς. Κάθε ξηρὰ βρίσκεται στὴν ἀγκαλιά του. Τὰ νησιὰ περιτριγυρίζονται ἀπὸ νερό, μὰ καὶ κάθε ἤπειρος εἶναι ἕνα πελώριο νησί. Τὰ πάντα εἶναι νησί. Καὶ κάθε ἄνθρωπος εἶναι νησί. Πελάγη ὁλόκληρα βρίσκονται ἀνάμεσα στὸν καθένα μας καὶ στοὺς ἄλλους.
Τί εἶναι ἀληθινὰ τὸ νερὸ ὡς θάλασσα, ὡς λίμνη, ὡς ποτάμι; Εἶναι ἀπειλή. Εἶναι ἡ σκοτεινὴ δύναμη, ἡ ἄβυσσος ποὺ μπορεῖ νὰ καταπιεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ πνίξει τὰ ἔργα του. Ταυτόχρονα ὅμως εἶναι καὶ εὐκαιρία. Μιὰ ἀληθινὴ φυσικὴ λεωφόρος, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀνοιχτεῖ σὲ κόσμους ποὺ δὲν τοὺς βάζει ὁ νοῦς του.
Τί εἶναι ἀληθινὰ ἕνα νησί; Ἡ σιγουριά, ἡ ἀσφάλεια τοῦ μικροῦ, κλειστοῦ τόπου μου. Ὅμως μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ κάτι ἄλλο: φτώχεια καὶ ὀρφάνια. Μπορεῖ δηλαδὴ νὰ μὲ κρατᾶ ἀκρωτηριασμένο ἀπὸ τὴν ἀληθινή μου φαμίλια: τοὺς ἀνθρώπους τῶν ἄλλων λαῶν, τῶν ἄλλων γλωσσῶν, τῆς ἄλλης σοφίας.
Τὸ βασανιστικό, λοιπόν, γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι νὰ ἀποφασίσει πῶς θὰ σταθεῖ ἀπέναντι στὸ νησί του (ποὺ εἶναι καὶ σιγουριὰ καὶ ὀρφάνια), καὶ πῶς θὰ σταθεῖ ἀπέναντι στὰ πελάγη του (ποὺ εἶναι καὶ ἀπειλὴ καὶ εὐκαιρία).
Ἡ παλιὰ ἱστορία λέει ὅτι ὑπῆρξε κάποτε ἕνας βασιλιάς, ὁ Ξέρξης, ποὺ θέλησε νὰ περάσει τὴ θάλασσα γιὰ νὰ ὑποτάξει τὸ ἀντίπερα. Θύμωσε μὲ τὴν τρικυμία –τὴν ἀπειλή– τῆς θάλασσας καὶ διέταξε νὰ τὴ μαστιγώσουν. Μά, τί βγαίνει μὲ τὴν ἐξουσία; Ὁ βασιλιὰς πέθανε ἐδῶ καὶ δυόμισυ χιλιάδες χρόνια. Ἡ θάλασσα ὅμως συνεχίζει καὶ ὑπάρχει: καὶ ὡς ἀπειλὴ καὶ ὡς εὐκαιρία.
Μιὰ ἄλλη παλιὰ ἱστορία μιλᾶ γιὰ ἕναν ἄλλο βασιλιά, τὸν Ὀδυσσέα, ποὺ λάτρευε καὶ τὰ δυό: καὶ τὸ νησί του καὶ τὴ θάλασσα. Ταξίδεψε σὲ χίλιους τόπους. Σὲ κάποιον ἀπ᾿ αὐτοὺς συνάντησε ἐκεῖνο ποὺ ποθεῖ βαθιὰ ὁ ἄνθρωπος: τὴν εὐκαιρία νὰ γίνει ἀθάνατος καὶ νὰ κατακτήσει –ἐπιτέλους– ἕναν τρόπο ζωῆς καινούργιο, ποὺ νὰ μὴν ἔχει ἡμερομηνία λήξης. Μὰ γιὰ νὰ γίνει ἀθάνατος, θὰ ἔπρεπε νὰ μείνει ἐκεῖ. Ὁ Ὀδυσσέας δὲν τὸ ἄντεξε. Προτίμησε νὰ γυρίσει στὸ νησί του, καὶ ἔχασε τὴν ἀθανασία.
Ὁ Ὀδυσσέας ἔχει καταγραφεῖ ὡς ὁ ταξιδευτής. Μά, ἂν τὸ ξαναδεῖ κανείς, μπορεῖ νὰ διακρίνει ὅτι στὴν πραγματικότητα ἦταν γιὰ πάντα ὁ αἰχμάλωτος τοῦ μικροῦ νησιοῦ του. Ἡ ἱστορία του δείχνει τὸ ἀνθρώπινο ἀδιέξοδο. Τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ φτάσει ἀπὸ μόνος του σὲ μιὰ ἱκανοποιητικὴ σύνθεση ἀνάμεσα στὸ νησὶ καὶ στὸ πέρα ἀπὸ τὸ νησί.
Μπορεῖ ἄραγε νὰ ὑπάρξει μιὰ ἄλλη στάση; Ἔχω τὴν ἐντύπωση πὼς μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει μιὰ ἄλλη ἱστορία, ἀπὸ τὰ εὐαγγέλια αὐτὴ τὴ φορά. Ὁ Χριστὸς καὶ οἱ μαθητές του βρίσκονταν στὴν ὄχθη μιᾶς λίμνης. Τοὺς ἔβαλε στὸ καράβι τους καὶ τοὺς ζήτησε νὰ πᾶνε ἀπέναντι. Ὁ ἴδιος δὲν μπῆκε, μὰ τοὺς ἔδωσε ραντεβοῦ στὴν ἀπέναντι ὄχθη. Οἱ μαθητὲς ὄντως ἄρχισαν τὸ ταξίδι. Μὰ ἐκεῖ ποὺ ἡ λίμνη ἦταν εὐκαιρία, ἔγινε ἀπειλή: ξέσπασε τρικυμία. Ὁ Χριστὸς τότε ἐμφανίστηκε ἔξω ἀπὸ τὸ καράβι, περπατώντας πάνω στὰ νερά. Ὁ Πέτρος ζήτησε νὰ πάει κοντά του, βγῆκε ἀπὸ τὸ καράβι κι ἄρχισε νὰ περπατᾶ κι αὐτὸς πάνω στὰ νερά. Ἀπέναντί του εἶχε τὸν Χριστό, ἀπὸ κάτω του εἶχε τὴν ἄβυσσο. Κάποια στιγμὴ ἡ ἄβυσσος τὸν τρόμαξε. Καὶ ἄρχισε νὰ βουλιάζει. Ὁ Χριστὸς ἅπλωσε τὸ χέρι του, τὸν κράτησε, καὶ ἀνέβηκαν μαζὶ στὸ καράβι.
Ὁ περίεργος Χριστὸς μᾶς μπερδεύει. Μπερδεύει, μᾶλλον, τὶς σιγουριές μας. Ἐνῶ ἦταν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές, καὶ συνεπῶς οἱ μαθητὲς θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν «Ἔχουμε δικό μας τὸν Χριστό», αὐτὸς τοὺς δείχνει ὅτι στὴν πραγματικότητα δὲν τὸν ἔχουν συναντήσει ἀκόμα. Θὰ τὸν συναντήσουν ἂν ξεβολευτοῦν. Θυμηθεῖτε: ἦταν μαζί τους, μὰ δὲν τοὺς ἔδωσε ραντεβοῦ γιὰ τὸ σημεῖο ἀπ᾿ ὅπου χώρισαν. Τοὺς ἔδωσε ραντεβοῦ γιὰ τὸν ἀπέναντι τόπο. Καὶ ταυτόχρονα τοὺς καλεῖ νὰ τὸν δοῦν τὸν ἴδιο ὡς ἐρχόμενο. Ὄχι ὡς κατεχόμενο. Νὰ δοῦν δηλαδὴ ὅτι καλοῦνται σὲ μιὰ ὑπέροχη ἀβεβαιότητα: νὰ προσπαθήσουν νὰ συναντηθοῦν μὲ τὸν ἄλλον, ποὺ βρίσκεται ἀπέναντί τους. Τὸ νόημα πλέον δὲν βρίσκεται στὸν τόπο, ἀλλὰ στὸ ραντεβοῦ.
Τὸ πλοῖο εἶναι ἡ ἀσφάλεια –κάτι σὰν νησί. Ἔξω ἀπ᾿ αὐτὸ καραδοκεῖ τὸ χάος, ὁ πνιγμός. Ἐδῶ ὅμως καὶ πάλι ὁ Χριστὸς ἔρχεται νὰ μᾶς ξαφνιάσει. Καὶ πάλι ἔρχεται νὰ μᾶς δείξει ὅτι ἡ τρικυμία εἶναι ὄντως ἀπειλή, ἡ λύση ὅμως δὲν εἶναι τὸ κλείσμο στὸ ἀμπάρι. Ὅσο κι ἂν μᾶς φαίνεται παράδοξο, ὁ Πέτρος συναντᾶ τὸν Χριστό ἐγκαταλείποντας τὸ πλοῖο. Κι ἂν βυθίζεται, δὲν βυθίζεται ἐπειδὴ ἡ θάλασσα εἶναι ὑγρὴ καὶ δὲν ἀντέχει τὸ βάρος τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Πέτρος βυθίστηκε ὅταν ἔχασε τὴν ἐμπιστοσύνη του σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀπέναντι.
Πότε σταμάτησε ἡ τρικυμία; Ὅταν ὁ Χριστὸς μπῆκε μέσα στὸ καράβι. Ὅταν δηλαδὴ τὸ καράβι ἔπαψε νὰ εἶναι περίκλειστο καὶ ἄνοιξε γιὰ νὰ ὑποδεχτεῖ ἐκεῖνον τὸν ἀπέναντι, ὥστε οἱ μέσα στὸ καράβι νὰ μπορέσουν νὰ λάβουν ἀπὸ τὸν φιλοξενούμενό τους αὐτὸ ποὺ ἔχασε ὁ Ὀδυσσέας: μιὰ νέα ζωή, χωρὶς λήξη.
Σὰν παφλασμὸς ἐκείνων τῶν κυμάτων ἀκούγεται στὶς μέρες μας τὸ βασανιστικὸ ἐρώτημα: «Παγκοσμιοποίηση ἢ ὄχι;». Δὲν μοιάζει ἀληθινὰ ἡ Παγκοσμιοποίηση μὲ ἀπειλητικὸ πέλαγος; Μήπως ἄραγε θὰ ἦταν προτιμότερο νὰ ἀποτραβηχτοῦμε ὡς λαὸς καὶ ὡς ἄτομα, καθένας στὸ νησί του; Συγχωρῆστε με. Φοβᾶμαι μήπως δὲν ἔχουμε πάρει μυρωδιὰ ἀπὸ τὴν παραξενιὰ καὶ τὶς ἐκπλήξεις τοῦ Θεοῦ μας, καὶ ἁπλῶς ἀναπαράγουμε μιὰ λογική, λογικὴ σίγουρα, ἀλλὰ ποὺ θὰ μπορούσαμε κάλλιστα νὰ τὴν ἔχουμε δίχως νὰ εἴμαστε Χριστιανοί. Νὰ τὸ ποῦμε ὠμά: Γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ δὲν ὑπάρχει δίλημμα «πέλαγος ἢ νησί». Ἡ ἀπάντηση εἶναι μία: φυσικὰ πέλαγος!
Αὐτὴ ἡ ἀπάντηση ὅμως δὲν χρειάζεται ἀφέλεια. Χρειάζεται τὴν ἐπίγνωση ὅτι τὸ ἄνοιγμα στὰ πελάγη δὲν εἶναι περίπατος, ἀλλὰ διακινδύνευση. Εἶναι τὸ ρίσκο νὰ ἁρπάξεις τὸ χέρι τοῦ ἀπέναντι ἢ νὰ βυθιστεῖς στὸ ἐνδιάμεσο. Τὸ νησὶ ὅμως, παρόλη τὴ γλύκα του, εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ θάνατος! Εἶναι ἡ περίκλειστη ὕπαρξη. Ἂς σκεφτοῦμε: Μιὰ ἀνάσταση ποὺ θὰ περιοριζόταν στὸ νησάκι ἑνὸς λαοῦ, μιᾶς κουλτούρας, μιᾶς ἐποχῆς, θὰ ἦταν ἀνάσταση-μαϊμοὺ. Ψεύτικο δῶρο σὲ συσκευασία τάφου. Ἡ ἀνάσταση εἶναι ἀνάσταση, μόνο ἂν ἀφορᾶ τὴν οἰκουμένη ὁλόκληρη.
Βρισκόμαστε σὲ πραγματικότητα πολυπολιτισμική. Ὅμως τὸ ζήτημα δὲν εἶναι ἁπλῶς οἱ ἄνθρωποι νὰ ζοῦν σὲ κοινὸ τόπο. Σὲ κοινὸ τόπο ζοῦν καὶ οἱ κρατούμενοι ἑνὸς στρατοπέδου συγκέντρωσης. Ἐκεῖ τὸ ἐνδιάμεσο οὔτε παραμένει, οὔτε ὅμως γίνεται τόπος συνάντησης. Ἐξατμίζεται, ὅπως γίνεται στὶς ἀποθῆκες στοιβαγμένων ὑλικῶν. Ὅμως ἡ ἄρση τῆς ἀπόστασης εἶναι ζωηφόρος μόνο ἂν γίνεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη! Ἀλλιῶς, μπορεῖ νὰ γίνεται ἀπὸ βιαστή. Ἡ μεγάλη πληγή, λοιπόν, σήμερα εἶναι ὅτι στὶς πόλεις μας ὑπάρχουν κοντινὰ νησιά. Τὸ ἐνδιάμεσό τους δὲν εἶναι ἀχανὲς σὰν τὸ πέλαγος, ἀλλὰ λεπτὸ ὅσο μιὰ μεσοτοιχία. Εἶναι ὅμως ἐξίσου ἀνθεκτικὸ στὸ νὰ κρατᾶ τὰ νησιὰ ἀνέπαφα τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Ἡ μεγάλη πληγή, δηλαδή, εἶναι νὰ δημιουργοῦνται γκέτο. Γειτονικὰ μὲν τὸ ἕνα στὸ ἄλλο, ἀλλὰ τὸ καθένα περίκλειστο. Οὔτε ὅμως ἀρκεῖ κι ἐκεῖνο τὸ εἶδος τῆς γαλήνης, ποὺ ἔχει τὸ μοντέλο τοῦ σοῦπερ-μάρκετ. Κι ἐκεῖ μέσα κινεῖται πλῆθος διαφορετικῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ καθένας εἶναι περίκλειστο νησί. Ἀκόμα κι ὅταν τὸ σοῦπερ-μάρκετ εἶναι γεμάτο, ἡ τροχιὰ τοῦ καθενὸς δὲν ἔχει ὅρο καὶ προϋπόθεση τὴν τροχιὰ τοῦ ἄλλου. Εἴτε ἕνας, εἴτε χίλιοι μέσα σὲ μιὰ κοινωνία τοῦ τύπου τοῦ σοῦπερ-μάρκετ, ἡ τροχιὰ τοῦ καθενὸς εἶναι ἴδια καὶ μοναχική: εἴσοδος - ράφι - ταμεῖο.
Ἂν κριτήριο γίνει ἡ συνάντηση γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶμε, τότε ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον κατανοεῖ καὶ ἑρμηνεύει καθένας τὸν κόσμο (ἤτοι ἡ πίστη, ὁ πολιτισμός, ἡ ἰδεολογία) ἔχει ἐξαιρετικὴ σημασία καί, συνεπῶς, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα ζήτημα στριμωγμένο σὲ μιὰ γωνιὰ τοῦ ἰδιωτικοῦ χώρου. Χρειάζεται νὰ βγαίνει στὸ φῶς, στὸ δημόσιο χῶρο· νὰ ἀποτολμᾶ συζήτηση καὶ νὰ ἀποδέχεται τὴν ἀναμέτρηση μὲ τὴν ὀπτικὴ τῶν ἄλλων. Κάτι τέτοιο λιπαίνει τὰ ἀνθρώπινα. Διότι αὐτὸ ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ εἶναι ἄνθρωπος κι ὄχι πρᾶγμα, εἶναι ἡ δυνατότητα νὰ ἀναζητεῖ τί κάνει τὴ ζωή του αὐθεντική, καὶ τί τὴν ψευτίζει. Τί φέρνει ζωὴ καὶ τί θάνατο. Τί ἀποτελεῖ χέρι συντροφικὸ ἤ, ἀντιθέτως, νύχια ἁρπακτικοῦ, καὶ τί ἀποτελεῖ ἁρμένισμα ἤ, ἀντιθέτως, βούλιαγμα στὴν ἄβυσσο.
Καλὴ κωπηλασία, λοιπόν!
Αναδημοσιεύεται από την ιστοσελίδα www.epignosi.eu
Τὸ κείμενο «Τα νησιά, αυτοί οι εφιάλτες» δημοσιεύτηκε στὸ βιβλίο τοῦ Θανάση Ν. Παπαθανασίου, «Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται», Ἐκδόσεις Ἐν πλῷ, Ἀθήνα 2008.
Σκίτσο: Φώτης Κόντογλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου