17.7.11

Άμεση Δημοκρατία στην κατάμεστη πλατεία!




ΥΠΕΡΚΕΙΜΕΝΑ
Άμεση, λίγο. Δημοκρατία, όχι
Νίκος Δήμου


Στις 5 Ιουλίου, μια αναγνώστρια μού έστειλε εντυπώσεις από το Σύνταγμα:
«Παρακολούθησα την τελευταία καθιστική, λαϊκή συνέλευση. Τα πρώτα λεπτά, ένιωσα δέος με την εικόνα: χιλιάδες κόσμου καθισμένου κάτω να παρακολουθεί με προσοχή όποιον ανέβαινε να μιλήσει. Εντυπωσιάστηκα από τις δημοκρατικές διαδικασίες –κάποιοι μοίραζαν χαρτάκια με αριθμούς σε όσους ήθελαν να μιλήσουν και στη συνέχεια, μετά από κλήρωση, είχαν τον λόγο.
Εντυπωσιάστηκα απ’ τον παλμό του κόσμου που χειροκροτούσε μερικούς ομιλητές, συγκινήθηκα με κάποιους που είπαν πράγματα που όλοι μας έχουμε σκεφτεί κι έχουμε ονειρευτεί και ένιωσα ιδιαίτερη αλληλεγγύη όταν άνθρωποι χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση παίρνανε τον λόγο και είχαν την απόλυτη συμπαράσταση του κόσμου που τους εμψύχωνε με τις προτροπές του για να εκφραστούν, παρά τα ελλιπή ελληνικά τους. Αυτά ήταν τα θετικά συναισθήματα. Αλλά, δυστυχώς, δεν ήταν τα μόνα.
Είναι προφανές πως όταν όλοι έχουν τον λόγο, θ’ ακουστούν πολλές και διαφορετικές απόψεις. Δεν είναι, όμως, προφανές, όταν μία άποψη δεν είναι αρεστή, να δέχεται τέτοιο γιουχάισμα που ο ομιλητής εν τέλει ν’ αποσύρεται άρον-άρον από το μικρόφωνο. Και –δυστυχώς για την πλατεία– οι φωνές που δέχτηκαν τη μεγαλύτερη απόρριψη ήταν οι πιο μετριοπαθείς και ψύχραιμες».

- Την ίδια εμπειρία έζησα κι εγώ και άλλοι. Οι άνθρωποι που δοξολογούσαν την άμεση δημοκρατία φέρονταν σαν φανατισμένοι δογματικοί. Η άλλη τοποθέτηση (όχι απαραίτητα η αντίθετη –έστω η απλώς διαφορετική) δεν είχε ελπίδα. Η δημοκρατία τους ήταν δικτατορία της μιας άποψης.
- Όσο για το «άμεση», παραμένει ζητούμενο. Υπήρξε κάποτε εδώ, λειψή, σε μία κοινότητα χιλιάδων. Αλλά πόσο άμεση μπορεί να είναι σε μια κοινωνία εκατομμυρίων; Ίσως γίνει κάποια μέρα, όταν όλοι θ’ αποκτήσουν πρόσβαση στο Διαδίκτυο και η εξουσία θα μάθει να καταγράφει και να σέβεται τις απόψεις τους.
- Το πείραμα στο Σύνταγμα εγκλωβίστηκε στην ίδια του την αγανάκτηση. Χάρισε σε πολλούς ανθρώπους μια μοναδική αίσθηση συμμετοχής και ελευθερίας. Γι’ αυτό κυρίως είναι πολύτιμο –θα έλεγα ανεκτίμητο. Μένει να δούμε τι άλλο θα απομείνει, πέρα από αυτή την αίσθηση.

Πηγή: περιοδικό Lifo, τ.257, 14 Ιουλίου 2011
http://www.lifo.gr/mag/columns/4130
Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Φ. Σισκάκης

Αισιοδοξία!



Καταδικασμένοι να είμαστε αισιόδοξοι
Ξένη


Η εξεταστική για φέτος έλαβε τέλος. Ήταν η πιο hardcore εξεταστική μέχρι στιγμή, με τρείς θεματικές ενότητες –που ισοδυναμούν με 9 μαθήματα συμβατικού πανεπιστημίου–, πολύ διάβασμα, ενώ παράλληλα δούλευα και τις 7 μέρες τις εβδομάδας (χαλάλι όμως, το 8 που πήρα στην Φιλοσοφία με αντάμειψε με το παραπάνω).
Μετά, λοιπόν, από μια γερή βουτιά στο παρελθόν (καθώς τα μαθήματα είχαν να κάνουν με Οικονομική και Κοινωνική Ιστορία της Ευρώπης αλλά και Φιλοσοφία) ξαναγύρισα στο παρόν. Η επιστροφή μόνο ευχάριστη δεν ήταν. Νέα μέτρα, μεσοπρόθεσμο, Μέρκελ, μειώσεις μισθών, Βενιζέλος, μειώσεις συντάξεων, αύξηση τιμών… παντού ακούγονται αυτές οι φράσεις από άτομα κάθε ηλικίας.
Κάνεις δεν συζητάει για τίποτα ευχάριστο όλοι έχουν κάτι δυσάρεστο να σου πουν. Θα μου πεις, άδικο έχουν οι άνθρωποι; Όχι άδικο δεν έχουν αλλά το περίεργο είναι ότι, αν για παράδειγμα, ψάξει κανείς σε αρχεία εφημερίδων 7 ή 8 χρόνια πριν (που δεν είχαμε κρίση) θα δει ότι τα παράπονα και η γκρίνια πάντα υπήρχαν. Εργαζόμενοι έλεγαν ότι δεν πληρώνονται καλά, απεργίες πάντα γίνονταν και γενικά ακόμη και πριν από χρόνια δεν ήταν πολύ αυτοί που ήταν ευχαριστημένοι με την δουλειά αλλά και τις αποδοχές τους.
Από την άλλη πλευρά, ακούς μεγάλους ανθρώπους να λένε τι όμορφα ήταν τα νιάτα τους και τι καλά και ωραία που ήταν τότε τα πράγματα. Εννοώντας, φυσικά, κατοχή, πολέμους και πείνα. Διότι αν το πάρει κανείς χρονολογικά θα δει ότι τα νιάτα τέτοιων ανθρώπων συμπίπτουν με τις συγκεκριμένες καταστάσεις.
O David Hume, ένας εκ των πολλών φιλοσόφων που διάβασα στην Φιλοσοφία φέτος, έλεγε ότι δεν υπάρχει πραγματικότητα, υπάρχει η αντίληψη που έχουμε για την πραγματικότητα. Το τι ζούμε και το τι αντιλαμβανόμαστε, τελικά μπορεί να μην έχουν και πολύ μεγάλη σχέση μεταξύ τους. Άρα η πραγματικότητα έχει όση δύναμη της δίνουμε για να συμβάλει στην ευτυχία ή στην δυστυχία μας.
Πριν από λίγους μήνες είχα παρακολουθήσει, μαζί με την φίλη μου την «Α», μια διάλεξη της καθηγήτριας Ψυχολογίας και πεζογράφου Φωτεινής Τσαλίκογλου, στο Μέγαρο Μουσικής. Μίλησε για πολλά και χρήσιμα πράγματα η κυρία Τσαλίκογλου, όπως ότι κάθε απώλεια κρύβει μέσα της μια δύναμη, τη δύναμη της εξέλιξης. Η έλλειψη, τόνισε, μάς παρακινεί να επιθυμούμε και η επιθυμία είναι η κινητήριος δύναμη για τα πάντα στη ζωή μας. Ακριβώς εκεί βρίσκεται η δύναμη της απώλειας, στο ότι μας ωθεί να διεκδικήσουμε. Αρκεί φυσικά να δεχτούμε ό,τι μας συμβαίνει και να μην αρνηθούμε να δεχτούμε τις αλλαγές, οι οποίες δεν είναι πάντα ανώδυνες.
Αυτό όμως που είπε και μου άρεσε πολύ είναι ότι σε μια τέτοια εποχή, τόσο δύσκολη για όλους, είμαστε όλοι καταδικασμένοι να είμαστε αισιόδοξοι. Είναι ένα από τα λίγα όπλα που μας έχουν απομείνει για να επιβιώσουμε και να βγούμε υγιείς από αυτή την δίνη.

Πηγή: μπλογκ «Το ημερολόγιο μιας “Ξένης”», 10 Ιουλίου 2007
http://imerologiomiasksenis.blogspot.com
imerologiomiasksenis@gmail.com

Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Φ. Σισκάκης

14.7.11

Μικρές λεπτομέρειες, με σημασία!



Ως πότε θα κοροϊδεύουμε;
Στέφανος Kασιμάτης


Για κάποιους –όπως οι πονηροί πολιτευτές που υπηρετούν το μεγάλο κράτος– είναι μια τεχνική συσκότισης του προβλήματος, που μάλιστα την έχουν αναγάγει σε τέχνη. Για άλλους –όπως ο πρωθυπουργός μας, πολύ φοβάμαι– είναι απλώς μια προσωπική αδυναμία. Εννοώ την αδυναμία να διακρίνει κανείς τις λεπτομέρειες που έχουν σημασία, από τις άλλες που απλώς εμποδίζουν την κατανόηση της κεντρικής ιδέας του θέματος. Γι’ αυτό, πολλές φορές είναι χρήσιμη η καθαρότητα της ματιάς των ξένων. Συχνά, με την αναζωογονητική φρεσκάδα της, κάνει τη διαφορά ανάμεσα στην εικόνα την οποία έχει για τον λαβύρινθο ο περιπατητής που έχει χαθεί μέσα του και στην άλλη εικόνα, εκείνη που έχει ο παρατηρητής που κοιτάζει τον λαθύρινθο από ψηλά και κατανοεί το σχέδιο του.
Μια τέτοια χρήσιμη ματιά ήταν εκείνη του Αμερικανού εκδότη Στιβ Φορμπς, με τις εντυπώσεις από τη συμμετοχή του σε πρόσφατο συνέδριο για την ανοικοδόμηση της Ελλάδος. Γράφει ο Φορμπς στο άρθρο του, που αναδημοσίευσε η «Καθημερινή» την περασμένη Πέμπτη: «Παρότι το συνέδριο συγκέντρωσε στελέχη επιχειρήσεων και πιστωτικών οργανισμών ελληνικής καταγωγής από όλο τον κόσμο, η κυβέρνηση επέλεξε να τους αγνοήσει πλήρως. Η παρουσία του Πολωνού υφυπουργού Οικονομίας Κρίστοφ Βάλεντσακ, αρμόδιου για την επιτυχή αποκρατικοποίηση 500 επιχειρήσεων, η εμπειρία του οποίου θα ήταν ανεκτίμητη για την Αθήνα, δεν προσέλκυσε ούτε έναν Ελληνα κυβερνητικό παράγοντα. Ο Βάλεντσακ με ρώτησε: «Γιατί δεν υπάρχει ούτε ένα κυβερνητικό στέλεχος;. Αυτός είναι ο λόγος που η Ελλάδα καταρρέει». Πες τα Χρυσόστομε!
Αλήθεια, γιατί αδιαφόρησαν οι Ελληνες υπουργοί; Κατ’ αρχάς, για λόγους «ηθικής τάξεως»! Ως γνωστόν, οι δικοί μας «υπουργάρες» δεν καταδέχονται να έχουν επαφές με ξένους αξιωματούχους, εφόσον δεν είναι τουλάχιστον ομόλογοί τους. Πόσω μάλλον δε όταν οι Ελληνες υπουργοί προέρχονται από το κόμμα που στήριζε ανοιχτά τη δικτατορία του Γιαρουζέλσκι. Θυμηθείτε, φέρ’ ειπείν, την υπουργική οργή, κατά τις πρώτες ημέρες εφαρμογής του Μνημονίου, για τις απαιτήσεις (δηλαδή, για τον επαγγελματισμό) των «κατώτερων υπαλλήλων που ψωνίζουν από στοκατζίδικα», όπως περιέγραψε τότε επιτιμητικά τους εκπροσώπους της τρόικας ένας προσβεβλημένος «υπουργάρας».
Ενας άλλος λόγος είναι ότι, δυστυχώς, οι Ελληνες πολιτικοί –και μάλιστα οι υπουργοί– σπανίως ακούνε και ακόμη σπανιότερα διαβάζουν. Βλέπετε, έχουν σημαντικότερα πράγματα να κάνουν, όπως να στέλνουν sms στους δημοσιογράφους, να φροντίζουν την εκλογική πελατεία τους και, κυρίως, όταν ανήκουν στην κατηγορία των «καλλιτεχνών», να κάνουν το νούμερό τους στο τσίρκο των τηλεοπτικών παραθύρων.
Πρωτίστως όμως, αγνόησαν τον Πολωνό υφυπουργό, διότι δεν θέλουν τις αποκρατικοποιήσεις. Γιατί να αυταπατώμεθα, όταν η κυβέρνηση έχει μιλήσει για κατάργηση οργανισμών από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε και είκοσι μήνες αργότερα δεν έχει κάνει τίποτε; Ειλικρινά, θα ήθελα να ελπίζω ότι η αδράνεια μηνών ήταν περιστασιακή, ότι μετά την αγωνία της πέμπτης δόσης ξύπνησαν, ότι τώρα θα κάνουν «κάθε μέρα τη δουλειά μιας εβδομάδας», όπως το έθεσε προσφυώς ο πρωθυπουργός.
Θα το ήθελα πολύ, αλλά δεν μου το επιτρέπει η πραγματικότητα. Στις 8 του μηνός, π.χ., δημοσιεύθηκε στον Τύπο η λίστα των 135 οργανισμών που πρόκειται να καταργηθούν. Στην πρώτη φουρνιά καταργήσεων με 85 οργανισμούς, περιλαμβάνεται και κάποιο «Ινστιτούτο Νεολαίας», που ιδρύθηκε το 2005. Ελα όμως που μόλις τρεις ημέρες προηγουμένως είχε δημοσιευθεί προκήρυξη για την πρόσληψη 150 αποφοίτων Λυκείου, ΤΕΙ και ΑΕΙ στο περί ου ο λόγος Ινστιτούτο! Βέβαια, το Ινστιτούτο εξέδωσε ανακοίνωση σχετικώς, όπου, εν ολίγοις, η διοίκησή του μας λέει ότι οι ίδιοι δεν ευθύνονται (βρήκαν τον οργανισμό, κάτι έπρεπε να κάνουν…) και ακόμη ότι οι προσλήψεις γίνονται με ευρωπαϊκά κονδύλια. Για να μην πολυλογούμε δηλαδή, πρόκειται για μια παραλλαγή των αλήστου μνήμης stages, αλλά με πράσινο μανδύα.
Φοβάμαι ότι κοροϊδεύουμε κανονικότατα όσους μας προσφέρουν την ευκαιρία να σωθούμε. Ισως εν μέρει από υστεροβουλία κάποιων πολιτικάντηδων, που βαυκαλίζονται με την ιδέα ότι οι ίδιοι θα διασωθούν από την κατάρρευση, εν μέρει και από την παραλυσία που προκαλεί το έργο της ανασυγκρότησης σε ανθρώπους που έμαθαν να πολιτεύονται ξοδεύοντας. Πάντως, κοροϊδεύουμε. Το ερώτημα είναι για πόσο ακόμη θα μας ανέχονται οι άλλοι. Δεν τρέφω την αυταπάτη ότι ακόμη δεν μας έχουν πάρει χαμπάρι, αλλά δεν θέλω να φαντάζομαι τι θα γίνει, όταν οι άλλες χώρες της Ευρωζώνης θα έχουν ολοκληρώσει την προετοιμασία τους για την ελληνική χρεοκοπία…

Πηγή: εφημερίδα «Η Καθημερινή», 10 Ιουλίου 2011
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_3_10/07/2011_448865
kassimatis@kathimerini.gr

Βερενίκη, η Πόλη της Αδικίας



ΠΡΟΣΩΠΑ
Ρίτσα Μασούρα


[…] Όσοι μετέχουν στις συγκεντρώσεις διατείνονται ότι η αδικία εκπορεύεται από τη Βουλή, στην πάνω πλευρά του Συντάγματος. Θυμάμαι τον Καλβίνο. Ξεφυλλίζω ξανά τις «Αόρατες Πόλεις» και στέκομαι στη Βερενίκη. «Αντί να σου μιλήσω για τη Βερενίκη, την πόλη της αδικίας», λέει ο Μάρκο Πόλο στον αυτοκράτορα των Τατάρων, «θα σου μιλήσω για την κρυφή Βερενίκη, την πόλη των δικαίων που ματαιοπονούν, δουλεύοντας με αυτοσχέδια υλικά στη σκιά… Αντί να σου περιγράψω τις μυρωδάτες γούρνες των λουτρών στις άκρες των οποίων ξαπλωμένοι οι άδικοι της Βερενίκης υφαίνουν τις μηχανορραφίες τους, θα σου μιλήσω για τον τρόπο με τον οποίο οι δίκαιοι αναγνωρίζονται μεταξύ τους από τον τρόπο ομιλίας… Από τη λιτή, αλλά εύγευστη μαγειρική τους που ’χει τις ρίζες της στη χρυσή αρχαία εποχή… Από τα στοιχεία αυτά μπορείς να συμπεράνεις την εικόνα της μελλοντικής Βερενίκης που θα σε φέρει πιο κοντά στη γνώση της αλήθειας, αρκεί να ’χεις κατά νουν πως στο σπέρμα της πόλης των δικαίων κρύβεται με τη σειρά του ένας κακός σπόρος. Η βεβαιότητα και η περηφάνια τους ότι βρίσκονται με το μέρος του δικαίου γεννούν μνησικακίες, πείσματα και ο φυσικός πόθος μιας ρεβάνς κατά των αδίκων χρωματίζεται από τη μανία να βρεθούν στη θέση τους και να κάνουν τα ίδια πράγματα με αυτούς…». Η δική μας πλατεία θα πρέπει να γίνει κομμάτι μιας μελλοντικής Βερενίκης χωρίς τον κίνδυνο της ρεβάνς.

Πηγή: εφημερίδα «Η Καθημερινή», 10 Ιουλίου 2011
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_3_10/07/2011_448538

Κρίση παιδείας η κρίση της οικονομίας


Κρίση παιδείας η κρίση της οικονομίας
Γεώργιος Μπαμπινιώτης


Προσπαθώ να πω με όση δύναμη δημόσιας φωνής διαθέτω ότι η οικονομική κρίση που μαστίζει σήμερα τη χώρα μας είναι πριν και πάνω απ΄ όλα κρίση αρχών, κανόνων, αξιών και ιδανικών, κρίση υπεύθυνων πολιτών με αίσθηση υποχρεώσεων και δικαιωμάτων, κρίση σκεπτόμενων πολιτών με δυνατότητα εκτιμήσεως προσώπων και πραγμάτων, κρίση ήθους και ηθικής, κρίση ευαισθησίας κοινωνικής, κρίση πολιτικής σκέψεως με όραμα και πολιτικών με συνείδηση ευθύνης, με πείρα ζωής και αίσθηση τής πραγματικότητας, κρίση συναίσθησης τής ουσίας και τής σπουδαιότητας τού πολιτισμού και τής εν γένει καλλιέργειας τού ανθρώπου, κρίση θρησκευτικής πίστης, κρίση εμπιστοσύνης σε πρόσωπα και θεσμούς (στον δάσκαλο, στον δικαστή, στον ιερέα, στον γιατρό, στον πολιτικό, στον δημοσιογράφο, στον δημόσιο υπάλληλο), κρίση σύνεσης και ορθοφροσύνης, κρίση αυτογνωσίας, κρίση στοχασμού για το τι είναι σημαντικό στη ζωή, κρίση… Μπορώ εδώ να σταματήσω την απαρίθμηση των μορφών κρίσεως που γέννησαν, κατά βάθος, την οικονομική κρίση και να εστιάσω στην καρδιά τής κρίσης: στην κρίση παιδείας που περνάει πολλά χρόνια τώρα η χώρα μας και που είναι αυτή η οποία υπέσκαψε, αν δεν διέλυσε ήδη, τον ιστό τής ελληνικής κοινωνίας.
Η κρίση παιδείας, βαθύτερης δηλαδή και ουσιαστικής καλλιέργειας τής προσωπικότητας τού ατόμου, που πλήττει όχι μόνο τη χώρα μας αλλά τον ευρύτερο χώρο, αποπροσανατόλισε τον σύγχρονο άνθρωπο και υπονόμευσε τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς του, τις επιδιώξεις, τις επιθυμίες, τις βιοτικές του προτεραιότητες, ολόκληρη τη ζωή τη δική του και των γύρω του. Η επιθυμία απόκτησης όλο και περισσότερων υλικών αγαθών εξελίχθηκε –ελλείψει ουσιαστικής παιδείας και ικανότητας ιεράρχησης αναγκών και επιδιώξεων– σε μανία καταναλωτισμού, με το πολυτελές αυτοκίνητο ή σπίτι, τα σινιέ ρούχα, το σκάφος, τις τραπεζικές καταθέσεις, τα κέρδη από το Χρηματιστήριο ή τον τζόγο να ανάγονται σε αυτοσκοπούς, η φοροδιαφυγή σε εξυπνάδα και το χρήμα σε μέτρο αξιολόγησης τής επιτυχίας τού ατόμου. Χάθηκε το μέτρο. Ελειψε το όραμα. Παρατοποθετήθηκε το νόημα τής ζωής. Το κυνήγι τού χρήματος έγινε αυτοσκοπός. Σε τέτοιες καταστάσεις μειώνονται οι αναστολές, εκλείπουν τα σημεία αναφοράς, χαλαρώνουν οι αντιστάσεις, αρχίζει η φθορά, επιδίδει η δια-φθορά. Παύουν δηλαδή να λειτουργούν οι οδοδείκτες και οι δικλίδες ασφαλείας μιας πραγματικής παιδείας: οι σωστές αξιολογήσεις στη ζωή, το ήθος, η αίσθηση ευθύνης και, κυρίως, η αίσθηση ορίων. Μιλάμε, βέβαια, για μια πραγματική παιδεία η οποία έχει μεν ως βάση τη σχολική εκπαίδευση αλλά συνδιαμορφώνεται από πολλούς παράγοντες: τα ενδιαφέροντα καθενός, τις ποικίλες επιλογές του (κοινωνικές, πολιτικές, ηθικές, θρησκευτικές), τις ευαισθησίες του, τη διάθεση αυτομόρφωσης και την όλη σχέση του με τον πολιτισμό (με το βιβλίο, το θέατρο, τη μουσική, τον κινηματογράφο, τα εικαστικά, την επιστήμη, την ευρύτερη διανόηση). Μιλάμε για μια παιδεία που –με ευθύνη τής Πολιτείας– προσφέρονται: ποιοτική δημόσια εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες (σχολική εκπαίδευση - πανεπιστήμια), ευκαιρίες για ευρύτερη ποιοτική διά βίου εκπαίδευση, ποιοτικά κρατικά μέσα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας (ραδιόφωνο, τηλεόραση), συνεχής και αποδεδειγμένη έμφαση σε όλες τις μορφές τής τέχνης.
Είναι φανερό ότι μιλώντας για παιδεία δεν εννοώ τις απλές γνώσεις ή τους όγκους των ασύνδετων πληροφοριών που παρέχει ήδη η σχολική εκπαίδευση. Δεν αναφέρομαι στον «γραμματιζούμενο» αλλά στον «μορφωμένο» -διάκριση που κάνει εύστοχα η λαϊκή σοφία. Μιλάω για ένα σχολείο και μια γενικότερη παιδεία που μορφώνει πολίτες υπεύθυνους, σκεπτόμενους, καλλιεργημένους, κοινωνικά ευαίσθητους, πολίτες με ιδανικά, αρχές και αξίες, πολίτες που αγαπούν την πατρίδα τους και νοιάζονται γι΄ αυτήν, πολίτες με αναφορά σε ρίζες και παραδόσεις, πολίτες με ταυτότητα, που ξέρουν από πού έρχονται και πού πάνε, πολίτες που σέβονται τους θεσμούς και τιμούν τους συμπολίτες τους. Μόνο έτσι πιστεύω ότι μπορείς να αντιμετωπίσεις ριζικά ό,τι έχει φθείρει ψυχικά και διανοητικά σήμερα τον πολίτη και τον έχει εκτρέψει σε κάθε μορφής παρανομία και διαφθορά.
Λέγοντας αυτά, έχω συνείδηση ότι αναφέρομαι σε μια αντιμετώπιση των δεινών που μάς κατατρύχουν, η οποία απαιτεί χρόνο, δυνάμεις και, το κυριότερο, αλλαγή νοοτροπίας, αλλαγή εθνικής και κοινωνικής πλεύσεως. Αλλά θα ήταν αφελές να πιστεύει κανείς ότι το πρόβλημα τής φθοράς που έχουμε υποστεί ως κοινωνία και τού οποίου τώρα συνειδητοποιούμε μία μόνο πλευρά που είναι η οικονομική κατάρρευση, επιφαινόμενο και απόρροια ενός πολύ πιο σύνθετου και ουσιαστικού προβλήματος, ότι αυτό θα λυθεί ως διά μαγείας με κάποια καθαρώς οικονομικά μέτρα! Τα αίτια που το προκαλούν –και ανέφερα ένα από αυτά, το κατ΄ εμέ καθοριστικό- και αν ακόμη τώρα λυθεί το πρόβλημα τής οικονομικής κρίσης, θα επαναφέρουν το πρόβλημα πολύ σύντομα, αν δεν υπάρξει ριζική στροφή. Και μια ακόμη διασάφηση. Η φθορά, η διαφθορά και ο αποπροσανατολισμός τής ελληνικής κοινωνίας δεν περιλαμβάνει όλους τους Ελληνες. Είναι ευτυχώς πολλοί, και σε ορισμένα στρώματα τής κοινωνίας οι περισσότεροι που δεν έχουν διαβρωθεί. Αυτοί είναι και η δύναμη στην οποία μπορεί να στηριχθεί η χώρα.
Και μια συχνή επωδός: τι κάνουν οι πνευματικοί άνθρωποι τής χώρας; Μιλούν; Παίρνουν θέση; Βοηθούν; Απάντηση: το ζήτημα δεν είναι αν μιλούν, διότι είναι πολλοί αυτοί που μιλούν δημόσια, που συζητούν, που προτείνουν. Το ζήτημα είναι αν τους ακούει κανείς… Και μάλιστα αν τους ακούν αυτοί που πρέπει πρώτα απ΄ όλα να μάθουν να ρωτούν.


Πηγή: εφημερίδα «Το Βήμα», 30 Απριλίου 2011
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας, πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου των Αθηνών.
www.babiniotis.gr

7.7.11

Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο



Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο

Σωκράτης Παπαχατζής


Όταν οι αγανακτισμένοι μουντζώνουν τους «αντιπρόσωπους του Έθνους» μέσα στη Βουλή, μουντζώνουν κατά κάποιο τρόπο τους εαυτούς τους. Κι ωστόσο, ανάμεσα στις γεμάτες χιούμορ τοποθετήσεις τους που ακούγονται στα ρεπορτάζ, το μόνο που δεν εμφανίζεται ποτέ είναι μια νότα αυτοκριτικής. Ένα ταμπού με αυτήν –αντίδραση στις ενοχές που καλλιεργεί ο κύριος Πάγκαλος– διέπει τις συγκεντρώσεις ανθρώπων που, άλλωστε, οι συνθήκες ζωής τους καθιστούν την αυτοκριτική, πολυτέλεια. Άλλο χαρακτηριστικό των συγκεντρώσεων είναι η διαφύλαξη ως κόρης οφθαλμού της υπερκομματικής τους παρθενίας.

Ωστόσο, είτε απέχοντας, είτε ψηφίζοντας, τους βουλευτές στη Βουλή τούς φέρνει ο «λαός». Και οι επιλογές του ήταν πάντα υπαγορευμένες από θεμιτά ή αθέμιτα συμφέροντα. Οι περισσότεροι από εμάς δεν ενδιαφερθήκαμε ποτέ για την ουσία της πολιτικής, που αφορά στη συνάρτηση του προσωπικού συμφέροντος μ’ εκείνο του συνόλου. Ήταν πιο βολικό να εμπιστευόμαστε τις τύχες μας στα χέρια κάποιων άλλων. Τώρα, κατόπιν εορτής, ήρθε η ώρα της εκδίκησης. Το ενδιαφέρον για την πολιτική εξακολουθεί να ισούται με μηδέν. Όπως αναθέσαμε, ως απολίτικοι, σε κάποιους να μας «εκπροσωπούν», έτσι ζητάμε, ξανά ως απολίτικοι, την κεφαλή τους επί πίνακι. Ίσως τέτοια συμπεριφορά είναι δικαιολογημένη σε παιδιά που, στο κάτω κάτω, ουδείς ερώτησε αν ήθελαν να έρθουν στον κόσμο. Όχι όμως και σε ενηλίκους με το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, του εκλέγειν και του ελέγχειν την εξουσία.
Καλά ως εδώ; Όχι ακριβώς. Υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα. Μπορείς να κατηγορείς κάποιον για άγνοια, όταν η άγνοιά του είναι το πρώτο που αγνοεί; Μπορείς να κατηγορείς κάποιον για επιπολαιότητα όταν τα πάντα γύρω του εκτυλίσσονται με διαδικασίες κατεπείγοντος; Χρόνος για σκέψη δεν υπάρχει, χαλάρωση και διασκέδαση έχουν γίνει συνώνυμες της αποβλάκωσης, εκείνο που κυριαρχεί στο μυαλό των πολιτών – Βέγγων είναι το άγχος για το αύριο.
Μπορείς όμως να κατηγορήσεις εκείνον που ξέρει την κατάσταση και την εκμεταλλεύεται. Κι αυτό κάνουν, με εξαιρέσεις, εγχώριοι πολιτικοί και οι Ευρωπαίοι εταίροι με την βοήθειά τους. Γιατί δεν είναι δυνατόν να μην γνώριζαν, οι μεν και οι δε, ότι στο πλαίσιο μιας νομισματικής ένωσης κρατών ισχυρών και ανίσχυρων υπάρχουν πάντα τεράστιες ωφέλειες για τα πρώτα [βλ. Γερμανία] και αντίστοιχες ζημίες για τα δεύτερα [βλ. εμάς].
Το ενδεχόμενο πολιτικός να αγνοεί κάτι τέτοιο υπάγεται στην σφαίρα του ασυγχώρητου. Κάποιοι από αυτούς που διαχειρίσθηκαν τις τύχες μας θα έπρεπε να αλειφθούν με πίσσα και πούπουλα στη μέση της πλατείας, με την εικόνα να μεταδίδεται παντού από γιγαντοοθόνες, δίδαγμα για τις γενιές των πολιτικών που θα έρθουν.
Υπό αυτό το πρίσμα, η συγκέντρωση των αγανακτισμένων ξεφεύγει της δυνατότητας κριτικής, εμφανιζόμενη με την νομοτέλεια μετεωρολογικού φαινομένου που ξεσπά αδιακρίτως επί δικαίων και αδίκων. Πίσω από τις ήπιες, γηπεδικού τύπου εκδηλώσεις, καραδοκεί, έτοιμο να εκδηλωθεί, το λυντσαριστικό μίσος.
Τράγκες και Λαζόπουλοι, δημηγορούντες και επιπλέοντες στην αναμπουμπούλα, κρατούν ζεστό το καζάνι, προσέχοντας μη χρεωθούν τυχόν παρεκτροπές από την ομαλότητα. Τα κόμματα χαιρετίζουν τις συγκεντρώσεις… τονίζοντας την υπερκομματική τους διάσταση… Ακόμα και το ΚΚΕ κρατά ήπιους τόνους στην κατ’ ουσία αυστηρή κριτική του. Ουδείς τολμά να εναντιωθεί στη λαϊκή βούληση. Ακόμα και όταν ο πελάτης διαμαρτύρεται, βρίζει ή απειλεί, δεν παύει να έχει δίκιο.
Όχι τυχαία, το φαινόμενο [πιο συναφείς απ’ όσο νομίζεται με τα των μουσουλμανικών κοινωνιών], ταυτίστηκε με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τις πρώτες μέρες η εικόνα της οργής του πλήθους ήταν… η εικόνα της δύναμης του Facebook. Αυτό που συντελείται σε βάθος χρόνου είναι η μεταφορά της χαοτικής virtual διαδραστικότητας των νέων μέσων στην αληθινή ζωή. Έχουμε εδώ μια ακόμα παραλλαγή τής [χαμένης από χέρι] μάχης λόγου-εικόνας: το πλήθος είναι εδώ για να διεκδικήσει «κάτι» αποκλειστικά με την παρουσία του. Ο λόγος αρχίζει και τελειώνει με τη λέξη «αγανακτισμένοι», ως λεζάντα κάτω από την εικόνα. Ο μόνος τρόπος να λειτουργήσει όλο αυτό θετικά ως απειλή: Μια προβοκάτσια, μια λάθος εντολή στα «όργανα» αρκούν για να φέρουν την καταστροφή.
Γιατί ουσιαστική αντίδραση μπορεί να προέλθει μόνο από φορείς που διεκδικούν με αξιώσεις την εξουσία. Η ολική απόρριψη του πολιτικού κόσμου, με το thumbs up των διαπλεκόμενων μεγαλοεργολάβων-ιδιοκτητών ΜΜΕ, οδηγεί απλώς στο ξαναμοίρασμα της τράπουλας, με προώθηση κάποιων από τα ίδια πρόσωπα με νέους ρόλους. Άλλωστε και τα όποια νέα πρόσωπα καθιερώνονται με την υποστήριξη των παραδοσιακών κέντρων. Κι αν κάτι αλλάζει, είναι οι ελιγμοί με τους οποίους τα κέντρα επανατοποθετούνται στις νέες πραγματικότητες.

Πηγή: περιοδικό «Ήχος και Εικόνα», τ. 459, Ιούνιος 2011

socrates@hxos.gr
Φωτογραφία: γκράφιτι στη Βουδαπέστη

29.6.11

Η αγανάκτηση κατά των Αγανακτισμένων



Η αγανάκτηση κατά των Αγανακτισμένων

Από τη δική μας πλευρά, αν αναγκαζόμασταν να επιλέξουμε μεταξύ των βαρβάρων του πολιτισμού και των πολιτισμένων ανδρών της βαρβαρότητας, θα επιλέγαμε τους πρώτους. Ευτυχώς όμως, μια άλλη επιλογή είναι εφικτή.
Victor Hugo

Η Δημοκρατία αφανίζεται από δύο ειδών εκτροπές: είτε από την αριστοκρατία των Κυβερνώντων, είτε από τη λαϊκή περιφρόνηση για τις αρχέςτις οποίες οι ίδιοι οι άνθρωποι εγκαθίδρυσαν. Το διπλό έργο των μετριοπαθών και των ψευδοεπαναστατών είναι να μας ταλαντεύουν διαρκώς μεταξύ των δύο αυτών κινδύνων.

Maximilien Robespierre



Ένα συνονθύλευμα φωτισμένων καθοδηγητών του λαού, a la carte προασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της πολιτικής ορθότητας, κονδυλοφόρων της από την καρέκλα του υπολογιστή κριτικής στη κριτική του καναπέ, διακηρύσσοντας την βαθιά δημοκρατική τους ευαισθησία επιτέθηκαν κατά του κινήματος των Αγανακτισμένων στην Ελλάδα. Χύνουν τόνους δακρύων και μελανιού μπροστά στη φρίκη της άβουλης, απολίτικης και βάρβαρης μάζας υποκριτών Αγανακτισμένων. Και διαβάζοντας με προσοχή τα σημάδια των καιρών, προφητεύουν την αποτυχία του κινήματος, καλώντας μας να πάμε σπίτι μας, μέχρι να έρθει μία άλλη κινητοποίηση, κάποια άλλη στιγμή, με κάποια άλλα χαρακτηριστικά.
Το ενδιαφέρον των πλατωνικών αυτών εραστών της ελευθερίας και της δημοκρατίας να αναδείξουν τις ευθύνες όλης της κοινωνίας τελείως ξαφνικά ατονεί όταν ανακαλύπτουν σοκαρισμένοι πόσο επικίνδυνο είναι να θεωρεί κανείς όλους τους βουλευτές κλέφτες και όλους τους δημοσιογράφους ρουφιάνους. Διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για την αδικία που τελείται κατά των θεσμών και όλων των εκπροσώπων τους. Καταδικάζουν τη βία της μούτζας ως στείρα πολιτική πράξη αδιάκριτα στρεφόμενη προς το σύνολο του συστήματος, όταν οι ίδιοι έχουν σύρει στη λάσπη αδιακρίτως ολόκληρους επαγγελματικούς κλάδους, ξεχνώντας εκεί το ότι υπάρχουν και άνθρωποι που κάναν με φιλότιμο και τιμιότητα τη δουλειά τους. Το δημόσιο μπορεί να είναι παρασιτικό, αλλά η Βουλή δεν μπορεί να είναι μπουρδέλο. Όταν πρόκειται για τους 300 αντιπροσώπους του λαού μιλούν για τσουβάλιασμα, όταν λοιδορούν δεκάδες χιλιάδες πολίτες και εργαζόμενους, τότε κάνουν φωτισμένη κριτική και μεταρρύθμιση. Πότε όμως διώχθηκε και καταδικάστηκε τελευταία φορά κάποιος Βουλευτής, Δικαστής, Εισαγγελέας κλπ; Δεν γνωρίζουν οι επαΐοντες της πολιτικής ανάλυσης των λαθών του λαού ότι όταν ένας θεσμός δεν μπορεί να ελέγξει αυτούς που τον απαξιώνουν, απαξιώνεται και ο ίδιος ανεξάρτητα από το πόσους τίμιους περιλαμβάνει; Το γνωρίζουν, και πολύ καλά μάλιστα. Αλλά το θυμούνται μόνο όταν αφορά τους δημοσίους υπαλλήλους. Θα πρέπει όμως να αποφασίσουν. Ή η συνολική κριτική για έναν θεσμό ή σε μία κοινωνία έχει να κάνει με το πως εντέλει λειτούργησαν παρά τις φιλότιμες εξαιρέσεις, και έτσι ορθώς είναι συνολική. Ή θα είναι πάντα κριτική μόνο σε άτομα αδυνατώντας να μιλήσει για τους θεσμούς. Όποιος πάλι πιστεύει ότι οι χιλιάδες που φωνάζουν κλέφτες απευθύνονται στις ποινικές ευθύνες όλων ανεξαιρέτως των βουλευτών, μάλλον είναι πιο ανόητος από όσο ανόητο θεωρεί τον λαό.
Όσο γι’ αυτούς που βλέπουν βία στο πέταγμα του αυγού και της μούτζας, αλλά όχι στο ξερίζωμα του εργατικού δικαίου, του κοινωνικού κράτους, την κατάργηση σχολείων, υποτροφιών και την πραξικοπηματική ψήφιση των Μεταρρυθμίσεων του Μνημονίου, τους λέμε ότι η αντίληψή τους περί νόμιμης βίας είναι για κλάματα. Ούτε ένα αυγό σε τρένο προς το Άουσβιτς δεν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν με τα κριτήρια αυτά. Αλλά εκεί μπορούν χωρίς αναστολές για άλλη μια φορά να χρησιμοποιήσουν όποια κριτήρια τους βολεύει.
Άλλοι πάλι έχοντας βαθιά επίγνωση της Ιστορίας των κινημάτων και των επαναστάσεων δηλώνουν ότι τα χαρακτηριστικά πολλών από τους Αγανακτισμένους καθιστούν το κίνημα ανεπαρκές ή και προβληματικό. Αναπολούν τις μεγάλες επαναστάσεις που δημιουργήθηκαν από ευγενέστατους ευτραφείς γνώστες του savoir vivre και πλήρως συνειδητοποιημένους πολίτες, που βέβαια δεν έβλαψαν ποτέ τους κανέναν και είχαν όλο το δίκιο με το μέρος τους. Γνωρίζουν καλά ότι η Βαστίλη γκρεμίστηκε από ριζοσπάστες φοιτητές κοινωνικών επιστημών που μόλις αποφοίτησαν από σεμινάριο περί σωστής δημοκρατίας και πολιτικά ορθών μέσων διαμαρτυρίας. Οι ίδιοι που ως τώρα έπνεαν τα μένεα κατά της αριστεράς για τον ελιτισμό της, απηυδούν τώρα μπροστά στον υποτιθέμενο απολίτικο χαρακτήρα του σημερινού κινήματος και αναλύουν εκτενώς το προβληματικό νόημα των πρακτικών του ενάντια στο ιερό κτίριο του Κοινοβουλίου. Δεν αναγνωρίζουν ότι μοιράζονται την ίδια αλλεργία και για τους ίδιους λόγους με κομμάτι της αριστεράς. Έχουν δηλαδή ελάχιστη κατανόηση για τα προβλήματα, τις έγνοιες και τις αντιλήψεις του λαού.
Με την προσφιλή τους τακτική να χρησιμοποιούν μία μέθοδο μόνο όταν τους συμφέρει συγκρίνουν την Ελλάδα με την Ισπανία και στρέφονται κατά του ελληνικού κινήματος με την κατηγορία ότι τα αιτήματά του είναι πολύ πιο ρηχά από τα αντίστοιχα των Ισπανών Αγανακτισμένων. Ωσάν οι δικοί τους λίβελοι εκτός από μία διαρκής γκρίνια και μία λογική ξεριζώματος όποιου θεσμού δεν λειτουργεί ικανοποιητικά να έβριθαν προτάσεων για το μέλλον της Χώρας. Μα υπάρχει για την Ελλάδα κεντρικότερο, ζωτικότερο σύνθημα αυτή τη στιγμή από την κατάργηση του Μνημονίου; Μπορεί να υλοποιηθεί οποιαδήποτε κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα της Τρόικας; Την ίδια μέρα βέβαια εξέδωσε ψήφισμα το Σύνταγμα με το οποίο καλούσε σε διήμερο καταναλωτικό μπουκοτάζ και άρχισε να συζητείται η πρόταση για μαζική ανάληψη καταθέσεων. Η διάθεσή του αυτή για αγριότερα μέσα αγώνα είναι η καλύτερη απάντηση σε όσους νομίζουν ότι η ουσία ενός ξεσηκωμού εξαντλείται σε μία πλήρη λίστα με αιτήματα. Προφανώς το ελληνικό κίνημα έχει μεγάλες και ενδογενείς αδυναμίες. Πώς θα μπορούσε άλλωστε μετά από χρόνια παρακμής; Το ξεπέρασμά τους όμως περνάει μέσα από την ενίσχυση του, όχι από την απαξίωσή του. Είμαστε σίγουροι ότι μαζί με το κίνημα, και οι κονδυλοφόροι των Ισπανών έχουν κάτι πιο ουσιαστικό να συνεισφέρουν σε σύγκριση με τους εντόπιους φωστήρες της Δημοκρατίας.
Οι αποστειρωμένοι αυτοί Στοχαστές μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: από τη μία είναι αυτοί που πάντα απεχθάνονταν τον λαό, που τον θεωρούν ηλίθια μάζα, ανίκανη όχι μόνο να κυβερνηθεί αλλά και να καταλάβει τα οφέλη που έχει για τη ζωή της η ευεργετική πολιτική των τεχνοκρατών ηγεμόνων της. Η Δημοκρατία είναι γι’ αυτούς ούτως ή άλλως υπερεκτιμημένη ιδέα. Αυτοί είναι συνεπείς στις απόψεις τους όταν μιλούν για τους Αγανακτισμένους. Πάντα έβλεπαν οποιαδήποτε λαϊκή κινητοποίηση σαν συρφετό χωρίς νόημα που μόνο εμπόδιο μπορεί να αποτελέσει για την καλογυαλισμένη μηχανή της διοίκησης των ανθρώπων. Μόνη τους ασυνέπεια αυτό καθ’ αυτό το γεγονός ότι κοπιάζουν να κάνουν στους ηλίθιους γνωστές τις απόψεις τους. Ίσως γιατί κατά βάθος πιστεύουν ότι θα φωτίσουν τον κόσμο με τα λόγια τους. Ίσως πάλι γιατί θεωρούν την ανάδειξη της ηλιθιότητας του άλλου επαρκή απόδειξη της μη ηλιθιότητας του εαυτού.
Υπάρχουν όμως και οι άλλοι, που δηλώνουν προοδευτικοί και δημοκράτες. Που θέλουν να δουν τους ανθρώπους να αλλάζουν και να παίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Μόνο που η δημοκρατική τους αυτή ευαισθησία είναι μικρότερη από την πολιτική τους υποχονδρία. Έτσι φρίττουν κάθε φορά που βλέπουν μία πραγματική λαϊκή κινητοποίηση και δηλώνουν απογοητευμένοι που ο λαός δεν είναι τελικά οι αστραφτεροί ιππότες που έχουν στο κεφάλι τους. Και τότε σπεύδουν, ίσως και για τους ίδιους λόγους με τους πρώτους, να μας φωτίσουν για το πώς θα πρέπει να είναι ένα νικηφόρο κίνημα, από τί ανθρώπους πρέπει να απαρτίζεται και τί αιτήματα να έχει. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν καταφέρνουν να φτάσουν πολύ βαθύτερα από τη στηλίτευση των μυρίων κακών και αοριστίες του τύπου «να γίνουμε σκεπτόμενοι» ή «πρέπει να μπει πολιτικό περιεχόμενο». Οι λίγοι που ξεχωρίζουν μας κάνουν την χάρη να μας αναλύσουν πώς φαντάζονται τον κόσμο και να μας δηλώνουν με περισσή αυταρέσκεια ότι θα αγωνίζονταν μαζί με τον λαό αν αυτός αγκάλιαζε τις ιδέες τους. Σ’ αυτούς οφείλουμε αιώνια ευγνωμοσύνη για την άοκνη συμμετοχή τους, τη μεγάλη συνεισφορά τους στον αγώνα και τις τόσο πολύτιμες ονειρώξεις τους. Θα χαρούμε να τους επισκεφτούμε το συντομότερο δυνατό στον κόσμο που βρίσκονται. Τους λέμε τέλος πως η δημοκρατία που ονειρεύονται δεν είναι πραγματική, γιατί δεν είναι ζωντανή.
Ένα λαϊκό κίνημα δεν μπορεί να είναι παρά αυτό που βλέπουμε να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Μαζικό, πολύχρωμο, αντιφατικό, μεγάλο. Η αιτία της αδυναμίας του είναι ταυτόχρονα η αιτία της αβυσσαλέας δύναμής του και της ικανότητάς του να αλλάξει το υπάρχον και να δώσει νέο αίμα στα σαπισμένα του μέλη. Γιατί όταν ένα σύστημα αδυνατεί να λειτουργήσει, να αυτοκαθαρθεί και να αυτοανανεωθεί τότε είναι όχι μόνο σίγουρο, αλλά και επιθυμητό να καταρρεύσει, ανεξάρτητα από τα καλά στοιχεία που μπορεί να διέθετε. Ο κίνδυνος της αποτυχίας, ακόμη και της παρεκτροπής είναι πάντα υπαρκτός. Όμως τα πολιτικά κινήματα στην Ελλάδα ως τώρα, παρά τις μεγάλες αδυναμίες τους, έχουν τουλάχιστον δείξει ότι κατά κανόνα δεν εκφράζονται από ισοπεδωτικές στάσεις μίσους και φόβου. Οφείλουμε για άλλη μια φορά να εμπιστευτούμε το λαό. Και να δώσουμε ό,τι καλύτερο έχουμε για να γίνει αυτό το κίνημα η αρχή όλων όσων θέλουμε να δούμε.

Πηγή: μπλογκ Allonsanfan: Τα e-σωθικά μου, 6 Ιουνίου 2011
http://alonzanfan.blogspot.com/2011_06_01_archive.html