24.3.12

Για όλα φταίνε οι Γερμανοί (και ίσως ο διεθνής Σιωνισμός)!



ΥΠΕΡΚΕΙΜΕΝΑ
Βόθρος!
Νίκος Δήμου

Μου γράφει ένας αναγνώστης:
«Την περίοδο 2000-2004 εργαζόμουν ως ωρομίσθιος καθηγητής σε κολυμβητήριο μεγάλου δήμου του Λεκανοπεδίου. Το κολυμβητήριο αυτό είναι το μοναδικό της περιοχής. Ήταν δε η πρώτη φορά που εργαζόμουν ως καθηγητής.
Αφού ξεκίνησα να εργάζομαι, ανακάλυψα με έκπληξη τα κάτωθι: το κολυμβητήριο διέθετε μόνο έναν γυμναστή (εμένα) για τα 600 και πλέον άτομα που είχαν γραφτεί σε αυτό. Όλα αυτά με μισθό ωρομισθίου 5,75 ευρώ την ώρα.
Ο “υπεύθυνός μου”, που ήταν γυμναστής, όπως εγώ (καθηγητής Φυσικής Αγωγής), έκανε δουλειά γραφείου, διότι ήταν… μόνιμος!
Ο ίδιος, επίσης, μου είχε εκμυστηρευτεί ότι έγινε μόνιμος, κάνοντας αυτός και άλλα 2-3 άτομα “διαδήλωση” στο κέντρο της Αθήνας! Την άλλη μέρα ήμασταν μόνιμοι, μου είπε.
Την ίδια περίοδο που το κολυμβητήριο διέθετε μόνο έναν ωρομίσθιο καθηγητή (εμένα), διέθετε επίσης ως προσωπικό 10 κηπουρούς. Τα δέντρα του κολυμβητηρίου ήταν εφτά μετρημένα! Διέθετε, επίσης, 20 φύλακες και 10 καθαρίστριες».
Αυτά ο αναγνώστης. Τίποτα καινούργιο. Τα ίδια συμβαίνουν σε όλους τους ΟΤΑ -π.χ. στον Οργανισμό Νεότητας και Άθλησης του Δήμου Αθηναίων (ΟΝΑ), όπου οι μόνιμοι δεν πατάνε καν (ούτε στα γραφεία) και οι συμβασιούχοι σκοτώνονται- αλλά και στα απορρίμματα (μαφία εκεί!).
Για όλα αυτά, βέβαια, φταίει η Μέρκελ.
Όπως ευθύνεται και για τους μιζαδόρους του υπουργείου Ανάπτυξης, για τους κομπιναδόρους του ΙΚΑ Καλλιθέας, για τους υπεύθυνους προμηθειών των νοσοκομείων που είχαν στις αποθήκες υλικό αρκετό για να μας βάλουν όλους στον γύψο (πού είσαι, Παπαδόπουλε!), για τους χιλιάδες άνδρες που πήραν επίδομα τοκετού, για τους απέθαντους συνταξιούχους που εισπράττουν 30 χρόνια μετά θάνατον, τους πεντακόσιους τυφλούς ανοιχτομάτηδες της Ζακύνθου κ.λπ.
Αλλά για τα επιδόματα, τις «μαϊμού» αναπηρικές και τους φοροφυγάδες, φταίει αποκλειστικά ο Σόιμπλε.
Η χώρα αυτή είναι βόθρος!
Μια χαβούζα με βοθρολύματα, που ζέχνει εκατοντάδες χιλιόμετρα γύρω και μολύνει όλη την Ευρώπη. Κι έχουμε το θράσος να τα βάζουμε με την τρόικα, τη Μέρκελ, τον Ράιχενμπαχ (τους νεοναζί του Στάθη), όταν επί χρόνια δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να κλέβουμε ο ένας τον άλλο κι όλοι μαζί το κράτος (δηλαδή, πάλι εμάς). Αναρωτιέμαι: εκείνοι που βρίζουν το μνημόνιο (και είναι η πλειονότητα) συνειδητοποιούν, άραγε, τη δική μας συμβολή που του άνοιξε την πόρτα; Αν δεν κλέβαμε, δεν εξαπατούσαμε και πληρώναμε τους φόρους μας, θα χρειαζότανε;

Πηγή: Lifo.gr, 21 Μαρτίου 2012
http://www.lifo.gr/mag/columns/4725

Οι ξεχασμένες αξίες του ελληνικού συντηρητισμού



Οι ξεχασμένες αξίες του ελληνικού συντηρητισμού
Νίκος Mαραντζίδης*


Τώρα, που η κρίση υπονόμευσε το βιοτικό μας επίπεδο, εμείς, η καταχρεωμένη σε τράπεζες και πιστωτικές κάρτες μεσαία τάξη, παρατηρούμε τους ηλικιωμένους γονείς μας, οι οποίοι κατάφεραν με κόπους χρόνων να δημιουργήσουν μια κάποια περιουσία, να αντιμετωπίζουν την κατάσταση, αρκετές φορές, με σαφώς καλύτερους όρους από τους δικούς μας. Οι γονείς μας, είτε ήταν υπάλληλοι, είτε επαγγελματίες και επιχειρηματίες, είτε αγρότες, ήταν συνήθως άνθρωποι μετρημένοι. Ζούσαν λιτά, απεχθάνονταν τα δάνεια και τα δανεικά και προγραμμάτιζαν προσεκτικά τη ζωή τους χωρίς σπατάλες. Εχοντας εμπειρίες πολέμων και οικονομικών καταστροφών, αντιμετώπιζαν το μέλλον με συστολή και συγκρατημένη απαισιοδοξία. Ηταν, με άλλα λόγια, συντηρητικοί άνθρωποι.
Αυτός ο συντηρητισμός είχε αναγορεύσει σε θεμέλια της κοινωνικής οργάνωσης, συμπεριφορές όπως η εργατικότητα, η αποταμίευση, η πειθαρχία, ο σεβασμός στους νόμους, η εγκράτεια. Ιδιαίτερα, η ελληνική εκπαίδευση ήταν γεμάτη από τέτοιες αξίες, που σήμερα τις θεωρούμε παλιομοδίτικες και συχνά αντιδραστικές. Γελάμε, όταν σκεφτόμαστε πως τα παλιά βιβλία του δημοτικού είχαν ως πρότυπα καριέρας τον τσαγκάρη, τον καστανά, τον ξυλουργό, τον αγρότη. Ταπεινά επαγγέλματα και κόσμοι που αποτύπωναν τις αξίες του ελληνικού συντηρητισμού.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι παραπάνω αξίες έπαιρναν συχνά στην πράξη μορφή καρικατούρας. Ο σεβασμός στους κανόνες γινόταν άκριτη πειθαρχία, η αποδοχή των ιεραρχιών υποτέλεια στους ισχυρούς, η ηθική μετατρεπόταν σε υποκρισία, η αποταμίευση σε μιζέρια, οι οικογενειακοί δεσμοί καταντούσαν νεποτισμός, η αγάπη για την πατρίδα εθνικισμός, η αίσθηση του να έχει κανείς ρίζες κλειστοφοβικός επαρχιωτισμός.
Μας αρέσει ή όχι, πάντως, αυτός ο συντηρητικός κόσμος άφησε το στίγμα του στη χώρα. Συγκρότησε έναν συνεκτικό κώδικα αξιών και συμπεριφοράς, που κοινωνικοποίησε γενιές ολόκληρες προς συγκεκριμένα πρότυπα ζωής.
Η δεκαετία του 1970 παρέσυρε πολύ σύντομα τον συντηρητισμό και κυρίως τις αξίες του. Μια νέα γενιά αισιόδοξων ανθρώπων γεννημένη μετά τον Εμφύλιο, που δεν βίωσε πόλεμο, αναζητούσε να ξεφύγει από το κλειστό και περιοριστικό πλαίσιο της προηγούμενης περιόδου, διψούσε για νέες εμπειρίες και γρήγορη κοινωνική άνοδο. Αυτή η γενιά οικοδόμησε το δικό της αξιακό σύστημα, που επιβλήθηκε εύκολα στις πολιτικές συνθήκες της μεταπολίτευσης.
Μαζί με τα απόνερα, όμως, πετάχτηκε και το μωρό. Σύντομα, τη θέση της αποταμίευσης πήρε ο αχαλίνωτος καταναλωτισμός και ο υπερδανεισμός. Τη θέση πως ο πλούτος δεν φέρνει την ευτυχία διαδέχθηκε η ακόρεστη δίψα για πλούσια ζωή και πολυτελή διαβίωση. Χάρη στα νέα ήθη, η καριέρα έπρεπε να οδηγεί στον γρήγορο πλουτισμό. Το ελληνικό κράτος αποικήθηκε από νεόπλουτες φιλοδοξίες. Ετσι άνθησαν «αεριτζίδικα» επαγγέλματα, ξεφύτρωσε η μανία του χρηματιστηρίου και πολλοί οδηγήθηκαν προς τη διαφθορά και τη λεηλασία δημοσίων πόρων με την απλή, και φθηνή, αιτιολογία πως «μόνο με τον μισθό δεν βγαίνεις».
Μέσα σε όλα αυτά, η αφοσίωση στην ιεραρχία αντικαταστάθηκε από την αντίληψη πως η αναίδεια και η αγένεια απελευθερώνουν. Ενώ η πίστη για την αξία της τήρησης των νόμων κλονίστηκε από την αίσθηση της ατιμωρησίας και την πεποίθηση πως δεν υπάρχουν σαφή όρια πέραν από αυτά που ορίζει το εγώ και η ισχύς του καθενός.
Δυστυχώς, ο παλιομοδίτικος συντηρητισμός, που δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες, δεν έδωσε τη θέση του σε έναν προοδευτικό φιλελευθερισμό που διατηρώντας αξίες, όπως ο σεβασμός στον νόμο και η επιχειρηματικότητα, θα έφερνε μαζί του την αξιοκρατία, την ατομική ευθύνη, τον κοσμοπολιτισμό, τον ορθολογισμό και την ανεκτικότητα. Ούτε αντικαταστάθηκε, έστω, από μια σοσιαλδημοκρατική, σκανδιναβικής προέλευσης, κουλτούρα κοινωνικής συνοχής που θα καλλιεργούσε μεν τον εξισωτισμό και τον κρατισμό, αλλά τουλάχιστον θα τα συνδύαζε με μια φιλοσοφία ατομικής εγκράτειας, λιτής διαβίωσης εναρμονισμένης με τις αρχές υποτίθεται του σοσιαλισμού.
Αυτό που επικράτησε στη μεταπολίτευση, συνιστά ένα ιδεολογικό υβρίδιο, που μπορεί να αποκληθεί: «Καταναλωτικός σοσιαλ-λαϊκισμός». Πρόκειται για ένα ιδεολογικό αμάλγαμα που προέκυψε από τη φιλοδοξία κοινωνικής ανόδου και τις καταναλωτικές προσδοκίες της μεταπολεμικής γενιάς σε συνδυασμό με την υιοθέτηση σοσιαλιστικών ιδεολογικών προταγμάτων. Επρόκειτο, στην πραγματικότητα, για την ιδεολογία των εξεγερμένων μικροαστών: τα ήθελαν όλα εδώ και τώρα.
Στην παραγωγή αυτού του κράματος συνετέλεσαν αναμφίβολα δύο παράγοντες:
α) Η δικτατορία του 1967, που καταρράκωσε και γελοιοποίησε τις αξίες του ελληνικού συντηρητισμού καθιστώντας τες ανενεργούς, αν όχι γραφικές.
β) Η έλευση στην εξουσία του ΠΑΣΟΚ, το 1981, που είχε εξέχουσα συμβολή στην επικράτηση αυτού του καταναλωτικού σοσιαλ-λαϊκισμού.
Σήμερα, που πρέπει να ξαναχτίσουμε τη χώρα, ας θυμηθούμε, πως, στο παρελθόν, μερικές από τις αξίες του συντηρητικού κόσμου συνέβαλαν να ορθοποδήσει η Ελλάδα σε δύσκολες στιγμές. Αυτό ας το έχουν κυρίως στον νου τους οι Ελληνες συντηρητικοί πολιτικοί, που, έως σήμερα, στην αγωνία τους να δείξουν σύγχρονοι, αποποιήθηκαν τον βασικό πυρήνα της ιδεολογίας τους και μιμήθηκαν, δυστυχώς, τα πιο αρνητικά στοιχεία των αντιπάλων τους προκειμένου να γίνουν αρεστοί. Στο τέλος, και οι μεν και οι δε, συντηρητικοί και σοσιαλιστές, έφτασαν να μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερό.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Πηγή: Εφημερίδα «Καθημερινή», 18 Μαρτίου 2012
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_18/03/2012_476277

1.3.12

Ένας περιγεγραμμένος κύκλος, με χιλιάδες εγγεγραμένες μνήμες…



Ένας περιγεγραμμένος κύκλος,
με χιλιάδες εγγεγραμένες μνήμες…

Κωστής Μαυρικάκης


Κάποτε σε μέρες δόξας του, ο κύκλος που σχημάτιζαν οι ταιριασμένες πέτρες και πλάκες τ’ αλωνιού, συγκρατούσαν μέσα του τα σπαρτά που θέριζαν τα εργατικά και ροζιασμένα χέρια των προγόνων μας, για να τ’ αλωνίσουν στην ακούραστη κυκλική τροχιά των πιστών βοδιών που έσερναν το «βολόσυρο». Κάπου εκεί στα δεκάδες μνημειακά μετόχια στο «Νησί» της Ελούντας, στη χερσόνησο της Σπιναλόγκας για τους χάρτες, στην αλίκλυστο, ηλιοψημένη, άγονη και άνυδρη γη του παράλιου Μεραμπέλλου. Αυτές οι πέτρες γνώρισαν απλόχερα τη ιεροτελεστία της γέννησης του ψωμιού, της κρίθινης κρητικής κουλούρας, που έθρεψε γενιές και γενιές. Έζησαν και την ιερουργία του ανθρώπινου μόχθου που κάτω απ’ τον ανελέητο καλοκαιρινό ήλιο μετουσίωνε το στάχυ σε άρτο για το βιός και τη φαμελιά τους. Ήταν οι καιροί που τα “δοξαστικά” και τα “κύριε ελέησον” ήταν αναπόσπαστο μέρος της ζωής των ευσεβών προγόνων μας. Κάποτε, ήρθαν καιροί που ο κόπος έγινε ρίψασπις και αναπόφευκτα έμειναν οι μνήμες να φυγοδικούν με το τοπίο. Έμεινε μονάχα η αντίσταση της μνημοσύνης, της θύμησης των αλλοτινών, να κάνει παρέα και να ροζονάρει στις ίδιες πέτρες και στα ίδια χώματα, που μάταια ελπίζουν στην επάνοδο αυτών που χάθηκαν για πάντα…
Ήρθε όμως ο κέδρος, ανηφόρισε απ’ τους γκρίζους βράχους και τις αλατόπετρες της παρακείμενης παραλίας στην κοντινή φορτέτσα της Σπιναλόγκας, φιλεύτηκε με τις ορφανές πέτρες και συγκατοίκησε πια μόνιμα, ριζώνοντας ανάμεσα στις πλάκες τ’ αλωνιού. Κι έγιναν και για τον κέδρο, οι πέτρες αυτές, ο περιγεγραμμένος κύκλος του. Ο κύκλος που μαζί οριοθετεί το χρόνο, τις μνήμες, την ιστορία, τους προγόνους.
Τώρα πια, προσφυγική η ανάμνηση και ο καημός περνούν, σαν σκιές και αερικά ανάμεσα στα κλαδιά του κέδρου, και στις πιστές ακόμη στη θέση τους πέτρες του κύκλου του, για να πιστοποιήσουν μονάχα ότι ο κύκλος αυτός, αλώθηκε από ένα νέο «ιστορικό κύκλο»: Εκείνον της πλήρους εγκατάλειψης και απαξίωσης της γης, που την μετέτρεψε σ’ ένα απέραντο κοιμητήριο, που οδήγησε στη σημερινή τραγωδία μιας κοινωνίας ειδόλων...
Αλλά κι εκείνον, της λήθης των πολλών προς την Ιστορία.
Υπάρχουν όμως και οι λίγοι: Εκείνοι, που το λίγο αναζήτησαν και τιμωρήθηκαν με το πολύ. Το πολύ της μνήμης και της Ιστορίας. Αυτοί που κυνηγούν τις χίμαιρες και συνομιλούν με τη μνημοσύνη και τ’ αερικά. Εκείνοι που μόλις τα συναντούν νοιώθουν να περνούν ανάμεσά τους, και να τους σκουντουφλούν. Και τότε θυμούνται μονάχα τον Ελύτη στο Άξιον Εστί: «Έσκυψε πάνω απ’ το λίκνο μου, ίδια η μνήμη γιναμένη παρόν»…

Πηγή: http://librodoro.blogspot.com
© MERABELLO LIBRO D’ ORO
Τετάρτη, 29 Φεβρουαρίου 2012

28.2.12

Σελέμπριτις και Λαϊφστάιλ



Το λαϊφστάιλ θρηνεί στο Μεταγωγών
Νίκος Γ. Ξυδάκης


Aλλος με χειροπέδες προφυλακισμένος για χρέη προς το Δημόσιο, άλλος πουλάει το σπίτι του για να μην πάει φυλακή, άλλος λουφάζει και περιμένει τη σειρά του. Το λαϊφστάιλ πέθανε, λένε. Δεν πέθανε τώρα, διορθώνω. Εχει πεθάνει από καιρό, τώρα εξαπολύθηκε η δυσωδία των πτωμάτων του.
Η εγχώρια βιοτεχνία του λαϊφστάιλ -εκδότες, μοντελίστ, δημοσιογράφοι, μοντέλες, γλάστρες, τηλεπερσόνες, πάρτι άνιμαλ, ντίλερ, κωθώνια, θύματα- γεννήθηκε στη δεκαετία του ’80 και άνθησε όσο κυκλοφορούσε ορμητική η δίψα της ανόδου, ο θαυμασμός για την αρπαχτή και άφθονο μαύρο χρήμα. Εξέπνευσε όταν μαράθηκαν όλα αυτά. Παρήγαγε αέρα. Ηταν μια φούσκα, Η φούσκα, που μέσα της όμως περιείχε τον τοξικό αέρα του θράσους, του κυνισμού, την υπόσχεση της επιτυχίας, κι εντέλει τον αέρα της ματαίωσης και της διάψευσης.
Εξέφρασε το ήθος του μαύρου χρήματος, του χρήματος της αρπαχτής και του Χρηματιστηρίου, δηλαδή τα χρυσά χρόνια του πρώτου ΠΑΣΟΚ, αλλά και τα χρόνια του εκσυγχρονισμού και της ολυμπιακής ευφορίας. Εντούτοις η αναμφίλεκτη επιρροή του εφαρμοζόταν ενδοφλέβια στα λαϊκά πλήθη, στους πελάτες: σε αυτά το Κλικ και οι επίγονοι έκαναν ενέσεις μαγκιάς και σεξισμού. Τα λαϊκά παιδιά από τις δυτικές συνοικίες και τη διψαλέα επαρχία ρουφούσαν συνταγές ανόδου διατυπωμένες σε καλιαρντο-ποπ, τα λαϊκά παιδιά κατανάλωναν τα εγχειρίδια της καλής κατανάλωσης και πείθονταν ότι δεν ζούσαν στο Μπουρνάζι αλλά στη Σάντα Μόνικα ή στο Μανχάταν. Κι αυτά τα διαβουκολευμένα πλήθη προσγειώνονταν άτσαλα από τον κόσμο του Κλικ στον κόσμο του σκληρού μεροκάματου, κι από κει στον κόσμο της πικρής χρεοκοπίας.
Τώρα όλοι μυρίζουν τη δυσωδία των πτωμάτων. Στην 25ετία της τροχιάς τους όμως, πολύ λίγοι διείδαν τη σχέση αυτού του αισθητικού και πνευματικού σκουπιδιού με τη σαθρή κοινωνία που εξέφραζε. Οι εκδότες και σκουπιδογεννήτριες εκαλούντο στα τηλεπάνελ να σχολιάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα και την πολιτική σκηνή, εκαλούντο ως τιμητές της ελληνικής κοινωνίας, είχαν και έχουν στενές σχέσεις με κορυφαίους πολιτικούς, νυν και πρώην υπουργούς, έπαιρναν υπερδάνεια από τις «κουτές» τράπεζες, άντλησαν δισεκατομμύρια δρχ. από το Χρηματιστήριο, μπαινόβγαιναν στις επαύλεις του μεγάλου χρήματος, έκαναν μπίζνες και κολεγιές. Οι ισχυροί τούς χρησιμοποιούσαν, σαν διασκεδαστές, σαν πλυντήρια, σαν βαποράκια, σαν παπαγάλους. Αλλά και συναγελάζονταν, έπιναν και γελούσαν μαζί· διότι είχαν κοινό το έθος και την κουλτούρα. Μεγαλοπαράγοντες και φτωχοδιάβολοι μοιράζονταν τον ίδιο πολιτιστικό ορίζοντα, είχαν ίδιες αισθητικές αναζητήσεις, ίδιες πνευματικές ανησυχίες. Αργά τη νύχτα, μετά το Μέγαρο των χορηγιών, μετά τα ακριβά ρεστοράν, όλοι κατέληγαν στον Μαζωνάκη και την Πέγκυ Ζήνα. Όλοι.
Ολοι, οι ίδιοι, συνωστίζονταν στα αριθμημένα και στα VIP των γηπέδων, γαύροι και βάζελοι, χειροκροτητές προέδρων και συνδαιτυμόνες λαμογιών, περιστοιχισμένοι από μπράβους και νονούς. Ολοι, οι ίδιοι, έκαναν ρεζερβέ στα στέκια της Μυκόνου, κι αργότερα έχτιζαν φαραωνικές επαύλεις αυθαίρετες στις αλωθείσες Κυκλάδες. Οι ίδιοι που πηδούσαν από κότερο σε κότερο.
Την είχε καταλάβει ο Τσουκάτος τούτη τη γενετική σχέση, είχε δει ότι κι ο Γιώργος Παπανδρέου προτιμούσε το Κλικ για συνεντεύξεις περί αειφορίας και free μαριχουάνας, εξ ου και συμβούλευσε τον εκσυγχρονιστή Σημίτη να συνάξει το ΠΑΣΟΚ στο μοδάτο «Βαρελάδικο» — όπερ και έπραξε ο καλβινιστής πρωθυπουργός. Ας είναι.
Ας ξύσουμε τη φτενή χρυσομπογιά, που γράφει κλικ, μαξ, φλας, νίτρο, φρι πρες, σταρ, δεν ξέρω γω τι. Ο τσίγκος, από κάτω, είναι χτυπημένος με τατουάζ «ΠΑΣΟΚ for ever», «χρήμα ­ber alles», «σκυλοπόπ», «κλεπτοκρατία». H βιοτεχνία μεταποιούσε φτηνά υλικά και τα πουλούσε σαν Greek Dream. Η κλεπτοκρατία χρειαζόταν όργανα ιδεολογικής κυριαρχίας πολυδύναμα, πέρα από την επίσημη προπαγάνδα. Το λαϊφστάιλ ήταν αυτό ακριβώς το όργανο υπόγειας, αθέατης, διαβρωτικής προπαγάνδας, όργανο εκμαυλισμού και κυριαρχίας: πλάσαρε την παράγκα για παλατάκι, κι ο φτωχοδιάβολος μες στην παράγκα χόρταινε την απληστία του με ηδονοβλεψία και ψευδαίσθηση: μπορούσε να ξοδέψει τρία μηνιάτικα ή ένα διακοποδάνειο για μία βδομάδα στη Μύκονο, να κολυμπήσει πλάι στα σελέμπριτι και να ψωνίσει Gavalas.
Πολλοί βιοτέχνες του λαϊφστάιλ κυκλοφορούν ακόμη στα μίντια, ξεπουπουλιασμένοι, κυνηγώντας το μεροκάματο του κλόουν με το πλατινένιο ρινοδιάφραγμα, άλλοι ξεπλένονται ως δημοσιογράφοι αφού ξέπλυναν χρήμα, άλλοι υποδύονται τους ξινούς τιμητές και τις Αντουανέτες. Οι περισσότεροι ξέπεσαν. Η παράγκα κατέρρευσε, τα σελέμπριτι θρηνούν στο Μεταγωγών και στα Πρωτοδικεία, ξεπουλάνε Ντόλτσε ε Γκαμπάνα, Καγιέν, Λέξους και σπιταρώνες. Οι μαικήνες τους κάνουν ότι δεν τους ξέρουν, δεν σηκώνουν τα τηλέφωνα. Μαζί με την παράγκα όμως καταρρέει και η χώρα που τους ανέχθηκε, τους έθρεψε, τους μιμήθηκε και τους θαύμασε.

Πηγή: Εφημερίδα «Καθημερινή», 5 Φεβρουαρίου 2012
http://www.kathimerini.gr/4Dcgi/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_05/02/2012_426120
 


ALL WRITE
Κώστας Βαξεβάνης
Από το 69 στο 99.
Οι λύκοι της πραγματικότητας και το τέλος του lifestyle


Η ανόητη κότα της ματαιοδοξίας γέννησε τα πολύχρωμα αυγά του lifestyle ή αυτά έκαναν τις κότες που νόμιζαν ότι φτερούγιζαν σε μια Ελλάδα με Λουί Βιτόν και κομμωτήρια;
Ο Λάκης Γαβαλάς σίγουρα θα έχει αρκετό χρόνο για να σκεφτεί το ερώτημα στην ησυχία του κελιού του. «Η ζωή είναι πολύ μικρή για να είναι θλιβερή», διαφήμιζε τη δεκαετία του ‘90 το ΚΛΙΚ. Το δημιούργημα του Πέτρου Κωστόπουλου μόλις είχε αρχίσει να την κάνει ενδιαφέρουσα με εξώφυλλα του κώλου. Η χώρα μόλις μάθαινε το ιλουστρασιόν, το μαύρο Johnnie και το πούρο. Το ΠΑΣΟΚ τότε ήταν ακόμη εδώ, μοίραζε επιδοτήσεις, δημιουργούσε τους πολιτικά νεόπλουτους κι έκοβε δειλά δειλά το μουστάκι για να εναρμονιστεί με τα τηλεοπτικά πρότυπα της ιδιωτικής τηλεόρασης.
Το lifestyle έραβε τα νέα κοστούμια της πολιτικής. Άνετα, μαρκάτα και κυρίως χωρίς πολλά ενοχικά σύνδρομα. Τα τυπογραφεία των περιοδικών τύπωναν τα μάνιουαλ της ζωής. Πώς έπρεπε να είναι. Απροβλημάτιστη, με την αυθαιρεσία του προσωπικού «θέλω», με την ελαφρότητα της «μη ευθύνης».
Το ξεχειλωμένο όραμα της Μεταπολίτευσης μετασχηματιζόταν επιτυχώς σε ονείρωξη του πνευματικού αυνάνα.
Κανένας δεν είχε ευθύνη για τίποτα. Μόνο για να περνάει καλά. Ένα τσούρμο καλοπερασάκηδες, αυτάρεσκοι και υπερφίαλοι, ανακηρύχτηκαν σούφι του προσκυνηματικού ωχαδερφισμού. Δεν ήταν ούτε με την εξουσία, ούτε ενάντιά της. Ήταν το νέο σύστημα. Ευχάριστα απολίτικο, προκλητικά απροβλημάτιστο κι επιτακτικό. Η ζωή έπρεπε απλώς ν’ αποφασίσει ανάμεσα στις συνταγές για τον κλειτοριδικό ή τον κολπικό οργασμό, ανάμεσα στα in μανικετόκουμπα ή το μέγεθος της προσθετικής.
Έστησε πασαρέλες παντού, άνοιξε σαμπάνιες και στο τέλος ανακύκλωσε τα μπουκάλια, φτιάχνοντας σενάριο ταινίας για Τζούλιες. Το lifestyle υπέγραφε επιταγές, συμβόλαια, πιστοποιητικά αξίας και τελικώς το μέλλον. Είκοσι χρόνια, όμως, μετά την εποχή ΚΛΙΚ, η ζωή κάνει τα δικά της κλικ. Το «τίποτα» που έγινε νούμερα βρέθηκε αντιμέτωπο με τα νούμερα των ανοιχτών λογαριασμών. Η κρίση, οι εταιρείες που δεν άντεξαν να πληρώνουν τα κότερα και τις βίλες, ο σοκαρισμένος κόσμος που δεν μπορούσε πια να καταναλώνει τον κομπασμό ως σοφία.
Στις σελίδες των συνταγών ζωής του lifestyle οι μέντορές του δεν κατάφεραν να βρουν καμιά για να τους σώσει.
Ο Πέτρος βρέθηκε απέναντι στους λύκους της σκληρής πραγματικότητας. Και το 69 των γυαλιστερών περιοδικών αντικαταστάθηκε από το 99 του μουντού πτωχευτικού κώδικα. Φτωχοί οι ήρωες των εφηβικών χρόνων; Όχι ακριβώς.
Στην Ελλάδα υπάρχουν χιλιάδες φτωχές εταιρείες με πλούσιους ιδιοκτήτες. Θα επιβιώσουν. Αλλά ίσως είναι καταδικασμένοι τα επόμενα χρόνια ν’ ανακαλύπτουν συνεχώς πως δεν ήταν τόσο σπουδαίοι όσο πίστευαν. Ξεφυλλίζοντας παλιά, ηλεκτρονικά μάλλον, άλμπουμ φωτογραφιών. Σε αυτό θα διαφέρουν τουλάχιστον από τον Ζάχο Χατζηφωτίου. Το lifestyle στην Ελλάδα μπορεί να κινήθηκε με όχημα την ανοησία, αλλά δεν υπηρετήθηκε από ανόητους. Αυτό που θέλουν να πιστεύουν οι πρωταγωνιστές του είναι πως ατύχησαν, γιατί η Ελλάδα δεν είχε Χόλιγουντ αλλά το Βλαχόλιγουντ που οι ίδιοι δημιούργησαν και υπερεκτίμησαν.
Δεν θα παραδεχτούν ποτέ πως υπηρέτησαν το σύστημα που τους χρησιμοποίησε ως πολιορκητικό κριό. Το σύστημα που παρουσίασε τον καταναλωτισμό ως ευτυχία και τη ζωή ως ένα πεδίο όπου η αγορά είναι το παν. Σε αυτή την αγορά, εκτός από τη φιλοδοξία τους, διέθεσαν και ανθρώπους τους οποίους κατάφεραν να πείσουν.
Όχι, ούτε η ζωή, ούτε η πορεία τους έχει την απολιτίκ ερμηνεία που εμφάνιζαν ως συνταγή. Έκαναν πολιτική.
Εφαρμόζοντας το photoshop των εξωφύλλων τους στην εικόνα της πραγματικότητας.
Το χειρότερο είναι πως αυτή τους η θεώρηση, η πίστη, τους κρατά τραγικά εκτός πραγματικότητας. Επιστρατεύουν την εικονικότητα απέναντι σε αυτό που βαφτίζουν κακό όνειρο.
Σε ένα από τα τελευταία του άρθρα ο Πέτρος Κωστόπουλος γράφει: «Λίγη αισιοδοξία, λίγο όνειρο και η ομάδα είναι τα καλύτερα αντιβιοτικά στην κρίση». Κοίτα να δεις που οι απλήρωτοι εργαζόμενοι θέλουν και λεφτά για να ζήσουν.

Πηγή: περιοδικό «Lifo», 1 Φεβρουαρίου 2012
http://www.lifo.gr/mag/columns/4575
Φωτό: Σπύρος Στάβερης

26.2.12

«Όταν το Έθνος ευρίσκεται εις κόμματα»…




«Όταν το Έθνος ευρίσκεται εις κόμματα»…
Παντελής Mπουκάλας

Η ιστορία διδάσκει. Ετσι μας έμαθαν απ’ το δημοτικό. Κι έτσι αρχίσαμε κι εμείς από μια στιγμή κι έπειτα να λέμε στους μικρότερους, με τεντωμένο το δάχτυλο της αυθεντίας. Και όντως διδάσκει η ιστορία. Αλλά υπό μία αυστηρή προϋπόθεση: ότι την ξέρουμε ή τέλος πάντων ότι προσπαθούμε να τη μάθουμε, να μάθουμε κάποια από τα αναρίθμητα κεφάλαιά της, όσα κατ’ εξοχήν μάς αφορούν. Και, δεύτερη προϋπόθεση, ότι στην προσπάθειά μας να μάθουμε την ιστορία (μας), αποκλείουμε τίμια και εξαρχής το στρογγύλεμα εκείνο που θα βόλευε τις εθνικές μας φαντασιώσεις· ότι πετάμε τις παρωπίδες, ώστε να μπορέσουμε να δούμε και να αναγνωρίσουμε πράγματα και όχι ινδάλματα, ανθρώπους και όχι ημιθέους.

Και αφού συνηθίζουμε να λέμε, τάχα σολωμιστές φανατικοί, ότι εθνικό είναι το αληθές, δεν θα ’λεγε την αλήθεια κανείς αν ισχυριζόταν (όπως αναρίθμητοι πάντως ισχυρίζονται, επώνυμοι, επίσημοι, αρμόδιοι) ότι την ιστορία μας, την ιστορία της Ελλάδας και των Ελλήνων, τη διδασκόμαστε (και, με τη σειρά μας, τη διδάσκουμε) ακέραιη και όχι νοθευμένη από την ιδεολογική της χρήση και κατάχρηση, όχι προκρούστεια προσαρμοσμένη σε μοντέλα εξιδανικευτικά και αυτοδικαιωτικά. Και φτάνουμε έτσι στο μεσοστράτι της ζωής μας ή και στα γεράματα συνεχίζοντας να υποστηρίζουμε σαν αναμφίλεκτη αλήθεια τους αυτοεγκωμιαστικούς θρύλους και τα ανιστόρητα σχήματα με τα οποία μας εφοδίασε η επίσημη, καθαρισμένη ιστορία, πρώτο μέλημα της οποίας δεν είναι η συλλογική αυτογνωσία, όσο πικρή, αλλά η καλλιέργεια του εθνικού ναρκισσισμού. Και καταντούμε έτσι ευεπίφοροι στην υιοθέτηση οποιουδήποτε νεόκοπου αστικού μύθου υπηρετεί τη βαυκαλιστική εθνική μας φιλαυτία, ακόμα κι αν συγκρούεται κατάφωρα με την απτή πραγματικότητα.

Αν λοιπόν η ιστορία δίδασκε, κι αν τα μαθήματά της γίνονταν οδηγός ατομικού και κοινωνικού βίου, δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα αποφασίζαμε ν’ αλλάξουμε στάση σε δυο-τρία ζητήματα κρίσιμα για την πορεία του «εθνικού σκάφους». Να ξαναδούμε λ.χ. αν μας τιμά το ότι επιτρέπουμε να υφίσταται κακοήθη εξαλλαγή η έννοια του πολίτη, ο οποίος υποβιβάζεται σε πελάτη. Σε πελάτη του κράτους, ή μάλλον των κομμάτων εξουσίας με τα οποία ταυτίζεται το κράτος ήδη από τη σύστασή του. Σίγουρα μπορεί κανείς να επικαλεστεί τις πιεστικές ανάγκες που τον υποχρεώνουν να ζει διπλή ζωή, μία στη φαντασία του (όπου υπάρχει ελεύθερος) και μία στην καθημερινότητά του, όπου, για να ξεπεράσει τα βιοτικά προβλήματα ή για να ζήσει παρασιστικά, εις βάρος του συνόλου, καταντάει κόλακας των ισχυρών και εθελόδουλος υπηρέτης τους - ένας πελάτης απολύτως εξαρτημένος, με νόμισμά του την ψήφο του, ατομική ή οικογενειακή. Αλλά ήδη αυτή η εξαλλοίωση του χαρακτήρα της ψήφου, που από εικόνα ελεύθερου φρονήματος μετατρέπεται σε πιστοποιητικό υποταγής στους κομματάρχες, διαβρώνει το ίδιο το πολίτευμα, αφού καθιστά τους πολίτες εκούσιους ή εξαναγκασμένους ομήρους των κομμάτων, τα οποία γεύονται το κράτος σαν λάφυρό τους. Για ποια δημοκρατία μπορούμε να μιλήσουμε έπειτα; Και πόσο σοβαρές μπορούμε να θεωρήσουμε τις τωρινές διαβεβαιώσεις των συγκυβερνώντων κομμάτων ότι έφτασε ο καιρός να καταλυθεί το πελατειακό σύστημα, αυτή η ακένωτη πηγή διαφθοράς και ανομίας;

Σημείωσα λίγο παραπάνω ότι το νεοελληνικό κράτος συγκροτήθηκε ως δέσμιο των κομμάτων, είχε δηλαδή εξαρχής μειωμένη εσωτερική ελευθερία (για την «εξωτερική», ως προς τους συμμάχους, αρκεί να θυμηθούμε πώς βαφτίζονταν τα κόμματα, «γαλλικό», «αγγλικό» ή «ρωσικό»). Αυτή η κατάρα, να είναι το κράτος λεία του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος που πετάει κοψίδια στους δικούς του, δεν έπαψε ποτέ να βαραίνει τον τόπο, καθηλώνοντάς τον στην αδικία, τη διαφθορά, την ανισότητα, την ανελευθερία. Ενα επεισόδιο από τα χρόνια της Επανάστασης, σε μια περίσταση όντως δραματική, θα είχε πολλά να πει αν η ιστορία δίδασκε πράγματι. Χειμώνας του 1826. Βόλια και τρόφιμα σπανίζουν στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι. Συγκροτείται επιτροπή για να μεταβεί στο Ναύπλιο, να ζητήσει βοήθεια. Αλλα «κατά δυστυχίαν», γράφει στα Απομνημονεύματά του ο Χειμαριώτης αγωνιστής Σπυρομίλιος, «είχε προκηρυχθή να συγκροτηθή Εθνική Συνέλευσις, και εις αυτόν τον καιρόν ενεργούνται όλαι αι σκευωρίαι και αι ραδιουργίαι διά τας εκλογάς των πληρεξουσίων και των κομμάτων· άρα ήτον εις τον μεγαλύτερον βρασμόν αι φατρίαι. Και ημείς, όντες σχεδόν ένα χρόνον εις το Μεσολόγγιον, όπου δεν εσπουδάζαμε άλλο [...] από τον πόλεμον· όπου δεν ωμιλούσαμε δι’ άλλο ειμή διά κανονοστάσια, περιτειχίσματα και τάφρους· όπου δεν ηκούομεν άλλο παρά κρότους κανονίων και τουφεκίων και εκρήξεις βομβών και οβουζοβόλων, ήμεθα ως νήπια εις αυτό το νέον στάδιον». Διότι, συνεχίζει, «ούτε Κωλεττίσται ήμεθα, ούτε Μαυροκορδατίσται, ούτε και καμίας άλλης φατρίας, ειμή Ελληνες πατριώται». Αυτό ήταν το μέγα λάθος τους: Γιατί «όταν το Εθνος ευρίσκεται εις κόμματα, η αδιαφορία δεν προξενεί καλόν, αλλά μάλιστα βλάβην· και ιδού πραγματικώς τι μετά ημέρας εσυνέβη ημών των ιδίων· αφ’ ου επληροφορήθησαν τω όντι ότι δεν εμελετούσαμε να ενισχύσωμεν κανέν κόμμα, αδιαφόρεσαν όλα τα κόμματα απ’ ημάς, και εν ω τους ωμιλούσαμε διά το Μεσολόγγιον, όλοι έλεγον το “ναι, έχετε δίκαιον”, αλλά δεν εσύμπραττον υπέρ αυτού με ζήλον· εν ω αν είχομεν εγκολπωθή εν κόμμα, με τον ψήφον του Μεσολογγίου ενισχύετο, και επομένως αυτό το κόμμα ήθελε ήτο ο προστάτης του Μεσολογγίου».

Κι ενώ το Μεσολόγγι το έζωνε ο θάνατος, στο Ναύπλιο οι κομματάνθρωποι συνέχισαν να «αισχροκερδίζουν» εις βάρος του και να σπαταλούν το Δάνειο με την Αγγλία. Για να κατανοήσει έτσι ο Σπυρομίλιος ό,τι έχουν καταλάβει γενιές και γενιές: πόσο ψέμα υπάρχει κάτω από την πατριδοκάπηλη ρητορική: «Τότε εκαταλάβαμε ότι δεν είχομεν όλοι τον αυτόν σκοπόν, την σωτηρίαν της Πατρίδος δηλαδή, ότι δεν εθωρούσαμε όλοι τα πράγματα με το αυτόν όμμα· ούτως αρχίσαμε ν’ απελπιζώμεθα διά το Μεσολόγγιον [...]· ελυπούμεθα λοιπόν διότι έλειπεν το καθαρόν πνεύμα του πατριωτισμού». Τίποτα παλιό. Και τίποτα καινούργιο.

Πηγή: Εφημερίδα «Καθημερινή», 26 Φεβρουαρίου 2012
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_26/02/2012_429892
Σκίτσο: από τη στήλη «Εκκωφαντική Ησυχία» του περιοδικού Εξώστης (τ. 912, 19/1/12 Θεσσαλονίκη), σε σκέψεις και σχέδια του Μάριου Ερμητικού Σπύρογλου

16.2.12

Πέντε Χρόνων!




ΥΠΕΡΚΕΙΜΕΝΑ
Πέντε Χρόνων!
Νίκος Δήμου

- Μπροστά μου περπατούσε μία μητέρα με το παιδάκι της.
- Το κρατούσε από το χέρι κι εκείνο κελάηδαγε συνεχώς. Η μία ερώτηση πάνω στην άλλη - κι όταν δεν απαντούσε η μάνα, απαντούσε μόνο του, επαναλαμβάνοντας την ερώτηση χωρίς ερωτηματικό.
- Θα ήταν πέντε ή έξι χρόνων, αγοράκι. Ζωηρό και ζωντανό όσο τίποτα. Με έκανε να νιώθω παλαιολιθικός.
- Και ξαφνικά, όπως περπατούσα πίσω τους, ένιωσα μία νοσταλγία δυνατή σαν σφάχτη. Ήθελα να πάω πίσω, ήθελα να γυρίσω στα πέντε χρόνια μου, να φοβάμαι το σχολείο που ερχόταν και να χαίρομαι τα δώρα του Άι-Βασίλη. Να διαβάζω συλλαβιστά τα πρώτα μου βιβλία κι οι ζωγραφιές τους να τυπώνονται στον νου μου έτσι που να τις αναπαράγω, ολοζώντανες εβδομήντα χρόνια μετά.
- Πέντε χρόνων! Το δύο χιλιάδες πενήντα θα είναι ένας ώριμος άνδρας. Και με τις προόδους της ιατρικής, μπορεί να ζήσει και στον 22ο αιώνα!
- Αλλά δεν πάω τόσο μακριά. Να, το δύο χιλιάδες είκοσι σκέπτομαι, που θα έχουμε (λένε) καβατζάρει το χρέος και θα το έχουμε φέρει στο ύψος του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος.
- Θα υπάρχω εγώ το δύο χιλιάδες είκοσι; Και θα είμαι σε θέση να διαπιστώσω αν πραγματικά τιθασεύτηκε το χρέος; (Κάπου διάβασα πως βρήκαν φάρμακο για το αλτσχάιμερ.)
- Τόσο έντονη νοσταλγία για την παιδική ηλικία δεν είχα νιώσει ποτέ. Να χώνομαι στο κρεβάτι της μάνας μου, να σκαλίζω τα συρτάρια της, να πειραματίζομαι με τα μπουκαλάκια και τις πουντριέρες. Θυμάμαι ακόμα τη βαριά μυρωδιά από το άρωμα που έχυσα στο χέρι μου. «Chypre» έγραφε το μπουκάλι. Και η πούδρα είχε ένα παλιάτσο και έγραφε Tokalon. Πού να ξέρω τότε πως ήταν ελληνικές λέξεις;
- Να είσαι πέντε χρόνων, να έχεις μπροστά σου μια ζωή και να μην το ξέρεις. Η ματιά σου να φτάνει ως το αύριο – το μεθαύριο σου είναι αδύνατο να το φανταστείς. Ο κόσμος σου είναι τα παιχνίδια σου, η παρέα με τα συνομήλικα παιδάκια και τα καρτούν στην τηλεόραση.
- Προχωρούσε η κυρία, κελαηδούσε ο μικρός και ξαφνικά φρενάρισε σε μία βιτρίνα. Κοσμηματοπωλείο, και είχε μπροστά-μπροστά κάτι μεγάλα πολύχρωμα πλαστικά ρολόγια.
- «Θα μου πάρεις;», ρώτησε το αγοράκι.
- «Δεν είναι ακόμα ώρα για ρολόγια», είπε η μητέρα. Και σκέφτηκα: έχεις καιρό για τον χρόνο. Εμείς δεν έχουμε…


Πηγή: περιοδιικό “Lifo” 15 Φεβρουαρίου 2012
http://www.lifo.gr/mag/columns/4610
Εικόνα: Thinkstock
http://www.oprah.com/relationships/When-Strangers-Upset-You-How-to-Deal-with-Other-Parents

12.2.12

Κυριακή του Ασώτου


Κυριακή του Ασώτου

Κάθε άνθρωπος έχει τη δική του «Άσωτη» πλευρά.
Κάθε σπίτι έχει το δικό του «Άσωτο Υιό».
Κάθε κοινωνία έχει το δικό της «Άσωτο Υιό».
Κάθε χώρα έχει το δικό της «Άσωτο Υιό».
Κάθε κόσμος έχει, τελικά, το δικό του «Άσωτο Υιό».

Κυριακή του Ασώτου σήμερα.
Χρόνια Πολλά!

Υ.Γ.
Το μεγάλο πρόβλημ, βέβαια, εστιάζεται στον αδελφό. Εκείνον που βρισκόταν πάντα δίπλα στον πατέρα του…



Ζωγραφική: Φώτης Κόντογλου