26.10.11

Ομορφιά!





http://www.flickr.com/photos/muraglia/6261516211/in/φωτοστρεαμ
Giulia Muraglia
http://muraglia.tumblr.com/ 

Σήμερα έκανα πως δεν είδα



Bits and Pieces
Άρης Δημοκίδης
Σήμερα έκανα πως δεν είδα.
Την τραγική μας πραγματικότητα

Σήμερα έκανα πως δεν είδα.
Ίσως η πιο δυνατή, συγκλονιστική εξομολόγηση από τότε που ξεκίνησε η στήλη του Lifo.gr Εξομολογήσεις. Απλή, σύντομη και περιεκτική.



Την έγραψε κάποιος χτες, στις 11 το βράδυ.

Πηγή: Lifo.gr, 14 Οκτωβρίου 2011
http://www.lifo.gr/team/bitsandpieces/26994

Αξίζει να προσπαθήσουμε για κάτι;



EDITORIAL
Στα κύματα.
Αξίζει να προσπαθήσουμε για κάτι, ή είναι η ώρα της βίας και της εκδίκησης;
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

Υπάρχει γύρω τόση ρευστότητα, που δεν έχει πια νόημα να γράφεις. Δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει. Σαν χώρα, σαν πόλη.
Τα λόγια έχουν νόημα όταν ακόμα μπορείς να επηρεάσεις την πορεία των πραγμάτων. Νομίζω όμως ότι το παίγνιο έχει κριθεί: είναι η εξαθλίωση μιας χώρας, η εκτέλεση των κατοίκων της. Μπορείς να θυμώσεις, να φωνάξεις, να τα κάψεις - δεν είναι μικρό πράγμα η εκτόνωση, πολλές φορές ισοδυναμεί με τη ζωή την ίδια. Κι ακόμα πιο πολύ, μπορείς να ικανοποιηθείς απ’ το αίσθημα της εκδίκησης: να δεις όσους πολιτικούς σ’ εξαθλίωσαν στη φυλακή, διαπομπευμένους.
Όλα αυτά είναι λογικά και σ’ έναν βαθμό αναμενόμενα. Αλλά δεν απαντούν σε αυτό: μπορεί να γεννηθεί ένα νέο πολιτικό σχήμα που να μην είναι διεφθαρμένο, υποκριτικό ή αναχρονιστικό - όπως τα υπάρχοντα; Και το κυριότερο: μπορεί να γίνει κάτι, έστω τώρα, έστω την ύστατη στιγμή, που να κάνει την επερχόμενη δυστυχία των ανθρώπων μικρότερη; Δεν έχω ακούσει κανέναν που ν’ απαντάει χειροπιαστά σε αυτά τα ερωτήματα. Όλοι μιλούν για εκδίκηση ή για ουτοπίες. Κατανοητό. Αλλά και λίγο.
Είμαστε τόσο κουρασμένοι με αυτό το μαρτύριο της σταγόνας, που ώρες ώρες λέμε: ας καούν όλα, ας χρεοκοπήσουμε μια ώρα αρχύτερα - μπας και γυρίσουμε σελίδα. Δεν είναι τόσο απλό! Αυτή η χειρονομία εξέγερσης προϋποθέτει πολλή πείνα, πολλές ακυρωμένες ζωές. Από την άλλη, αφού το τρένο της λογικής και της οικονομίας εκτροχιάστηκε, γιατί να μη δοκιμάσουμε τη φαντασία και τα όνειρα; Για να μη χάσουμε τις αλυσίδες μας;
Κάθε Τετάρτη ή Πέμπτη που το Σύνταγμα κλείνει, απλώνεται ένα ψίθυρος εκκωφαντικός: «Σήμερα θα καεί το σύμπαν!». Αλλά εγώ σκέφτομαι, είτε καεί είτε δεν καεί, η ζωή μας κάηκε ήδη. Θα ήθελα πολύ να δω τους υπουργούς του Μεγάλου Πλιάτσικου (που τώρα κρύβονται στις αηδιαστικές νεοπλουτικές κρύπτες τους, σιωπώντας) να τιμωρούνται παραδειγματικά. Αφού η δικαιοσύνη τούς σκέπει με το λερωμένο πέπλο της, ευχαρίστως θα τους έβλεπα να σέρνονται σε λαϊκά δικαστήρια, σε ηθικές λαιμητόμους. Αλλά, ποιος θα δώσει πίσω στους ανθρώπους τα χρόνια της σκληρής δουλειάς τους που εξατμίστηκαν; Το σπίτι που τους πήραν οι τράπεζες; Τον ύπνο που έχασαν;
Κανείς.
Εκτός κι αν στα χαλάσματα γεννηθεί κάποιο νέο είδος αλληλεγγύης.


Πηγή: περιοδικό LIFO, τ. 265, 18 Οκτωβρίου 2011
http://www.lifo.gr/mag/columns/4318

Όπου η παιδεία δεν είναι προτεραιότητα…



Editorial
Όπου η παιδεία δεν είναι προτεραιότητα…
Αγάπη Τσακπίνογκλου



Όπου η παιδεία δεν είναι προτεραιότητα, η υγιής ανάπτυξη και το μέλλον της χώρας τίθενται υπό έντονη αμφισβήτιση. Όπου η παιδεία δεν είναι φάρος ενός κοινού τόπου συνάντησης, το σκοτάδι καραδοκεί να σκεπάσει με φούμο κάθε αχτίδα αλήθειας. Όπου η παιδεία δεν θεωρείται αγαθό πρώτης ανάγκης, οι placebo ειδήμονες σκαρφαλώνουν στο θρόνο της παρακμής και κυβερνούν επικίνδυνα. Επιτρέψαμε στους λαοπλάνους δημαγωγούς να μεταλλάξουν την ελευθερία της σκέψης σε ξέφρενη ελευθεριότητα άνευ ορίων, επιτρέψαμε στην ασυδοσία, στη διαφθορά, στη λαμογιά, στη διαπλοκή, στην οκνηρία, στην αμάθεια, στην ποταπότητα, στη ματαιοδοξία να γίνουν βασικές αρχές μιας πετυχημένης ζωής, στεφανώνοντας με τσίγκινα στέμματα, πρότυπα ανάξια και τιποτένια· επιτρέψαμε η μάθηση να γίνει ειρωνικό σχόλιο στα χείλη ανεγκέφαλων καραγκιόζηδων, επιτρέψαμε η γνώση να χαμηλώνει κεφάλι μπρος στον χλευασμό των άξεστων καθοδηγητών, επιτρέψαμε η γλώσσα μας να καταστραφεί στα χέρια και στα γραπτά αδιανόητων κενόδοξων, τάχα μου εκσυγχρονιστών. Και τώρα, χωρίς πολεμοφόδια, χωρίς σθένος, χωρίς πίστη, καλούμαστε να συναντήσουμε την αλήθεια. Η αλήθεια είναι η μόνη μας ελπίδα, γιατί τότε μόνον η ζωή θα έχει βρει το νόημά της κι εμείς το δρόμο μας. Όσο λοιπόν γρηγορότερα απομακρυνθούμε από κάθε είδους απαξία και φαυλότηταα, τόσο γρηγορότερα θα τα καταφέρουμε.
Καλή δύναμη σε όλους εμάς τους Έλληνες!

Πηγή: περιοδικό “Maison & Decoration”, τ. 113, 23 Oκτωβρίου 2011
Η κα Αγάπη Τσακπίνογκλου είναι Διευθύντρια Έκδοσης του περιοδικού

12.10.11

Όλοι μαζί, όπως στα όργια;



ALL WRITE
Όλοι μαζί, όπως στα όργια;
Μια επικίνδυνη αυταπάτη
Κώστας Βαξεβάνης

Ανάμεσα στο πολλά που παράγουν οι πρωτόγνωρες κοινωνικές εξελίξεις είναι και κάποια πλαδαρά, άυλα σχήματα. Μια ανησυχούσα ελαφρότητα παίρνει τη θέση της ελαφρότητας χωρίς ευθύνη. Αφού όλοι ανησυχούμε, όλοι φοβόμαστε, ίσως το «όλοι» να είναι και η απάντηση. «Όλοι μαζί» για να σωθούμε. Για τραγική ειρωνεία, αυτό το σλόγκαν της σωτηρίας ήταν το διαφημιστικό μότο μιας από τις τράπεζες, την εποχή που μας καλούσε «μαζί» να χρεωθούμε, αλλά όχι και «μαζί» να κερδίσουμε. Μια άλλη εταιρεία είχε για σλόγκαν της το «θέλω». Κάπως έτσι, στην αρχή οι λέξεις και μετά η ζωή μας έπαψαν να είναι μια ουσία κι έγιναν κάτι από διαφήμιση. Τα νοήματα έγιναν σποτάκια. Όλες οι ισχυρές έννοιες έχασαν το βάρος τους για να γίνουν προθέματα μιας καμπάνιας. Μέχρι που πιστέψαμε πως ζούμε σε διαφημιστική καμπάνια. Με ευτυχισμένες νοικοκυρές να πετάνε στον αέρα κουβάδες απ’ τη χαρά τους, κομψευόμενους τριαντάρηδες να φοράνε κουστούμι για ν’ αλείψουν μια φέτα Βιτάμ κι ευτυχισμένους σύγχρονους Τζον Μπόι να τρέχουν προς το λιβάδι στο οποίο δεν υπήρχε πια μικρό σπίτι, αλλά πολυκατοικία.
Και τώρα το «όλοι μαζί» πασχίζει να ξαναγίνει κοινωνική συμφωνία. Στις ομιλίες του πρωθυπουργού μπορείς να το μετρήσεις πάνω από δέκα φορές, ενώ στα γραπτά του Μίμη Ανδρουλάκη είναι το απαραίτητο συνοδευτικό του «πατριωτισμού». Ακόμη και στα μεσημεριανά των καναλιών, το «μαζί» εχει γίνει σαν τη σιλικόνη, κρέμεται από τα χείλια των παρουσιαστριών.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ιστορική απάτη από το «όλοι μαζί». Η ιστορία ποτέ δεν κινήθηκε με ατμομηχανή τους πάντες. Ναι, οι μάζες και το «μαζί» αποτέλεσαν την ιστορική οντότητα, το τρένο, αλλά ποτέ δεν κίνησαν την ιστορία, όπως μας αρέσει να πιστεύουμε. Αντιθέτως, η ιστορία κινήθηκε πάντα από τις αντιθέσεις και τις ανάγκες της. Όπως ακριβώς οι άνθρωποι.
Στην ιστορία του ελληνικού κράτους αυτό είναι ευδιάκριτο. Το 1821 δεν το έκαναν όλοι μαζί. Εκκλησία και κοτζαμπάσηδες ήταν απ’ έξω. Από το 1821 έως το 1824, στην Ελλάδα έγινε ένας αιματηρός εμφύλιος, τον οποίο κρύβουν τα σχολικά εγχειρίδια. Προκειμένου να χρηματοδοτηθεί, μάλιστα, αυτός ο εμφύλιος, πήραμε το πρώτο δάνειο ως ελληνικό κράτος, του οποίου τα αποτελέσματα βλέπουμε και σήμερα. Το 1940 την εποποιία του «έθνους» δεν την έγραψαν «όλοι». Όταν απελευθερώθηκε η Ελλάδα, πάλι δεν ήταν όλοι μαζί. Οι συνεργάτες των Γερμανών έγιναν επίσημες κυβερνήσεις και πολλοί απ’ αυτούς που τους πολέμησαν «ανθέλληνες». Τη χούντα, πάλι, δεν την πολέμησαν όλοι μαζί. Αν στην Ελλάδα υπήρχαν τόσοι αντιστασιακοί όσα τα μετάλλια που μοιράστηκαν, τότε θα ήμασταν σήμερα μια αξιοπρεπής χώρα. Και αν όλοι μαζί νοιαζόμασταν για το μέλλον μας, σήμερα θα είχαμε πραγματικά μέλλον. Άρα, μαζί δεν ήμασταν ποτέ.
Η απαίτηση για μια συσπείρωση που θα έχει όλα τα στοιχεία μιας συναισθηματικής ομογενοποίησης των πάντων, ενός πολιτικού αυγοτάραχου, που θα έλεγε και η Μαρίκα Μητσοτάκη, είναι μια οφθαλμαπάτη που θέλει να βλέπει για νερό την έρημο των ιδεών και των οραμάτων. Το «όλοι μαζί» έχει ειλικρίνεια κι ενιαίο σκοπό ίσως μόνο στα όργια. Στην κοινωνία και την πολιτική είναι γεμάτο σκοπιμότητες.
Όλοι μαζί για μια κυβέρνηση που θα κάνει ό,τι δεν έκανε ο καθένας χώρια; Όλοι μαζί, δηλαδή οι τραπεζίτες με τα θύματά τους; Αυτός που θέλει ν’ αλλάξει τα πάντα με αυτόν που δεν θέλει ν’ αλλάξει τίποτα; Τι είναι αυτό στο οποίο θα συμφωνήσουμε;
Πάρτε, για παράδειγμα, τον πατριωτισμό. Όλοι θεωρούν τον εαυτό τους αξιωματικά πατριώτη. Πόσο πατριώτης είναι αυτός που σηκώνει τη σημαία, αλλά δεν πληρώνει τον φόρο του, με το επιχείρημα έστω πως δεν πληρώνουν οι «μεγάλοι»; Πόσο πατριώτης είναι αυτός που διαμαρτύρεται πως ξεπουλιέται η ελληνική επικράτεια, όταν ο ίδιος έχει εγκαταλείψει την επικράτεια που του ανήκει: το χωράφι του;
Δεν μπορούμε να πάμε «όλοι μαζί». Μπορούμε και πρέπει ν’ ανακαλύψουμε ξανά τις συλλογικότητες. Να περάσουμε από τον ευδαιμονικό εγωκεντρισμό στην κοινωνική ευθύνη. Αλλά το ζητούμενο δεν είναι να πάμε όλοι μαζί. Ίσως είναι καιρός να πορευτούμε όλοι μόνοι μας και μέσα μας, ώσπου ν’ ανακαλύψουμε με ποιους πρέπει να πάμε. Και σίγουρα ποιους θ’ αφήσουμε.
Το «όλοι μαζί» είναι ένα συνθηματικό μόρφωμα που προσθέτει αυταπάτες, αφαιρεί ευθύνες, πολλαπλασιάζει τους κινδύνους και στο τέλος διαιρεί το πραγματικά «μαζί». Για να είμαστε μαζί πρέπει ο καθένας να είναι απέναντι στον εαυτό του και τις ευθύνες του. Να ξεκαθαρίσει τι είναι αυτό που θέλει και τι έχει πραγματικά αξία. Διαφορετικά, θα δημιουργήσει μια υποκριτική ομοψυχία παρελάσεων. Όπου όλοι θα είναι εθνικά υπερήφανοι με μία έννοια τσαρουχιού, οι παρελαύνουσες θα φοράνε μίνι και γόβες και τη σημαία, τελικώς, θα την κρατάει κάποιος Αλβανός που διαπρέπει.

Η εκπομπή του Κώστα Βαξεβάνη «Το κουτί της Πανδώρας» προβάλλεται από τη ΝΕΤ.

Πηγή: περιοδικό “Lifo”, τ. 266, 12 Οκτωβρίου 2011
http://www.lifo.gr/mag/columns/4290


6.10.11

Ω γενιά των απόλυτα ικανοποιημένων…



Χαιρετισμός

Έζρα Πάουντ

Ω γενιά των απόλυτα ικανοποιημένων απ΄τον εαυτό σας
και των απόλυτα αναστατωμένων
είδα ψαράδες να τρώνε στην εξοχή μες στη λιακάδα,
τους είδα μ΄ ανοικοκύρευτες οικογένειες,
είδα τα χαμόγελά τους γεμάτα δόντια
κι άκουσα το αυθόρμητο γέλιο τους.
Κι εγώ είμαι πιο ευτυχισμένος από εσάς,
κι αυτοί ήσαν πιο ευτυχισμένοι από μένα˙
και τα ψάρια κολυμπάνε στη λίμνη
και δεν έχουν ούτε ρούχο δικό τους.

Μετάφραση Ηλία Κυζηράκου
Εκδόσεις Δωδώνη

Φωτογραφία: Βούλα Παπαϊωάννου, Μουσείο Μπενάκη

Ο Νεοέλλην ξεσπαθώνει



ALL WRITE
Ο Νεοέλλην ξεσπαθώνει.

Σαν τα κακομαθημένα παιδιά κουβαλήσαμε ως σήμερα το καταστροφικό πείσμα και την άρνηση
Κώστας Βαξεβάνης

«Η μοναδική σημαντική Ελλάδα είναι αυτή που βρίσκεις στα μουσεία», λέει ένας φίλος. Στιβαρή, καλαίσθητη, νικήτρια απέναντι στον χρόνο, όμορφα νικημένη απ’ τις ανθρώπινες αδυναμίες που έφτασε να θεοποιήσει. Μερικές φορές σκέφτομαι πως το βάρος αυτής της κληρονομιάς ήταν πολύ δύσκολο να το σηκώσουμε. Πού να σηκώσεις όλο αυτό το πνεύμα που βάραινε όσο οι Κούροι; Πού ν’ αντέξεις όλη αυτή την αρχαία οξείδωση να σε λερώνει με την ευθύνη;
Το βάρος αυτής της Ελλάδας αντικατέστησε ο όγκος του εθνικού μύθου. Πολλοί βεβαίωναν πως η Ελλάδα δεν πεθαίνει ποτέ. Πως μπορεί ν’ αναγεννιέται από τις στάχτες της. Πως είναι η αγαπημένη του ενός και μοναδικού Θεού, το επίκεντρο της ιστορίας και, κατά προέκταση, του σύμπαντος. Όλα αυτά την ώρα που οι πάντες, για λόγους ανεξήγητους, αλλά σίγουρα υπαρκτούς, επιβουλεύονται αυτό το μοναδικό μυγόχεσμα στον χάρτη που λέγεται Ελλάδα. Αυτοί οι εθνικοί μύθοι δεν ήταν απλώς η συνήθης προσπάθεια όλων των λαών -κυρίως των Βαλκανίων- να τοποθετούν τον εαυτό τους ακριβώς στον ομφαλό της παγκόσμιας αναγκαιότητας αλλά κι ένα άλλοθι. Πίσω από την αναγεννημένη Ελλάδα των δικέφαλων αετών και των πολεμικών ιαχών, κρύφτηκαν οι Έλληνες των πραξικοπημάτων, του δωσιλογισμού και της προδοσίας. Οι συνεργάτες των Γερμανών έγιναν επίσημες κυβερνήσεις και μπόρεσαν με άνεση ν’ αναδιαμορφώσουν την εικόνα τους. Εθνικοφρονηματική, πατριωτική, υπερήφανη κι ετοιμοπόλεμη. Αδύναμη, όμως, πάντα απέναντι στην ιστορική έρευνα.
Ανάμεσα στην καταγωγή και τον εθνικό μύθο σφυρηλατήθηκε η «εθνική» συνείδηση. Αυτή η συνείδηση έγινε το υποκατάστατο της κοινωνικής συνείδησης. Δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου, όταν ο Γιέχαρτ, ένας Γερμανός φίλος που μ’ επισκέφθηκε στην Αθήνα, με ρώτησε γιατί οι Έλληνες περνάνε με κόκκινο και οδηγούν μεθυσμένοι, πώς του απάντησα, με την επιπολαιότητα της νεότητας και τη σιγουριά της καταγωγής: «Άσε, ρε φίλε, τι να μας πείτε κι εσείς, που όταν κατεβήκατε από τα δέντρα εμείς πάσχαμε ήδη από χοληστερίνη».
Σαν τα κακομαθημένα παιδιά των παλιών καλών οικογενειών, με καταγωγή αλλά και ξεπεσμό, κουβαλήσαμε ως σήμερα το καταστροφικό πείσμα και την άρνηση. Ξανανακαλύπτουμε έναν εθνικό μύθο, αλλά με το κεφάλι προς τα κάτω. Μπορεί να μη διαπρέψουμε νομοτελειακά, αλλά αυτό οφείλεται στο ότι οι άλλοι μας επιβουλεύονται. Έχουν φτιάξει με τα χειρότερα υλικά το μέλλον μας. Δεν μας αφήνουν να προκόψουμε.
Έχουμε φτιάξει έναν Νεοέλληνα που θέλει να φταίνε οι άλλοι. Που αντιμετωπίζει την κριτική ως επίθεση και τον προβληματισμό ως απειλή της ίδιας της ταυτότητάς του. Έχουμε φτιάξει έναν Νεοέλληνα που ζει την πιο αντιδιαλεκτική αντίφαση: από τη μια θεωρεί τον εαυτό του σημαντικό υποκείμενο της ιστορίας (αφού όλοι τον επιβουλεύονται και όλοι τον χτυπάνε), αλλά, από την άλλη, θεωρεί πως ο ίδιος, ως τέτοιο σημαντικό υποκείμενο, δεν έχει καμιά ευθύνη για την Ιστορία που γράφει. Ένας ξένος παρατηρητής θα μπορούσε πολύ πρόχειρα να του καταδείξει την ευθύνη για την ανάδειξη τριών οικογενειών που αποτελούν τους στυλοβάτες της ελληνικής σύγχρονης ολιγαρχίας. Όχι μόνο κυβερνούν, αλλά διαθέτουν και το ίδιο πολιτικό μοτίβο που αποδίδει ευθύνη στον προηγούμενο που κυβέρνησε για το χάλι της χώρας.
Η δημιουργία του Νεοέλληνα -γι’ αυτούς που θα βιαστούν να πουν πως το θέμα δεν είναι αυτό, αλλά οι πολιτικές- είναι ακριβώς ένα στοιχείο πολιτικής. Ξεκίνησε ως παράγωγο των πολιτικών που εφαρμόστηκαν και σήμερα είναι ο πυρήνας τους. Η πελατειακή πολιτική και το ρουσφέτι δεν θα υπήρχαν, αν δεν υπήρχαν σταθεροί πελάτες, αλλά σκεπτόμενοι πολίτες. Ο φαύλος κι ανέντιμος κύκλος του δικομματισμού δεν είναι ένα μπλεγμένο κουβάρι, αλλά μια απλή κλωστή, που στη μια άκρη υπάρχει ο βουλευτής και στην άλλη ο βολευόμενος.
Ο Νεοέλληνας, βέβαια, δεν φταίει σε τίποτα. Έχει τη μαχητικότητα να κάψει ένα πανεπιστήμιο επειδή δεν είναι καλό πανεπιστήμιο, αλλά όχι ν’ αρνηθεί την αδικία που βγάζει κακούς καθηγητές, υπουργούς και φοιτητές. Ο Νεοέλληνας βλέπει πάντα το τυρί που υπάρχει προκλητικό, αλλά ποτέ τη φάκα.
Κι έχει πρόχειρη τη σημαία που θα σηκώσει μπροστά στις μεγάλες εθνικές απειλές, δηλαδή τον υποβιβασμό της ομάδας, την αδικία στη Γιουροβίζιον ή την ώρα που δέρνει αυτόν με τον οποίο διαφωνεί. Ο Νεοέλληνας είναι το μεδούλι στη ραχοκοκαλιά του σύγχρονου κράτους που δηλώνει πως απεχθάνεται. Αν σπάσει αυτή η ραχοκοκαλιά, φοβάται πως θα τελειώσει και ο ίδιος.
Έχουμε φτιάξει έναν Νεοέλληνα και τον φυλάμε ως κόρη οφθαλμού γιατί είμαστε εμείς. Και κάπου κάπου ξεσπαθώνουμε, γιατί αυτό ακριβώς είναι ο Νεοέλληνας.
Πριν από μερικά χρόνια γνώρισα τον γνωστό ψυχίατρο, καθηγητή του Χάρβαρντ, Πέτρο Σιφναίο. Του είχα ζητήσει να μου κάνει το πορτρέτο του Νεοέλληνα. Ήταν τη χρονιά που είχε συλληφθει ο Οτσαλάν κι ήταν σ’ εξέλιξη ο πόλεμος στο Κόσοβο. Με κοίταξε με πραγματική απορία και μου είπε: «Τι να σου πω, παιδί μου. Όταν είχα έρθει τον Νοέμβριο στην Ελλάδα, συνέλαβαν τον Οτσαλάν, και όλοι φώναζαν “Οτσαλάν, Οτσαλάν”. Τον Μάιο όλοι φώναζαν “Μιλόσεβιτς, Μιλόσεβιτς”. Τώρα που είναι Ιούλιος όλοι φωνάζουν “διακοπές, διακοπές”». Κανένας σήμερα δεν αναρωτιέται τι έγινε ο Οτσαλάν. Κανένας δεν μιλάει πια για τον Μιλόσεβιτς.
Όταν τον Ιούλιο με ρώτησαν από ένα ραδιόφωνο τι θα γίνει με το κίνημα των «Αγανακτισμένων», τους είπα για την απάντηση του Σιφναίου. Προχθές, βρήκα έναν φίλο ο οποίος είναι αγανακτισμένος, όπως όλοι, με όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια που κάνουμε παρέα ψηφίζει σταθερά τον δικομματισμό. Τώρα τον βρίζει, όπως και την τρόικα. Είναι της άποψης πως πρέπει να τους διώξουμε όλους. Αφού μου εξέφρασε την αγανάκτησή του, με ρώτησε με αγωνία αν θα πάρουμε την 6η δόση. Της τρόικας. Σκοτωθήκαμε τα επόμενα λεπτά. Τόλμησα και τον είπα Νεοέλληνα...

Πηγή: περιοδικό “Lifo”, τ. 265, 6 Οκτωβρίου 2011
http://www.lifo.gr/mag/columns/4267