15.3.11

Οι Μετανάστες της Υπατίας



Φώτη Κόντογλου: «Η Κοιλάς του Κλαυθμώνος ή Πρόσφυγες». Συλλογή Δ. Κόντογλου-Μαρτίνου. Έκδοση «Φώτης Κόντογλου - Αναδρομική έκθεση, 1986». Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Θεσσαλονίκη 1986.




ΜΕΡΙΚΕΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΤΗΣ «ΥΠΑΤΙΑΣ»


Α. 
Άσυλο στην υποκρισία 
Θεόδωρος Παντούλας

Το πανεπιστημιακό άσυλο λειτουργεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια ως άσυλο βανδάλων. Και τα πανεπιστήμιά μας ως κακές σχολές επαγγελματικής αποκατάστασης που παράγουν ημιμαθείς πτυχιούχους. Αλλά γι’ αυτά δεν συζητάμε. Δεν μας ενοχλούν. Όπως δεν μας ενοχλεί η εικόνα χαμαιτυπείου που εδώ και δεκαετίες έχουν τα ανά την επικράτεια «εκπαιδευτικά» μας ιδρύματα.
Ενοχληθήκαμε όμως που σε ένα από αυτά κατέφυγαν –με την εγκληματική μεθόδευση ολιγοφρενών της καθεστωτικής «αριστεράς»- κάποιοι μετανάστες. Εάν μάλιστα άσυλο είναι «ο χώρος όπου παρέχεται προστασία και ασφάλεια σε καταδιωκόμενα πρόσωπα», ίσως να είναι και η πρώτη φορά σε όλη την Μεταπολίτευση που γίνεται πραγματική χρήση του ασύλου. Οι άνθρωποι αυτοί ισχυρίζονται ότι είναι κυνηγημένοι. Εάν ψεύδονται, ας τους ελέγξει η Πολιτεία. Εάν όχι, ας αναλάβει εξ ολοκλήρου τις ευθύνες της. Αλλά εμείς, ως Πολιτεία αλλά κι ως κοινωνία, δεν κουβεντιάσαμε καθόλου γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Ποιοι είναι; Γιατί είναι εδώ; Ποιοι τους έφεραν; Τι θέλουν;
Εσπευσμένα τους στεγάσαμε αλλού, να μην μας χαλάν την σπασμένη μας βιτρίνα. Στρίβειν δια της μεταστεγάσεως σε απευθείας σύνδεση.
Το «μεταναστευτικό» ωστόσο δεν είναι πρόβλημα τηλεοπτικό. Είναι πρόβλημα πολιτικό. Και δεν αντιμετωπίζεται ούτε με δεκάρικους επιδοτούμενης ή μη φιλανθρωπίας ούτε με ξενοφοβικές κορώνες. Είναι πρόβλημα της Δύσης στην οποία σεμνυνόμεθα ότι ανήκουμε –άλλοτε ως φτωχοί συγγενείς κι άλλοτε πάλι ως μακρινοί πρόγονοι.
Οι μετανάστες είναι εδώ γιατί η Δύση, εδώ κι αιώνες, είναι εκεί. Γιατί ο καπιταλισμός απομυζεί τις πατρίδες τους και κερδοσκοπεί με την απόγνωσή τους.
Ευθύνη μικρή σ’ αυτό το ανήθικο αλισβερίσι έχει και η χώρα μας. Η χώρα μας, που μέχρι πρότινος σας θυμίζω ότι καμάρωνε, που χάρη στην ανασφάλιστη εργασία των μεταναστών κατάφερε το ολυμπιακών διαστάσεων έγκλημα της Ολυμπιάδας 2004.
Αμέσως μετά βεβαίως ξεθώριασε η «ισχυρή Ελλάδα» των κρατικοδίαιτων μεγαλοεργολάβων και το greek dream έγινε εφιάλτης για ημεδαπούς κι αλλοδαπούς. Δεν είμαστε ακριβώς Δύση, αλλά πύλη για την Δύση. Μια πύλη που για την ώρα λειτουργεί ως χωματερή της απελπισίας των μεταναστών, τους οποίους δεν καλοξέρουμε πλέον τι να τους κάνουμε. Αυτοί θέλουν να φύγουν, εμείς επίσης θέλουμε να φύγουν κι εντέλει μένουν όλοι τους εδώ. Κι Ευρώπη να μας τραβάει τ’ αυτί, έτσι, για να μην ξεχνάμε τίνος αποικία είμαστε.
Η εδώ νομιμότητα εκπροσωπείται από ανανήψαντες επενίτες ή υποκαθίστανται από γκρουπούσκουλα που κάνουν τις ασκήσεις τους χρησιμοποιώντας τους μετανάστες με τον πλέον χυδαίο τρόπο.
Στην πραγματικότητα όμως δεν φταίνε οι απόκληροι για το ότι εμείς έχουμε διάτρητα σύνορα. Δεν φταίνε επίσης αυτοί που εμείς δεν έχουμε μεταναστευτική πολιτική.
Οι μετανάστες κατά τα λοιπά είναι καλοί για να μας χτίζουν ανασφάλιστοι το μικρομεσαίο μας εξοχικό. Είναι καλοί για να μαζεύουν ανασφάλιστοι τις ελιές μας στο χωριό και να μας αρμέγουν τις κατσίκες. Είναι επίσης καλοί για να μας κάνουν –πάντοτε ανασφάλιστοι- τα θελήματα.
Κι οι μετανάστριες επίσης είναι καλές για να ξεσκατίζουν –ανασφάλιστες κι αυτές- τους γέρους μας ή να μεγαλώνουν τα παιδιά μας. Είναι επίσης καλές για να τις πηδάνε οι θεριακλήδες μας για δέκα ή είκοσι ευρώ.
Μέχρι εκεί. Οι υπόλοιποι να φύγουν, να πάνε αλλού.
Εδώ να μείνει ο στρουθοκαμηλισμός κι η υποκρισία μιας ακοινωνησίας που πουλά νταηλίκι μόνον εκεί που την παίρνει.

Πηγή: Αντίφωνο, 1 Φεβρουαρίου, 2011
www.antifono.gr


Τέσσερα βλέμματα να μας κυνηγούν στα όνειρά μας… Από την Παλαιστίνη στη Νέα Βύσσα του Έβρου, ακόμα ζωντανοί. Περιοδικό «Κ», 6 Μαρτίου, 2011.

Β.
Οι μετανάστες κρίνουν το άσυλο
Βασίλης Ξυδιάς

Το εξαιρετικό «Αντιφωνικό» σημείωμα του Θ. Παντούλα για το άσυλο («Άσυλο στην υποκρισία») με παρακίνησε να καταγράψω κάποιες αντίστοιχες δικές μου σκέψεις, οι οποίες δημοσιεύθηκαν αρχικά στο tvxs. Τις επαναλαμβάνω εδώ με μικρές προσθήκες που προέκυψαν από τη συζήτηση που ακολούθησε.
Η απεργία πείνας των μεταναστών στη Νομική ήταν, όπως φαίνεται, η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι με το άσυλο. Κι όμως, όπως εύστοχα γράφει ο Θ. Παντούλας, αυτή ίσως να είναι «η πρώτη φορά σε όλη την Μεταπολίτευση που γίνεται πραγματική χρήση του ασύλου».
Στη συζήτηση που έχει ξεσπάσει για το άσυλο πολυάριθμα άρθρα αναπαράγουν την ανόητη (κυριολεκτικώς) κοινοτυπία ότι το άσυλο αφορά την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών (και μάλιστα των επιστημονικών, όπως πολλοί σπεύδουν να προσθέσουν). Δηλαδή τί θέλουν να πουν; Ότι αλλιώς θα κινδύνευε να συλληφθεί από την αστυνομία όποιος υπερασπίζεται τα παράλληλα σύμπαντα ή τη μεγάλη έκρηξη; Ή μήπως έχουν ανάγκη πανεπιστημιακού ασύλου οι ριζοσπαστικές κοινωνικές και πολιτικές ιδέες την ώρα που ο Μαρξισμός έχει γίνει επίσημο μάθημα στα νηπιαγωγεία;
Νόημα θα μπορούσε ίσως να έχει αυτό που λένε κάποιοι ότι το άσυλο δεν είναι μόνο για τις ιδέες, αλλά και για ορισμένες ριζοσπαστικές πρακτικές που η κοινωνία δεν είναι ίσως ακόμα σε θέση να αποδεχτεί. Αλλά κι αυτό είναι σε πολλές περιπτώσεις υποκριτικό. Διότι ζητώ άσυλο σημαίνει υιοθετώ τη θέση του ικέτη. Δηλώνω αδύναμος και ανυπεράσπιστος. Δεν σημαίνει οχυρώνομαι για να οργανώνω επιθέσεις ή για να παράγω ανεμπόδιστος μολότωφ (ΑΣΟΕΕ, 2008). Για να μην πούμε βέβαια για τις «επαναστατικές πρακτικές» προπηλακισμού καθηγητών ή τις άλλες, που είχαν ως συνέπεια την καταστροφή της βιβλιοθήκης της Νομικής ή της πρυτανείας του Πολυτεχνείου και της ΑΣΚΤ παλιότερα, και όλα αυτά που ζούμε στις επετείους του Πολυτεχνείου.
Αυτά όλα θα έπρεπε βέβαια να αντιμετωπίζονται ως παράνομες πράξεις, η κάθε μία ανάλογα με το είδος και το βαθμό της παρανομίας της, και όχι να καλύπτονται υπό το πρόσχημα του ασύλου. Αλλά ας μην κοροϊδευόμαστε. Η εγκληματική ως τώρα αμηχανία των εκάστοτε πρυτανικών αρχών είναι μια ακόμα έκφραση της αδυναμίας της γενιάς του Πολυτεχνείου να συλλάβει τη δημοκρατία ως ευθύνη. Και μαζί η συλλογική υποκρισία μιας ολόκληρης κοινωνίας που, μη μπορώντας να εμπνεύσει τα παιδιά της μ’ ένα θετικό συλλογικό όραμα, δεν έχει άλλο τρόπο για να εξαγοράσει τα πιο ατίθασα από αυτά, παρά μόνο κάνοντάς τα συνένοχα στην καταστροφή.
Αν κανείς το σκεφτεί σοβαρά θα δει ότι η μοίρα αυτή του ασύλου ήταν εύλογη. Διότι η νομική κατοχύρωσή του από το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια φαντασιακή αναπλήρωση της μη συμμετοχής των προοδευτικών δυνάμεων στο Πολυτεχνείο (δεν ήταν εκεί απέναντι στο τανκς την ώρα που έπρεπε, οπότε υποσχέθηκαν δια του νόμου, να προτάξουν τα στήθη τους στα επόμενα τανκς που θα έρχονταν στο μέλλον). Όλα αυτά είναι τώρα εκτός εποχής. Ας καταργηθεί λοιπόν.*
Το πανεπιστημιακό άσυλο ήταν και είναι παντού και πάντα εθιμικό. Δεν νοείται νομική κατοχύρωση του ασύλου. Όπου υπάρχει άσυλο το στηρίζει η συνείδηση του λαού για το ιερό και η ευθύνη της πανεπιστημιακής κοινότητας. Στη βάση αυτή η «ασάφεια» του εθίμου επιτρέπει στον θεσμό να έχει την απαιτούμενη πλαστικότητα. Να ανταποκρίνεται στο εκάστοτε απρόβλεπτο αίτημα ασύλου απ’ όσους πραγματικά έχουν ανάγκη. Όπως, ας πούμε, τώρα, με τους μετανάστες. Η δική τους ικεσία κρίνει το πραγματικό ή φαντασιακό χαρακτήρα του ασύλου.
Το ότι ομόθυμα τούς αρνηθήκαμε το άσυλο, το ότι δεν κάναμε δεκτή την ικεσία τους, είναι μια συλλογική ύβρις, που τη διαπράξαμε όλοι μαζί ως ελληνική κοινωνία και φοβάμαι ότι θα την πληρώσουμε με πολλούς τρόπους στο εγγύς μέλλον.

* Φράση που διαγράφηκε εκ των υστέρων. // Σ’ ένα έντυπο δεν νοείται να διορθώνει κανείς εκ των υστέρων το γραπτό του, αλλά αφού το διαδίκτυο δίνει αυτή τη δυνατότητα γιατί να μην την εκμεταλλευτούμε; Έτσι, μετά από την κριτική πολλών αναγνωστών, μεταξύ των οποίων και του μεγάλου μου γιου, θεώρησα σκόπιμο να διαγράψω μια φράση στην τρίτη από το τέλος παράγραφο, η οποία έδινε την εντύπωση ότι παίρνω θέση υπέρ της κατάργησης του ασύλου. Εγώ ήθελα με αυτό απλώς να τονίσω ότι αφού το άσυλο έχει κατ’ ουσίαν καταργηθεί στη συνείδηση του λαού – εκεί δηλαδή όπου θεμελιώνεται η υπόστασή του – δεν είναι τίποτα να καταργηθεί και ως νόμος. Αυτό όμως γίνεται επαρκώς σαφές στην προτελευταία παράγραφο, ενώ η μικρή αυτή φράση μάλλον παρανοήσεις προξενούσε χωρίς να προσθέτει τίποτα. Πάντως, για να μη δοθεί εντύπωση ότι η διόρθωση γίνεται λαθραία, δεν αφαίρεσα εντελώς την αρχική φράση. Απλώς τη διέγραψα διαγραμμίζοντάς τη. Ας μείνει εκεί να θυμίζει την ευεργετική επίδραση της κριτικής.


Πηγή: Αντίφωνο, 9 Φεβρουαρίου, 2011
www.antifono.gr 
Βλ. και στο www.tvxs.gr


Γ. 
Yποθέσεις 
«Η ξενιτεία και ο θάνατος αδέλφια λογούνται» 
Παντελής Μπουκάλας

Εμπειρη η δημοτική μούσα, εφοδιασμένη με τα πικρά αισθήματα που γέννησαν τα αλλεπάλληλα κύματα μετανάστευσης του ελληνικού πληθυσμού, εσωτερικής κατ’ αρχάς και κατόπιν προς την Ευρώπη, όταν άρχισε να καταρρέει η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μπροστά στους επελαύνοντες Τούρκους, είχε τους λόγους της να καταλήξει στο συμπέρασμα που ακεραιώνεται στο τρίστιχο «η ξενιτιά, η φυλακή, η φτώχεια, η ορφάνια, / τα τέσσερα ζυγιάστηκαν σ’ ένα βαρύ καντάρι, / και πιο βαριά η ξενιτιά με τα πολλά φαρμάκια». Και να μην έχεις υπάρξει μετανάστης ή να μην είχες στην οικογένειά σου ή στον φιλικό σου περίγυρο κάποιον που ξενιτεύτηκε, δεν έχεις τρόπο να μην ενστερνιστείς όσα υποστήριζε και ο ίδιος ο κ. Γ. Παπανδρέου, στην προσωπική του ιστοσελίδα, τον μακρινό καιρό του 2008, με αφορμή την απεργία πείνας δεκαπέντε μεταναστών στα Χανιά: «Οφείλουμε να σεβαστούμε ένα αξίωμα, ότι να είσαι μετανάστης ή πρόσφυγας δεν είναι καθόλου εύκολο». Οταν όμως έγινε πρωθυπουργός, ο λόγος του απόμεινε αμετάφραστος και εκτός νοήματος στη γλώσσα της εξουσίας και της πολιτικής ευθύνης. Γιατί φαίνεται ότι το «αξίωμα» αυτό εκπίπτει και παύει να ισχύει όταν γίνεσαι αξιωματούχος και πρέπει πια να δώσεις νόημα πρακτικό στα λόγια σου, όσα αποσπούσε από το στόμα, το μολύβι ή το πληκτρολόγιό σου η αντιπολιτευτική ευκολία.
Αλλά ας επιστρέψουμε στην ανώνυμη ελληνική μούσα αλλοτινών καιρών, έχοντας στο νου μας ότι τα γράμματα, στη γενικότερη έννοιά τους, από δράματα ξεκινούν και δράματα αναδεικνύουν. Και το δράμα του ξενιτεμού κρατάει αιώνες, με θύματά του τους αμέτρητους λαούς που βρέθηκαν στην ανάγκη να μισέψουν, σπρωγμένοι από πολέμους, κατακτήσεις, τυραννικά καθεστώτα ή τη βαρύτατη ανέχεια και εκ των πραγμάτων αδιάφοροι για όσα ενδέχεται να ορίζουν κρατικοί νόμοι και διεθνείς συμβάσεις· όταν πέφτουν οι βόμβες πάνω στο κεφάλι σου, για να σε εκδημοκρατίσουν, τι άλλο, το τελευταίο που θα σκεφτείς αν τύχει να το γνωρίζεις είναι η Συνθήκη Σένγκεν ή το Δουβλίνο Νο 1, 2 κ. ο. κ. Τον 15ο αιώνα λοιπόν ή, όπως δείχνουν ορισμένα στοιχεία της γλώσσας και της τεχνοτροπίας, ακόμα και πριν από αυτόν, ένας άγνωστος Κρητικός, σίγουρα ξενιτεμένος, συνέθεσε σε ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο ένα ποίημα που φέρεται με τον τίτλο «Περί της ξενιτείας» (ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να βρει το πλήρες κείμενο, και την ιστορία του, στο βιβλίο «Τα “Περί της ξενιτείας” ποιήματα» του Γιάννη Κ. Μαυρομάτη, έκδοση του Δήμου Ηρακλείου και της Βικελαίας Βιβλιοθήκης, 1995). Οσο πιθανό κι αν είναι να ακούγεται κοινότοπο σήμερα το περιεχόμενο του μακροσκελούς ποιήματος, η αξία του δεν οφείλεται αποκλειστικά στην παλαιότητά του, στη μισή χιλιετία του βίου του, ούτε στις σχέσεις αλληλοτροφοδοσίας που έχει με την καθαυτό δημοτική ποίηση (λόγου χάρη, ο 67ος στίχος του ποιήματος, «η ξενιτεία και ο θάνατος αδέλφια λογούνται», απαντά ατόφιος και σε δημοτικό τραγούδι). Το γεγονός ότι εδώ ο ξένος, που αυτοονομάζεται Αλέξιος μέσα στο ποίημα, μένει εθνικά αταύτιστος, μένει δηλαδή με το μοναδικό πλήρες όνομά του: άνθρωπος, δίνει στο κείμενο τον χαρακτήρα ενός θρήνου που μπορεί να ειπωθεί σε οποιαδήποτε γλώσσα, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε και να μεταφραστεί «αυτόματα» σε όλες τις υπόλοιπες γλώσσες. Ας ακούσουμε κάποιους από τους στίχους του, για να γευτούμε συν τοις άλλοις και την τοτινή δημοτική μας:
«Θέλω να κάτσω ο ταπεινός, ο παραπονεμένος, / διά ν’ αρχίσω τίποτες εκ την αρχή του κόσμου, / να γράψω ο πολύθλιβος ολίγον καταλόγιν, / να βάλω λόγια θλιβερά, πικρά, φαρμακωμένα, / περί των ξένων τες πικριές, πώς περπατούν στα ξένα / και πώς διαβάζουν την ζωήν μυριοτυραννισμένα, / να γράψω τα παθάνουσι οι μυριοτυραννισμένοι, / τες θλίψες και τα βάσανα και τες αναισχυντίες, / τα δάκρυα και τες χολές οπού ουδέν τους λείπουν· / αυτά να γράψω ο ταπεινός, οπόχουν καθ’ ημέραν. / Ακουσον δε και της νυκτός τον πόνον πώς διαβάζουν / οι ξένοι οι κακόμοιροι και οι κακογραμμένοι. / Οταν γαρ έλθη η νυκτί, ν’ αναπαυθή ο κόσμος, / υπά να πέση ο ελεεινός, να κοιμηθή ο ξένος, / αναθυμάται και θρηνεί και βαριαναστενάζει, / το πώς τον εκατέφερεν η τύχη του στα ξένα / και μυριοτυραννίζει τον νύκτα και την ημέραν».
Σαν να ακούμε και να βλέπουμε, αρκεί βέβαια να έχουμε τη διάθεση, ένα ρεπορτάζ για τα σημερινά με τον τρόπο άλλων καιρών: «Ακούσετε να σας ειπώ πώς περπατούν οι ξένοι: / υπά να περπατήσουσι, δεν ημπορούν να πάσιν, / ο νους τους περιορίζεται, ου ξεύρουν να μιλήσουν, / και όπου θεωρούν και περπατούν θαυμάζονται και λέγουν, / παραμιλούν και περπατούν, αυτοί ’ναι βουρλισμένοι, / και παλαβούς τους λέγουσιν τους ξένους εις τα ξένα, / βρίζουν και ονειδίζουν τους και πάντα υπομένουν. / Γίνεται ο ξένος του μωρού σαμάριν και καθίζει». Ολα ίδια. ΄Η μάλλον όχι όλα, γιατί (στην Ελλάδα, αλλά και στα ευρωπαϊκά δυτικά της και στα ασιατικά ανατολικά της) δεν είναι οι μωροί, οι ανόητοι, εκείνοι που χρησιμοποιούν σαν σαμάρι τον ξένο για να στρογγυλοκαθήσουν πάνω του και να νιώσουν αφέντες, αλλά οι ξύπνιοι, οι επιτήδειοι, τα ξεφτέρια.
Είναι οι λαθρέμποροι που τους κοστολογούν πανάκριβα με το κεφάλι, για να τους πετάξουν έπειτα σε κάποιο ξερονήσι ή και στη μέση τη θάλασσας, αφού την πληρωμή τους την έχουν πάρει ήδη. Είναι οι άλλοι λαθρέμποροι, γυναικείας ή και παιδικής σάρκας, που μεριμνούν για την απόλαυση βαριεστημένων αστών ή επιδοματούχων πρώην αγροτών. Είναι, είμαστε, όσοι τους προτιμούμε στην παρανομία δίχως χαρτιά για να μπορούμε έτσι, σαν εργολάβοι, κτηματίες, κτηνοτρόφοι, βιοτέχνες, έμποροι, να εκμεταλλευόμαστε όχι μόνο τη δουλειά τους αλλά και τον φόβο τους, προπάντων αυτόν. Είναι όλες οι μικροσυμμορίες των γραβατωμένων ή των ένστολων που αναπτύχθηκαν γύρω τους παρασιτικά, ληστρικά μάλλον, πουλώντας τους εκδούλευση και «γνωριμίες». Είναι η πολιτεία με τις αλληλοδιάδοχες κυβερνήσεις της που ακόμα και το «θαύμα των Ολυμπιακών Αγώνων» το στήριξε εν πολλοίς σε ξένες πλάτες, για να προλάβει τις προθεσμίες, και η οποία παρεμπιπτόντως έχει αποστολές σε διάφορα πολεμικά μέτωπα, κατά συνέπεια έχει και το μερίδιό της στην «απελευθερωτική» πολεμική βιομηχανία που παράγει αενάως πρόσφυγες. Είναι όσοι δεν έθεταν κανένα πρόβλημα «χωρητικότητας» επί χρόνια, όσο οι ανάγκες μας ή η βολή μας επέβαλλαν έναν πραγματισμό αντίθετο από αυτόν που δίνει τώρα τον τόνο.
Ξαναγυρνάμε ωστόσο στο ποίημα, κι ας ξέρουμε πως οι στίχοι ούτε καθεστώτα γκρεμίζουν ούτε τις παγιωμένες αντιλήψεις ανατρέπουν: «Ομως παρακαλώ σας το, φίλοι και αδελφοί μου, / είτις ουκ είδε ξενιτείαν και εις ξένα ουδέν εδάρη / ας βλέπη κι ας προσέχεται ξένον μην ονειδίση», γιατί «εκείνον τον επέτρωσαν της ξενιτείας αι λύπες. / Γλώσσα δεν έχει να το πη, χείλη να μολογήση». Κι αν έχει, τα ράβει καμιά φορά, για να καταδείξει πως είναι καταδικασμένος να μην ακούγεται.

Πηγή: εφημερίδα «Καθημερινή», 27 Φεβρουαρίου, 2011
www.kathimerini.gr



Δ. 
Φθηνή ζωή, ακριβά λόγια 
Παντελής Μπουκάλας

Φθηνή ζωή η ζωή του μετανάστη, σε όποια εποχή κι αν μίσεψε, ατομικά ή μαζικά, όποιος κι αν ήταν ο τόπος που άφησε πίσω του, όποια ανάγκη κι αν τον ξενίτεψε. Τώρα, κι όσο ζυγίζουμε, με θεϊκή ψυχρότητα στα όρια της αδιαφορίας, τις πιθανότητες του θανάτου από πείνα και δίψα, στην Υπατία και στη Θεσσαλονίκη, κι όσο οι υπουργοί εξαπολύουν τα αυστηρά τους λόγια και πέφτουν σε σύγχυση για το ποιον ρόλο θα πρωτοδιαλέξουν, του Πιλάτου, του Αννα ή του Καϊάφα, ο θάνατος, με τη δεινή μορφή της θάλασσας ή της πυρκαγιάς, βρίσκει τον τρόπο να μετριάσει κάπως το μεταναστευτικό μας πρόβλημα, πνίγοντας και καίγοντας ανθρώπους που, έτσι κι αλλιώς δίχως χαρτιά όπως ήταν, δεν θα πιάσουν χώρο στα κατάστιχα των τελευτησάντων.
Οι Μπανγκλαντεσιανοί, φυγάδες από μια Λιβύη που ο ηγεμόνας της προτιμά να τη συμπαρασύρει στην καταστροφή, επέλεξαν (αν στέκει ένα τέτοιο ρήμα μέσα στα δεσμά της ανάγκης) να πέσουν στα νερά της Κρήτης για να μην επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Είδαν τους ένστολους στο λιμάνι, φοβήθηκαν κι έπαιξαν τη ζωή τους κορόνα γράμματα, αλλά με νόμισμα σημαδεμένο. Γιατί αν δεν ξέρεις να κολυμπάς, αν έχεις δει τη θάλασσα μόνο μέσα από τα καραβοκάτεργα που σε μεταφέρουν αλαλιασμένο από τη μια χώρα στην άλλη, το νόμισμα έχει μία μόνο όψη: μαύρη. Τρεις πνίγηκαν, ένδεκα αγνοούνται.
Αλλοι έξι, Κινέζοι αυτοί, αν έχει σημασία η εθνικότητα, βρέθηκαν απανθρακωμένοι από την πυρκαγιά που ξέσπασε σε κατάστημα με κινέζικα προϊόντα στο Αιγάλεω. Κάποιος θεός, θα πουν, είχε γράψει να σωθεί εδώ το λαδάκι τους. «Νόμιμοι» ήταν; «Παράνομοι; Θα το βρουν οι υπηρεσίες. Αλλά κι αυτές δεν θα μπορέσουν να απαντήσουν στο ερώτημα να υπάρχει θάνατος νόμιμος και θάνατος παράνομος.
Σκέφτομαι, πάλι, το δημοτικό μας τραγούδι, πολύπειρο, μετρημένο μες στην τόση σοφία του, δίκαιο. «Μα είδαν τα ματάκια μου τους ξένους πώς τους θάφτουν, / δίχως θυμίαμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη, / δίχως μανούλας κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια, / δίχως γυναίκα στο πλευρό και αδερφή στο πλάι», μάς λέει το ηπειρώτικο, ιστορώντας έναν κόσμο γυμνό, σκληρότατο, που ούτε καν στο τελετουργικό του θανάτου και στο ξόδι δεν συγκρατεί ανθρώπινα στοιχεία. Δεν ξέρω πώς κηδεύονται Μπανγκλαντεσιανοί και Κινέζοι, αν τους προπέμπουν με κεριά και θυμιάματα. Μα κάποια μάνα θα ’χαν κι αυτοί, δεν μπορεί, κάποια αγαπημένη. Οπως θα ’χουν κι όσοι συνεχίζουν να απεργούν, παίζοντας επίσης κορόνα - γράμματα τη ζωή τους, σε μια Ελλάδα που, μπορεί και από τύψεις, εξακολουθεί να δίνει πρώτη είδηση τον «αποκλεισμό στη Μαλακάσα», ακόμα κι όταν έχει τελειώσει: στο χθεσινό μεσημεριανό δελτίο του, το μεγάλο κανάλι αφιέρωσε ένα ολόκληρο λεπτό στους έξι νεκρούς του Αιγάλεω, μισή ώρα μετά το ξεκίνημά του: 2.31 έως 2.32... Γιατί τα λόγια είναι ακριβά. Πιο ακριβά από τη ζωή.

Πηγή: Εφημερίδα «Καθημερινή», 9 Μαρτίου, 2011
www.kathimerini.gr



Ε. 
Μια παμπάλαιη απάτη
Τασούλα Καραϊσκάκη

Δυστυχώς, δεν έχουν όλες οι ζωές την ίδια αξία. Δεν ανήκουμε όλοι σε μια μεγάλη ανθρώπινη κοινότητα, δεν υπάρχει καμία ενότητα του είδους, μολονότι οι ισχυρισμοί περί του αντιθέτου, ότι ο άνθρωπος γεννιέται, μεγαλώνει, χαίρεται, λυπάται και πεθαίνει παντού και πάντα με τον ίδιο τρόπο, τροφοδοτούν αιώνες τώρα τον ανθρωπισμό μας. Δεν έχει καν η ίδια ζωή την ίδια αξία κάτω από διαφορετικές περιστάσεις. Εχει άλλο βάρος η ζωή ενός παρία στο προσκήνιο της επικαιρότητας και άλλο στο αφανές παρασκήνιο της ανώνυμης καθημερινότητας. Δεν θα μετράει πια η ζωή ενός από τους μετανάστες απεργούς πείνας του Μεγάρου Υπατία ή του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Θεσσαλονίκης όταν σε λίγες μέρες η υπόθεσή τους ξεχαστεί. Πολύτιμη ήταν όσο το απονενοημένο διάβημα, η επένδυση στο μέλλον του με την ίδια τη ζωή του, αποτελούσε μέρος του κοινωνικο-πολιτικού αδιεξόδου, της διαδικασίας αποτροπής πυροδότησης νέου κύκλου ταραχών, φωτιάς και χάους, δοκιμασίας των κυβερνητικών αντανακλαστικών και της πολιτικής «ευαισθησίας», ένα συμβάν υψωμένο σε απειροστική κλίμακα, συμβολικό.
Δεν έχει το ίδιο βάρος ο θάνατος ενός αστέγου από κακουχία μια συνηθισμένη μέρα του χρόνου και ο θάνατος του αστέγου από το Καμερούν την πολυσυζητημένη κρύα νύχτα της περασμένης Τρίτης. Και όλοι οι θάνατοι μαζί, του άστεγου που κατέληξε από τον κάδο των σκουπιδιών στη χοάνη του απορριμματοφόρου, των Ρουμάνων που διαμελίστηκαν από μηχάνημα καθαρισμού της άμμου στην παραλία του Φλοίσβου, του εργάτη που συνεθλίβη από ρυμουλκό, του Αιγύπτιου τζαμοκαθαριστή του υπουργείου Εργασίας που έπεσε στο κενό, του περιπτερά που δολοφονήθηκε από ληστές για 100 ευρώ, δεν μετρούν μπροστά στον θάνατο των νεαρών αστυνομικών στου Ρέντη - παρότι αποτελεί λαϊκή σοφία ότι η φύση μας είναι πανομοιότυπη, ότι οι διαφορές μας δεν είναι παρά μόνο τυπικές, πως προερχόμαστε από μια κοινή μήτρα, πως η ανθρώπινη ουσία είναι μία. Η ιδέα της κοινής ανθρώπινης μοίρας είναι μια παμπάλαιη απάτη. Στην πράξη, παραμένουμε στην επιφάνεια της διαφορετικής κοινωνικο-οικονομικής ταυτότητας, δεν εισχωρούμε ποτέ στα κατάβαθα της αδυσώπητης κοινής φυσικής νομοτέλειας. Ενα παιδί γεννιέται πάντα, αλλά σε διαφορετικό όγκο προβλημάτων. Οπως και, άλλος μπορεί να κάνει λίγα και άλλος πολλά απέναντι στον θάνατο.
Σπάνια θάνατος μεταναστών, αστέγων, εργατών γίνεται πρώτη είδηση. Οταν αυτό, υπό ειδικές συγκυρίες, συμβεί θα πρέπει απαρέγκλιτα να τεθεί, προκειμένου να μπορεί να καταναλωθεί, υπό την ειδική δημοσιογραφική επεξεργασία. Για να αποκτήσει ο αναγγέλλων το ανεπανόρθωτο, στον συγκεχυμένο, συγκρουόμενο, αντιφατικό κόσμο μας, τη μαγική επαφή με το διψασμένο κοινό, θα πρέπει το τραγικό συμβάν να κατατμηθεί και να ανασυντεθεί, να προσδεθεί σε λαοφιλή στερεότυπα, να χωνευτεί σε μυθοπλαστικά κλισέ. Μόνο τότε θα κερδίσει τη δική του ξεχωριστή συνεκτική λογική και ο «άτυχος» ή η «άτυχη» θα αποκτήσουν ανθρώπινη διάσταση, μάνα, γυναίκα/άνδρα, αγαπημένο/η, παιδιά, σχέσεις, έργο, προσωπική και επαγγελματική ζωή. Θα αποκτήσουν όνειρα, σκέψεις, επιθυμίες, που έχουν οριστικά χαθεί...

Πηγή: Εφημερίδα «Καθημερινή», 11 Μαρτίου, 2011
www.kathimerini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου