29.6.11

Η αγανάκτηση κατά των Αγανακτισμένων



Η αγανάκτηση κατά των Αγανακτισμένων

Από τη δική μας πλευρά, αν αναγκαζόμασταν να επιλέξουμε μεταξύ των βαρβάρων του πολιτισμού και των πολιτισμένων ανδρών της βαρβαρότητας, θα επιλέγαμε τους πρώτους. Ευτυχώς όμως, μια άλλη επιλογή είναι εφικτή.
Victor Hugo

Η Δημοκρατία αφανίζεται από δύο ειδών εκτροπές: είτε από την αριστοκρατία των Κυβερνώντων, είτε από τη λαϊκή περιφρόνηση για τις αρχέςτις οποίες οι ίδιοι οι άνθρωποι εγκαθίδρυσαν. Το διπλό έργο των μετριοπαθών και των ψευδοεπαναστατών είναι να μας ταλαντεύουν διαρκώς μεταξύ των δύο αυτών κινδύνων.

Maximilien Robespierre



Ένα συνονθύλευμα φωτισμένων καθοδηγητών του λαού, a la carte προασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της πολιτικής ορθότητας, κονδυλοφόρων της από την καρέκλα του υπολογιστή κριτικής στη κριτική του καναπέ, διακηρύσσοντας την βαθιά δημοκρατική τους ευαισθησία επιτέθηκαν κατά του κινήματος των Αγανακτισμένων στην Ελλάδα. Χύνουν τόνους δακρύων και μελανιού μπροστά στη φρίκη της άβουλης, απολίτικης και βάρβαρης μάζας υποκριτών Αγανακτισμένων. Και διαβάζοντας με προσοχή τα σημάδια των καιρών, προφητεύουν την αποτυχία του κινήματος, καλώντας μας να πάμε σπίτι μας, μέχρι να έρθει μία άλλη κινητοποίηση, κάποια άλλη στιγμή, με κάποια άλλα χαρακτηριστικά.
Το ενδιαφέρον των πλατωνικών αυτών εραστών της ελευθερίας και της δημοκρατίας να αναδείξουν τις ευθύνες όλης της κοινωνίας τελείως ξαφνικά ατονεί όταν ανακαλύπτουν σοκαρισμένοι πόσο επικίνδυνο είναι να θεωρεί κανείς όλους τους βουλευτές κλέφτες και όλους τους δημοσιογράφους ρουφιάνους. Διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για την αδικία που τελείται κατά των θεσμών και όλων των εκπροσώπων τους. Καταδικάζουν τη βία της μούτζας ως στείρα πολιτική πράξη αδιάκριτα στρεφόμενη προς το σύνολο του συστήματος, όταν οι ίδιοι έχουν σύρει στη λάσπη αδιακρίτως ολόκληρους επαγγελματικούς κλάδους, ξεχνώντας εκεί το ότι υπάρχουν και άνθρωποι που κάναν με φιλότιμο και τιμιότητα τη δουλειά τους. Το δημόσιο μπορεί να είναι παρασιτικό, αλλά η Βουλή δεν μπορεί να είναι μπουρδέλο. Όταν πρόκειται για τους 300 αντιπροσώπους του λαού μιλούν για τσουβάλιασμα, όταν λοιδορούν δεκάδες χιλιάδες πολίτες και εργαζόμενους, τότε κάνουν φωτισμένη κριτική και μεταρρύθμιση. Πότε όμως διώχθηκε και καταδικάστηκε τελευταία φορά κάποιος Βουλευτής, Δικαστής, Εισαγγελέας κλπ; Δεν γνωρίζουν οι επαΐοντες της πολιτικής ανάλυσης των λαθών του λαού ότι όταν ένας θεσμός δεν μπορεί να ελέγξει αυτούς που τον απαξιώνουν, απαξιώνεται και ο ίδιος ανεξάρτητα από το πόσους τίμιους περιλαμβάνει; Το γνωρίζουν, και πολύ καλά μάλιστα. Αλλά το θυμούνται μόνο όταν αφορά τους δημοσίους υπαλλήλους. Θα πρέπει όμως να αποφασίσουν. Ή η συνολική κριτική για έναν θεσμό ή σε μία κοινωνία έχει να κάνει με το πως εντέλει λειτούργησαν παρά τις φιλότιμες εξαιρέσεις, και έτσι ορθώς είναι συνολική. Ή θα είναι πάντα κριτική μόνο σε άτομα αδυνατώντας να μιλήσει για τους θεσμούς. Όποιος πάλι πιστεύει ότι οι χιλιάδες που φωνάζουν κλέφτες απευθύνονται στις ποινικές ευθύνες όλων ανεξαιρέτως των βουλευτών, μάλλον είναι πιο ανόητος από όσο ανόητο θεωρεί τον λαό.
Όσο γι’ αυτούς που βλέπουν βία στο πέταγμα του αυγού και της μούτζας, αλλά όχι στο ξερίζωμα του εργατικού δικαίου, του κοινωνικού κράτους, την κατάργηση σχολείων, υποτροφιών και την πραξικοπηματική ψήφιση των Μεταρρυθμίσεων του Μνημονίου, τους λέμε ότι η αντίληψή τους περί νόμιμης βίας είναι για κλάματα. Ούτε ένα αυγό σε τρένο προς το Άουσβιτς δεν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν με τα κριτήρια αυτά. Αλλά εκεί μπορούν χωρίς αναστολές για άλλη μια φορά να χρησιμοποιήσουν όποια κριτήρια τους βολεύει.
Άλλοι πάλι έχοντας βαθιά επίγνωση της Ιστορίας των κινημάτων και των επαναστάσεων δηλώνουν ότι τα χαρακτηριστικά πολλών από τους Αγανακτισμένους καθιστούν το κίνημα ανεπαρκές ή και προβληματικό. Αναπολούν τις μεγάλες επαναστάσεις που δημιουργήθηκαν από ευγενέστατους ευτραφείς γνώστες του savoir vivre και πλήρως συνειδητοποιημένους πολίτες, που βέβαια δεν έβλαψαν ποτέ τους κανέναν και είχαν όλο το δίκιο με το μέρος τους. Γνωρίζουν καλά ότι η Βαστίλη γκρεμίστηκε από ριζοσπάστες φοιτητές κοινωνικών επιστημών που μόλις αποφοίτησαν από σεμινάριο περί σωστής δημοκρατίας και πολιτικά ορθών μέσων διαμαρτυρίας. Οι ίδιοι που ως τώρα έπνεαν τα μένεα κατά της αριστεράς για τον ελιτισμό της, απηυδούν τώρα μπροστά στον υποτιθέμενο απολίτικο χαρακτήρα του σημερινού κινήματος και αναλύουν εκτενώς το προβληματικό νόημα των πρακτικών του ενάντια στο ιερό κτίριο του Κοινοβουλίου. Δεν αναγνωρίζουν ότι μοιράζονται την ίδια αλλεργία και για τους ίδιους λόγους με κομμάτι της αριστεράς. Έχουν δηλαδή ελάχιστη κατανόηση για τα προβλήματα, τις έγνοιες και τις αντιλήψεις του λαού.
Με την προσφιλή τους τακτική να χρησιμοποιούν μία μέθοδο μόνο όταν τους συμφέρει συγκρίνουν την Ελλάδα με την Ισπανία και στρέφονται κατά του ελληνικού κινήματος με την κατηγορία ότι τα αιτήματά του είναι πολύ πιο ρηχά από τα αντίστοιχα των Ισπανών Αγανακτισμένων. Ωσάν οι δικοί τους λίβελοι εκτός από μία διαρκής γκρίνια και μία λογική ξεριζώματος όποιου θεσμού δεν λειτουργεί ικανοποιητικά να έβριθαν προτάσεων για το μέλλον της Χώρας. Μα υπάρχει για την Ελλάδα κεντρικότερο, ζωτικότερο σύνθημα αυτή τη στιγμή από την κατάργηση του Μνημονίου; Μπορεί να υλοποιηθεί οποιαδήποτε κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα της Τρόικας; Την ίδια μέρα βέβαια εξέδωσε ψήφισμα το Σύνταγμα με το οποίο καλούσε σε διήμερο καταναλωτικό μπουκοτάζ και άρχισε να συζητείται η πρόταση για μαζική ανάληψη καταθέσεων. Η διάθεσή του αυτή για αγριότερα μέσα αγώνα είναι η καλύτερη απάντηση σε όσους νομίζουν ότι η ουσία ενός ξεσηκωμού εξαντλείται σε μία πλήρη λίστα με αιτήματα. Προφανώς το ελληνικό κίνημα έχει μεγάλες και ενδογενείς αδυναμίες. Πώς θα μπορούσε άλλωστε μετά από χρόνια παρακμής; Το ξεπέρασμά τους όμως περνάει μέσα από την ενίσχυση του, όχι από την απαξίωσή του. Είμαστε σίγουροι ότι μαζί με το κίνημα, και οι κονδυλοφόροι των Ισπανών έχουν κάτι πιο ουσιαστικό να συνεισφέρουν σε σύγκριση με τους εντόπιους φωστήρες της Δημοκρατίας.
Οι αποστειρωμένοι αυτοί Στοχαστές μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: από τη μία είναι αυτοί που πάντα απεχθάνονταν τον λαό, που τον θεωρούν ηλίθια μάζα, ανίκανη όχι μόνο να κυβερνηθεί αλλά και να καταλάβει τα οφέλη που έχει για τη ζωή της η ευεργετική πολιτική των τεχνοκρατών ηγεμόνων της. Η Δημοκρατία είναι γι’ αυτούς ούτως ή άλλως υπερεκτιμημένη ιδέα. Αυτοί είναι συνεπείς στις απόψεις τους όταν μιλούν για τους Αγανακτισμένους. Πάντα έβλεπαν οποιαδήποτε λαϊκή κινητοποίηση σαν συρφετό χωρίς νόημα που μόνο εμπόδιο μπορεί να αποτελέσει για την καλογυαλισμένη μηχανή της διοίκησης των ανθρώπων. Μόνη τους ασυνέπεια αυτό καθ’ αυτό το γεγονός ότι κοπιάζουν να κάνουν στους ηλίθιους γνωστές τις απόψεις τους. Ίσως γιατί κατά βάθος πιστεύουν ότι θα φωτίσουν τον κόσμο με τα λόγια τους. Ίσως πάλι γιατί θεωρούν την ανάδειξη της ηλιθιότητας του άλλου επαρκή απόδειξη της μη ηλιθιότητας του εαυτού.
Υπάρχουν όμως και οι άλλοι, που δηλώνουν προοδευτικοί και δημοκράτες. Που θέλουν να δουν τους ανθρώπους να αλλάζουν και να παίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Μόνο που η δημοκρατική τους αυτή ευαισθησία είναι μικρότερη από την πολιτική τους υποχονδρία. Έτσι φρίττουν κάθε φορά που βλέπουν μία πραγματική λαϊκή κινητοποίηση και δηλώνουν απογοητευμένοι που ο λαός δεν είναι τελικά οι αστραφτεροί ιππότες που έχουν στο κεφάλι τους. Και τότε σπεύδουν, ίσως και για τους ίδιους λόγους με τους πρώτους, να μας φωτίσουν για το πώς θα πρέπει να είναι ένα νικηφόρο κίνημα, από τί ανθρώπους πρέπει να απαρτίζεται και τί αιτήματα να έχει. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν καταφέρνουν να φτάσουν πολύ βαθύτερα από τη στηλίτευση των μυρίων κακών και αοριστίες του τύπου «να γίνουμε σκεπτόμενοι» ή «πρέπει να μπει πολιτικό περιεχόμενο». Οι λίγοι που ξεχωρίζουν μας κάνουν την χάρη να μας αναλύσουν πώς φαντάζονται τον κόσμο και να μας δηλώνουν με περισσή αυταρέσκεια ότι θα αγωνίζονταν μαζί με τον λαό αν αυτός αγκάλιαζε τις ιδέες τους. Σ’ αυτούς οφείλουμε αιώνια ευγνωμοσύνη για την άοκνη συμμετοχή τους, τη μεγάλη συνεισφορά τους στον αγώνα και τις τόσο πολύτιμες ονειρώξεις τους. Θα χαρούμε να τους επισκεφτούμε το συντομότερο δυνατό στον κόσμο που βρίσκονται. Τους λέμε τέλος πως η δημοκρατία που ονειρεύονται δεν είναι πραγματική, γιατί δεν είναι ζωντανή.
Ένα λαϊκό κίνημα δεν μπορεί να είναι παρά αυτό που βλέπουμε να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Μαζικό, πολύχρωμο, αντιφατικό, μεγάλο. Η αιτία της αδυναμίας του είναι ταυτόχρονα η αιτία της αβυσσαλέας δύναμής του και της ικανότητάς του να αλλάξει το υπάρχον και να δώσει νέο αίμα στα σαπισμένα του μέλη. Γιατί όταν ένα σύστημα αδυνατεί να λειτουργήσει, να αυτοκαθαρθεί και να αυτοανανεωθεί τότε είναι όχι μόνο σίγουρο, αλλά και επιθυμητό να καταρρεύσει, ανεξάρτητα από τα καλά στοιχεία που μπορεί να διέθετε. Ο κίνδυνος της αποτυχίας, ακόμη και της παρεκτροπής είναι πάντα υπαρκτός. Όμως τα πολιτικά κινήματα στην Ελλάδα ως τώρα, παρά τις μεγάλες αδυναμίες τους, έχουν τουλάχιστον δείξει ότι κατά κανόνα δεν εκφράζονται από ισοπεδωτικές στάσεις μίσους και φόβου. Οφείλουμε για άλλη μια φορά να εμπιστευτούμε το λαό. Και να δώσουμε ό,τι καλύτερο έχουμε για να γίνει αυτό το κίνημα η αρχή όλων όσων θέλουμε να δούμε.

Πηγή: μπλογκ Allonsanfan: Τα e-σωθικά μου, 6 Ιουνίου 2011
http://alonzanfan.blogspot.com/2011_06_01_archive.html

Μνήμη




Bits and Pieces
Άρης Δημοκίδης


Η χτεσινή, τρελή ημέρα συμπυκνωμένη σε 30 αθηναϊκά tweets.

Πηγή: περιοδικό Lifo, 29 Ιουνίου 2011

http://www.lifo.gr/team/bitsandpieces#25669

Είναι δύσκολες οι ενηλικιώσεις…

20.6.11

Η αρπαγή της Ευρώπης



Εσύ θα φταις
Σταμάτης Γονίδης


Όταν θα μάθεις πως είμαι κομμάτια
Και μαύρους κύκλους έχω στα μάτια
Εσύ θα φταις
Όταν θα μάθεις πως είμαι συντρίμμια
Νύχτα σε νύχτα γυρνώ σαν τ’αγρίμια
Εσύ θα φταις
Όταν θα μάθεις τι μου’χεις κάνει
Θα προτιμούσες να’χεις πεθάνει
Πικρά θα κλαις

Εσύ θα φταις που το μηδέν έχω αγγίξει
Που ένας άντρας στο χαμό θα καταλήξει
Εσύ θα φταις γι’αυτά που τώρα έχω πάθει
Εσυ θα φταις για τα μεγάλα μου τα λάθη

Όταν θα μάθεις τι ήσουν για μένα
Τα όνειρά μου πως πήγαν χαμένα
Εσύ θα φταις
Όταν θα μάθεις πως έγινα χάλι
Πως είναι η πίκρα που πήρα μεγάλη
Εσύ θα φταις
Όταν θα μάθεις τι μου’χεις κάνει
Θα προτιμούσες να’χεις πεθάνει
Πικρά θα κλαις

Εσύ θα φταις που το μηδέν έχω αγγίξει
Που ένας άντρας στο χαμό θα καταλήξει
Εσύ θα φταις γι’αυτά που τώρα έχω πάθει
Εσυ θα φταις για τα μεγάλα μου τα λάθη

http://www.balkanium.com/music/%CE%A3%CF%84%CE%B1%CE%BC%CE%AC%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%93%CE%BF%CE%BD%CE%AF%CE%B4%CE%B7%CF%82-%CE%95%CF%83%CF%8D-%CE%B8%CE%B1-%CF%86%CF%84%CE%B1%CE%B9%CF%82-s34108
Πίνακας: «Η απαγωγή της Ευρώπης» (Tiziano (1477-1576))

«Δεν χρωστάμε τίποτα, δεν πληρώνουμε τίποτα!»



Οι αστικοί μύθοι μιας οικονομικής κρίσης…
Τα γουάν και τα ρούβλια που θα πλήρωναν το χρέος και άλλες,

ανάλογες, ιστορίες
Παναγής Γαλιατσάτος

Από τον Δεκέμβριο του 2009 η χώρα αγωνίζεται για να αποφύγει τη χρεοκοπία. Οπως ήταν επόμενο, έκτοτε η κρίση χρέους κυριαρχεί στη δημόσια συζήτηση και όχι πάντα με τον πιο εποικοδομητικό τρόπο.
Τους τελευταίους 18 μήνες διαμορφώθηκε μια σειρά από αστικούς μύθους γύρω από την κρίση, οι οποίοι, αν και στερούνται ρεαλιστικής βάσης, έγιναν ευρύτατα αποδεκτοί, καθώς υπαινίσσονταν ότι υπήρχε ένας πιο εύκολος δρόμος εξόδου από αυτήν. Εν τέλει, οι μύθοι αυτοί λειτούργησαν υπονομευτικά για την ίδια την εθνική προσπάθεια, αφού συνετέλεσαν σε μεγάλο βαθμό στο να αντιδρά όλο και εντονότερα η κοινή γνώμη στη σκληρή πραγματικότητα.

Οι πολιτικές δυνάμεις είναι σε μεγάλο βαθμό συνυπεύθυνες γι’ αυτήν την εξέλιξη, αφού διακίνησαν πρώτες τέτοιου είδους μύθους. Οπως:

1. Την αντίληψη ότι δεν ήταν απαραίτητη η δημοσιονομική πειθαρχία που προσπαθούσε να επιβάλει η Κομισιόν.
2. Μέσω μιας πολιτικής συμφωνίας με τους Κινέζους θα βρίσκαμε τα απαραίτητα κεφάλαια, αίσθηση που καλλιέργησε η ίδια κυβέρνηση από το φθινόπωρο του 2009. Τότε, η κυβερνητική γραμμή ήταν «αντίσταση στις νεοφιλελεύθερες συνταγές της Ε.Ε.» και οι διαρροές από το υπουργείο Οικονομικών ήθελαν το Πεκίνο να εξαγοράζει το ελληνικό χρέος. Στην πραγματικότητα, οι Κινέζοι ενδιαφέρονταν σε εκείνη τη φάση για τις επιστροφές ΦΠΑ, ύψους 15 εκατ. ευρώ, στην Cosco. Η συμβολή τους περιορίστηκε στην υπόσχεση ότι θα επένδυαν στις νέες εκδόσεις όταν ξαναβγαίναμε στις αγορές.
3. Οι Ρώσοι, που επίσης ήταν -σύμφωνα με τον μύθο- η άλλη δύναμη που θα μας έστελνε τα απαραίτητα ρούβλια, το μόνο που έκαναν ήταν να υποδείξουν δημόσια στον κ. Παπανδρέου να προσφύγει στο... ΔΝΤ.
4. Στην ίδια περίοδο αναφέρεται και η άποψη ότι μπορούσαμε να είχαμε δανειστεί φθηνά στο τέλος του 2009 και δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα, την οποία υιοθέτησε και ο κ. Αντώνης Σαμαράς. Ο μύθος αυτός καταρρίφθηκε όταν η Ιρλανδία υποχρεώθηκε να προσφύγει στον μηχανισμό έχοντας προηγουμένως αντλήσει από τις αγορές ένα αποθεματικό ύψους 32 δισ. ευρώ. Επιπλέον, ξεχνάμε ότι «φθηνά» στο τέλος του 2009 δεν ήταν δυνατόν να δανειστούμε, καθώς η πρώτη υποβάθμιση από τη Fitch είχε έρθει στις 23 του Οκτώβρη και το spread κυμαινόταν γύρω στις 200 μ. β. Και ξεχνάμε επίσης ότι σύμφωνα με την απολογιστική έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου, ο νέος δανεισμός το 2009 άγγιξε τα 97 δισ. ευρώ.
5. Από την υπογραφή του Μνημονίου, εμφανίστηκε ένας έτερος μύθος, ότι, δηλαδή, μας δανείζουν με ληστρικά επιτόκια για να βγάλουν κέρδος. Πράγματι η κ. Μέρκελ επέβαλε το «τσιμπημένο» επιτόκιο του 5,2% για πολιτικούς λόγους και η Γερμανία είχε όφελος από μια διαφορά της τάξης του 2,5%. Αυτά που παραβλέπουμε είναι ότι ούτως ή άλλως κανείς άλλος δεν μας δάνειζε τότε. Οτι το επιτόκιο με το οποίο δανειζόμασταν ήταν πολύ χαμηλότερο από το επιτόκιο της αγοράς, το spread τον Μάιο του 2010 βρισκόταν πάνω από τις 400 μ. β. Οτι σε αυτό το πακέτο συμμετείχαν η Ισπανία, η Ιταλία και η Πορτογαλία, που δανείζονταν τότε με spread από 150 ώς 220 μ. β., στα όρια δηλαδή να μπαίνουν μέσα. Και ξεχνάμε, επίσης, ότι ουδέποτε το επιτόκιο των δανείων της τρόικας αντιστοιχούσε στο ρίσκο που έπαιρναν οι χώρες αυτές για τα χρήματα των Ευρωπαίων φορολογουμένων.

Στους αγαπημένους μας μύθους ανήκει επίσης ότι:

6. Για το χρέος της χώρας οι σημερινοί δανειστές μας και συνυπεύθυνοι είναι και έχουν ήδη πάρει τα χρήματά τους πίσω με το παραπάνω, αφού με τα δάνεια αγοράζαμε τα προϊόντα τους και με μίζες υπερτιμημένους εξοπλισμούς και υπερτιμημένα κεφαλαιουχικά αγαθά για τις εγχώριες δημόσιες βιομηχανίες. Κανείς όμως δεν υποχρέωσε τους Ελληνες να γεμίσουν τη χώρα Mercedes και BMW και όσο σκοτεινό και αν είναι το παρασκήνιο πίσω από τα υποβρύχια ή τις προμήθειες της Siemens, σε καμία περίπτωση αυτά δεν αθροίζονται στα 290 δισ. ευρώ που ήταν το ύψος του δημόσιου χρέος στο τέλος του 2009.
Οι πιο αποδεκτοί μύθοι είναι αυτοί που βασίζονται σε μια αφαίρεση, δηλαδή στη σκόπιμη παράβλεψη ενός σημαντικού στοιχείου, ώστε να αλλάζουν εντελώς η εικόνα και οι αναλογίες.
7. Η άποψη ότι η κρίση δεν είναι ελληνική αλλά εισαγόμενη και ότι πληρώνουμε τα σπασμένα για να σωθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες αγνοεί το γεγονός ότι η χώρα ήταν καταχρεωμένη και ότι αν δεν ήταν μέλος της Ευρωζώνης ή θα έπρεπε να είχε πάρει τα μέτρα πολύ νωρίτερα ή θα είχε χρεοκοπήσει.
8. Η αντίληψη πάλι ότι θα έπρεπε να αρνηθούμε να αποπληρώσουμε το χρέος και να κηρύξουμε στάση πληρωμών εξαφανίζει από την εικόνα το διαχρονικά αρνητικό εμπορικό μας ισοζύγιο και την ανύπαρκτη ελληνική παραγωγική βάση και μαζί τους το γεγονός ότι το μοσχαράκι, το γάλα, τα καύσιμα και πολλά άλλα βασικά είδη θα αναβαθμίζονταν σε είδη πολυτελείας. Εξαφανίζει επίσης από την εικόνα τα πρωτογενή ελλείμματα στον προϋπολογισμό, κάτι που σημαίνει ότι το κράτος θα έπρεπε να σταματήσει να πληρώνει ή να μειώσει δραστικά τους μισθούς και τις συντάξεις.
9. Τελευταία κερδίζει έδαφος ο μύθος ότι τα δάνεια μας δίνονται για την εξυπηρέτηση του χρέους και όχι για μισθούς ή συντάξεις. Αυτός βασίζεται στην πραγματική αποτύπωση (ιδιαίτερα στους τελευταίους προϋπολογισμούς μετά το 2007) ότι πάνω από το 50% των δαπανών πηγαίνει στην εξυπηρέτηση χρεολυσίων και τόκων. Οι θιασώτες του υποστηρίζουν ότι σε σύγκριση με αυτά τα μεγέθη τα ελλείμματα που δημιουργεί ο δημόσιος τομέας είναι αμελητέα, και άρα η λύση βρίσκεται στη μη αποδοχή πληρωμής του χρέους. Η ανάγνωση αυτή αγνοεί ότι το 50% αυτών των πιστωτικών δαπανών αναφέρονταν τα τελευταία χρόνια σε Eurocommercials, δηλαδή βραχυπρόθεσμες πιστωτικές διευκολύνσεις που συνάπτονταν για να χρηματοδοτηθούν καταναλωτικές δαπάνες του κράτους και αποπληρώνονταν μέσα στον χρόνο. Στην πραγματικότητα οι δαπάνες για τόκους ακόμα και σήμερα δεν ξεπερνούν το 6% του ΑΕΠ.
10. Ευρύτατα διαδεδομένος είναι επίσης ο μύθος ότι στο ελληνικό κράτος επιβλήθηκαν από τους δανειστές κατοχικοί όροι και άρση της ασυλίας του. Ο καθηγητής Αντ. Μανιτάκης έδειξε όμως στην «Κ» την περασμένη Κυριακή ότι οι όροι αυτοί για τους οποίους έγινε τόσος ντόρος είναι συνήθεις στις συμβάσεις δανεισμού και υπήρχαν πάντοτε και στις εκδόσεις ομολόγων.
11. Οσο για τον αγαπημένο μύθο της πλατείας, ότι εμείς δεν χρωστάμε τίποτε και ως εκ τούτου δεν πληρώνουμε τίποτε, θα έπρεπε να επισημάνει κανείς ότι τις κυβερνήσεις που οδήγησαν το χρέος στο σημερινό ύψος εμείς τις εκλέξαμε, «καλύτερες μέρες» και «λεφτά υπάρχουν» ψηφίζαμε πάντα. Και όσους προειδοποιούσαν ότι αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί, όπως π. χ. ο Στ. Μάνος, τους τιμωρούσαμε αφήνοντάς τους εκτός Βουλής.

Πηγή: εφημερίδα «Η Καθημερινή», 19 Ιουνίου 2011
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_politics_2_19/06/2011_446367

19.6.11

Λαϊκισμός

Α.
Έκρηξη λαϊκισμού
Γιάννης Πρετεντέρης


Την Ελλάδα απειλεί σήμερα κάτι χειρότερο από τη χρεοκοπία· την απειλεί μια πρωτοφανής έκρηξη λαϊκισμού. Μια έκρηξη που χρησιμοποιώντας το εύφλεκτο υλικό της συσσωρευμένης αγανάκτησης μπορεί να οδηγήσει με μαθηματική βεβαιότητα και στην οικονομική χρεοκοπία, αλλά και σε πολύ πιο ανεξέλεγκτες και επικίνδυνες καταστάσεις.
Τα στοιχεία του παζλ συγκεντρώνονται καθημερινά. Από τον ηθοποιό-δήμαρχο Στυλίδας που παίρνει τον νόμο (και την κυκλοφορία…) στα χέρια του έως την «κατάργηση των διοδίων», από τον πολλαπλασιασμό των εκδηλώσεων καθημερινής βίας έως την ηθική νομιμοποίησή τους από εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας και από την ισοπεδωτική απόρριψη του πολιτικού συστήματος έως την παροιμιώδη ανικανότητά του να χειριστεί την κρίση, όλα τείνουν να διαμορφώσουν ένα σκηνικό όπου δεν θα προέχει το δημόσιο συμφέρον, αλλά το λαϊκό αίσθημα.
Περιέργως, κανένας δεν δείχνει διάθεση να αντιταχθεί σε αυτό το σκηνικό, ούτε καν εκείνοι που θα πληρώσουν πρώτοι τον λογαριασμό.
Η κυβερνητική παράταξη, για παράδειγμα, όχι μόνο δεν βάζει φραγμό στην πλειοδοσία λαϊκού αισθήματος, αλλά επιχειρεί με έναν όλο και πιο άτεχνο τρόπο να δείξει ότι το εκφράζει.
Δεν είναι τυχαίο ότι η περίφημη θεωρία τού «κάποιος πρέπει να πάει φυλακή» διακινήθηκε πολύ περισσότερο από κυβερνητικά χείλη παρά από τους συνήθεις αβανταδόρους της «λαϊκής αγανάκτησης» -την ίδια στιγμή, όμως, που τα πραγματικά οικονομικά προβλήματα των λαϊκών στρωμάτων αντιμετωπίζονται με συμπεριφορές στα όρια της κοινωνικής σκληρότητας.
Συμπεριφέρονται, δηλαδή, λες και η κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα είναι απότοκος παραβατικών συμπεριφορών και ζήτημα ποινικής δικονομίας. Μα, αν είναι έτσι, τι το θέλουν το μνημόνιο; Αρκεί ο Ποινικός Κώδικας και 10-15 δικαστές!
Πρώτο φάουλ, λοιπόν. Οι ίδιοι που διαχειρίζονται την κρίση επιλέγουν ένα αφήγημα της κρίσης που τους ακυρώνει. Αντί να αναδείξουν τις ευθύνες ολόκληρης της κοινωνίας στη δημιουργία του προβλήματος (άρα και την ανάγκη συμμετοχής ολόκληρης της κοινωνίας στην αντιμετώπισή του…), αντί να προτάξουν τη σοφή λογική της αποτελεσματικής διαχείρισης, προτιμούν είτε να τα φορτώνουν σε κάποιους προηγούμενους είτε να ενοχοποιούν διάφορους ακατονόμαστους «που έφαγαν τα λεφτά». Ευλόγως τους φωνάζουν μετά στις διαδηλώσεις ότι πρέπει «να πληρώσουν εκείνοι που τα έφαγαν».
Αλλά δεν είναι μόνο η κυβέρνηση. Διότι η ερμηνεία της κρίσης που διακινεί το πολιτικό σύστημα, από τον Καρατζαφέρη έως την Παπαρήγα, χωρίς να εξαιρείται ο Παπανδρέου, είναι εντυπωσιακά κοινή: φταίνε οι λίγοι, φταίνε οι κλέφτες, φταίνε οι πλούσιοι. Και, πάντως, δεν φταίνε σίγουρα οι φτωχότεροι, οι περισσότεροι και ο λαός. Ασχετο τώρα αν το 60% των Ελλήνων δεν πλήρωσε το 2009 ούτε ένα ευρώ φόρο εισοδήματος!
Αυτή ακριβώς η οικουμενική ρητορική εμπεδώνει σε όσους κρίνονται αθώοι του αίματος και οι οποίοι (ούτως ή άλλως) περνούν δύσκολα μια αίσθηση βαθιάς αδικίας. Θεωρούν, δηλαδή, ότι πληρώνουν τον λογαριασμό ενός πάρτι στο οποίο δεν συμμετείχαν, ενώ δεν βάζουν το χέρι στην τσέπη εκείνοι που πραγματικά το γλέντησαν. Σε τέτοιες περιπτώσεις η αίσθηση μετράει περισσότερο από τη βασιμότητα. Και οδηγεί σε θυμό.
Το πρόβλημα είναι ότι τον θυμό που συσσωρεύεται μέσα από τέτοιες διαδρομές κανένας συμβατικός πολιτικός δεν μπορεί να τον εκφράσει ή να τον εκπροσωπήσει- ούτε καν οι επαγγελματίες της αμφισβήτησης! Γι΄ αυτό και όλες οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν μια γενική κατάρρευση των συγκροτημένων πολιτικών συσχετισμών: οι μεγάλοι πέφτουν, οι μικροί δεν ανεβαίνουν, πολλοί χάνουν, κανένας δεν κερδίζει. Οι σχέσεις εκπροσώπησης της κοινωνίας από την πολιτική τάξη δοκιμάζονται επικίνδυνα, όταν δεν καταλύονται πλήρως.
Ετσι το λαϊκό θυμικό επενδύεται ανεμπόδιστα στον κάθε αγωνιστή δήμαρχο ή στον κάθε σαλτιμπάγκο που δηλώνει ότι εκπροσωπεί «τους πολλούς εναντίον όλων». Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα τα λαϊκίστικα κινήματα στην Ιστορία, με τελευταίο κρούσμα το κίνημα «Τea Ρarty» στην Αμερική.
Και κάπως έτσι κατέληξαν, όπως κατέληξαν. Στην Αμερική της Σάρα Πέιλιν, για παράδειγμα, αποδείχθηκε ήδη ότι όποιος σπέρνει μίσος θερίζει αίμα. Εδώ να δούμε…

Πηγή: εφημερίδα «Το Βήμα» 16 Ιανουαρίου 2011
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=378478
jpretenteris@dolnet.gr

Β.
Μόνιμες Στήλες
Λαϊκισμός «και άλλα Δαιμόνια»
Νίκος Xρυσολωράς


Παρά την ευρεία χρήση –και κατάχρηση– του όρου «λαϊκισμός» στον δημόσιο λόγο, το ακριβές περιεχόμενό του παραμένει ασαφές. Στην καθομιλουμένη, ο απαξιωτικός χαρακτηρισμός «λαϊκιστής» περιγράφει ενίοτε τους καιροσκόπους πολιτικούς, άλλοτε τους αιθεροβάμονες, μερικές φορές τους ψεύτες που μοιράζουν αφειδώς υποσχέσεις, ή εκείνους που απαιτούν την ικανοποίηση ανέφικτων αιτημάτων, σε πείσμα των αντικειμενικών συνθηκών. Για τον Ερνέστο Λακλάου, ομότιμο καθηγητή Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο του Εσεξ και κορυφαίο μελετητή του λαϊκισμού παγκοσμίως, «η λαϊκιστική λογική, είτε προέρχεται από τα αριστερά είτε από τα δεξιά, έχει ένα και μόνο βασικό χαρακτηριστικό: τη διχοτόμηση του κοινωνικού πεδίου ανάμεσα στους “προνομιούχους” και τους “μη προνομιούχους”. Ο λαϊκιστής απευθύνεται στους τελευταίους –παρακάμπτοντας το θεσμικό πλαίσιο της κοινωνίας– και ζητάει την υποστήριξή τους, ώστε να ανατραπεί το υπάρχον κατεστημένο».
Το πλέον οικείο παράδειγμα που φέρνει κανείς στο νου με τον παραπάνω ορισμό είναι η περίοδος της διακυβέρνησης της Ελλάδας από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Για τον Λακλάου όμως, ο λαϊκισμός και η ρεαλιστική–διαχειριστική λογική πάντοτε συνυπάρχουν στις δημοκρατικές κοινωνίες, υπό διαφορετικό συσχετισμό δυνάμεων όμως. «Αλλες φορές επικρατούν ηγέτες όπως ο Αντρέας, άλλες φορές πολιτικοί όπως ο Σημίτης. Ο πρώτος αποτελεί έναν λαϊκιστικό πόλο και ο δεύτερος έναν θεσμικό πόλο. Η επικράτηση του ενός προσανατολισμού όμως δεν εξαφανίζει τον άλλον», τονίζει χαρακτηριστικά ο Αργεντινός διανοητής. Το ερώτημα που ανακύπτει, βεβαίως, είναι πότε επικρατούν οι λαϊκιστές και πότε οι θεσμικοί. Η ιστορική έρευνα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο λαϊκισμός αναπτύσσεται «όταν συσσωρεύεται ένας μεγάλος όγκος κοινωνικών και οικονομικών αιτημάτων, τα οποία δεν μπορούν να ικανοποιηθούν στο πλαίσιο του υφιστάμενου θεσμικού συστήματος». Εντέλει, εμφανίζεται κάποιος στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, ο οποίος απορρίπτει τους μεσάζοντες, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στον ηγέτη και τους πολίτες και αυτοπαρουσιάζεται ως άμεσος εκπρόσωπος του «λαού». Πέραν της Ελλάδας του 1980, ο Λακλάου παραθέτει και το παράδειγμα του Περονισμού στην Αργεντινή, αλλά και των ΗΠΑ στα τέλη του 19ου αιώνα.
Σε αντίθεση με τις εδραιωμένες πεποιθήσεις, ο Λακλάου δεν αποδίδει αρνητικό περιεχόμενο στην έννοια του λαϊκισμού, ούτε θεωρεί απαραίτητα τους χαρισματικούς ηγέτες επικίνδυνους και λαοπλάνους: «Ο πιο χαρισματικός ηγέτης του 20ού αιώνα ήταν ο Ντε Γκωλ και δεν θυμάμαι κανέναν να τον χαρακτήρισε απειλή για τη δημοκρατία», σημειώνει. Προσθέτει μάλιστα πως ο Μπαράκ Ομπάμα κατάφερε να κινητοποιήσει ομάδες του αμερικανικού πληθυσμού που δεν είχαν μέχρι σήμερα συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα και να κερδίσει τις εκλογές, χάρη ακριβώς στη λαϊκιστική του ρητορική. Πέραν αυτού, ο απόλυτος τεχνοκρατισμός θα οδηγούσε σε μία κατάσταση κατά την οποία δεν θα παρατηρούνταν ουδεμία κοινωνική κινητικότητα. Εν ολίγοις, στις κοινωνίες των ειδικών και των τεχνοκρατών, δεν υπάρχει χώρος ούτε για πολιτική ούτε για δημοκρατία, ενώ οι κοινωνίες του ακραίου λαϊκισμού και της πλήρους απαξίωσης των θεσμών οδηγούν στη θηριωδία, όπως άλλωστε συνέβη στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πάντως, η ιδέα της διακυβέρνησης από τεχνοκράτες, ή έστω τεχνοκρατικής νοοτροπίας πολιτικούς, φαίνεται σε πολλούς ελκυστική, ιδιαίτερα σε χώρες, όπου η αναποτελεσματικότητα του κράτους έχει λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, όπως η Ελλάδα. Η εν λόγω άποψη έχει υιοθετηθεί και από αρκετούς Αμερικανούς πολιτικούς επιστήμονες, όπως ο Σάμιουελ Χάντιγκτον, ο οποίος υποστηρίζει ότι μόνο οι κεντρικές πολιτικές επιλογές πρέπει να επαφίενται στην κρίση των πολιτών, ενώ οι υποθέσεις της καθημερινότητας θα διεκπεραιώνονται από τους τεχνοκράτες. Ο Λακλάου δηλώνει ιδιαίτερα επιφυλακτικός απέναντι σε αυτήν τη θέση: «Πρόκειται για μια βαθιά αντιδημοκρατική αντίληψη των πραγμάτων, που έχει τις ρίζες της στην Πολιτεία του Πλάτωνα και πρεσβεύει ότι μόνο οι γνωρίζοντες μπορούν να έχουν πολιτική άποψη. Αυτό ήταν και το όραμα του Μαρξ για την κομμουνιστική ουτοπία, όπου τη διακυβέρνηση των ανθρώπων θα αντικαθιστούσε η διαχείριση των πραγμάτων. Καλό θα είναι όμως να είμαστε καχύποπτοι απέναντι σε τέτοιες απόψεις, αφού καταργούν τον πολιτικό ανταγωνισμό, την ουσία της ίδιας της πολιτικής. Από την άλλη πλευρά, ο απόλυτος λαϊκισμός, μια κοινωνία δηλαδή σε συνεχή κινητοποίηση, χωρίς καμία θεσμική σταθερότητα δεν αποτελεί τίποτε λιγότερο από μία συνταγή χάους».
Η Ευρωπαϊκή Ενωση
Η ανισορροπία μεταξύ λαϊκισμού και θεσμικής σταθερότητας στην Ε. Ε. θα μπορούσε να θεωρηθεί και βασική αιτία της απάθειας των πολιτών απέναντι στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και της κρίσης της Κεντροαριστεράς. Η πλάστιγγα έχει γείρει υπέρ των τεχνοκρατών σε τέτοιο βαθμό που οι πολίτες θεωρούν ότι η προσέλευση στις κάλπες, η ένταξη σε συνδικάτα, η οποιαδήποτε συμμετοχή στις δημοκρατικές διαδικασίες έχει ελάχιστη σημασία. Εδραιώνεται σταδιακά η πεποίθηση ότι υπάρχει μόνο ένας τρόπος να κυβερνηθεί η Ε. Ε. (αλλά και τα κράτη–μέλη της) και αυτός ο τρόπος είναι γνωστός μόνο στους τεχνοκράτες. Οι Βρυξέλλες μετατρέπονται σε ένα μικρόκοσμο «ειδικών», όπου ελάχιστοι έχουν πρόσβαση. Οσες κοινωνικές ομάδες έχουν ανικανοποίητα αιτήματα –δίκαια ή άδικα– και οι απογοητευμένοι στρέφονται εν τέλει σε κόμματα που απαξιώνουν πλήρως τους θεσμούς και μοιάζουν επικίνδυνα σε εκείνο που κατέλυσε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Η Κεντροαριστερά δεν πείθει ακόμη κι όταν είναι αντιπολίτευση, αφού έχει ενστερνιστεί πλήρως την ιδέα του «μονόδρομου». Ο μόνος τρόπος να ανακάμψει, καταλήγει ο Λακλάου, είναι να ανακαλύψει τον δικό της Ομπάμα.

Πηγή: εφημερίδα «Η Καθημερινή», 12 Ιουλίου 2009
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_12/07/2009_321942



Γ.
Ενθέματα
Λαϊκισμός: έγκλημα ή διέξοδος;
Γιώργος Κατσαμπέκης και Γιάννης Σταυρακάκης


«Όμως μέσα στο κομματικό σύστημα ελλόχευε μία ωρολογιακή βόμβα: O λαϊκισμός»
Γιάννης Λούλης («Ημερησία», 6 Νοεμβρίου 2010)
«Αν ο λαϊκισμός ήταν θρησκεία, η Ελλάδα θα ήταν Πακιστάν»
Στέφανος Κασιμάτης («Η Καθημερινή», 22 Σεπτεμβίου 2010)
«Λαϊκισμός: 1. α. Πολιτική φιλοσοφία που υποστηρίζει τα δικαιώματα και την εξουσία του λαού στην πάλη του ενάντια στην προνομιούχο ελίτ. β. Το κίνημα που οργανώνεται γύρω από αυτή τη φιλοσοφία. […]»
American Heritage Dictionary

Κάτι τρέχει με τον λαϊκισμό. Γιατί τροφοδοτεί άραγε συνεχώς ανησυχητικές διατυπώσεις, όπως οι δύο πρώτες παραπάνω; Φαίνεται πως δεν περνά ούτε μέρα που να μην διαβάσουμε κάτι γι’ αυτήν την τρομερή αρρώστια της πολιτικής που κατατρώει τη δημοκρατία μας και απειλεί να εκραγεί ως βόμβα στα χέρια του πολιτικού συστήματος που τον ανέθρεψε, οδηγώντας μας όλους στο χάος. Ιδού λοιπόν ο εχθρός! Ο λαϊκισμός! Αυτός υποτίθεται πως φταίει διαχρονικά για όλα τα δεινά μας και σίγουρα για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει σήμερα η χώρα. Δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο βεβαίως. Ως γνωστόν, οι πολιτικοί –τόσο της χώρας μας όσο και οι ομόλογοί τους σε πολλές δημοκρατίες της Ευρώπης– δε χάνουν ευκαιρία να μιλήσουν για τον εγκληματικό λαϊκισμό του αντιπάλου (προσοχή εδώ: πάντα του αντιπάλου) σε αντίθεση με τη δική τους «υπεύθυνη» στάση που συνήθως παραπέμπει σε μια αγιοποιημένη πια έννοια της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης στο πολιτικό κέντρο. Δεν ήταν τυχαίο το δίλημμα προ του οποίου μας έθετε, πριν από λίγο μόνον καιρό και συγκεκριμένα στις ευρωεκλογές του 2009, η Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή και το οποίο αξίζει να θυμηθούμε: «Λαϊκισμός ή Υπευθυνότητα». Το εν λόγω δίλημμα αποτέλεσε την αποκρυστάλλωση αυτής ακριβώς της λογικής. Και η ειρωνεία είναι πως, ακόμα και αν δεν τέθηκε ρητά, προ αυτού του διλήμματος μας έθεσε πολύ πρόσφατα και η σημερινή κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές: «είτε υποκύπτετε (εσείς, ο λαός) στον λαϊκισμό του αντι-μνημονιακού μπλοκ, είτε τηρείτε μια υπεύθυνη πατριωτική στάση και ανανεώνετε την εμπιστοσύνη σας στην κυβέρνηση». Αυτό δεν ειπώθηκε με λίγα λόγια;
Δεδομένης της προνομιακής θέσης που κατέχει ο όρος στο λεξιλόγιό μας, πώς οριοθετείται σήμερα το νοηματικό εύρος του «λαϊκισμού»; Στον εγχώριο πολιτικό και δημοσιογραφικό λόγο, ο λαϊκιστής έχει ταυτιστεί σε μεγάλο βαθμό (αν όχι απόλυτα) με τον«δημαγωγό» ή τον «δημοκόπο». Για να το θέσουμε με όσο το δυνατόν απλούστερους όρους, αποδίδεται σε εκείνους τους πολιτικούς (αν και όχι μόνον σε πολιτικούς) που κολακεύουν αφειδώς το λαό, υποσχόμενοι πράγματα τα οποία δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν. Σε εκείνους που καθορίζουν ακόμα και τις μεσοπρόθεσμες πολιτικές τους με βάση τη λογική της εξασφάλισης μερικών ψήφων παραπάνω σε κάποιες επερχόμενες εκλογές (σχετική εδώ και η περιβόητη «παροχολογία», σχεδόν συνώνυμη –όσον αφορά τα εγχώρια– του λαϊκισμού, όπως και η συζήτηση περί «πολιτικού κόστους»). Κανείς φυσικά δεν μπορεί να νομιμοποιεί αυτά τα φαινόμενα. Γιατί, όμως, οι διάφοροι πολιτικοί και δημοσιολόγοι δεν χρησιμοποιούν άλλους, πιο ταιριαστούς ίσως για την περιγραφή τους, όρους, όπως «δημαγωγός», «λαοπλάνος» ή και «λαοκόλακας»;
Μήπως, τελικά, η αποκλειστική ταύτιση του «λαϊκισμού» με αυτές τις (υπαρκτές) παθογένειες της δημοκρατίας μάς κάνει να παραβλέπουμε κάποιες άλλες ουσιώδειςπτυχές του; Μήπως περιορίζει ασφυκτικά το νοηματικό εύρος μιας πολύσημης πολιτικής κατηγορίας; Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η συντριπτική πλειοψηφία πολιτικών, δημοσιογράφων και λοιπών αρθρογράφων, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις πως ο λαϊκισμός, στην ευρύτερη έννοια του, δε φέρει κανένα «πρόσημο» εκ των προτέρων, δεν είναι απαραίτητα ούτε καλός ούτε κακός. Όπως ακριβώς δε μπορούμε να φανταστούμε τον δήμο της δημοκρατίας χωρίς λαό, κάπως έτσι φαίνεται εξίσου δύσκολο να μιλήσουμε για δημοκρατική πολιτική χωρίς λαϊκισμό, χωρίς δηλαδή μορφές πολιτικού λόγου που επικαλούνται και θέτουν τον «λαό» ως σημείο αναφοράς, ως προνομιακό υποκείμενο, ως βάση νομιμοποίησης και συμβολικό μοχλό διεκδικήσεων. Εξάλλου, στο όνομα του λαού δεν γράφονται τα συντάγματα; Στο όνομα του λαού δεν ασκείται η πολιτική εξουσία; Στη νομιμοποίηση του λαού δεν «πατάνε» οι δημοκρατίες; Κοινότοπα, απλουστευτικά, ίσως και ρομαντικά όλα αυτά, θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς, αλλά αξίζει να υπενθυμιστούν, γιατί αυτό που συμβαίνει παράλληλα είναι ακριβώς η κυριαρχία μιας ,τρόπον τινά, αντι-λαϊκιστικής λογικής, που –συνειδητά ή ασυνείδητα, από πρόθεση ή από σπόντα– θέτει τον λαό στο περιθώριο. Μιας υπερβολικά τεχνοκρατικής αντίληψης για την πολιτική, που την υποβιβάζει σε απλή διαχειριστική υποχρέωση, γυμνή από τα στοιχεία της διαφορικής επιλογής, της ανοιχτής δημοκρατικής απόφασης, έρμαιο «αντικειμενικών» γνωματεύσεων και υποδείξεων των κάθε λογής «ειδικών» και «τεχνοκρατών», από τους επικοινωνιολόγους μέχρι τους «ανεξάρτητους» κεντρικούς τραπεζίτες, που πάντα ξέρουν καλύτερα, πριν από μάς για μάς. Δεν καταλήγουμε, όμως, έτσι σε μια απο-πολιτικοποιημένη δημοκρατία –μια μεταδημοκρατία θα πει ο Colin Crouch [1]–, μια δημοκρατία που προσιδιάζει απλώς σε ταξινομική συνθήκη, σε αστυνομική (με την έννοια που χρησιμοποιεί τον όρο ο Jacques Rancière [2]) λειτουργία ή διοικητική υποχρέωση; Μια μεταδημοκρατία όπου ο πολίτης και το λαϊκό-δημοκρατικό υποκείμενο αντικαθίστανται από τον «πελάτη» μιας στοχευμένηςπολιτικής εκστρατείας, τον παθητικό καταναλωτή ενός πολιτικού «προϊόντος» ή ακόμα και τον (δια της αποχής πλέον εκφραζόμενο) εκλογικό «όμηρο» μιας ανοιχτά πια διακηρυγμένης «κατάστασης εκτάκτου ανάγκης»;
Ως διχοτομική θεώρηση του κοινωνικού (ως χάραξη ενός ορίου και οριοθέτηση διακριτών πολιτικών επιλογών) και άρα ως διαδικασία γέννησης (ρηματικής κατασκευής και συναισθηματικής επένδυσης) ενός συλλογικού «εμείς» απέναντι σε ένα «αυτοί», ο λαϊκισμός αποτελεί πυρηνικό στοιχείο της διάστασης του πολιτικού. Εντοπίζεται δηλαδή στο επίκεντρο των οντολογικών προϋποθέσεων της πολιτικής στην δημοκρατική της προοπτική (διαφορά, αντίθεση, ανταγωνισμός, αγωνισμός). Οι ιδιαίτερες μορφές στις οποίες ενδέχεται να εκβάλει ένας λαϊκιστικός λόγος είναι, βέβαια, ένα άλλο ζήτημα˙ μπορεί να εμφανιστεί δηλαδή με διάφορα και ετερόκλητα περιεχόμενα, ανάλογα πάντα με τα οικονομικά και κοινωνικοπολιτικά συγκείμενα της ανάδυσής του και από αυτά επομένως εξαρτάται και το ιδιαίτερο ιστορικό φορτίο του εκάστοτε λαϊκισμού (π.χ. ένας ακροδεξιός λαϊκισμός της εθνικής καθαρότητας και περιχαράκωσης δε θα μπορούσε να αποτιμηθεί το ίδιο με έναν λαϊκισμό που συνδέεται με ένα εξισωτικό, χειραφετητικό πρόγραμμα και την είσοδο ευρύτερων αποκλεισμένων μαζών και στρωμάτων στην πολιτική). Υπάρχουν έτσι, στην διεθνή εμπειρία, λαϊκισμοί αντι-θεσμικοί (αρχηγικοί, αυταρχικοί) και θεσμικοί (που παράγουν νέους θεσμούς δημοκρατικής συμμετοχής και εκπροσώπησης και λειτουργούν ως δίαυλοι διεκδίκησης δικαιωμάτων από αποκλεισμένους τομείς της κοινωνίας πολιτών), βίαια ανταγωνιστικοί και αγωνιστικοί (για να αναφερθούμε στην σημαντική έννοια της Chantal Mouffe [3]), αντιδραστικοί και προοδευτικοί, χοντροκομμένοι και σοφιστικέ, «χυδαίοι» και «ευγενείς»· «λαϊκισμοί στους δρόμους» και «λαϊκισμοί στην εξουσία» [4], λαϊκισμοί «από τα πάνω» και λαϊκισμοί «από τα κάτω»[5]. Έτσι, επίδικο αντικείμενο δεν θα πρέπει να είναι η ίδια η ύπαρξη του λαϊκισμού. Επίδικο αντικείμενο είναι το συγκεκριμένο (δημοκρατικό ή αντιδημοκρατικό) φορτίο του εκάστοτε λαϊκισμού, το οποίο δεν πρέπει να προδικάζεται εκ των προτέρων ως αρνητικό (ούτε βέβαια και ως απαραίτητα θετικό). Οφείλουμε, με άλλα λόγια, να ξεπεράσουμε ηθικιστικές καταδίκες και εξιδανικευτικές συνηγορίες. Όσο υπάρχει δημοκρατία και συγκροτείται λαός, τόσο θα υπάρχει και πολιτικός λόγος συναρθρωμένος με αναφορά στον λαό αυτό και στις διάφορες συμβολικέςεκφάνσεις του – και αντίστροφα. Κι αυτό, κάποιες φορές, όχι μόνο δεν αποτελεί κίνδυνο γιατη δημοκρατία, αλλά μπορεί να συνιστά και όρο αναζωογόνησής της [6]. Σίγουρα όχι επαρκή, αλλά συχνά αναγκαίο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, σε πρόσφατο κείμενό του για την οικονομική κρίση και την Ευρώπη, ο Étienne Balibar δεν βλέπει άλλη διέξοδο για μια προοδευτική αναζωογόνηση της ευρωπαϊκής δημο-κρατικής πολιτικής, από την άρθρωση μιας ευρείας συμμαχίας: ενός πανευρωπαϊκού λαϊκισμού[7].

[1] Βλ. Κόλιν Κράουτς, «Μεταδημοκρατία», μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Εκκρεμές, Αθήνα 2006.
[2] Βλ. Jacques Rancière, «Το μίσος για τη δημοκρατία», μτφρ. Βίκυ Ιακώβου, Πεδίο, Αθήνα 2009.
[3] Για την έννοια του «αγωνισμού» βλ. Chantal Mouffe, «Το δημοκρατικό παράδοξο», μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Πόλις, Αθήνα 2004, σ. 183-191, και της ιδίας, «Επί του πολιτικού», μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Εκκρεμές, Αθήνα 2010, σ. 28-30.
[4] Francisco Panizza, “Neopopulism and its Limits in Collor’s Brazil” Bulletin of Latin American Research, τόμ. 19, τεύχ. 2, 2000, σελ. 190.
[5] Susanne Gratius, “The ‘Third Wave of Populism’ in Latin America”, Working Paper αρ. 45, FRIDE, Μαδρίτη 2007, σελ. 20.
[6] Προς αυτή την κατεύθυνση, της κριτικής αποτίμησης και κατανόησης της οπωσδήποτε αμφίσημης, αλλά και ίσως κρίσιμης, σχέσης λαϊκισμού και δημοκρατίας, κινείται και ο φάκελος που αφιερώνει στο θέμα αυτό το τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Σύγχρονα Θέματα» που μόλις κυκλοφόρησε (τεύχος 110) και όπου μεταφράζονται πρόσφατα κείμενα των πιο σημαντικών στη διεθνή βιβλιογραφία μελετητών του λαϊκιστικού φαινομένου, του Ernesto Laclau και της Margaret Canovan (είναι μάλιστα η πρώτη φορά που μεταφράζεται στα ελληνικά κείμενο της αγγλίδας θεωρητικού). Κείμενα που ίσως αξίζει να διαβαστούν και να εμπλουτίσουν την συζήτηση και στην εγχώρια δημόσια σφαίρα.
[7] Βλ. σχετικά Étienne Balibar, «Κρίση της Ευρώπης, τέλος της Ευρώπης; Έξι θέσεις», Κυριακάτικη Αυγή (Ενθέματα), 13/6/2010.


Πηγή: εφημερίδα «Κυριακάτικη Αυγή», 19 Δεκεμβρίου 2010
http://www.scribd.com/doc/45784745/%CE%9B%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CE%AD%CE%B3%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CE%AE-%CE%B4%CE%B9%CE%AD%CE%BE%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%82-%CE%9A%CE%B1%CF%84%CF%83%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%AD%CE%BA%CE%B7%CF%82-%CE%A3%CF%84%CE%B1%CF%85%CF%81%CE%B1%CE%BA%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82-2010-Populism-crime-or-resource-Katsambekis-Stavrakakis-2010



Δ.
Ο αναγκαίος λαϊκισμός
Συνέντευξη με τον Ernesto Laclau


Η συνέντευξη που ακολουθεί δόθηκε τον Ιούνιο του 2008 στον Νίκο Χρυσολωρά, αλλά η σημερινή ευρωπαϊκή συγκυρία της χρηματοπιστωτικής κρίσης την καθιστά και πάλι επίκαιρη. Τι είναι και τι δεν είναι «λαϊκισμός»; Πόση αξία έχει ο κυρίαρχος απαξιωτικός για κάθε διεκδίκηση λόγος της εξουσίας; Τη συνέντευξη αναδημοσιεύουμε από το τελευταίο τεύχος (τ. 110) των «Σύγχρονων Θεμάτων», που περιλαμβάνει σχετικό αφιέρωμα στο λαϊκισμό με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα κείμενα.


Πότε ασχοληθήκατε για πρώτη φορά με το θέμα του λαϊκισμού και τι σας έκανε να επιστρέψετε σ’ αυτό στην πρόσφατη δουλειά σας;
Το πρώτο μου κείμενο για το λαϊκισμό δημοσιεύθηκε το 1977. Πρόκειται για τη μονογραφία Πολιτική και ιδεολογία στη μαρξιστική θεωρία [1]. Από τότε, βέβαια, ποτέ δεν εγκατέλειψα τη θεματική αυτή, η οποία θίγεται συχνά στα γραπτά μου. Στην ουσία, το βασικό ερευνητικό μου ενδιαφέρον υπήρξε πάντοτε η κατασκευή του λαού ως συλλογικού δρώντος. Τα κεντρικά παραδείγματα που χρησιμοποίησα προέρχονται από τη Λατινική Αμερική, αν και έχω αναφερθεί και σε μερικές περιπτώσεις από τη Δυτική Ευρώπη.

Πώς εξηγείται η δυναμική των λαϊκιστικών κομμάτων στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια;
Μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα, το επίκεντρο των κινητοποιήσεων εναντίον τού συστήματος εντοπιζόταν σε οργανώσεις της εργατικής τάξης. Στη συνέχεια, όμως, αυτός ο «κόσμος» άρχισε να αποσυντίθεται εξαιτίας της τάσης προς «τριτογενοποίηση» της ευρωπαϊκής οικονομίας (καθώς ο πλούτος παράγεται πλέον κυρίως από τον τομέα των υπηρεσιών). Οι «θύλακες» της εργατικής τάξης στις πόλεις έπαψαν να είναι αποτελεσματικοί στην αναπαραγωγή μιας «προλεταριακής» κουλτούρας. Έτσι, οι κοινωνικές συμμαχίες των μη προνομιούχων έλαβαν νέα μορφή, πολύ πιο ρευστή, αφού το ιδεολογικό της περιεχόμενο κινείται ενίοτε προς τα αριστερά και άλλοτε προς τα δεξιά. Οι επικλήσεις προς το «προλεταριάτο» δεν βρίσκουν πλέον ανταπόκριση, γιατί οι βιομηχανικοί εργάτες αποτελούν πολύ μικρό μέρος του εργατικού δυναμικού. Εν ολίγοις, η πολυδιάστατη έννοια του λαού αντικατέστησε εκείνη του προλεταριάτου στο επίκεντρο του αντισυστημικού/αντιπολιτευτικού πολιτικού λόγου.

Δηλαδή, η άνθηση του λαϊκισμού οφείλεται στην κρίση που διήλθαν παραδοσιακές μορφές κινητοποίησης της εργατικής τάξης;
Ναι. Για παράδειγμα, στη Γαλλία, μέχρι τη δεκαετία του 1960, υπήρχε κάτι που ονομαζόταν «ο κόσμος της αριστεράς». Ο όρος αναφέρεται σε εκείνο το πλέγμα των συνδικάτων, των θεσμών και των πολιτιστικών μορφών που προσέδιδε μια συγκεκριμένη ταυτότητα στην εργατική τάξη. Αυτό δεν υπάρχει πλέον.

Ο λαϊκισμός εντοπίζεται, όμως, σε αμφότερες τις πλευρές του ιδεολογικού φάσματος. Υπάρχουν ειδοποιοί διαφορές ανάμεσα στον «αριστερό» και τον «δεξιό» λαϊκισμό;
Υπάρχουν διαφορές ως προς το περιεχόμενο. Ωστόσο, η δομή του λαϊκιστικού λόγου και οι συνθήκες που γεννούν τον λαϊκισμό είναι κοινές. Για παράδειγμα, όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας αποφάσισε να συμμετάσχει στον κυβερνητικό συνασπισμό, η ψήφος διαμαρτυρίας μετακινήθηκε στα δεξιά. Πολλοί από τους σημερινούς ψηφοφόρους του Λε Πεν υπήρξαν στο παρελθόν υποστηρικτές του Κομμουνιστικού Κόμματος. Στη γαλλική πολιτική αργκό, το φαινόμενο αυτό ονομάζεται «αριστερός Λεπενισμός» (gauche lepenism).

Με δύο λόγια, τι ακριβώς σημαίνει λαϊκισμός;
Η λαϊκιστική λογική, είτε προέρχεται από τα αριστερά, είτε από τα δεξιά, έχει ένα και μόνο βασικό χαρακτηριστικό: τη διχοτόμηση του κοινωνικού πεδίου ανάμεσα στους «προνομιούχους» και τους «μη προνομιούχους». Ο λαϊκιστής απευθύνεται στους τελευταίους –παρακάμπτοντας το θεσμικό πλαίσιο της κοινωνίας– και ζητά την υποστήριξή τους, ώστε να ανατραπεί το υπάρχον «κατεστημένο». Αυτή είναι κλασική μορφή του λαϊκισμού.
Για παράδειγμα, στην Αργεντινή, πριν από την εμφάνιση του περονισμού, το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα βασιζόταν στις πελατειακές σχέσεις. Υπήρχαν τρία επίπεδα μεσαζόντων: στη βάση, υπήρχαν οι «puteros» [«νταβαντζήδες»], οι άνθρωποι του υποκόσμου που ήλεγχαν συγκεκριμένα σημεία της πόλης και δωροδοκούσαν τις αρχές όποτε ήθελαν κάποια εξυπηρέτηση. Αν ήθελες να προσληφθείς στο δημόσιο, να βρεις κρεβάτι στο νοσοκομείο, ή να ξεμπλέξεις με την αστυνομία, έπρεπε να απευθυνθείς σε αυτούς. Εσείς στην Ελλάδα, ξέρετε τι εννοώ. Στο δεύτερο επίπεδο υπήρχαν οι «caudillos» [«αξιωματικοί»], τα αφεντικά των puteros. Και στο τρίτο, οι «doctores» [«γιατροί»], η αστική τάξη των γιατρών, των δικηγόρων και των εμπόρων, οι οποίοι συνήθως εκλέγονταν σε θέσεις εξουσίας (π.χ. στη Γερουσία), με τη βοήθεια των caudillos. Σε αντάλλαγμα, μετά την εκλογή τους όφειλαν να ικανοποιούν τα αιτήματα των caudillos και των puteros. Έτσι, η πυραμίδα αναπαραγόταν επ’ αόριστον.
Με την οικονομική κρίση του 1930, όμως, τα αιτήματα της βάσης δεν μπορούσαν πλέον να ικανοποιηθούν από την κορυφή της πυραμίδας. Όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, ο λαϊκισμός αναπτύσσεται όταν συσσωρεύεται ένας μεγάλος όγκος κοινωνικών και οικονομικών αιτημάτων, τα οποία δεν μπορούν να ικανοποιηθούν στο πλαίσιο του υφιστάμενου πελατειακού θεσμικού συστήματος. Εντέλει, εμφανίζεται κάποιος στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, ο οποίος απορρίπτει τους μεσάζοντες, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στον ηγέτη και τους πολίτες, και αυτοπαρουσιάζεται ως άμεσος εκπρόσωπος του «λαού».
Αυτό συνέβη και με τον Περόν. Ανέβηκε στην εξουσία με την υπόσχεση ότι οι μεσάζοντες δεν θα είναι πλέον αναγκαίοι. Στην ουσία, αμφισβητήθηκε έτσι συνολικά η λογική του πελατειακού συστήματος εξουσίας.

Αντιδραστικός και προοδευτικός λαϊκισμός

Είπατε ότι ο λαϊκισμός απευθύνεται πάντα στους μη προνομιούχους. Αυτό σημαίνει και ότι κάθε πολιτικό πρόγραμμα που στοχεύει στη χειραφέτηση περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων είναι απαραιτήτως και λαϊκιστικό;
Σε ένα βαθμό, ναι. Υπάρχουν δύο ειδών πολιτικές διαδικασίες: στην πρώτη, παρατηρείται ευρεία κινητοποίηση των μαζών στη βάση εκείνου που έχουμε (μαζί με την Chantal Mouffe) ονομάσει «λογική της ισοδυναμίας», στο πλαίσιο της οποίας εμφανίζεται και ο λαϊκισμός. Στη δεύτερη, κυριαρχούν επιμέρους αιτήματα συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, τα οποία ικανοποιούνται από διαχειριστές πολιτικούς, στη βάση αυτού που αποκαλούμε «λογική της διαφοράς». Σε κάθε πολιτικό σύστημα οι δύο αυτές διαδικασίες συνυπάρχουν, σε διαφορετικές όμως αναλογίες. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα από την Ελλάδα, άλλες φορές επικρατούν ηγέτες όπως ο Αντρέας, άλλες φορές πολιτικοί όπως ο Σημίτης. Ο πρώτος αποτελεί ένα λαϊκιστικό πόλο και ο δεύτερος ένα θεσμικό πόλο. Η επικράτηση του ενός προσανατολισμού όμως δεν εξαφανίζει τον άλλον.

Επομένως, για εσάς ο λαϊκισμός δεν είναι έννοια με αρνητική σημασία.
Όχι, είναι ένας ουδέτερος όρος. Το κατά πόσον ο λαϊκισμός είναι αντιδραστικός ή προοδευτικός, εξαρτάται από το περιεχόμενο των αιτημάτων του και όχι από τη δομή του.

Πάντως, πολλοί φιλελεύθεροι και νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί στην Ελλάδα συχνά απορρίπτουν αιτήματα της αριστεράς με το επιχείρημα ότι είναι λαϊκιστικά.
Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Το ίδιο γίνεται και στη Λατινική Αμερική. Η Δεξιά δεν καταδικάζει ποτέ τα αυταρχικά λαϊκιστικά καθεστώτα, όταν αυτά εξυπηρετούν τους σκοπούς της. Από την άλλη πλευρά, σπεύδει να κατακεραυνώσει τον λαϊκισμό των προοδευτικών διακυβερνήσεων. Ωστόσο, η ιστορία της Λατινικής Αμερικής έχει αποδείξει ότι η δημοκρατία δεν κινδυνεύει από τους λαϊκιστές, αλλά από τους νεοφιλελεύθερους, οι οποίοι επέβαλαν δικτατορίες, προκειμένου να διασφαλίσουν την εφαρμογή ακραίων μονεταριστικών πολιτικών. Η Χιλή αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Το αντεπιχείρημα είναι ότι ο δεσμός που δημιουργείται ανάμεσα στον χαρισματικό λαϊκιστή ηγέτη και το λαό του είναι εγγενώς επικίνδυνος για τη δημοκρατία και τους θεσμούς της.
Όχι απαραίτητα. Ο πιο χαρισματικός ηγέτης του 20ού αιώνα ήταν ο Ντε Γκολ και δεν θυμάμαι κανέναν να τον χαρακτήρισε απειλή για τη δημοκρατία. Ο λαός αποκτά πάντα συναισθηματικό δέσιμο με τους ηγέτες του, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες όπου το κράτος και οι θεσμοί λειτουργούν τόσο παντοδύναμα που κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο. Αυτό όμως συμβαίνει σπάνια και συνήθως προϋποθέτει ότι η εξουσία βρίσκεται στα χέρια μιας απρόσωπης ολιγαρχίας γραφειοκρατών. Όταν κυβερνούν αυτοί οι τεχνοκράτες, τότε η πολιτική και η δημοκρατία καταργούνται. Εξίσου επικίνδυνη, από την άλλη πλευρά, είναι και η πλήρης απαξίωση των θεσμών, κάτι που συνέβη στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ταύτιση με τον ηγέτη είναι τόσο απόλυτη, που οδηγεί στη θηριωδία, όπως στην περίπτωση του Χίτλερ. Ο Φρόιντ περιγράφει με πολύ έξυπνο τρόπο τη διαφορά ανάμεσα στα δύο άκρα, στην Ψυχολογία των μαζών[2].

Η αναποτελεσματικότητα του κράτους στην Ελλάδα είναι παροιμιώδης, σε σημείο που κάποιοι θα εύχονταν να περάσει μέρος της καθημερινής διακυβέρνησης σε τεχνοκράτες…
Είμαι ιδιαίτερα καχύποπτος απέναντι σε αυτήν τη θέση. Η εν λόγω άποψη έχει υιοθετηθεί από αρκετούς Αμερικανούς πολιτικούς επιστήμονες, όπως ο Σάμιουελ Χάντιγκτον, ο οποίος υποστηρίζει ότι μόνον οι κεντρικές πολιτικές επιλογές πρέπει να επαφίενται στην κρίση των πολιτών, ενώ οι υποθέσεις της καθημερινότητας θα διεκπεραιώνονται από τους τεχνοκράτες. Πρόκειται για μια βαθιά αντιδημοκρατική αντίληψη των πραγμάτων, που έχει τις ρίζες της στην Πολιτεία του Πλάτωνα και πρεσβεύει ότι μόνο οι επαΐοντες μπορούν να έχουν πολιτική άποψη. Αυτό ήταν και το όραμα του Μαρξ για την κομμουνιστική ουτοπία, όπου τη διακυβέρνηση των ανθρώπων θα αντικαθιστούσε η διαχείριση των πραγμάτων. Καλό θα είναι όμως να είμαστε καχύποπτοι απέναντι σε τέτοιες απόψεις, αφού καταργούν τον πολιτικό ανταγωνισμό, την ουσία της ίδιας της πολιτικής. Από την άλλη πλευρά βέβαια, ο απόλυτος λαϊκισμός, μια κοινωνία δηλαδή σε συνεχή κινητοποίηση, χωρίς καμία θεσμική σταθερότητα, δεν αποτελεί τίποτε λιγότερο από μία συνταγή χάους.

Λατινική Αμερική, ΗΠΑ και Ευρώπη

Εντούτοις, ακόμη και κάποιοι στην ευρωπαϊκή αριστερά κατηγορούν τις σοσιαλιστικές κυβερνήσεις που πρόσφατα εξελέγησαν στην Λατινική Αμερική ως «λαϊκιστικές».
Αυτά είναι ανοησίες. Η Λατινική Αμερική πέρασε δύο μεγάλες κρίσεις. Οι στρατιωτικές δικτατορίες της ψυχροπολεμικής περιόδου κατέστρεψαν τον κοινωνικό ιστό, ενώ τα νεοφιλελεύθερα καθεστώτα της δεκαετίας του 1990 ολοκλήρωσαν το έργο των στρατηγών. Για να αναταχθεί λοιπόν το πολιτικό σύστημα, χρειαζόταν ευρεία κινητοποίηση των μαζών. Όπως εξήγησα και προηγουμένως, η κινητοποίηση αυτή επιτυγχάνεται μόνο μέσω του λαϊκισμού. Οι κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής συγκροτούν έναν κεντροαριστερό, κατ’ ουσίαν, λαϊκισμό.

Ένας άλλος πολιτικός που κατηγορείται για λαϊκισμό, είναι ο υποψήφιος Αμερικανός πρόεδρος, Μπαράκ Ομπάμα…
Αναμφισβήτητα, το λαϊκιστικό στοιχείο είναι εμφανές στη ρητορική του. Ήταν όμως αναγκαίο, προκειμένου να κινητοποιήσει ομάδες του πληθυσμού που δεν είχαν μέχρι σήμερα συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα.

Ταυτόχρονα, όμως, κατηγορήθηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας και για «ελιτισμό».
Δεν είναι περίεργο για τα αμερικανικά δεδομένα. Το κομβικό στοιχείο άλλωστε του δεξιού λαϊκισμού στις ΗΠΑ είναι ο «αντι-ελιτισμός». Αρχικά, βέβαια, στο τέλος του 19ου αιώνα, ο αμερικανικός λαϊκισμός αναπτύχθηκε στους κόλπους της αριστεράς. Επρόκειτο για έναν πολιτικό λόγο που υπογράμμιζε την αντίθεση ανάμεσα στον «ανθρωπάκο» και το «κεφάλαιο». Εντέλει ο λαϊκισμός της αριστεράς ηττήθηκε από την «Αμερική των Επιχειρήσεων» στις εκλογές του 1896, κάτι που καθόρισε την πορεία της χώρας για τις επόμενες δεκαετίες και μέχρι το New Deal. Ωστόσο, η θεματολογία του λαϊκισμού επιβίωσε στο συλλογικό φαντασιακό των ΗΠΑ. Από τη δεκαετία του 1950, παρατηρούμε μια σημαντική αλλαγή. Ο Μακάρθι, ο Γουάλας και αργότερα ο Νίξον και ο Ρέιγκαν απευθύνονται εκ νέου στον «ανθρωπάκο», αλλά δεν παρουσιάζουν ως εχθρό του το «κεφάλαιο», αλλά την προοδευτική φιλελεύθερη ελίτ της Ανατολικής Ακτής. Επί της ουσίας, όμως, το διακύβευμα των εκλογών του 2008 για την Αμερική είναι παρόμοιο με εκείνο των εκλογών του 1896.

Η Ευρωπαϊκή Αριστερά χρειάζεται να βρει τον δικό της Ομπάμα, προκειμένου να ανακτήσει την πολιτική ηγεμονία;
Κάποια στιγμή, θα αναγκαστούν να το κάνουν. Με τα σημερινά δεδομένα, τα κόμματα του λεγόμενου Τρίτου Δρόμου και του «ριζοσπαστικού κέντρου», τα οποία αποτελούνται από τεχνοκράτες, ελάχιστα διαφέρουν από τα νεοφιλελεύθερα κόμματα που κυβερνούν. Με αυτό το στελεχιακό δυναμικό, δεν νομίζω ότι μπορούν να πείσουν κανέναν για τις προθέσεις τους ως προς την καταπολέμηση της ανισότητας. Προς το παρόν όμως, δεν βλέπω κάποιον που να μπορεί να αναλάβει τον ρόλο της ανάταξης της αριστεράς, ούτε παρουσιάζονται συμπτώματα που θα μας έκαναν να αναμένουμε την ανάδειξη ενός επιτυχημένου προοδευτικού λαϊκισμού. Ο Πρόντι αποκλείεται, η Σεγκολέν προσπαθεί ανεπιτυχώς. Χρειάζεται μια πιο ριζοσπαστική λύση.

Θεωρείτε ότι η εν εξέλιξει πιστωτική κρίση αποτελεί σύμπτωμα μιας ριζοσπαστικοποίησης του καπιταλισμού, ο οποίος γίνεται όλο και πιο «βάρβαρος», ακόμη και στην Ευρώπη;
Αυτό που σίγουρα παρατηρούμε, είναι μια διάβρωση της θεσμικής τάξης των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Σε κάποιο σημείο, η διάβρωση αυτή θα φτάσει σε σημείο τήξης, όπου θα χρειαστεί η ριζοσπαστική ανασύνθεση της κοινωνίας. Ποιος θα επωμιστεί αυτήν την ανασύνθεση δεν είναι ακόμη σαφές.

Τελικώς, μήπως η Ευρωπαϊκή Αριστερά θα πρέπει να επανεξετάσει τις μαρξιστικές της ρίζες;
Αυτό που θα πρέπει να κρατήσουμε από τον Μαρξ είναι η κριτική απέναντι στην ανισότητα. Εντούτοις, οι κοινωνικές ανισότητες δεν περιορίζονται στις ταξικές διαφορές. Υπάρχουν και σε άλλα πεδία. Ο Μαρξ είναι λοιπόν ένας από τους προγόνους μας, δεν είναι ο πατέρας μας.

Σημειώσεις:
1. Ernesto Laclau, «Πολιτική και ιδεολογία στη μαρξιστική θεωρία», μτφ. Γρηγόρης Ανανιάδης, εκδ. Σύγχρονα Θέματα, Θεσσαλονίκη 1983.
2. Σ. Φρόιντ, «Ψυχολογία των μαζών», μτφ. Κλαίρη Τρικεριώτη, εκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1994.

Πηγή: Η Εποχή on line, Κυριακή, 05 Δεκεμβρίου 2010 19:21
http://www.epohi.gr/portal/theoria/8424-%CE%A3%CE%A5%CE%9D%CE%95%CE%9D%CE%A4%CE%95%CE%A5%CE%9E%CE%97-%CE%9C%CE%95-%CE%A4%CE%9F%CE%9D-%CE%95%CE%A1%CE%9D%CE%95%CE%A3%CE%A4%CE%9F-%CE%9B%CE%91%CE%9A%CE%9B%CE%91%CE%9F%CE%A5

Ε.
Λαϊκισμός

Λαϊκισμός είναι στάση που συναντάται στην πολιτική και στην τέχνη και που χαρακτηρίζεται από υπερβολική και μη αυθεντική λαϊκότητα.
Το επίθετο “λαϊκός” αναφέρεται σε αυτόν που προέρχεται από το λαό. Η “λαϊκότητα” στο χώρο της πολιτικής αναφέρεται στη συμμετοχή, την παρουσία του λαού στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας και ανύψωση του σε καθοριστικό παράγοντα της ιστορίας. Λαϊκισμός είναι η κατ’ επίφαση λαϊκότητα, δηλαδή αυτό που δείχνει λαϊκό ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι.

Λαϊκισμός, δημαγωγία και προπαγάνδα
Ο λαϊκισμός στηρίζεται στην εσκεμμένη ανειλικρίνεια (π.χ. στη διάδοση κάποιου θέματος που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα). Επίσης, ο λαϊκιστής πολιτευτής θέτει σκοπίμως ψευτοδιλήμματα, όπως “εχθροί ή φίλοι”, “ταραξίες ή φιλήσυχοι”, “αλλογενείς ή γηγενείς”, με απώτερο σκοπό την καλλιέργεια ανασφάλειας στο λαό, και την αυτοπροβολή του ίδιου σαν προστάτη και σωτήρα.
Κοντινές έννοιες είναι η δημαγωγία, η κολακεία των αδυναμιών και ελαττωμάτων του λαού και η υιοθέτηση θέσεων και τάσεων που τον ευχαριστούν και απαντούν στο συναίσθημά του χωρίς να τον ωφελούν ή που να τον βλάπτουν μακροπρόθεσμα, με μοναδικό πάντα σκοπό την εξασφάλιση της εύνοιάς του.
Μορφή λαϊκισμού αποτελεί και η προπαγάνδα.
  
Λαϊκισμός στην τέχνη
Ο λαϊκισμός παρατηρείται όχι μόνο στην πολιτική και τα ΜΜΕ. Παραδείγματος χάριν, συναντάται συχνά στη λογοτεχνία και τις τέχνες γενικότερα. Παρότι δε είναι συνήθως kitsch, μελοδραματικός και αγράμματος, ο λαϊκισμός είναι “αταξικός”, υπό την έννοια ότι διαπερνάει μορφωτικά, κοινωνικά και οικονομικά στρώματα.

Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια: Wikipedia
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82




ΣΤ.
Λαϊκισμός
λαϊκισμός ο [laikizmós] Ο17: ιδεολογία ή στάση που εκφράζεται κυρίως στην πολιτική και στην τέχνη και που χαρακτηρίζεται από υπερβολική και μη αυθεντική λαϊκότητα: H πολιτική της κυβέρνησης / της αντιπολίτευσης κυριαρχείται από φτηνό λαϊκισμό. Ο ~ στην τέχνη πήρε τη μορφή της στείρας και συντηρητικής προσκόλλησης στη μεσαιωνική παράδοση.
[λόγ. λαϊκ(ός) -ισμός μτφρδ. αγγλ. populism]

Πηγή: Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%BB%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82&dq=
Σκίτσο:"Populism, Participation & Electoral Politics"
http://www.ru.nl/politicologie/research/distributional-0/populism

Ratko Mladić



Ratko Mladić

Καταλαβαίνω πως υπάρχουν αμέτρητες «τεχνικές» λεπτομέρειες εκατέρωθεν. Ανάμεσα στο στρατόπεδο των «ορθόδοξων» Σέρβων» και των «μουσουλμάνων» Κροατών. Όπως, επίσης, ότι είναι άδικο να κρίνει κανείς εκ των υστέρων έναν πόλεμο (τον απόλυτο παραλογισμό, δηλαδή) με τόσες ιδιαιτερότητες. Όμως, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, εγκληματίες πολέμου δεν μόνο αυτοί που μας βολεύουν!
Ένα συγκλονιστικά αποδομητικό και αυτοσαρκαστικό κατάμαυρο χιούμορ από τον Τζ. Πανούση:

[…] Οι Σέρβοι είναι πάνω από όλα ομόδοξοι με τους Έλληνες. Είμαστε στην Ορθοδοξία και οι δύο. Έχουν διαφορά από τους άλλους τους Γιουγκοσλάβους. Δεν είναι σαν τους Κροάτες, ας πούμε. Αλλιώς θα σε σφάξει ο Κροάτης, αλλιώς ο Σέρβος! Ο Σέρβος θα σε προσέξει. Ενώ ο Κροάτης θα λερώσει κάτω, αίματα από ψυχορραγίες… Ενώ με τον Σέρβο δεν θα βγάλεις κιχ, θα σφάξει και το παιδί σου, το εγγόνι σου, όλη την οικογένεια, να μην ταλαιπωρούνται, μετά, τα ορφανά […]

(Από το απόσπασμα από την παράσταση του Τζίμη Πανούση «Με λένε Πόπη», στο «Κεντρί», 2007(;).
http://www.youtube.com/watch?v=PUmnRw7-cdk&feature=related)
Φωτογραφία: εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 27 Μαίου 2011
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=279216

Ανασχηματισμός

«Λες και τα “άλλα” πρόσωπα θα εξαγνίσουν το καζάνι της Κοινωνίας που συνεχίζει να χοχλάζει»


Καλλιστεία πολιτικής επιθεώρησης…
Σχολιάζοντας έναν ανασχηματισμό (... ή «αναδόμηση»)
Κωστής Μαυρικάκης



Ο οίκος των Παπανδρέου διέθετε ανέκαθεν το στοιχείο του αιφνιδιασμού των πολιτικών πραγμάτων, ανεβάζοντας εν πολλοίς την αδρεναλίνη των πολιτών. Αυτά τα χαρακτηριστικά, πιστοποιούσαν πάντοτε το βίο και την πολιτεία των Δυναστειών. Τα τελευταία εικοσιτετράωρα όμως αυτά που έλαβαν χώρα στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, ξεπέρασαν ακόμη κι αυτό το ίδιο το θέατρο του παραλόγου. Και αν δεν τα διαπερνούσαν τα στοιχεία και τα χαρακτηριστικά της αρχαίας ελληνικής Τραγωδίας, τότε σίγουρα θα μιλούσαμε για πολιτική επιθεώρηση απερχόμενων κομματικών τσίρκων.
Δεν αναφερόμαστε ασφαλώς μόνο στις κυβερνητικές επιλογές. Αναφερόμαστε εξίσου και σε όλα τα υπόλοιπα κοινοβουλευτικά κόμματα και στις αλλεπάλληλες συγκλίσεις των «οργάνων» τους για τη διαχείριση της κρίσης. Ακόμη και στο «αφάτου δόξης» επιτελείο των πεφωτισμένων μεγαλοδημοσιογράφων – αναλυτών, κυρίως των τηλεοπτικών μέσων (δηλαδή το βαθύ μέρος του καταρρέοντος συστήματος), οι οποίοι συντόνιζαν από τα «παράθυρα» το σαρανταοκτάωρο ρεσιτάλ του πολύπλευρου ναυαγίου με τους ποικίλους και πλουμιστούς γελωτοποιούς. Κάποτε, μαθαίναμε στην Ιστορία, οι Έλληνες στα δύσκολα γινόμασταν ΕΝΑ. Γινόμασταν μια γροθιά. Σ’ αυτή, την παρούσα ανίατη παρακμή, δεν κατορθώθηκε ούτε καν αυτό, που αποτελούσε μοναδικό γνώρισμα της φυλής μας…
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, ανακοινώνονται τα ονόματα των νέων υπουργών. Λες και το ναυάγιο ήταν θέμα προσώπων. Λες και τα «άλλα» πρόσωπα θα εξαγνίσουν το καζάνι της Κοινωνίας που συνεχίζει να χοχλάζει. Λες και οι πλατείες τώρα θα αδειάσουν. Λες και τα κουνελάκια που βγάζουν από τα καπέλα τους εκεί στο Μαξίμου, θα αποκοιμίσουν τον volgus populous. Η αναδιανομή των ίδιων προσώπων που δεν κομίζουν το νέο, αλλά ευθύνονται για τη σημερινή κατάντια και την παρακμή, θα αποτελέσουν τα ΜΟΙΡΑΙΑ πρόσωπα μιας θνησιγενούς και βραχύβιας κυβέρνησης που θα βουλιάξει τους επόμενους μήνες κάτω από την μήνιν της Κοινωνίας. Κάτω από την οργή ενός Λαού που έχει αρχίσει πλέον να μην χαρίζεται. Πως θα μπορούσε άλλωστε να εξακολουθεί να χαρίζεται, αφού θα συνεχιστεί η ίδια βάρβαρη πολιτική του μνημονίου; Εκείνη δηλαδή που έδωσε ένα φτυάρι και ένα κασμά στον κάθε πολίτη για ν’ ανοίξει τον ίδιο τον τάφο του και τον τάφο των παιδιών του.
Ο βραχύβιος δρόμος που επέλεξαν κυβέρνηση και αντιπολίτευση μετά το ναυάγιο μιας κυβέρνησης προσωπικοτήτων, πιστοποιεί και το οδυνηρό τέλος μιας εποχής που φεύγει. Ακολούθησαν δηλαδή και οι δύο, αυτό που χρόνια εφάρμοζαν. Στην πολιτική άλλωστε (κατ’ αυτούς…), είναι ανώφελο να κοιτάς πιο μακριά από δυο βδομάδες, όπως έγραψε και ο άγγλος πολιτικός Chamberlain το 1890…

© Merabello Libro D’ Oro
http://librodoro.blogspot.com, 17 Ιουνίου 2011
Εικόνα: Γιάννης Γαϊτης (1923-1984): «Ανθρωπάκια»

Ουτοπία…

ΥΠΕΡΚΕΙΜΕΝΑ
68 Professoren
Νίκος Δήμου


•Διαβάζω την επιστολή των 68 ακαδημαϊκών και καθηγητών που ζητούν από την Κυβέρνηση και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να κηρύξει η χώρα στάση πληρωμών και να καταγγείλει το μνημόνιο. Λέει η είδηση στη LifO: «Υποστηρίζουν, επίσης, ότι παρά το κόστος που μπορεί να έχει η έξοδος από το μνημόνιο, θα ανυψώσει το ηθικό του ταπεινωμένου λαού και απαιτούν από την κυβέρνηση να αξιώσει την καταβολή των γερμανικών αποζημιώσεων».
•Μερικές φορές γίνομαι κακός. Δεν μπορώ να αντιδράσω αλλιώς, όταν εκτίθεμαι σε τόση συμπυκνωμένη ευφυΐα. Γίνομαι κακός και γι’ αυτό εύχομαι να πραγματοποιηθούν οι προτάσεις των 68. Να δούνε πόσο «θα ανυψωθεί το ηθικό του ταπεινωμένου λαού» όταν θα πληρώνεται με υποτιμημένες δραχμές που δεν θα αξίζουν το χαρτί στο οποίο τυπώνονται - και δεν θα μπορεί να αγοράσει τίποτα. Με το «κούρεμα» κατά 40% του χρέους, που προτείνουν, θα καταρρεύσουν οι εγχώριες τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία μας (εκεί βρίσκεται το μισό χρέος). Οι εργαζόμενοι θα χάσουν τις καταθέσεις τους και τις συντάξεις τους - αλλά θα έχουν υψηλό φρόνημα και με άδεια στομάχια θα είναι έτοιμοι για την «περιφρούρηση των εθνικών μας συμφερόντων» που επίσης αναφέρει η επιστολή. Έντρομοι οι Γερμανοί θα σπεύσουν να μας επιστρέψουν τις πολεμικές αποζημιώσεις με τόκο και μπόνους. Ο Μπίσμαρκ έλεγε: «Drei Professoren - Vaterland verloren!» (Τρεις καθηγητές - χάθηκε η πατρίδα!). Σκεφθείτε με 68!
•Τελικά, μία είναι η λύση για να θεραπευτούμε οριστικά και αμετάκλητα από τα χρόνια αριστερά (ή υπερδεξιά) μας σύνδρομα. Την είχα ήδη υποδείξει από αυτήν τη στήλη, προτείνοντας π.χ. να δοθεί η δια- κυβέρνηση της χώρας στην Αριστερά όταν υποσχόταν βασικό μισθό στα 1.500 ευρώ, επίδομα ανεργίας στα 1.200 και πλήρη απασχόληση…
•Η μόνη ριζική θεραπεία για κάθε ουτοπία είναι η εφαρμογή της. Μόνον έτσι αποδεικνύεται η έκταση της εκάστοτε μπαρούφας. Αλλιώς, ο καθένας μπορεί ανέξοδα να λέει ό,τι θέλει. Υπάρχει βέβαια και η άλλη μέθοδος κρίσης που λέγεται ορθός λόγος. Αλλά, ποιος τον αντέχει αυτόν, που όλο ψυχρά και δυσάρεστα λέει!

πηγή: περιοδικό Lifo, 15 Ιουνίου 2011
http://www.lifo.gr/mag/columns/4044

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης


Κωνσταντίνος Μητσοτάκης

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είναι μια μοναδική μορφή πολιτικού. Αναμφίβολα. Δε γνωρίζω άλλο πολιτικό πρόσωπο, στην ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, που να έχει κατηγορηθεί τόσο πολύ και για τόσα πολλά. Που να έχει ταυτιστεί με πολιτικές ενέργειες, όπως αυτές της «Αποστασίας» ή της Οικουμενικής κυβέρνησης, που διχάζουν ακόμα και σήμερα τους ιστορικούς. Που να έχει γίνει ανέκδοτο, πικρό και κατάμαυρο χιούμορ, ενσάρκωση του απόλυτου (πολιτικού) κακού! Που να δημιουργεί τόσο έντονα συναισθήματα αποστροφής στον κόσμο. Ένας τέλειος (και ίσως βολικός) «αστικό-πολιτικός» μύθος.
Και, βέβαια, ίσως είναι δουλειά των ψυχιάτρων να δώσουν μια απάντηση σ΄ένα πρόβλημα που θυμίζει έντονα τις συζητήσεις για τις ξανθιές, τους Πόντιους, τους Πολωνούς ή την Κόκα-Κόλα! Όμως, δεν θάπρεπε κάποτε να αναρρωτηθούμε, πώς γίνεται να φορτώνεται ένας άνθρωπος με τόσες «αμαρτίες»; Είναι λογικό να υπάρχει, «φορτωμένο», τόσο πολύ κακό, σε έναν πολιτικό;
Βλέποντας, στις 13 Ιουνίου, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη στους «Φακέλους» του Σκάι, δεν μπόρεσα να αποφύγω τον πειρασμό για δυο πράγματα: Πρώτον, να παρακαλουθήσω με μεγάλη περιέργεια τη συνέντευξή του. Δεύτερον, να προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί κουβαλάει αυτή την εικόνα.
Ό,τι είπε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν δυσάρεστο και πικρό. Πολύ πικρό! Νομίζω, όμως, ότι πατούσε σε στέρες βάσεις. Δεν διέκρινα καμιά δόση λαϊκισμού. Άκουσα κι από άλλους πολιτικούς το «χρήσιμος και όχι ευχάριστος». Ο Κ. Μητσοτάκης φαίνεται (τονίζω το φαίνεται) να το εννοεί. Παρόλο που μπορεί να μιλά εκ του ασφαλούς, πλέον, δεν κουβαλά καμμία από τις σοσιαλιστικές ουτοπίες και τα χρόνια υπεραριστερά ή υπερδεξιά μας σύνδρομα.
Ναι, ξέρω, όλα αυτά που ακούγονται είναι πράγματα που πονάνε. Και πονάνε περισσότερο, όταν ακούγονται εκ των υστέρων βάζοντάς σε σε μια διαδικασία (κατ)αναγκαστικής αυτοκριτικής. Άφεριμ! Ό,τι πρέπει για μας τους Έλληνες! Εμείς όμως, προτιμούμε να κρυβόμαστε διαρκώς από τα προβλήματά μας μεταφέροντάς τα σε ένα βολικό μέλλοντα διαρκείας. Προτιμούμε, επίσης, πολιτικούς σαν τον Κ. Μητσοτάκη, να τους ταυτίζουμε με κάποια «εικόνα» (του «Αποστάτη» ή του «Βρυκόλακα»), του αμνού, εντέλει, του αίρονος την αμαρτία του κόσμου. Αυτό ήταν το πιο εύκολο.
Και επειδή το χούι πεθαίνει τελευταίο, τα ίδια δεν είπαμε μετά και για τους άλλους που έλεγαν και λένε παρόμοια δυσάρεστα (Στέφανος Μάνος, Αλέκος Παπαδόπουλος κ.λπ);

Τώρα, μπορούμε να κατηγορήσουμε για άλλη μια φορά τον Κρητικό για τις «δώδεκα συντάξεις που παίρνει», τον Μάνο για το ότι «είναι γόνος πλούσιας οικογένειας βιομηχάνων», τον Παπαδόπουλο για κάτι «άλλο» που θα ανακαλύψουμε εν τω μεταξύ και να κατεβούμε με ήσυχη την επαναστατική μας συνείδηση στο Σύνταγμα. Για να διατρανώσουμε» την πεποίθησή μας ότι αν φύγει η κυβέρνηση, η τρόϊκα και το χρέος, θάχουμε λύσει τον χειρότερό
μας εφιάλτη. Αφού για όλα δεν φταίνε πάντα οι Άλλοι;

8.6.11

Europe!



«[…] ΕΚΕΙΝΟ που παρατηρούσα στους γύρω μου, ειδικά όταν μιλούσαν για πολιτική, ήταν η επικράτηση της λέξης «αντίσταση». αυτό μου έφερνε, κάπως, στο νου την Αλβανία. Μας μάθαιναν από τα γεννοφάσκια μας ότι εμείς ήμασταν κατεξοχήν αντιστασιακό έθνος. Aντιστεκόμασταν σε όλους. Στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, στον σοβιετικό και τον κινέζικο ρεβιζιονισμό, στον Τίτο, στις αστικές συνήθειες, στους πειρασμούς. αντιστεκόμασταν όταν ήμασταν ξύπνιοι. Αντιστεκόμασταν και όταν κοιμόμασταν. Εν ολίγοις, είχαμε γεννηθεί για να αντιστεκόμαστε. Η λέξη «αντίσταση» ήταν και στην Ελλάδα μία από τις λέξεις που άκουγα με τη μεγαλύτερη συχνότητα. Κάποια στιγμή, είχα εξομολογηθεί τη σκέψη μου στην Ευρώπη. «Να ξέρεις ότι, αν αποφασίσεις να ζήσεις σε αυτή τη χώρα, πρέπει να γίνεις αντιστασιακός, αντιολυμπιακός, αντιαμερικανός, αντιδεξιός, αντιαριστερός, αντικρατικός, αντιδραστικός, αντιεπαναστάτης, αντιεξουσιαστής, αντιαεροπορικός, αντικομουνιστής, αντιαναπτυξιακός, αντισημίτης, αντίγραφέας, αντίποινα, αντιστροφικός, αντιπροσωπία… αλλά κυρίως να ορέγεσαι μια θέση στο δημόσιο», είπε η Ευρώπη. Η εξήγησή της μου φάνηκε περίεργη και με μπέρδεψε ακόμα περισσότερο. από όλο το κήρυγμά της, μου έμεινε η τελευταία λέξη: «δημόσιο». Νομίζω ότι τον πρώτο καιρό οι τρεις λέξεις που άκουγα με τη μεγαλύτερη συχνότητα ήταν «μα- λάκας», «δημόσιο» και «ολυμπιακός». Όταν η Ευρώπη τελείωσε το κήρυγμά της, άλλαξα κουβέντα, για να μην προδώσω την αμηχανία μου. Έμεινα να σκέφτομαι τη λέξη «αντίσταση» μόνος μου. Και μπερδευόμουν ακόμα περισσότερο όταν δίπλα στη λέξη «αντίσταση» έβρισκα και άκουγα τη λέξη «αλλαγή». Με την ίδια, σχεδόν, συχνότητα. Πώς είναι δυνατό να επιτευχθεί η αλλαγή, αφού όλοι αντιστέκονται σε αυτή; αναρωτιόμουν. Κάποια στιγμή, συγκρίνοντας τα εκεί και τα εδώ, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι τα μικρά και ανασφαλή έθνη συμπυκνώνουν την ανασφάλεια και τις φοβίες τους σε τούτη τη λέξη: «αντίσταση». Και όταν η ανασφάλεια και τα συμπλέγματα του μικρού έθνους συνοδεύονται από μεγάλους μύθους που φτιάχνουν ένα τεράστιο Εγώ, η λέξη «αντίσταση» γίνεται η πεμπτουσία της εθνικής και κοινωνικής αφήγησης. Στην Αλβανία, το καθεστώς είχε αποφασίσει ότι εμείς ήμασταν το μοναδικό αμόλυντο έθνος, κάτι σαν τον περιούσιο λαό της υφηλίου, τον μοναδικό που κατείχε τη μαρξιστική ορθοδοξία, τον μοναδικό ασυμβίβαστο επί της Γης, που όλοι τον εποφθαλμιούσαν, από την έρημο της Αριζόνας μέχρι την έρημο Γκόμπι στην Κίνα και τη Μογγολία. Ζούσαμε πολιορκημένοι και ευτυχισμένοι, μας έλεγαν από τα γεννοφάσκια μας. Σε τέτοιες συνθήκες, πώς να μην είναι πανταχού παρούσα η λέξη «αντίσταση»;

Υπήρχαν επίσης λέξεις και συνθήματα στους τοίχους της Φιλοσοφικής ή της Αθήνας που μου φαίνονταν παράξενα και ακατάληπτα. Όπως το σύνθημα «ΕOΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Το διάβαζα στους τοίχους της Φιλοσοφικής, σε μαντρότοιχους, σε υπόγειες διαβάσεις, σε θρανία, σε ρολά περιπτέρων. Ερχόμουν από μια χώρα όπου τα συνθήματα ενάντια στο ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ ήταν πολύ πιο συχνά από τις διαφημίσεις των iPhone σήμερα. τα έβρισκες παντού. Στις προσόψεις των πολυκατοικιών, στα θρανία, στους τοίχους του σχολείου, στα σχολικά εγχειρίδια, στους στάβλους των αγελάδων, ακόμα και στις πλαγιές των βουνών. Eμείς, οι φτωχοί Βαλκάνιοι, είχαμε έρθει στην Ελλάδα όχι μόνο διότι ήταν η πιο κοντινή χώρα, εδαφικά και πολιτισμικά, αλλά και επειδή για μας ήταν η δύση, η ΕΟΚ, το ΝΑΤΟ των Βαλκανίων. Ήταν τέτοια η σύγχυσή μου, ώστε ρωτούσα τους Έλληνες συμφοιτητές μου εάν η Ελλάδα ήταν πράγματι μέλος της ΕΟΚ και του ΝΑΤΟ. «Ναι, είναι μέλος της ΕΟΚ και του ΝΑΤΟ», μου απαντούσαν. Και τότε γιατί γράφουν αυτά τα συνθήματα που μου θυμίζουν την αλβανία του Χότζα; τους ρωτούσα ξανά, πάντα φοβούμενος μην κάνω καμιά γκάφα ή μην τους θίξω. Κάποιοι με κοιτούσαν με τέτοιο βλέμμα, που με έκαναν να νιώθω σαν βλαμμένος. τέτοιες ερωτήσεις δεν έπρεπε να γίνονται. Κάποιοι άλλοι αδιαφορούσαν. Άλλοι έβρισκαν την ευκαιρία, σαν τη συμφοιτήτριά μου με το ποίημα για τον Μεγαλέξανδρο, να μιλήσουν για τη φαύλη Αμερική, τη διεφθαρμένη δύση και τους βάρβαρους τούρκους. Μου φαινόταν τότε σαν να άκουγα τον καθηγητή του μαρξισμού-λενινισμού να μιλά στα ελληνικά. Υπήρχαν και ορισμένοι, τέλος, που ήταν πιο υπομονετικοί. Προσπαθούσαν να μου εξηγήσουν εν περιλήψει τη μετεμφυλιακή ιστορία της Ελλάδας. Τον αιματηρό και φρικτό ελληνικό Εμφύλιο, στον οποίο οι μαυραγορίτες και οι ταγματασφαλίτες, με τη βοήθεια των Βρετανών και των αμερικανών, νίκησαν τους σταλινικούς. Και την εποχή που ακολούθησε μετά, όταν οι μισοί Έλληνες, εθνικόφρονες, αντικομουνιστές, αμερικανόφιλοι, φακέλωναν, κυνηγούσαν, εξόριζαν, βίαζαν και βασάνιζαν τους άλλους μισούς, κομουνιστές και αριστερούς. Κυνηγημένη από τη δεξιά, στην Ελλάδα συγκροτήθηκε μια συμπλεγματική, παραμορφωμένη, λαϊκίστικη βαλκανική αριστερά, η οποία δεν είχε τις ανέσεις της ευρωπαϊκής αριστεράς, ισχυρίζονταν. Την Αμερική λοιπόν τη μισούμε, μου έλεγαν, γιατί τη φθονούμε και γιατί κανείς δεν αγαπά τον πρώην αφέντη του. «Αλλά μη φοβάσαι», πρόσθεταν, «εάν μας βγάλουν από το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ, οι Έλληνες θα βγουν στους δρόμους να διαμαρτυρηθούν». Εγώ τα άκουγα όλα αυτά και μπερδευόμουν ακόμα περισσότερο. Ειδικά τότε, με τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό, όταν δεξιοί και αριστεροί, άθεοι και παπάδες, μιλούσαν με πάθος ενάντια στην ΕΟΚ και κατήγγελλαν τους «ευρωλιγούρηδες». Κατάλαβα τότε ότι δεν είχα έρθει σε μια εύκολη χώρα. Εδώ που τα λέμε, όλες οι χώρες είναι δύσκολες και γεμάτες αντιφάσεις. Η καθεμιά κουβαλά τους μύθους, τα όνειρα και τους εφιάλτες της. Αλλά αυτή τη γωνιά της Ευρώπης, την οποία είχα επιλέξει για νέα μου πατρίδα, έπρεπε να τη δω και να τη «διαβάσω» αποκλειστικά μέσω της αμφιθυμίας και των κραυγαλέων της αντιφάσεων, από τις οποίες κερδισμένοι έβγαιναν συνήθως οι καιροσκόποι. Από εκεί και πέρα, όσο πιο πολύ περνούσαν τα χρόνια, τόσο πιο πολύ σκεφτόμουν ότι σε μια κοινωνία όπου επικρατούν τα συνθήματα οι λέξεις δεν έχουν ποτέ την ευκαιρία να πουν τα πράγματα με το όνομά τους. Εκεί, οι λέξεις δεν ενηλικιώνονται ποτέ […]»

(απόσπασμα από το βιβλίο του Γκάζμεντ Καπλάνι «Με λένε Ευρώπη», εκδόσεις Λιβάνη)


 
Πηγή: μπλογκ «Υπάρχουμε… Συνυπάρχουμε;», 8 Ιουνίου 2011
http://gazikapllani.blogspot.com

Κρίμα!



Κρίμα, πολύ κρίμα. Πάρα πολύ κρίμα!
Κωνσταντίνος Φ. Σισκάκης



Η αξιοπρέπεια
 
Τόλης Βοσκόπουλος
Αδέλφια μου αλήτες πουλιά

Θα φύγω αξιοπρεπής
όσο πικρά κι αν μου το πεις
πως πήρε τέλος η δική μας ιστορία
Και θά’μαι τυπικός πολύ
στο χέρι σου ένα φιλί
και μια υπόκλιση ωραία μου κυρία

Μα σαν θα φύγω - δικαίωμά μου
ό,τι κι αν κάνω
και να σπαράξω
και ρημάξω
και να πεθάνω

Θα φύγω αξιοπρεπής
δάκρυ δικό μου δεν θα δεις
κι ας πλημμυρίζει από δάκρυα η καρδιά μου
Κι όσο πολύ κι αν σ’αγαπώ
λυπήσου με - δεν θα σου πω
μπροστά σου θά’χω την αξιοπρέπειά μου


Στίχοι: Κώστας Βίρβος
Μουσική: Θόδωρος Δερβενιώτης



Η άρνηση του δημάρχου Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη να παραχωρήσει την πλατεία Αριστοτέλους για τη συγκέντρωση της «Σπίθας» και την ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη την Πέμπτη 9 Ιουνίου προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του μουσικοσυνθέτη ο οποίος «υποσχέθηκε» ότι θα κατέβει μόνος του στην πλατεία, αν ο Δήμαρχος δεν τον αφήσει να πραγματοποιήσει την συγκέντρωση:

«[…] Εν πάση περιπτώσει δεν πρόκειται να ξαναγυρίσω σε εκείνες τις εποχές, που η Εξουσία με αντιμετώπιζε σαν πολίτη β΄κατηγορίας.
Η πλατεία Αριστοτέλους υπήρξε πάντοτε έως τώρα χώρος πολιτικών και άλλων εκδηλώσεων και δεν πρόκειται να επιτρέψω σε κανένα να μου στερήσει το δικαίωμα που απολαμβάνουν όλοι οι άλλοι.
Έτσι, στην περίπτωση που επιμείνουν στις απαγορεύσεις και στους αποκλεισμούς, δηλώνω ότι από το απόγευμα της Τετάρτης θα «καταλάβω» μόνος μου το δημόσιο αυτόν χώρο, που μου ανήκει, όπως ανήκει σε όλους και αν τολμούν, ας έλθουν να με διώξουν δια της βίας».

Νομίζω, πως, σε πολιτεύματα που έχουν επιβληθεί (όπως π.χ. η χούντα που επικαλείται ο κ. Θεοδωράκης) ίσως έχεις το «δικαίωμα» να «καταλάβεις μόνος σου» την Πλατεία. Σε μια ευνομούμενη πολιτεία, όμως, λυπάμαι, αλλά πρέπει να σεβαστείς τον νόμο, τους θεσμούς, τις αποφάσεις, ακόμα κι αν δε σε βολεύουν (ακόμα κι αν κάτι «υποκινείται»). Αυτό λέγεται δημοκρατία. Όχι κάτι άλλο. Άβολος νόμος, κακός νόμος, αλλά, πάντως, νόμος. Πάλεψε με τα μέσα που σου προσφέρει η ίδια η Δημοκρατία για να τον βελτιώσεις ή να τον αλλάξεις. Μέσα από τις διαδικασίες που προβλέπει το Σύνταγμα της χώρας σου.
Όμως, πάλι θα ανακαλύψουμε «εχθρούς», «συνωμοσίες», «αντεθνικά σχέδια» και «υποκινούμενη εξουσία». Άρωμα από τη διακήρυξη της «Σπίθας», δηλαδή. Πολύ φοβάμαι, πως, τέτοιες απόψεις «θα μπορούσε, με ελάχιστες (πραγματικά ελάχιστες) τροποποιήσεις, να φέρει την υπογραφή τού Αδώνιδος Γεωργιάδου –κι αυτό ίσως είναι τιμητικό για τον δεύτερο, αλλά δεν είναι και τόσο τιμητικό για τον πρώτο…»*


Αλλά, βέβαια, ο τσαμπουκάς και η αμφισβήτιση πουλάνε στις μέρες μας. Και πού ξέρεις, μπορεί να φέρνουν και ψηφοφόρους…
Κρίμα, πολύ κρίμα. Πάρα πολύ κρίμα!

 
Πηγή είδησης: Lifo, 7 Ιουνίου 2011
http://www.lifo.gr/now/view/3326#comments

* Από το μπλογκ: Gravity and the Wind /Cyrus
http://gravityandthewind.blogspot.com/search/label/%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC
http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=details&song_id=14083

7.6.11

Το «τρίκυκλο»



Περιμένοντας το τρίκυκλο
Ι.Κ. Πρετεντέρης


Το κόλπο είναι παλιό, γνωστό και (δυστυχώς) δοκιμασμένο με επιτυχία στα πανεπιστήμια: μια μικρή, εκδηλωτική και αποφασισμένη μειοψηφία παρεμποδίζει με προπηλακισμούς και κάθε λογής πράξεις πραγματικής και συμβολικής βίας την πρόσβαση στον δημόσιο χώρο του Πανεπιστημίου όποιου προσώπου δεν σκέφτεται σαν κι αυτούς ή δεν υποτάσσεται στην κυριαρχία τους.

Αποτέλεσμα; Αποκλείουν τους «αντιφρονούντες» από τον δημόσιο χώρο και καταλήγουν να τον μονοπωλούν.
Το ίδιο σχέδιο επιχειρείται τώρα σε πανελλαδική κλίμακα. Μικρές, εκδηλωτικές και αποφασισμένες μειοψηφίες θέλουν να αποκόψουν την πρόσβαση στον δημόσιο χώρο όσων δεν συμφωνούν μαζί τους, όσων φρονούν ή μιλούν διαφορετικά. Στόχος τους: η μονοπώληση του δημόσιου χώρου. Αυτού που δεν έχουν καταφέρει να ελέγξουν με νόμιμες, συνταγματικές διαδικασίες.
Είναι μια κλασική συνταγή πίεσης και τρομοκρατίας. Είναι η μέθοδος που χρησιμοποιούσε η παλαιά Δεξιά της δεκαετίας του ΄50 και του ΄60 για να αποκλείσει τους αντιπάλους της από το κοινωνικό προσκήνιο. Είναι ο δρόμος που οδήγησε στον θάνατο τον Γρηγόρη Λαμπράκη - ένας άλλος βουλευτής που υβρίστηκε, μουντζώθηκε και προπηλακίστηκε από αγανακτισμένους, προτού δολοφονηθεί…
Οι περιπτώσεις δεν είναι ίδιες, θα μου πείτε. Ασφαλώς. Η τωρινή είναι χειρότερη. Διότι ας πούμε ότι αυτά τα υποδαύλιζε τότε ένα παρακράτος.
Τώρα την εκτροπή τροφοδοτεί ένα αλόγιστο θυμικό. Ενα ανεπεξέργαστο παράπονο. Μια διάχυτη οργή που προκύπτει από πραγματικές αλλά και προσχηματικές αιτίες. Ενας ανεμπόδιστος λαϊκισμός. Αλλά και ένα αμφιλεγόμενο ετερόκλητο κύκλωμα πολιτικών, δημοσιογράφων, κομματαρχών και παραγόντων που θεώρησαν ότι ήλθε η ώρα να πιάσουν την καλή ιππεύοντας (και καπηλευόμενοι…) τη λαϊκή αγανάκτηση.
Σε αυτήν εδώ τη σελίδα σημείωνα στις 16 Ιανουαρίου 2011 ότι ο βασικός κίνδυνος που απειλεί τη χώρα είναι μια «έκρηξη λαϊκισμού». Και ότι αυτός ο κίνδυνος είναι ορατός επειδή οι αντοχές της κοινωνίας δοκιμάζονται επικίνδυνα, επειδή η πολιτική που έχει επιβληθεί δεν φέρνει αποτελέσματα και επειδή το πολιτικό σύστημα εμφανίζει ένα παραλυτικό έλλειμμα ηγεσίας.
Εξι μήνες αργότερα, παρακολουθούμε την έκρηξη σε απευθείας μετάδοση. Η κατάσταση κινδυνεύει να τεθεί εκτός ελέγχου, μια εξέλιξη που μπορεί να χαροποιεί μόνο όσους χρησιμοποιούν την αγανάκτηση των πολλών για να εξασφαλίσουν τη δική τους επιβίωση ή αναβίωση - εξαρτάται από την περίπτωση…
Το βέβαιο είναι ότι η δημοκρατία δοκιμάζεται. Δοκιμάζεται στις πιο θεμελιώδεις αξίες της: την αποδοχή των θεσμών, την ελευθερία του λόγου και του διαλόγου,τον σεβασμό στη διαφορά,την ανοχή στη συνύπαρξη,την ανεμπόδιστη πρόσβαση στον δημόσιο χώρο. Η δημοκρατία δοκιμάζεται επειδή αμφισβητούνται τα βασικά χαρακτηριστικά της: η ηπιότητα, η μετριοπάθεια, η ανοχή.
Τι μένει λοιπόν; Να περιμένουμε και το τρίκυκλο.

Πηγή: εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής», 5 Ιουνίου 2011
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=404845
jpretenteris@dolnet.gr

Κίνημα Αγανακτισμένων Πολιτών



Χθες, Κυριακή 5 Ιουνίου, οι αγανακτισμένοι πολίτες που συγκεντρώθηκαν στο Σύνταγμα, αλλά και σε άλλες πόλεις, ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Η δυναμική των κινητοποιήσεων αυτών αποτελεί ένα τεράστιο ζητούμενο. Η αγιοποίησή τους από τα ΜΜΕ αποδεικνύει ότι τα πλήθη πουλάνε, και πουλάνε καλά. Κι αυτό το ξέρουν καλά οι Πολιτικοί, όπως φάνηκε και από τις δηλώσεις του ΛΑΟΣ. Υπάρχουν, όμως, και πολλές ψύχραιμες φωνές που αντιμετωπίζουν το θέμα διαφορετικά.



Αγγελίες
Κική Δημουλά


Διατίθεται ἀπόγνωσις
εἰς ἀρίστην κατάστασιν,
καὶ εὐρύχωρον ἀδιέξοδον.
Σὲ τιμὲς εὐκαιρίας.

Ἀνεκμετάλλευτον καὶ εὔκαρπον
ἔδαφος πωλεῖται
ἐλλείψει τύχης καὶ διαθέσεως.

Καὶ χρόνος
ἀμεταχείριστος ἐντελῶς.

Πληροφορίαι: Ἀδιέξοδον
Ὥρα: Πᾶσα.

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/kikh_dhmoyla/various.htm


Α.
Πλατεία, όπως Κουκούλι
Μάνος Χατζημαλωνάς


«Κάποιος, κάποτε, βρήκε το κουκούλι μιας πεταλούδας. Μια μέρα, παρουσιάστηκε ένα μικρό άνοιγμα στο κουκούλι. Ο άνθρωπος κάθισε και παρατηρούσε την πεταλούδα για αρκετές ώρες καθώς εκείνη αγωνιζόταν να περάσει το σώμα της μέσα από την μικρή τρύπα. Κάποια στιγμή φάνηκε ανήμπορη να προχωρήσει άλλο. Έτσι ο άνθρωπος αποφάσισε να βοηθήσει την πεταλούδα. Με ένα ψαλίδι, έκοψε το υπόλοιπο κομμάτι του κουκουλιού.
Η πεταλούδα πρόβαλε εύκολα, αλλά είχε πρησμένο σώμα και μαραμένα φτερά. Ο άνθρωπος συνέχισε να παρατηρεί την πεταλούδα, γιατί περίμενε ότι τα φτερά της θα μεγάλωναν και θα άπλωναν για να στηρίξουν το σώμα της, το οποίο θα ξεπρηζόταν σιγά-σιγά. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν έγινε.
Αντίθετα, η πεταλούδα πέρασε την υπόλοιπη ζωή της σέρνοντας το πρησμένο της σώμα και έχοντας μαραμένα φτερά. Ποτέ δεν μπόρεσε να πετάξει. Μέσα στην βιασύνη του να διευκολύνει την πεταλούδα για να την δει ελεύθερη να απλώνει τα φτερά της, ο άνθρωπος αυτός της στέρησε την πίεση και τη δυσκολία του αγώνα που θα διοχέτευε στα φτερά της την απαραίτητη δύναμη».


Οι ευαγείς πόθοι και προθέσεις όλων όσοι συμμετέχουν στο κίνημα των “Αγανακτισμένων” οφείλουν να περνούν από τακτικά check-ups πραγματικότητας. Και η πραγματικότητα δεν είναι υπόθεση εύκολη, όπως πολλές φορές και όλη η αλήθεια ως έννοια.
Η δυσκολία με την πραγματικότητα στο φαινόμενο των “Αγανακτισμένων” φαίνεται ξεκάθαρα από την προσπάθεια της λεγόμενης Λαϊκής Συνέλευσης στο Σύνταγμα να βάλει τα πράγματα σε οργανωμένη δομή, όπως τη ψήφιση και υλοποίηση συγκεκριμένων προτάσεων.
Σίγουρα, ένα ανομοιογενές πλήθος χωρίς σχετική εμπειρία σε αυτό-οργανωμένες συλλογικότητες και διαβουλεύσεις θα αντιμετώπιζε τέτοιου είδους δυσκολίες. Πώς πείθουμε όμως ότι η δυσκολία οργάνωσης σε άτυπους θεσμούς με επιτροπές, κληρωτούς ανακλητούς και με περιορισμένη θητεία αντιπροσώπους, είναι η μόνη ειρηνική και θεμιτή οδός; Πώς δηλαδή διαφυλάσσουμε τη δυνατότητα των διαδηλωτών για πολιτική ωριμότητα; Αλλιώς, πώς προλαβαίνουμε βιαστικές γόρδιες κινήσεις, τύπου «παραβίασης κουκουλιού». με καθόλου αίσιο τέλος;
Δεν τολμώ να κρίνω την ποιότητα αγανάκτησης τόσων συμπολιτών μου, μάλιστα όταν τόσο έντονα την ενστερνίζομαι. Όμως δεν μπορώ να πω ότι δε με ανησυχεί – ή κυριολεκτικά φοβίζει- όταν στο πλήθος του κόσμου παρατηρώ εφηβικά σύνδρομα ασυδοσίας και επιπολαιότητας.
Είναι εύκολο να κατέβεις στην πλατεία όταν δεν έχεις καθόλου δουλειά ή μετά το πέρας του ωραρίου σου για μια βόλτα. Είναι εύκολο να φας σουβλάκι 3 ευρώ, να αγοράσεις σφυρίχτρα 1 ευρώ, να φωτογραφηθείς ανάμεσα σε αγνώστους, να πεις κάνα σύνθημα και να αποδόσεις και εσύ ορθάνοιχτα χαιρετισμό προς το κτίριο της Βουλής.
Επίσης είναι όλο και ευκολότερο να ξεριζωθείς από τον καναπέ σου και να γίνεις ένα με το πολύχρωμο μπούγιο πλατείας αφού εκεί είναι στραμμένα πια όλα τα βλέμματα. Εύκολο λέμε ακόμα και να συγκινηθείς και να αισθανθείς ένα με το επαναστατικά ηδονικό πλάτειασμα τόσων συνανθρώπων σου.
Άλλωστε όλο αυτό είναι πλέον της μόδας. Όμως μέχρι εκεί τα εύκολα. Γιατί όταν πρέπει να αποφασίσεις τι οφείλεις να κάνεις πριν εκτονώσεις τον τελευταίο κόκκο αγανάκτησης σου, ή πριν αυτή σε ξεπεράσει και γίνει θηρίο, τότε μάλλον αρχίζουν τα δύσκολα.
Θα μου πείτε αφού φτάσαμε ως εδώ, τα δύσκολα τα τρώμε για επιδόρπιο έξω από τη καντίνα στη Μαβίλη. Εδώ όμως πρόκειται για δυσκολίες που προϋποθέτουν προσωπικές υπερβάσεις πριν ξεπεραστούν.
Στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, τα παραδείγματα πισωγυρίσματος που απέφεραν σπασμωδικές ψευδο-αναπτύξεις λάθος χρονισμού μπορούν να γεμίσουν τόμους αναφοράς και ανάλυσης. Θα εστιάσω σε κάτι που πρώτο χέρι ανταμώνω καθημερινά στη δουλειά μου. Τα δεινά που μπορεί να προκαλέσει ο θερμοκοιτιδισμός της ευκολίας στην ανάπτυξη ενός ανθρώπου και κατ’ επέκταση ενός κινήματος.
Σήμερα έχουμε μια κοινωνία που δηλώνει αντίθετη με την παθητικότητα του να δέχεσαι προτροπές ή παρεμβάσεις γονιών, φίλων, διδασκάλων και πρεσβυτέρων στην ζωή σου. Από την άλλη ευνοεί ανεπιφύλακτα το όργιο της καταναλωτικής μίμησης: “Δείτε τι κάνουν οι πλούσιοι και οι επιτυχημένοι, τι φοράνε, που τρώνε που συχνάζουν, και κάντε το ίδιο”.
Μια μεθοδευμένη καλλιέργεια φαντασίωσης, χωρίς αναφορές στα μέσα ή τις ποιότητες που έκαναν αυτούς τους πλούσιους και επιτυχημένους να χαίρουν αυτών των ανέσεων, με απώτερο σκοπό την έξαρση της καταναλωτικής επιθυμίας.
Ένας copy-paste αρπακολισμός μίμησης δίχως ουσία με την ταυτόχρονη άρνηση προς αυτή. Η επιστροφή στην πραγματικότητα κοστίζει τόσο σε ψυχικό επίπεδο με την απογοήτευση που ακολουθεί, όσο και από οικονομικής πλευράς με τα γνωστά και γενικευμένα φαινόμενα που οι περισσότεροι βιώνουμε.
Μέσα σ’ αυτή τη γαλούχηση που ορίζει την αξία του ανθρώπου μέσα από αυτά που έχει, δηλαδή μια καταληκτική κατάσταση πλούτου-φήμης-επιτυχίας, εκδηλώνεται και το φαινόμενο «πάμε πλατεία». Είναι σαν να στήθηκαν οι αγανακτισμένοι θίασοι στις πλατείες και να περιμένουν πελατεία.
Με το προσιτό και εύκολο προσκήνιο σε πλήρη θέα από τη μία, αλλά και τη δύσκολη και όχι τόσο προσιτή κοσμογονία της παράλληλης δράσης από την άλλη. Η κάθοδος στις πλατείες είναι προσιτή σε όλους γιατί ως προϊόν είναι τυποποιημένο και έτοιμο. Καμία αναφορά για του τί γίνεται όταν «φτάσουμε πλατεία;».
Κάποιοι εκτός πλατείας έχουν ήδη αρχίσει να φτιάχνουν σενάρια για τους αγανακτισμένους. Χαρακτηριστικό είναι πως τα δελτία των 8μμ έχουν αρχίσει να «χαϊδεύουν» το φαινόμενο σαν κάτι το οποίο ενδεχομένως να οδηγήσει σε μία ακόμη έκτακτη εκλογική αναμέτρηση, κάτι που είναι εύκολα διαχειρίσιμο και εκμεταλλεύσιμο από τις παλιές καραβάνες των καναλαρχών.
Το πρόβλημα με όσα μένουν απρόσιτα λόγω δυσκολίας, είναι ότι αυτά και μόνο αυτά οδηγούν στην ανάπτυξη δημιουργικής διάθεσης. Αυτού του είδους τη διάθεση που μπορεί να μας βγάλει από την πολιτική αποσύνθεση που χαρακτηρίζει τα σημερινά φαινόμενα. Είναι η ίδια διάθεση που θα μας απομακρύνει από το άλλο άκρο της τάσης για καταστροφή.
Το πλήθος λοιπόν των αγανακτισμένων μάλλον αποτελείται και από πολλούς ανυπόμονους, οι οποίοι ενδεχομένως πριν βγουν στις παραλίες και τα ξεχάσουν όλα, κάνουν μια στάση αγανάκτησης και γίνονται έτσι πρόχειροι δανειολήπτες μιας επαναστατικότητας ποτισμένης από τη λεγόμενη ψυχολογία της μάζας.
Όπως κάποιος μαθητής προχειρολογεί έχοντας διαβάσει ‘διαγώνια’ και όχι σε βάθος μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τον εξεταστή και να ψαλιδίσει το κουκούλι του, έτσι και ο μέσος διαδηλωτής στην πλατεία συμμετέχει, φωνάζει και οργίζεται νομίζοντας πως αυτό αρκεί για την επόμενη ημέρα.
Κάτσε ρε φίλε, θα μου πείτε, τέτοιες ιστορίες θέλουν χρόνο και υπομονή. Θα το περίμενες πριν καιρό αυτό από τον ‘Έλληνα; Δεν λέω, πριν τα έκανε όλα αυτά μέσα στο σαλόνι, ή στα καφέ και τώρα τα κάνει μαζικά και σε πλατείες. Όμως έχει να ξεπεράσει και άλλες σκοπέλους, όσο περνούν οι μέρες μέσα στα καζάνια των πλατειών.
Η χρόνια έλλειψη προσωπικής ευθύνης και διάθεσης για θυσίες υπέρ ενός κοινού στόχου, η απουσία προτύπων, η προσωποφοβία, η συχνή λανθασμένη ταύτιση της πειθαρχίας και της λογικής με φασιστικές διαθέσεις είναι μερικές από αυτές.
Θα μου πείτε τέλος, εσύ που φοβάσαι την ευκολία, φοβόσουν μήπως λιγότερο την αδιαφορία και την ανία του καναπέ; Η αλήθεια είναι πως όχι.
Όμως φοβάμαι, γιατί αυτοί που φοβούνται την δυσκολία φοβούνται λιγότερο τις χαμένες ευκαιρίες ή και ακόμα την οργή, την καταστροφή και τη βία.

* Μάνος Χατζημαλωνάς είναι Ψυχολόγος

Πηγή: ειδησεογραφική σελίδα nooz.gr, 5 Ιουνίου 2011
http://www.nooz.gr/prosopa/plateia-opos-koukoili




Β.
Οταν το πλήθος γίνεται όχλος
Τασούλα Καραϊσκάκη


Oι σύγχρονες κοινωνίες ταλαντεύονται ανάμεσα στην απόγνωση και την παθητικότητα, την αδράνεια και τη διαμαρτυρία. Από τι κινδυνεύει περισσότερο η δημοκρατία, από την εγρήγορση ή την ακινησία; Στις ζωηρές συζητήσεις των ημερών για τη συμπεριφορά του πλήθους, για το πώς το άτομο σκέπτεται και δρα μέσα στην αναβράζουσα κοινωνία, συχνότερα επιλέγεται η πρώτη, ενώ πιο αληθινή μοιάζει η δεύτερη.
Ο Φρόιντ έλεγε πως η μάζα «οικοδομείται» από τις νευρώσεις του ατόμου. Ενώ ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Ντέιβιντ Ρίσμαν πρέσβευε («Το μοναχικό πλήθος») ότι το άτομο αντλεί τον προσανατολισμό του από τον συγκαιρινό του· ανταποκρίνεται αλλά δεν επιλέγει, όλο και περισσότερο σκλάβος της κοινής γνώμης. Πώς σκέφτονται, πώς αντιδρούν όσοι σήμερα αναμειγνύονται και αγκομαχούν στο πήγαιν’ έλα της μυρμηγκιάς του Συντάγματος; Αγνωστο.
Το βέβαιο είναι πως δεν αποτελούν ένα ομοιογενές σύνολο. Αλλά πολλά σώματα με διαφορετική κινητικότητα και αντιδράσεις. Αν κάτι τα ενώνει, είναι η ανάγκη να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους. Μιλιούνια συγκεντρώνονται σε κάθε κάλεσμα. Μια ισχυρή συντριπτική αλήθεια που δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Και όπως ένα καζάνι που βράζει, έτσι και οι καθημερινές συγκεντρώσεις δεν είναι ολότελα ειρηνικές.
Στόχος της οργής γίνονται όχι μόνον όσοι έχουν αναμειχθεί στα πιο βρώμικα σκάνδαλα, έχουν νομιμοποιήσει τις πιο ανήθικες συμπεριφορές, έχουν αποδεχθεί τη συναλλαγή ως επικρατούσα τακτική, αλλά όλοι οι πολιτικοί. Πληρώνουν, χωρίς πολλές εξαιρέσεις, τις συνέπειες της διαφθοράς, της πολύχρονης ασυλίας τους, της αδιάλειπτης μέτρησης του πολιτικού κόστους (με βάση κυρίως τις αντιδράσεις των εταίρων της εξουσίας, των ομάδων συμφερόντων, των συντεχνιών, των κρατικοδίαιτων συνδικαλιστών), το γεγονός ότι ακόμη και στην κορύφωση της κρίσης, αποφάσεις λαμβάνονται πίσω από κλειστές πόρτες και ο κόσμος δεν γνωρίζει όλη την αλήθεια.
Ετσι το πάθος που ωθεί τους πολίτες να δρουν για το κοινό καλό, να αντιστέκονται στις επιθέσεις των εχθρών της πολιτείας, να κινητοποιούνται κι όταν παραβιάζονται τα δικαιώματα μόνον ενός, δεν είναι ενεργό απ’ άκρη σ’ άκρη της συνωστισμένης πλατείας. Αλλοτε αναβλύζει το εγώ της ηπιότητας κι άλλοτε το εγώ της επιθετικότητας, των ενστίκτων. Και το πλήθος, ενίοτε, γίνεται όχλος.
Οι πράξεις του όχλου δεν κατευθύνονται ούτε και ελέγχονται από τη λογική. Επηρεάζονται από τα αισθήματα που προκαλούν οι αναλαμπές της συγκυρίας. Ο όχλος μεταμορφώνει την προσωπικότητα όσων τον αποτελούν. Ο ήπιος και ο βίαιος, ο άξεστος και ο ευγενής, αποκτούν όμοια κριτήρια, ίδιες αντιδράσεις. Ο όχλος δεν σκέφτεται, αισθάνεται. Δεν προσχεδιάζει, κι αψηφά τις συνέπειες. Ο όχλος στερείται μέτρου. Καταρρίπτει κάθε φραγμό, ξεσπώντας επί δικαίων και αδίκων.
Ομως η έξοδος από την κρίση δεν μπορεί να προέλθει από μια οργισμένη και κατακερματισμένη κοινωνία. Από τη ρίψη στον Καιάδα όλων των αρχών κι όλων των θεσμών. Η γενίκευση μιας τέτοιας στάσης ίσως έστρεφε τμήματα της κοινωνίας σε επικίνδυνες κατευθύνσεις, ίσως οδηγούσε σε ακραίες εξελίξεις. Θα πρέπει η οργή να γίνει ορμή και έρμα μιας νέας οργάνωσης με κοινωνική διαφάνεια και κοινωνική δικαιοσύνη. Μιας κοινής γλώσσας. Μιας νέας ευπρέπειας.

Πηγή: εφημερίδα «Καθημερινή», 5 Ιουνίου 2011
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_2_05/06/2011_1295433




Γ.
Μετά τις συγκεντρώσεις των αγανακτισμένων
Πάσχος Μανδραβελης


Φοβάμαι
Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι / και μια ωραία πρωία μεσούντος κάποιου Ιουλίου / βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας «Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά / πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους που σου ‘κλειναν την πόρτα / μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια και τώρα / τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους που γέμιζαν τις ταβέρνες / και τα ‘σπαζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ και τώρα τα ξανασπάζουν / όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν / και τώρα σε λοιδορούν γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.

Μανώλης Αναγνωστάκης
Νοέμβρης 1983

Oι ταγοί αυτής της χώρας λατρεύουν τις κινητοποιήσεις· εκτός, ίσως, των παραγωγικών δυνάμεων. Θέλουν τα πάντα να αλλάξουν· με πιθανή εξαίρεση το Δημόσιο, το κοινωνικό κράτος, την υγεία, τα κλειστά επαγγέλματα, ό, τι τέλος πάντων συνθέτει τη σημερινή μίζερη πραγματικότητα. Γι’ αυτό ο κανόνας είναι να δοξιολογούνται οι «κινητοποιημένοι». Στα δοξαστικά υπάρχει μέγας ανταγωνισμός. Οχι μόνο μεταξύ των κομμάτων, αλλά και των Μέσων. Δεν μπορούμε να συγκρίνουμε, διότι δεν έχει μετρηθεί ο αριθμός των επιθέτων που χρησιμοποιούν οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι, αλλά σίγουρα οι δεύτεροι πλεονεκτούν λόγω θέσεως. Εχουν σελίδες να γεμίσουν και πολύ τηλεοπτικό χρόνο να καλύψουν· τι να πρωτοκάνει ο πολιτικός με δυο πενιχρές ανακοινωσούλες;
Η λατρεία των κινητοποιήσεων πρέπει να έχει ψυχολογικά κίνητρα. Η γενιά της μεταπολίτευσης, που είναι τώρα στα πράγματα, δεν μπορεί να κοιμηθεί από το τρόπαιο του Πολυτεχνείου. Δεν είναι λίγο το ψυχολογικό βάρος, να έχεις χάσει στο και πέντε τη μεγάλη δόξα. Γι’ αυτό και λιβανίζει κάθε κινητοποίηση. Τη νοηματοδοτεί υπό το άγχος που έχει για το δικό της «Πολυτεχνείο». Κι έτσι την κάνει καρικατούρα. Το Πολυτεχνείο ξεκίνησε με πολύ συγκεκριμένο αίτημα (φοιτητική συνδικαλιστική ελευθερία) και φούντωσε με ένα ευρύτερο αλλά επίσης συγκεκριμένο αίτημα. Τη δημοκρατία. Τελεία και χωρίς τα επίθετα «ουσιαστική», «πραγματική» κ. λπ. Τώρα ακόμη και οι κινητοποιήσεις της Κερατέας, που χλευάζουν τον βασικό δημοκρατικό κανόνα, θεωρήθηκαν προάγγελος της «άλλης δημοκρατίας», η οποία μάλιστα δεν προσδιορίζεται ως προς τα χαρακτηριστικά της.
Αυτές τις μέρες στις πλατείες της χώρας συμβαίνει κάτι μεγάλο. Δεν ξέρουμε πόσο σημαντικό είναι, διότι δεν μπορούμε να το προσδιορίσουμε. Είναι μαζικό: Συγκεντρώσεις 30, 40, 60 χιλιάδων ανθρώπων τις ζηλεύουν πλέον και όλα τα κόμματα και όλα τα συνδικάτα. Γι’ αυτό πέρα από τις δοξολογίες υπάρχει και η κατανοητή αμηχανία. Εκτός της κοινής «αγανάκτησης» δεν υπάρχει άλλο προσδιοριστικό του κινήματος. Από συνεντεύξεις τυχαίων «αγανακτισμένων» στο YouTube διαπιστώνουμε ότι κάποιοι εκφέρουν ακροδεξιές απόψεις, άλλοι ακροαριστερές, πολλοί και τα δύο μαζί και όλες είναι συγκεχυμένες. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσες μέρες αγανάκτησης δεν παρήγαγαν ένα συγκεκριμένο αίτημα, ούτε καν ένα πρωτότυπο σύνθημα. Τα συνθήματα που ακούγονται είναι παράφραση παλιότερων ή γηπεδικών συνθημάτων «ε-εεϊ, ο, ε-εϊ-ο...». Είναι αξιοσημείωτο πως ούτε ο Εθνικός Υμνος δεν έγινε μια φωνή στις πλατείες. Μόνο τα «ου» και τα χειροκροτήματα κάνουν αυτές τις μαζώξεις συλλογικότητα. Κι αυτά είναι άναρθρη αντίδραση· αγανάκτηση χωρίς λέξεις, χωρίς λόγο.

Αγανάκτηση με αιτία
Να μην παρεξηγηθούμε: το γεγονός ότι η αγανάκτηση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη δεν σημαίνει ταυτοχρόνως ότι είναι και αδικαιολόγητη. Υπήρχαν πολλοί λόγοι για να αγανακτεί κανείς και τώρα προστέθηκε η οικονομική κρίση. Υπάρχει φόβος, οικονομική ανασφάλεια, περιβάλλον επιβαρυμένο, ένα κράτος που αδυνατούσε και αδυνατεί να δώσει τις στοιχειώδεις υπηρεσίες στους πολίτες κ. λπ. Το πρόβλημα είναι ότι η αγανάκτηση για τα φαινόμενα διαστρέφεται όταν νοηματοδοτούνται οι πηγές αυτών των προβλημάτων. Κάποιοι κουρσεύουν τη διαμαρτυρία, στη διαδικασία εξήγησής της: τη στρίβουν, τη στριφογυρίζουν, και τελικώς την αντιστρέφουν αντί να την εξηγήσουν. Δηλαδή η οικονομική ανασφάλεια, που δικαιολογημένα νιώθουν πολλοί και πάνε στις πλατείες, δεν οφείλεται στο λίγο κράτος· είναι αποτέλεσμα της υπερδιόγκωσής του.
Εδώ όμως γεννάται ένα πρόβλημα. Πώς νοηματοδοτείται χωρίς να κουρσευτεί η αγανάκτηση δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων ολόκληρου του πολιτικού φάσματος; Με το σύνθημα «άλλοι μας πίνουν το αίμα και όχι τα κουνούπια» συμφωνούν πιθανότατα όλοι. Αλλά πώς συγκεράζεται το «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» που διατύπωσε ο «Αντώνης της Πλατείας», σύμφωνα με ένα βίντεο που κυκλοφορεί σε ακροδεξιούς δικτυακούς τόπους με το «α και ου γ... το ΔΝΤ»; Υπάρχει περίπτωση να δούμε κοινή διακήρυξη Αλαβάνου - Ανθιμου Θεσσαλονίκης, ο οποίος επίσης τάχθηκε υπέρ των αγανακτισμένων; Πώς θα ενοποιηθούν οι εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις;

Συμβιβασμός και πολιτική
Ενας τρόπος είναι διά των συνελεύσεων που ξεκίνησαν να γίνονται, αν φυσικά δεν καπελωθούν. Εκεί θα συζητηθούν όλα, θα ακουστούν οι διαφορετικές απόψεις, θα γίνει η σύνθεσή τους και στο τέλος θα υπάρξει ένα ενιαίο κείμενο θέσεων. Αυτό όμως προϋποθέτει διαδικασίες και ανοχή στη διαφορετική άποψη, ακόμη και αν είναι ακριβώς αντίθετη. Το τελικό κείμενο, ως απόρροια συμβιβασμών, τελικώς δεν θα εκφράζει κανέναν συγκεκριμένα. Επιπλέον η διαδικασία αυτή, όπως και να την ονομάσουμε, είναι πολιτική. Μια μάζωξη ανθρώπων που συζητάνε διαφορετικές απόψεις, και αντί να σφάζονται, συμβιβάζονται. Είναι η πολιτική που απεχθάνονται οι συγκεντρωμένοι. Προϋποθέτει εκτός από «α» και «ου» παιδεία, και δη πολιτική. Πρέπει οι συμμετέχοντες να κατανοούν και να σέβονται τους κανόνες του παιχνιδιού. Ασχετα αν έχουμε επαναστατικά υποκείμενα στις πλατείες, η διαδικασία είναι της κατασυκοφαντημένης αστικής δημοκρατίας· είναι μια μορφή κοινοβουλίου, αυτού που μουτζώνουν οι διαμαρτυρόμενοι. Πιθανώς οι λαϊκές συνελεύσεις να έχουν πιο ρηξικέλευθα πολιτικά αποτελέσματα από εκείνα που παράγει η πολιτική γραφειοκρατία στο κοινοβούλιο, αλλά πάλι προϋποτίθενται οι συμβιβασμοί και ο σεβασμός της πλειοψηφίας. Αλλιώς το κίνημα των «αγανακτισμένων» θα διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη και διάφοροι θα το εκμεταλλεύονται για να κάνουν το κομμάτι τους στο κοινοβούλιο. Ηδη ο κ. Τσίπρας βλέπει στις πλατείες τη δικαίωση των απόψεών του. Λογικώς όλοι θα βλέπουν κάτι δικό τους στις πλατείες, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει -προς το παρόν τουλάχιστον- κάτι συγκεκριμένο στις πλατείες.
Το πρόβλημα του κ. Πάγκαλου είναι ότι χρησιμοποιεί λαμπερά επίθετα που πολλές φορές κρύβουν τα ουσιαστικά. Στη συνέντευξή του, όπου υπήρχε ο φανταχτερός όρος περί «μόδας νέων τεχνολογιών», υπήρχε μια σοβαρή επισήμανση: «Τα εύκολα «όχι» πολλές φορές ενώνουν πιο άνετα απ’ ό, τι τα πολύ πιο δύσκολα «ναι»... Πολιτικό κίνημα θα σχηματιστεί όταν στα πανό δεν βλέπουμε μια διαρκή άρνηση, όπου τεράστια «όχι» δεσπόζουν και καταπίνουν τα πάντα, αλλά όταν δούμε μια ιδέα για την οποία αξίζει κάποιος να κάνει θυσίες». («Το Εθνος της Κυριακής», 29.05.2011) Εχει δίκιο. Δεν αρκεί να μαζεύονται χιλιάδες άνθρωποι στις πλατείες και να εκτονώνονται με «α» και «ου». Χρειάζεται διαρκής συμμετοχή, η οποία προϋποθέτει διάβασμα, ανταλλαγή απόψεων, θυσία χρόνου. Θα τη δούμε;

Συνέχεια του «Δεκέμβρη» με άλλα μέσα
Από μια άποψη οι συγκεντρώσεις των αγανακτισμένων είναι η συνέχεια του «Δεκέμβρη» με άλλα μέσα. Αν ξεχάσουμε τη φόρμα της διαμαρτυρίας -τον Δεκέμβριο του 2008 είχαμε βία και καταστροφές- θα βρούμε ένα κοινό χαρακτηριστικό. Μια συναισθηματική έκρηξη (οργή τότε, αγανάκτηση τώρα) χωρίς συγκεκριμένο πρόταγμα. Και στις δύο περιστάσεις υπάρχει μόνο η άρνηση του υπάρχοντος, η αίσθηση ότι πρέπει να αλλάξουν όλα, χωρίς όμως να ιεραρχούνται οι αλλαγές, έστω χρονικά. Ποια αλλαγή προηγείται και ποια έπεται;
Αυτού του τύπου οι διαμαρτυρίες είναι η χαρά της μετανεωτερικότητας. Οι ιεραρχήσεις, οι διαδικασίες νομιμοποίησής τους κ. λπ. ανήκουν στη σφαίρα της νεωτερικότητας.
Οι μάζες νομιμοποιούν διά κάποιας διαδικασίας κάποιους να τους αντιπροσωπεύουν ώστε να επιτευχθούν κάποια αποτελέσματα. Στον μεταμοντέρνο κόσμο όλα είναι χύμα και όλα είναι ίδια. Ακόμη και το ψέμα έχει ίδιο βάθος με την αλήθεια, αφού είναι «συμβάν», παράγει κάποιο απροσδιόριστο εκ των προτέρων αποτέλεσμα. Δεν αναφερόμαστε μόνο στον αστικό μύθο περί του ισπανικού συνθήματος «Σσσς, κάντε ησυχία, κοιμούνται οι Ελληνες». Σε κάθε διαδήλωση κυκλοφορεί ένα πανό συμπαράστασης από τους Ισπανούς Αγανακτισμένους. Είναι πραγματικά των Ισπανών; Εχουν αντιπροσώπους εδώ; Είναι διεθνιστικό το κίνημα; Κανένας δεν νοιάζεται για την αλήθεια, αρκεί που υπάρχουν «συμβάντα».
Ο υπαρκτός μεταμοντερνισμός, παράγει νέα πανό, αυτή τη φορά στα γαλλικά και στα ιταλικά. «Σσσς, κάντε ησυχία, κοιμούνται οι Γάλλοι/Ιταλοί». Δεν ασχολείται με το αρχικό ψεύδος. Το αναπαράγει σαν να ήταν αλήθεια.
Το πρόβλημα με τη μετανεωτερικότητα είναι ότι παράγει «συμβάντα», αλλά όχι αποτελέσματα. Τα τελευταία χρειάζονται τις συμβάσεις της νεωτερικότητας: ιεράρχηση στόχων, νομιμοποίηση μέσων, διαδικασίες λήψης αποφάσεων, σεβασμό αυτών των αποφάσεων. Είναι η παλιά καλή πολιτική, που όμως αρνούνται οι Αγανακτισμένοι.
Επομένως αν η διαμαρτυρία δεν καπελωθεί από τη γνωστή αριστερά, που τρέχει ασθμαίνουσα να υιοθετήσει κάθε διαμαρτυρία, το καλύτερο που πρέπει να περιμένουμε είναι η ανανέωση της πολιτικής διαδικασίας με νέες φωνές, να εμπλουτιστεί η πολιτική από νέα αιτήματα.
Αυτό όμως προϋποθέτει πιο ενεργή συμμετοχή. Ισως όχι στους υπάρχοντες κομματικούς χώρους, αλλά σε νέους. Αλλά γι’ αυτό έχουμε πολύ δρόμο ακόμη.

Διαβάστε
- Κορνήλιος Καστοριάδης, «Το επαναστατικό πρόβλημα σήμερα», εκδ. Ύψιλον.
- Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας», εκδ. Ράππα.

Πηγή: εφημερίδα «Καθημερινή», 5 Ιουνίου 2011
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_05/06/2011_1295440




Δ.
Αποκαλύψεις της κρίσης
Άγγελος Στάγκος


Η οικονομική κρίση δεν έφερε μόνο την οικονομική δυσπραγία στη χώρα. Απέδειξε κατά τρόπο αναμφισβήτητο πόσο κούφιο ήταν ένα κυριολεκτικά άδειο πουκάμισο, το μοντέλο της λεγόμενης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που ακολουθούσαμε, αλλά ταυτόχρονα αποκάλυψε και αρκετά χαρακτηριστικά της... ελληνικής πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που κανονικά και αντικειμενικά δεν είναι διατηρήσιμη, αλλά αν παρ’ ελπίδα επικρατήσουν οι πολλοί που νομίζουν ότι πρέπει να διατηρηθεί, θα μας οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε μία χαώδη κατάσταση που θα θυμίζει ζούγκλα.
Η πραγματικότητα, λοιπόν, ήταν ότι και πριν από την κρίση η Ελλάδα δεν είχε κρατική μηχανή. Δεν είχε συντεταγμένη κοινωνία και η αίσθηση κοινωνικής ευθύνης ήταν περιορισμένη. Ηταν ουσιαστικά μία άνομη πολιτεία. Η διαφθορά και η μετριότητα καθόριζαν τα πάντα. Η παιδεία αντικαταστάθηκε από την παραπαιδεία και υπήρχε ως θεσμός μόνο κατ’ όνομα. Η πραγματική παραγωγή είχε εγκαταλειφθεί και αντικατασταθεί με πλαστά πιστοποιητικά και αεριτζίδικες μπίζνες. Η λεγόμενη ηγετική τάξη σε όλα τα επίπεδα και σε όλους τους τομείς ήταν μικρή και σε μεγάλο ποσοστό χαμηλών δυνατοτήτων. Ο επαρχιωτισμός ήταν ανέκαθεν βασικότατο συστατικό της κοινωνικής φυσιογνωμίας, ενώ τα τελευταία χρόνια προστέθηκε σαν κυρίαρχο χαρακτηριστικό και η βία (ξεκινά από τον φραστικό «τσαμπουκά»), η οποία κλιμακώνεται συνεχώς σε όλες τις μορφές της, από τον προπηλακισμό ώς τον χουλιγκανισμό και ώς την εγκληματικότητα.
Δυστυχώς, αυτή ήταν η Ελλάδα μας και δυστυχέστατα, εξακολουθεί να είναι. Δεν τα βλέπαμε ή δεν θέλαμε να τα δούμε όλα αυτά, γιατί ήταν πασπαλισμένα με χρυσόσκονη αγορασμένη με κοινοτικές επιδοτήσεις και δάνεια, αλλά ουσιαστικά πάντα υπήρχαν. Πολλοί ίσως θεωρήσουν υπερβολικό τον ισχυρισμό, αν όμως ψάξουν με ειλικρίνεια και αναλογισθούν με κάποια διεισδυτικότητα την πορεία της χώρας εδώ και περίπου πενήντα χρόνια, θα δεχθούν την αλήθεια. Οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Τα φαινόμενα που βλέπουμε και ζούμε το αποδεικνύουν καθημερινά, ενώ ο λαϊκισμός δεν είναι πια απλά τρόπος σκέψης και έκφρασης, αλλά τρόπος ζωής. Οσοι προσπαθούν να σκέπτονται κάπως ορθολογιστικά και αντιδρούν ακόμη στον λαϊκισμό, αποτελούν οικτρή μειοψηφία. Το κίνημα των «Αγανακτισμένων», που τόσο αβασάνιστα υμνείται από μίντια και δημοσιολογούντες (περιλαμβάνονται και δημοσιογράφοι σε αυτούς), ή οι «ανατρεπτικές» συνάξεις που οργανώνουν στα προπύλαια του Πανεπιστημίου καθηγητές και καλλιτέχνες που αναζητούν ηγετικό ρόλο στη δημόσια ζωή, αποτελούν... ανώτατα στάδια λαϊκισμού.
Ειδικά αυτό που ονομάστηκε κίνημα των «Αγανακτισμένων», το πρωί αποτελείται σε μεγάλο ποσοστό από δημόσιους υπαλλήλους, οι οποίοι βρίσκουν άλλη μία ευκαιρία να την... «κοπανήσουν» από την υπηρεσία τους για να σουλατσάρουν στο Σύνταγμα, ενώ το απόγευμα από ένα ετερόκλητο πλήθος διαφόρων επιδιώξεων, όχι κατ’ ανάγκην υπαγορευμένων από τη σημαντικότατη υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου πολλών συμπολιτών. Πρόκειται για μία ιδέα που δεν γεννήθηκε εδώ. Την κάναμε εισαγωγή από το εξωτερικό και συγκεκριμένα από την Ισπανία. Φυσικά, εφαρμόζεται «α λα γκρέκα», χωρίς πρωτότυπα συνθήματα, δίχως πολιτική ευαισθησία, αντιαισθητικά, με πλήρη έλλειψη φαντασίας, αλλά υπέρ του μοντέλου που μας έφτασε στην χρεοκοπία. Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα σε ελάχιστο διάστημα το «κίνημα» εκφυλίστηκε σε «χουλιγκανικές» και οχλοκρατικές εκδηλώσεις στην Αθήνα, στην Κέρκυρα, στην Αργυρούπολη και αλλού, όπως ακριβώς γινόταν και πριν από μερικούς μήνες.
Αν όμως αυτή είναι η εικόνα της Ελλάδας και της ελληνικής κοινωνίας, αρκούν οι διαπιστώσεις; Ασφαλώς και δεν αρκούν. Υπάρχει τότε περίπτωση να διορθωθεί από μέσα η κατάσταση, με δεδομένη τη νοοτροπία που επικρατεί και την ανομία που βασιλεύει; Οχι, βέβαια. Εκείνο όμως που μπορεί να γίνει είναι το ξαναχτίσιμο της χώρας, με πίεση και βοήθεια των Ευρωπαίων, αλλά και με συνεχή πιεστική ενεργοποίηση των πολιτών που προσβλέπουν στη Δύση, επιμένουν να σκέπτονται και να λειτουργούν επί τη βάσει της λογικής και δεν θέλουν να συμπαρασυρθουν στον όλεθρο στον οποίο μας οδηγεί η διατήρηση της... ελληνικής πραγματικότητας. Γι’ αυτό, πρώτος στόχος είναι η παραμονή στην Ευρωζώνη.

Πηγή: εφημερίδα «Καθημερινή», 5 Ιουνίου 2011
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_2_05/06/2011_1295434




Ε.
Έχεις ευθύνη!
Κυριακή, 5 Ιουνίου 2011


Οι μαζικές σχέσεις καταργούν την προσωπική ευθύνη και κατά συνέπεια και τη σχετική με αυτές δράση, με άλλα λόγια, χωρίς προσωπική ευθύνη, κανείς δεν έχει κάποιο κίνητρο για συλλογικές μη άμεσα ιδιοτελείς δράσεις. Μια απόδειξη αυτού του φαινομένου, γνωστού και ως «επίδραση των παρισταμένων», παρέχεται από το διάσημο πείραμα των Darley και Latane, που διενεργήθηκε το 1968. Η αρχική υπόθεση ήταν ότι σε μια περίσταση που απαιτεί την άμεση δράση κάποιου(ων), όσο ο αριθμός των παρισταμένων σε αυτήν αυξάνεται, είναι λιγότερο πιθανό κάποιος να αποφασίσει να παρέμβει ή ο χρόνος μέχρι να το κάνει αυξάνεται σημαντικά.
Στο πείραμα, οι ψυχολόγοι αυτοί υπέβαλλαν τους μισούς εθελοντές συμμετέχοντες στη δοκιμασία να συνομιλήσουν με κάποιον από ένα διπλανό δωμάτιο, χωρίς να τον βλέπουν, για κάποιοι θέμα που προκαλεί αμηχανία (π.χ. το μέγεθος των γεννητικών οργάνων), έτσι ώστε οι συμμετέχοντες να μην επιθυμούν καταρχήν να γνωριστούν με το συνομιλητή τους. Όμως, χωρίς να έχουν προειδοποιηθεί, ο συνομιλητής τους ξαφνικά υποκρινόταν ότι πάθαινε μια κρίση επιληψίας και λιποθυμούσε μόνος του στο άλλο δωμάτιο. Το μεγαλύτερο ποσοστό των εθελοντών έσπευδαν τότε να βοηθήσουν παρακάμπτοντας την αμηχανία τους.
Στη συνέχεια, χώρισαν τους άλλους μισούς συμμετέχοντες σε ομάδες των 2-4 και τους υπέβαλλαν στην ίδια δοκιμασία. Όπως αναμενόταν, η παρουσία άλλων παρευρισκομένων μείωσε την ταχύτητά παρέμβασης του καθενός. Αν και η αδράνεια στην καθημερινή ζωή δικαιολογείται συχνά μέσω της απάθειας, της αποξένωσης ή της ανωνυμίας, τα αποτελέσματα αυτά υποδηλώνουν ότι η εξήγηση μπορεί να βρίσκεται απλά στην παρουσία των άλλων, δηλαδή στη διάχυση της ευθύνης.
Εύκολα συνάγεται ότι σε μια περίπτωση επείγουσας εθνικής ανάγκης, όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα, η διάχυση της ευθύνης μάς κάνει παθητικούς παρατηρητές των γεγονότων και πολύ λιγότερο ενεργητικούς παίκτες. Εδώ μπορεί άλλωστε να προστεθεί και η μακρά μεταπολιτευτική παράδοση της βολικής μετάθεσης της προσωπικής ευθύνης μας έναντι της πατρίδας στην «πολιτική», την οποία όμως οι ίδιοι όλο και περισσότερο αποποιούμαστε, καθώς η άσκησή της μπορεί να έχει σημαντικό ατομικό κόστος. Κατά συνέπεια, η πολιτική τείνει να αναλαμβάνεται από αυτούς –τους επαγγελματίες πολιτικούς- που μπορούν να αντισταθμίσουν το παραπάνω κόστος μέσα από την εισαγωγή ιδιοτελών σκοπών στην άσκησή της, όχι κατ’ ανάγκην τον πλουτισμό και την κομματοκρατία (που σίγουρα αποτέλεσε το κύριο κίνητρο), αλλά έστω και οπωσδήποτε το ναρκισσισμό τους (σας διαβεβαιώνω ότι ένας νάρκισσος θα ήταν ανάμεσα στους τελευταίους τύπους προσωπικότητας ανθρώπου από τον οποίο θα επιθυμούσατε να εξαρτάται η σωτηρία σας).
Οι τελευταίοι και μειοψηφούντες υπεύθυνοι και ηθικά υποκινούμενοι εναπονείναντες πολιτικοί, θα διαθέτουν έτσι πάντα στην πράξη πολύ λιγότερη επιθυμία αλλά και δυνατότητα να επικρατήσουν και να διαμορφώσουν την κυρίαρχη ελίτ. Έτσι, αν η ευθύνη δεν αναληφθεί τελικά ούτε από το μεμονωμένο πολίτη αλλά ούτε και από τον πολιτικό, οι εξελίξεις θα αφεθούν στην τύχη τους, η οποία καθορίζεται βεβαίως από τις αποφάσεις άλλων, με τα δικά τους καταρχήν ιδιοτελή κριτήρια, κάτι που είναι κατανοητό.
(Στην πλατεία Συντάγματος, κάποιο παιδί τάιζε προχτές τα περιστέρια. Παρατηρούσα λοιπόν ότι ανάμεσα στα φιλονικούντα σμήνη των περιστεριών, που και που παρείσφρυε έντεχνα και ένα σπουργίτι που κατάφερνε να κλέψει ένα μεγάλο ψίχουλο και να πετάξει μακριά.) Όσοι ελπίζουν ότι θα επιβιώσουν των εξελίξεων πολιτικά, κοινωνικά ή και φυσικά, φιλοδοξούν βέβαια να υποκλέψουν κανένα ψιχουλάκι, κάτι που είναι επίσης κατανοητό. Εμείς, όσοι την ταυτότητα και την ύπαρξή μας τις καθορίζει η διαφορά μας από όλους αυτούς, τι θα κάνουμε; Σας παραπέμπω στον τίτλο.

Πηγή: «To blog - ks», 5 Ιουνίου 2011
http://konstantin.capitalblogs.gr/showArticle.asp?id=31866&blid=496




Στ.
Μας κακομάθατε κ. πρέσβη!

Η προσπάθεια μεταφοράς της δημοκρατικής διαβούλευσης από το διαδίκτυο και τα περιθωριακά ΜΜΕ στην πλατεία, αφού στην κοινοβουλευτική δημοκρατία μας δεν ευδοκίμησε, είναι στη σωστή κατεύθυνση, αυτή της επιστροφής μας σε περισσότερη συλλογικότητα και ευθύνη στην καθημερινή ζωή μας, παρά τους κινδύνους να στρίψουμε κάπου λάθος ή την πιθανότητα να έχουμε χάσει οριστικά το μίτο της επιστροφής. Θα είναι, σε κάθε περίπτωση, μια ολική επαναφορά της «διαδικασίας», ασχέτως του «περιεχομένου» που άμεσα θα λάβει.
Είναι γεγονός όμως ότι στο κίνημα της πλατείας είναι αναπόφευκτο ο καθένας μας να προβάλλει τη δική του οπτική γωνία δυσφορίας, που κάτω από την ομπρέλα της αγανάκτησης μπορεί να περικλείει το αίσθημα αδικίας, τη φτώχια, την επαπειλούμενη φτώχια, το αίσθημα παραμέλησης και περιφρόνησης, την οργή για την απόδοση ευθυνών και ενοχών εκεί που δεν ανήκουν και ό,τι άλλο.
Όπως φαίνεται, κεντρικό σύνθημα των συγκεντρώσεων είναι το «έξω το μνημόνιο», ενώ η άλλη πλευρά, η «ρεαλιστική», σπεύδει να νουθετήσει, με ικανά επιχειρήματα, όσους διαμαρτύρονται, σχετικά με το αναπόφευκτο της χρεοκοπίας και της κεραυνοβόλου φτώχιας, σε κάθε περίπτωση αποτυχίας του μνημονίου. Επιχειρείται όμως εδώ ένα λογικό άλμα, με την ανάδειξη των μνημονιακών Ευρωπαίων, αλλά και ακόμη πιο πρόχειρα, των ξενοφοβικών ή έστω σκεπτόμενων την τσέπη τους απλών Ευρωπαίων πολιτών, ως μόνων διαθέσιμων σωτήρων της Ελλάδας και θεωρείται πως κάθε προσπάθεια διάσωσης εξ ορισμού θα είναι μη ελληνικής προέλευσης, ενώ από την άλλη, η παρακμή ταυτίζεται με καθετί το ελληνικό και δεν αφήνεται καθόλου χώρος για κάποια ελληνικής προέλευσης αντιπαρακμιακή δράση. Αμφότερα τα παραπάνω δεν τεκμαίρονται.
Ασχέτως όμως των παραπάνω, η Τρόικα και οι εδώ εκπρόσωποι της, όπως de facto αυτοπροσδιορίζονται, θα όφειλαν να αποδεχτούν, τους αρέσει ή όχι, ότι αν έστω το νέο μνημόνιο πρόκειται να γίνει αποδεκτό, αυτό οφείλει να συμβεί μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, αλλιώς ο ρόλος τους είναι εθνικά κηδεμονευτικός έως κατοχικός (και για τους εγχώριους προδοτικός). Ξεχνούν έτσι τη δημοκρατική νομιμοποίηση αυτής της κυβέρνησης, που εμφανώς καταργήθηκε σύντομα μετα την κατάρρευση του «λεφτά υπάρχουν».
Και αν συνιστά παρέμβαση στα εσωτερικά μας εκ μέρους της Τρόικας η απαίτηση δεσμεύσεων της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η εισαγωγή επιτρόπων στα υπουργεία, που όμως συζητούνται στα σοβαρά, δεν βλέπω γιατί, αδιαφορώντας για το κοινό περί δικαίου αίσθημα του λαού δεν κατάφερε να υπάρξει από την Τρόικα μέχρι σήμερα προς την κυβέρνηση καμία αντίστοιχη απαίτηση προς την άλλη πλευρά: ένας εκβιασμός ως προς το να μπουν φυλακή οι κλέφτες δημοσίου χρήματος, να πληρώνουν τους φόρους τους οι φοροφυγάδες, συμπεριλαμβανομένων και των πολυεθνικών, να μικρύνει ο δημόσιος τομέας στο απολύτως λειτουργικό και εθνικά συμφερτικότερο μέγεθός του ή στο να σκεφτεί αυτή η χώρα σοβαρά τις προοπτικές ανάπτυξής της για την επόμενη του μνημονίου ημέρα.
Μόνο μια εξήγηση υπάρχει για αυτή την πρωτοφανή μονόπλευρη χειραγώγηση και την συνεπακόλουθη έκπτωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, για την οποία θρηνούν όσοι αντιτίθενται στο κίνημα των πλατειών: Θεωρούν τη δημοκρατία αλλά και τις άλλες ανάγκες του Έλληνα μια περιττή πολυτέλεια στην παρούσα φάση, στην οποία έχει κακομάθει! Δεδομένης της ποιότητας της επικοινωνιακής μη κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που είχαμε και των αποτελεσμάτων της, αυτό θα ήταν κατανοητό. Ας μας το δηλώσουν όμως έστω ανοιχτά, χωρίς υπεκφυγές, εάν βεβαίως έχουν την αντίστοιχη τέτοια τεκμηρίωση, αναλαμβάνοντας την ευθύνη τόσο για το παρόν αλλά και για τους πιθανούς ασκούς του Αιόλου που ανοίγουν για το μέλλον ή που ήδη άνοιξαν. Ποιος έχει και θα έχει, δηλαδή, την αρμοδιότητα να κρίνει το πότε εφαρμόζεται το «ανάγκα και θεοί πείθονται»;
Όσο μάλιστα οι εκλογές και εν γένει η γνώμη του λαού θεωρούνται ισοδύναμα της εθνικής καταστροφής, μέσω των συνεχών εκβιασμών περί χρεοκοπίας, δημοκρατία στην Ελλάδα δεν θα υπάρχει, οπότε και άδικα έως υποκριτικά την κλαίνε κάποιοι.
Τα χειρότερα φυσικά έπονται. Κανένα «μνημόνιο», όσο αυτονόητο και αν θα μπορούσε να είναι, δεν θα έχει μακροπρόθεσμα επιτυχία εάν δεν εξασφαλιστεί η συναίνεση περί αυτού. Κολοβωμένο έτσι από έλλειψη νομιμοποίησης είναι θέμα χρόνου να καταρρεύσει ακόμη και το πλέον πατριωτικό σχέδιο. Μια τέτοια κατάρρευση όμως θα ήταν πολυ καλύτερα να γίνει μια ώρα αρχύτερα, πριν την πλήρη εξαθλίωση και όσο διασώζονται κάποια αποθέματα ελπίδας στις δημοκρατικές διαδικασίες.
Το αυθόρμητο κίνημα των πλατειών είναι σίγουρα τουλάχιστον μια ελπίδα για τη διάσωση της συλλογικής δράσης στον τόπο μας και ως τέτοια οφείλουμε να την υποδαυλίσουμε. Τίποτα χειρότερο δεν υπάρχει για να φοβηθούμε, αφού αρκεί να φανταστείτε πόσα θα κάνει εναντίον της δημοκρατίας η επόμενη κυβέρνηση, αν η σημερινή επιβιώσει ατσαλάκωτη μέχρι να αποφασίσει η ίδια τις εκλογές, μετά από την πρωτοφανή στα χρονικά απάτη του «λεφτά υπάρχουν». Αν μας λένε κάποιοι ότι «οι εκλογές σήμερα απειλούν τη χώρα» (δια της πτώχευσης), τότε έχουμε πλησιάσει πολύ κοντά στο να καταργηθούν σύντομα, όσο και αν αυτό δεν διατυπώνεται έτσι. Η πνιγμένη δημοκρατία ας πιαστεί λοιπόν από τα μαλλιά της. Αν κάτι έχω μάθει βέβαια, είναι να μην παραμυθιάζομαι και το έχω υποσχεθεί και στον εαυτό μου, όπως και πολλοί άλλοι φαντάζομαι.
Τι πρέπει να κάνουν λοιπόν οι εναπομείναντες υπεύθυνοι ή έστω αυτοί που φοβούνται τα χειρότερα για την κεφαλή τους βουλευτές; Αν θέλουν να δράσουν κοινοβουλευτικά, καθώς ανησυχούν μήπως το κοινοβούλιο καταργηθεί από το κίνημα της πλατείας, μάλλον να παραιτηθούν και να προκαλέσουν έτσι εκλογές. Να πάρουν θέση εκεί τα κόμματα και οι βουλευτές και να αναλάβουν τις ευθύνες τους, που έχουν να κάνουν καταρχήν με την ειλικρινή περιγραφή της κατάστασης. Να τεθεί επίσημα και θεσμικά και το ζήτημα της συνταγματικής εθνοσυνέλευσης που θα εισάγει θεσμούς αμεσότερης δημοκρατίας. Να πάψουν έτσι να προκαλούν την έξοδο των πολιτών στις πλατείες προς προστασία του δικαιώματος τους να ακουστούν.
Οι θυσίες σε όλα τα επίπεδα, που είναι προφανώς αναγκαίες, είναι αδύνατο να περάσουν επειδή μερικοί μας νουθετούν σχετικά. Μόνο αν ψηλαφίσεις μόνος σου το βάθος της αλήθειας υπάρχει πιθανότητα να πειστείς και να αναλάβεις ευθύνη, απαιτώντας φυσικά την ισότιμη κατανομή της, κάτι που θα ξεβόλευε πολλούς και δυστυχώς ακόμη ισχυρούς. Αλλιώς, η κάθε θυσία θα ακολουθεί τις εξελίξεις και δεν θα προηγείται αυτών, σε μια διαρκή καθοδική πορεία χωρίς τέλος.

Πηγή: «To blog - ks», 6 Ιουνίου 2011
http://konstantin.capitalblogs.gr/listArticles.asp?blid=496




Ζ.
Το πλήθος της πλατείας, ο Παπανδρέου και το ρίσκο
Αντώνης Καρακούσης


Η πλατεία όντως ήταν γεμάτη, τα συνθήματα πολλά και διαφορετικά και το κυριότερο η διάθεση καταδικαστική όχι μόνο για την κυβέρνηση, αλλά και για κάθε τι που θυμίζει ή ενσαρκώνει το τρέχον πολιτικό, οικονομικό και μιντιακό σύστημα.
Οσοι κυκλοφόρησαν ανάμεσα στο πλήθος ένοιωσαν ακριβώς διάχυτη αυτή τη διάθεση καταδίκης και αντίδρασης.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η πανσπερμία του πλήθους έχει βγάλει πόρισμα, θεωρεί ότι το τρέχον πολιτικό σύστημα δεν υπάρχει στη συνείδηση των πολιτών που διαδηλώνουν, είναι ένα νεκρό, απονομιμοποιημένο, σύστημα.
Ο ανεξάρτητος παρατηρητής αισθάνεται αμέσως την απόσταση, καταλαβαίνει ότι οι αγανακτισμένοι πολίτες δεν αφήνουν καμία δίοδο επαφής με το υπάρχον πολιτικό σύστημα, το οποίο θεωρούν υπεύθυνο για τα δεινά που υφίστανται.
Αυτή ήταν χθες η κατάσταση στην πλατεία Συντάγματος, την οποία προφανώς δεν γίνεται να αγνοήσουν τα κόμματα και ιδιαιτέρως οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις των προηγούμενων τριών δεκαετιών.
Και μπορεί να πει κανείς ότι η κυβέρνηση είναι θορυβημένη. Στους κόλπους της αναπτύσσονται διάφορες θεωρίες και εκδοχές.
Ορισμένοι μάλιστα μιλάνε ανοήτως για προσπάθεια ενσωμάτωσης της αντίδρασης, μη αντιλαμβανόμενοι προφανώς ότι η αντίδραση είναι προσωποποιημένη, έχει στόχο τους ίδιους.
Είναι φανερό ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει και τέλος πάντων δεν είναι αυτό το θέμα.
Αλλού είναι το πρόβλημα.
Το μεγάλο και εμφανώς ετερογενές πλήθος των αγανακτισμένων πολιτών απορρίπτει μεν την τρέχουσα πολιτική εξουσία, αλλά διάδοχο σχήμα δεν έχει αναδείξει, ούτε πρόταση ολοκληρωμένη έχει διαμορφώσει.
Μπορεί να πει κανείς ότι εξελίσσεται ένα μαζικό κίνημα κατά των πολιτικών, που για την ώρα όμως δεν δείχνει ικανό να δώσει και απαντήσεις διεξόδου στο πρόβλημα της χώρας και της οικονομίας.
Ωστόσο κι έτσι αδιαμόρφωτο όπως είναι ασκεί και κατά τα φαινόμενα θα ασκήσει έντονη την επιρροή του στις πολιτικές εξελίξεις.
Κατ’ ορισμένους μάλιστα θα τις προσδιορίσει. Το πιθανότερο είναι να τις επιταχύνει, στον βαθμό που η κυβέρνηση δεν αντέξει την πίεση και τα στελέχη της αρχίζουν να πηδάνε από το βυθιζόμενο πλοίο.
Η αλήθεια είναι βεβαίως ότι το πρόβλημα της χώρας και της οικονομίας θα παραμένει άλυτο και έντονο, πιθανώς επιδεινούμενο γιατί όταν θα έχουν χαθεί οι σταθερές τα πάντα θα τελούν σε κατάσταση αναστολής, αδράνειας ή απόρριψης.
Αν υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου παραλύσει τις επόμενες μέρες και δεν μπορέσει να ψηφίσει κι αργότερα να εφαρμόσει τις προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, τότε προφανώς τα λεφτά δεν θα προσφερθούν και το αδιέξοδο θα αναδειχθεί πλήρες.
Στην περίπτωση αυτή οι συνέπειες και οι εξελίξεις θα είναι ταχύτατες και τα γεγονότα κατακλυσμιαία. Το χάος θα επέλθει ας μην έχουμε αμφιβολίες. Και προφανέστατα θα χρειασθεί μια νέα σταθεροποιητική πολιτική δύναμη, ικανή να ανταποκριθεί σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης.Η οποία για την ώρα δεν υπάρχει.
Πολλοί πιθανώς θα σπεύσουν να πουν ότι η ‘’πλατεία’’ θα αναδείξει τους ηγέτες της, ωστόσο και η ‘’πλατεία ‘’ θα χρειασθεί νομιμοποίηση και όλα μαζί μπορεί να αποδειχθούν διπλά χαοτικά και σίγουρα στο βαθμό που θα μείνουν για καιρό αδιαμόρφωτα θα μεταφέρουν κόστος και βάρη απροσδιόριστα.
Τα οποία τελικώς μπορεί να είναι αυτά που θα διαμορφώσουν τις εξελίξεις. Και βεβαίως κανείς δεν δύναται να προβλέψει ότι θα είναι οι καλύτερες ή έστω πιο δημοκρατικές από τις παρούσες.
Πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος του ακραίου συντηρητισμού ή της συνταγματικής εκτροπής σε τέτοιες περιόδους μεγάλης αναταραχής και αναστάτωσης.
Με άλλα λόγια δεν υπάρχει επιλογή χωρίς ρίσκο στις παρούσες συνθήκες. Γι’ αυτό όλοι ας κάνουν δεύτερες και τρίτες σκέψεις, δεν βλάπτουν.

Πηγή: εφημερίδα «Το Βήμα», 6 Ιουνίου 2011
akarakousis@dolnet.gr
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=404968&wordsinarticle=%CE%B1%CE%B3%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%BA%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF%CE%B9




Η.
Γνώμες
To κίνημα, οι Φράγκοι και ο αναμάρτητος λαός μας
Θανάσης Διαμαντόπουλος*


Είναι γεγονός πως η ανικανότητα, η απαξία και η ανεπάρκεια της πολιτικής τάξης διευκόλυνε την παραγωγή ενός κινήματος πεζοδρομιακού, μαζικού και δυναμικού. Ωστόσο, η στάση του επικοινωνιακού συστήματος της χώρας να εκθειάζει, να υμνολογεί και να δοξολογεί το μαζικό αυτό κίνημα της απόρριψης και του ΟΧΙ, το οποίο δεν προβάλλει καμία συγκροτημένη εναλλακτική πρόταση, σημαίνει ότι η επικοινωνιακή ολιγαρχία του τόπου δεν έχει τίποτε μάθει από την ατελεύτητη αλυσίδα λαθών της μεταπολίτευσης που μας οδήγησε ώς εδώ. Τι ακριβώς δεν κάνει το επικοινωνιακό σύστημα της χώρας; Πρώτον, δε λέει στους εξεγερμένους αγανακτισμένους ότι το δίλημμα δεν είναι να φύγουν οι πηγές της κακοδαιμονίας μας (τρόικα, χρέος, τις οποίες δεν μπορούμε να διώξουμε μονομερώς) αλλά να γίνει επιλογή επιστροφής στο παρελθόν: ή θα επιστρέψουμε στη μετεμφυλιακή δεκαετία του ‘50 της ελπιδοφόρας φτώχειας ή στο χειμώνα του 1941, οπότε το αίτημα των μισθωτών ήταν ο μισθός να καταβάλλεται δύο φορές την ημέρα, γιατί τα εκατομμύρια των πληθωριστικών δραχμών που έπαιρναν το πρωί έφταναν για ένα κουνουπίδι, το μεσημέρι όχι. Με άλλα λόγια, το δίλημμα είναι ή ένας εξαιρετικά επώδυνος ακρωτηριασμός ή η γενικευμένη σηψαιμία του κοινωνικού σώματος.
Το δεύτερο που δε λένε οι ολιγοκράτορες της επικοινωνίας είναι πως και η ελληνική κοινωνία (και όχι μόνο το πολιτικό σύστημα) έχει κι αυτή τις δικές της ευθύνες. Να θυμίσω τις μαζικές κινητοποιήσεις, οι οποίες ματαίωσαν την υπερψήφιση του ασφαλιστικού νομοσχεδίου Γιαννίτση, με αποτέλεσμα να διατηρηθούν αδιανόητα προνόμια, αφού και σήμερα υπάρχουν συνταξιοδοτήσεις κυρίως στρατιωτικών πολύ κοντά στα 40, αλλά και θυγατέρων δημοσίων υπαλλήλων ανεξαρτήτως κοινωνικών κριτηρίων. Το τρίτο που δε λέγεται είναι πως η ασφαλώς επιθυμητή χαμηλή φορολογία δε θα είχε μόνο για μας μια αναπτυξιακή προοπτική, αλλά και για τους δανειστές μας. Επειδή, λοιπόν, δεν πρέπει να ομφαλοσκοπούμε, καλό είναι να γνωρίζουμε πως και οι ξένοι πολιτικοί πρέπει να δικαιολογούν στους εκλογείς τους την επιβολή νέων φόρων για χρηματοδότηση των δικών μας ελλειμμάτων.
Τέλος δε, αυτό το οποίο όλοι φοβούνται, κανείς όμως δεν επισημαίνει, είναι πως αυτό το αυθόρμητο πεζοδρομιακό κίνημα δεν μπορεί επ’ άπειρον να κρατήσει το σημερινό του χαρακτήρα. Εφόσον συνεχιστεί βασιζόμενο σε μία λογική ότι για όλα φταίνε οι Φράγκοι, οι πολιτικοί και γενικά οι πάντες εκτός από τον αναμάρτητο λαό μας, τότε αναπόφευκτα ή θα οδηγήσει σε βίαιες εκτροπές ή θα απορροφηθεί από κάποιον πολιτικό τυχοδιώκτη.

* Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συγγραφέας

Πηγή: εφημερίδα «Αγγελιοφόρος της Κυριακής», 5 Ιουνίου 2011
http://www.agelioforos.gr/default.asp?pid=7&ct=36&artid=96138




Θ.
Γνώμες
Μη προνομιούχοι το 1981, αγανακτισμένοι το 2011;
Δημοσθένης Δώδος


«Τετάρτη 29 Αυγούστου, στις 7 το απόγευμα. Στην πλατεία Συντάγματος και σε κάθε κεντρική πλατεία κάθε πόλης σε ολόκληρη τη χώρα. Φορώντας μαύρα. Αποδοκιμάζουμε το αίσχος χωρίς πολύχρωμες σημαίες. Πενθούμε για την απώλεια των συνανθρώπων μας χωρίς να συνδέουμε την πρωτοφανή καταστροφή με προεκλογικές σκοπιμότητες. Δίνουμε το «παρών» και στεκόμαστε απειλητικά απέναντι σε οποιονδήποτε επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί την τραγωδία για οποιοδήποτε όφελος. ΤΟ ΠΟΤΗΡΙ ΞΕΧΕΙΛΙΣΕ».
Το μήνυμα αυτό αναρτήθηκε σε δεκάδες blogs, στάλθηκε με χιλιάδες sms και τα δελτία των 8 έλεγαν ότι «κάτι φαίνεται να αλλάζει». Μετά ήρθαν τα τριχίλιαρα σε όποιον δήλωνε πυρόπληκτος και μετά οι εκλογές…
Σήμερα, τα δελτία των 8 –μετά από έναν πρώτο δισταγμό- μας λένε πάλι ότι κάτι αλλάζει.
Πολλές χιλιάδες ανθρώπων συγκεντρώθηκαν στα Προπύλαια για να ακούσουν τον Μίκη και τον καθηγητή Κασιμάτη. Ομως να ακούσουν τι, από δύο ανθρώπους, οι οποίοι ήταν σε καίριες θέσεις ευθύνης όταν συσσωρευόταν το χρέος;
Ο ένας υπουργός Επικρατείας, ο άλλος νομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού, μετά στην Τράπεζα της Ελλάδος και στην περιώνυμη «Κτηματολόγιο ΑΕ».
Ή ήξεραν και δε μίλησαν, ή δεν κατάλαβαν το πάρτι που γινόταν μπρος στα μάτια τους.
Στην πλατεία Συντάγματος, κυρίως, μαζεύονται χιλιάδες άνθρωποι, αγανακτισμένοι. Aλλοι συζητούν για το πρόβλημα του χρέους και το πώς θα το αντιμετωπίσει η κοινωνία μας, άλλοι απλώς μουντζώνουν και βρίζουν.
Ολοι αυτοί ελάχιστα κοινά έχουν μεταξύ τους.
Στο κάτω μέρος της πλατείας είναι οι «μόνιμοι» κάτοικοι, με τα αντίσκηνά τους. Ανθρωποι με πολιτικές εμπειρίες, οι περισσότεροι εκτός κομμάτων σήμερα. Εκεί κοντά είναι και αυτοί του «αντιεξουσιαστικού χώρου». Ο,τι έγινε μέχρι σήμερα (σχετικά) οργανωμένα και χωρίς εξάρσεις, οφείλεται σε όλους αυτούς.
Στο πάνω μέρος της πλατείας είναι οι «άλλοι» αγανακτισμένοι. Αυτοί που τον Οκτώβρη του 2009 δέχτηκαν να πιστέψουν ότι «λεφτά υπάρχουν» και έκαναν την υστερόβουλη σκέψη «και τα μισά από όσα λέει να κάνει, καλά θα είμαστε». Αυτοί σήμερα αγανακτούν για τη μειωμένη σύνταξη ή το μισθό τους, για τις περικοπές που γίνονται σε όλους τους τομείς, για το ότι δεν υπάρχει προοπτική να «τακτοποιήσουν» το παιδί τους. Είναι αυτοί που μέχρι τώρα τα «βόλευαν», εκμεταλλευόμενοι όλη τη φαυλότητα του πολιτικού συστήματος και τώρα πια διαπιστώνουν ότι αποκλείονται ακόμη και από τις παρυφές της εξουσίας, η οποία όλα αυτά τα χρόνια τους παραχωρούσε ένα μικρό κόκαλο.
Και όπως στις παραμονές των εκλογών του 1981 με τους «μη προνομιούχους» του Ανδρέα Παπανδρέου, ο καθένας θεωρούσε ότι αυτόν αφορούσε ο χαρακτηρισμός, έτσι και τώρα θεωρούν ότι αυτοί είναι η προσωποποίηση του αγανακτισμένου.
Το τι θα κάνουν σε περίπτωση εκλογών είναι σχετικά προβλέψιμο:
Η κάτω πλατεία θα κάνει αυτό που έκανε μέχρι τώρα στις εκλογικές αναμετρήσεις: ακτιβισμός, συγκρότηση νέων μορφωμάτων, αντίσταση στα μέτρα, σ’ αυτά που ήρθαν και σε αυτά που έρχονται.
Η επάνω πλατεία είτε θα κινηθεί προς την αποχή ως ηρωική έκφραση της αποστροφής της σε ένα πολιτικό σύστημα που τους άφησε στα κρύα του λουτρού, είτε θα θελήσει να πιστέψει αυτόν που θα ισχυριστεί ότι έχει βρει τα λεφτά και θα αποκαταστήσει τα χαμένα εισοδήματα.
Οι δημοσκοπήσεις προαναγγέλλουν, για μια ακόμη φορά, τη «συντριβή» του δικομματισμού. Ομως το εκλογικό αποτέλεσμα το διαμορφώνουν μόνο εκείνοι που ψηφίζουν.

* Ο Δημοσθένης Δώδος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ

Πηγή: εφημερίδα «Αγγελιοφόρος της Κυριακής», 5 Ιουνίου 2011
http://www.agelioforos.gr/default.asp?pid=7&ct=36&artid=96134




Ι.
Γνώμες
Ναυτίλος
Πάνος Θεοδωρίδης


Ενα μικρό σχετικά ποσοστό «Αγανακτισμένων» σημειώνει τις παρατηρήσεις του στο διαδίκτυο και παρακολουθώ τις σκέψεις που καταγράφονται. Μόνιμη ανησυχία, μήπως και καπελώνονται. Δεν έχουν άδικο, αλλά δεν είναι και αδύνατο να τη γλιτώσουνε. Αρκεί να αποδιοργανώσουν το «σύστημα καπελώματος», το οποίο από τη μεταπολίτευση και έπειτα (για την ακρίβεια, από το τέλος του 1972) είναι κυρίαρχο εργαλείο στη διάχυση της άποψης των μικρών, επιδραστικών ομάδων, ενώ οι πλειοψηφίες παραμένουν ευχαριστημένες, νομίζοντας πως είναι αγελαδίτσες που χρειάζονται παστεριωμένες θέσεις.
Η συνύπαρξη οπαδών από το Κιούπκιοϊ του γερο-Καραμανλή με αριστερίστικες ομάδες που έβλεπαν με απορία το ντύσιμο και τη συμπεριφορά ο ένας του αλλουνού ήταν ένα πρόσκαιρο χαρακτηριστικό της τεράστιας συγκέντρωσης του «Μακεδονία Πάλας», του Αυγούστου 1974. Η συνύπαρξη συνταξιούχων και ποδηλατών, ακτιβιστών και ανέργων, έχει το γούστο της, βέβαια, και τη σπιτάδα της, αλλά είναι ένα υλικό υποψήφιο καπελώματος όσο κανένα. Αν οι συγκεντρωμένοι δε δοκιμάσουν νέους τρόπους εκπροσώπησης, προσωρινούς και αποτελεσματικούς, όπως την κλήρωση κάθε μέρα λίγων εκπροσώπων και δραστική μείωση μιας «ρητορικής ανθρωπιστικού γαρίφαλου» (αυτουνού που κατατίθεται σε δακρύβρεχτες επετείους μαζί με στιχάκια), το καπέλωμα θα έρθει περίπου ως ανακούφιση.
Η δήθεν «κακή» και «απολίτικη» ποιότητα των επιχειρημάτων των «Αγανακτισμένων» είναι τελείως παροδική. Οποιος δεν έζησε την εξοντωτική συλλογιστική των νικητών του Εμφυλίου και των πασοκάδων της δεκαετίας του ‘70, αλλά και τις «προοδευτικές» αναλύσεις των περιοδευόντων από γκρούπα σε γκρούπα σοφών, δεν μπορεί εύκολα να καταλάβει πως οι ομάδες, μικρές ή μεγάλες, ξεκινούν το βίο τους μέσα σε μια θεία αφέλεια και με πλήθος παραλέκατων, που επικρατούν προσωρινά στις τάξεις τους. Εδώ γίνεται ένα ατύχημα στο δρόμο και μαζεύονται είκοσι άσχετοι, νομίζετε πως θα τη γλιτώσετε άκοπα με το τζέρτζελο που επικρατεί;
Ο μεγάλος κίνδυνος έγκειται στη μετατροπή της διαμαρτυρίας σε συνδυασμένη επίκριση κάθε δράσης και στην ταύτιση των κινημάτων των πλατειών με κάτι που ελπίζεται ότι θα εξελιχθεί πολιτικά. Από τη στιγμή που κάποιος παίρνει απόφαση πού θα πετάγονται τα σκουπίδια και κάποιοι συμφωνούν, υπάρχει ήδη το πρώτο υβρίδιο ηγέτη και καλά ξεμπερδέματα. Ο σκουπιδότοπος, ως φορέας άλλων αξιών από τον τόπο συγκέντρωσης, μόλις αποκτήσει χαρακτηριστικά χωροθέτησης, καθορίζει ποιος θα κυβερνάει και ποιος θα κυβερνιέται, ακόμη κι αν πρόκειται για ένα πάρτι. Δεν αρκεί να βαφτίσεις μια πλατεία ως ζυμωτήριο ιδεών. Η πόλη παράγει αυταρχισμό, και μακροπρόθεσμα παράγει αίμα και βάσανα, αλλά ο τελικός στόχος κάθε πλατείας είναι να επιστρέψει τάχιστα σε εντευκτήριο μωρών και χασομέρηδων.
Εξάλλου, σε λίγο, οι αιφνιδιασμένες ομάδες που αισθάνονται απειλημένες από τη δράση των πλατειών θα συνέρθουν. Θα υπάρξει ο πρώτος εσχατόγηρος που θα έρθει σε μια πλατεία και θα τον επαινέσουν οι πιτσιρικάδες. Ή ο πρώτος αγνός αγωνιστής, ο οποίος δεν τα άρπαξε, αλλά έμεινε εκτός μοιρασιάς επειδή ήταν, ο έρμος, απλός νευροπαθής.
Θέλω να πω ότι το καπέλωμα θα έρθει από τους έχοντες ως μόνη κληρονομιά το «πνεύμα και ηθική». Κανένας δεν πρέπει να φοβάται την παραγωγή πολιτικής, επειδή η πολιτική είναι στέρφο αγαθό: δεν παράγεται. Επινοείται.

Πηγή: εφημερίδα «Αγγελιοφόρος της Κυριακής», 5 Ιουνίου 2011
http://www.agelioforos.gr/default.asp?pid=7&ct=36&artid=96101




ΙΑ.
Γνώμες
Το ελληνικό παράδοξο
Γιάννης Παπουτσάνης


«Εξω», οι «κουτόφραγκοι» αποφασίζουν να μας δανείσουν (με το αζημίωτο) καμιά εξηνταριά δισ. ευρώ ακόμη, μήπως εμείς γλιτώσουμε τη χρεοκοπία κι αυτοί τα λεφτά τους και το (πιθανό) ντόμινο.
«Μέσα», οι «αγανακτισμένοι» θέλουν να διαγραφούν (ήτοι: να μας χαρίσουν) τα χρέη και να φύγει η κυβέρνηση. Ο Παπανδρέου επιμένει να συνεχίσει να σώζει τη χώρα φοροεισπράττοντας και μη μεταρρυθμίζοντας. Οι βουλευτές του ούτε φοροεισπράττοντας ούτε μεταρρυθμίζοντας. Ο Σαμαράς (μετά τον Τσίπρα) επιθυμεί επαναδιαπραγμάτευση των όρων του μνημονίου αλλά και να μείνει λίγο ακόμη η κυβέρνηση για να αρπάξει το μουτζούρη του νέου χρέους. Το ΚΚΕ να μη φύγουμε από το ευρώ αλλά τα σπασμένα «να τα πληρώσει η πλουτοκρατία». Ο Καρατζαφέρης αναγγέλλει τηλεοπτικώς τις… σκέψεις του για αποχώρηση από τη Βουλή, ώστε να γίνουν, όπως λέει, εκλογές. Η Ντόρα προτείνει κατά συνείδηση ψήφο των βουλευτών στο μεσοπρόθεσμο και ο Κουβέλης επιμήκυνση του χρέους.
Κοντά σε όλα αυτά, διακόσιοι ή τριακόσιοι, όχι «αγανακτισμένοι» αλλά εξαγριωμένοι, από αυτούς που συνδυάζουν με άνεση το «ένα το χελιδόνι» με το «να καεί, να καεί το μπ…, η Βουλή», αποκλείουν την έξοδο του Κοινοβουλίου. Βουλευτές και υπάλληλοι, όσοι τουλάχιστον έχουν τα κότσια και δεν την κοπανούν στα νύχια των ποδιών από τον Εθνικό Κήπο, αποχωρούν υπό τα φάσκελα, τα πτύελα και τις ύβρεις των ολίγων.
Αυτά τη Δευτέρα. Την Τρίτη, στην Κέρκυρα, άλλοι βουλευτές διαφεύγουν με καΐκι για να γλιτώσουν φάσκελα αλλά και πέτρες. Δυο ημέρες μετά, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ πιάνονται μαλλί με μαλλί για την επίθεση στον Πεταλωτή σε ΚΑΠΗ της Ηλιούπολης, στα πρότυπα της επίθεσης στο Λοβέρδο σε ΚΑΠΗ του Περιστερίου. (Αλλη μόδα αυτή με τα ΚΑΠΗ…).
Και μέσα σε όλα, ο Λαζόπουλος ντύνει στην εκπομπή του τον Παπανδρέου δικτάτορα, δίνοντάς του, επιπλέον, τη φωνή του Παπαδόπουλου. Εύκολο, αφού πριν από λίγες εβδομάδες ο Τσίπρας τον είχε ντύσει Πινοσέτ. Εάν ο πολιτικός δε μετρά το λόγο του, γιατί ο ηθοποιός να μην απευθύνεται στο θυμικό αντί στην πολιτική συνείδηση ή, έστω, στην αισθητική του κοινού του;
Αρέσει δεν αρέσει, αυτή ήταν η εικόνα της Ελλάδας την εβδομάδα που πέρασε. Την παράσταση την έστησαν ολίγοι από «αγανακτισμένους», πολλοί από τους πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές του πολιτικού συστήματος, ο Μίκης και ο Λάκης. Μέσα σε αυτό το «ταμπλό βιβάν» χάθηκαν άλλες εικόνες, όπως το κείμενο - έκκληση των Ελλήνων δημιουργών και πανεπιστημιακών για την κατάσταση της χώρας. Και η επιστολή των 16 βουλευτών του ΠΑΣΟΚ (τόσοι άντεξαν στις πιέσεις του Μαξίμου) δε θα είχε καμία μιντιακή τύχη, αν δε δημιουργούσε σασπένς εν όψει της ψηφοφορίας για το μεσοπρόθεσμο.
Και σας ρωτώ. Δε λέγεστε Γιούνκερ, Τρισέ, Μπαρόζο. Δεν είστε η Μέρκελ. Δεν είστε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ούτε το ΔΝΤ. Λέγεστε, ας πούμε, Πριτσαπίδουλας και σας ζητά, για μία ακόμη φορά, δανεικά ο Ρημαδόπουλος, τον οποίο σίγουρα δε δανείζετε για την ψυχή της μάνας σας, αλλά που ώς τώρα σας έχει ρημάξει στην τράκα. Αλλα σας λέει κι άλλα κάνει. Και θέλει και δε θέλει. Και μπορεί και δεν μπορεί να μαζέψει το μαγαζί του. Ειλικρινά. Θα του δανείζατε; Και το σημαντικότερο: Θα τον βάζατε ποτέ συνέταιρο στο δικό σας μαγαζί;

Πηγή: εφημερίδα «Αγγελιοφόρος της Κυριακής», 5 Ιουνίου 2011
http://www.agelioforos.gr/default.asp?pid=7&ct=36&artid=96147
ipapoutsanis@hotmail.com




ΙΒ.
Τετ-α-τετ κυβέρνησης - ”Αγανακτισμένων” προτείνει ο Καρατζαφέρης

Συνάντηση αντιπροσωπείας των “Αγανακτισμένων” με εκπροσώπους της Πολιτείας, προτείνει ο Πρόεδρος του ΛΑΟΣ Γιώργος Καρατζαφέρης.
«Επιβάλλεται να υπάρξει συνάντηση μιας επιτροπής των αγανακτισμένων με την Πολιτεία, για να ακούσουμε αιτήματα, προτάσεις και θέσεις», δήλωσε ο εκπρόσωπος του κόμματος Κωστής Αϊβαλιώτης, προσθέτοντας: «Η αγανάκτηση “χύμα” και οι προπηλακισμοί δεν επιλύουν προβλήματα, τουναντίον προσθέτουν».

Πηγή: ειδησεογραφική σελίδα dealnews.gr, 4 Ιουνίου 2011
http://www.dealnews.gr/politiki/item/21489-%CE%A4%CE%B5%CF%84-%CE%B1-%CF%84%CE%B5%CF%84-%CE%BA%CF%85%CE%B2%CE%AD%CF%81%CE%BD%CE%B7%CF%83%CE%B7%CF%82-%CE%91%CE%B3%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%BA%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CF%89%CE%BD-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%84%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B5%CE%B9-%CE%BF-%CE%9A%CE%B1%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B6%CE%B1%CF%86%CE%AD%CF%81%CE%B7%CF%82




ΙΓ.
Αργά το θυμηθήκαμε να αγανακτήσουμε
Κωνσταντίνος Ρήγος*


Οταν ζούμε μια κατάσταση τόσο καταθλιπτική, πάντα αναρωτιέσαι αν αυτό που κάνεις έχει τελικά νόημα. Τόσα χρόνια, ως λαός, χτίζαμε πάνω στην άμμο. Πάντα μας ένοιαζε το άμεσο, το εφήμερο, ποτέ δεν μας απασχολούσε το να δημιουργήσουμε κάτι με προοπτική. Ε, λοιπόν, αυτό το παιχνίδι τελείωσε. Τα διάφορα του τύπου “είμαστε Ελληνες και θα τα καταφέρουμε, σαν εμάς κανείς κτλ.” έληξαν. Και σε αυτό έχουν ευθύνη και οι πολιτικοί αλλά και οι πολίτες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, θεωρείς ότι καθετί μη “πραγματικό” ίσως δεν έχει νόημα. Στην πραγματικότητα, τώρα έχει ενδιαφέρον να δημιουργήσεις ξανά: σε συνθήκες κρίσης. Εχει νόημα με την έννοια ότι ίσως βρίσκεις πιο ουσιαστικά πράγματα να πεις. Εχεις λόγο να ξαναδείς τα μέσα που δημιουργείς.
[…] Δεν είναι λίγο αργά για αυτού του είδους την αγανάκτηση; Εκλογές γίνονταν τόσα χρόνια. Αν αυτός ο κόσμος ήταν πραγματικά αγανακτισμένος, εκτιμώ πως είχε τη δυνατότητα να το εκφράσει. Τώρα βγαίνει κάθε απόγευμα στο Σύνταγμα και διαμαρτύρεται. Πολύ ωραίο, πολύ ζωντανό, πολύ υγιές μέσα στις συνθήκες που ζούμε. Δεν το παραγνωρίζω καθόλου. Αναρωτιέμαι όμως πόση δύναμη μπορεί να έχει, άραγε, μια τέτοιου είδους αντίδραση. Για μένα εμπεριέχει και στοιχεία trend. Και ξέρεις τι φοβάμαι; Μήπως όλο αυτό καταγραφεί ως μια απλή εικόνα στο παζλ. Να υπάρχει, δηλαδή, ο τάδε, ο δείνα και οι Αγανακτισμένοι. Μια κατάσταση περιγραφική απλώς, η οποία επί της ουσίας δεν ενοχλεί.
Η κατάσταση τότε [σημ.: στη Μεταπολίτευση] ήταν διαφορετική. Ο κόσμος πανηγύριζε την πτώση ενός καθεστώτος το οποίο δεν είχε επιλέξει ο ίδιος,του είχε επιβληθεί. Είχαν προηγηθεί κάποια χρόνια πάλης για την πτώση του. Εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ουσιαστικά, και ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, εμείς το είχαμε επιλέξει όλο αυτό επί τόσα χρόνια. Γι΄ αυτό λέω ότι ναι μεν έχουν ευθύνη οι πολιτικοί, αλλά ας παραδεχθούμε, επιτέλους, και τη δική μας ευθύνη ως πολιτών
Το “σήμερα” είναι που με κάνει να νιώθω αμηχανία. Γιατί, άραγε, να αγανακτήσω σήμερα; Το κράτος λειτουργεί όπως λειτουργούσε τα τελευταία 20-30 χρόνια. Δεν υπάρχει κάτι καινούργιο. Η αναξιοκρατία, το βόλεμα των ημετέρων, η έλλειψη σεβασμού του κράτους απέναντι στον πολίτη και το αντίθετο, η ρεμούλα, όλα αυτά προϋπήρχαν, δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Απλώς, ως τώρα, το χρήμα έρρεε, οπότε κανείς δεν αντιδρούσε ουσιαστικά. Τώρα ξυπνήσαμε γιατί ξεβολευτήκαμε, στριμωχτήκαμε. Η άλογη βία είναι, ίσως, το καινούργιο στο οποίο δεν είχαμε συνηθίσει και τώρα καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Ωστόσο, επαναλαμβάνω ότι ο κόσμος επιτέλους ανοίγεται, διαδηλώνει, εκδηλώνεται, το θεωρώ φοβερά θετικό.

*O Κωνσταντίνος Ρήγος είναι χορογράφος

Πηγή: εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής», 5 Ιουνίου 2011
http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=404773




ΙΔ.
Αγανακτισμένος αλλιώς…
Νίκος Δήμου


- Με ρωτάνε γιατί δεν γράφω για τους «Αγανακτισμένους». Τόσο καιρό σκέπτομαι να γράψω γι’ αυτούς και διστάζω. Τους θαυμάζω που αγανακτούν και αγανακτώ που τους θαυμάζω.
- Μας ενώνουν πολλά: ο τρόπος που βρίσκονται (πριν από είκοσι χρόνια είχα οραματιστεί τον πολιτικό ρόλο του ίντερνετ), το γεγονός ότι είναι ακηδευμόνευτοι κι ανεξάρτητοι, η οργή που εκφράζουν. Μας χωρίζει όμως ένα βασικό: τα πράγματα για τα οποία αγανακτούν. Νομίζω ότι πυροβολούν λάθος στόχους. Μουντζώνουν το μνημόνιο, την τρόικα, το ΔΝΤ - λες κι ευθύνονται για τα δικά μας προβλήματα. Καταριούνται το σύμπτωμα και το φάρμακο - σαν να προκάλεσαν την αρρώστια.
Τι την προκάλεσε;
Α) Ο πολιτικός και οικονομικός λαϊκισμός που ξεκίνησε από τον Ανδρέα Παπανδρέου και μόλυνε όλη την πολιτική μας ζωή. Με «οικονομικό λαϊκισμό» εννοώ να χαϊδεύεις όχι μόνο τ’ αυτιά αλλά και τις τσέπες των ψηφοφόρων, με διορισμούς, παροχές, προνόμια και γενικές αργομισθίες (δηλαδή να τους αμείβεις με δανεικά, αφού δεν παράγουν. Τότε εκτοξεύθηκε το χρέος). Τριάντα χρόνια εκμαύλιζαν οι πολιτικοί τον λαό (που ευχαρίστως το αποδεχόταν. Εκεί μουντζώνω κι εμάς - τον λαό).
Β) Η εγκληματική αμέλεια της διακυβέρνησης Κώστα Καραμανλή που διπλασίασε το έλλειμμα και το κράτος. Νομίζω πως η Βουλή έπρεπε να ψηφίσει έναν έκτακτο νόμο και να παραπέμψει τους υπεύθυνους αυτής της πενταετίας. Να δικαστούν για εγκληματική παραμέληση των καθηκόντων τους και να πάνε φυλακή: Καραμανλής, Αλογοσκούφης, και Σία. Μαζί και οι αρχισυνδικαλιστές του εκμαυλισμού (η χειρότερη διαπλοκή) και όσοι γνωστοί των σκανδάλων (Τσουκάτος, Άκης, Εφραίμ & Σία).
Γ) Η εξίσου εγκληματική ανικανότητα και ολιγωρία της σημερινής διακυβέρνησης. Ξεκινώντας από τον ανύπαρκτο πρωθυπουργό που εκτός απ’ το όνομά του δεν έχει να επιδείξει άλλο προσόν, την παρέα των άχρηστων παρατρεχάμενών του και τους παλιούς Πασόκους που απλώς καθυστερούν και υπονομεύουν κάθε ενέργεια, εξασκώντας πάντα και ακόμα τον λαϊκισμό του ιδρυτή τους.
Δ) Η ανευθυνότητα ολόκληρης της αντιπολίτευσης, που ενώ το πλοίο βουλιάζει εξακολουθεί να τσακώνεται για ποσοστά ψήφων και επιρροών.
- Και τον μεν Ανδρέα Παπανδρέου θα τον κρίνει η ιστορία. Αλλά όλοι οι άλλοι υπεύθυνοι είναι εδώ γύρω μας. Αυτούς θέλω να μουντζώσω και να τιμωρήσω - όχι το μνημόνιο και την τρόικα!

πηγή: περιοδικό Lifo, 8 Ιουνίου 2011
http://www.lifo.gr/mag/columns/4020

Φωτογραφία: Γκράφιτι (μικτή τεχνική) από την περιοχή του Ψυρρή. Αθήνα, Μάϊος 2011.